Quantcast
Channel: ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Viewing all 4553 articles
Browse latest View live

Αυθεντική μαρτυρία

$
0
0
Σωτήρης Πανουσάκης, flipDREAMS, 2018, λάδι σε καμβά, 60 x90 εκ. 


ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ

ΕΛΕΑΝΝΑ ΒΛΑΣΤΟΥ, Στο Λονδίνο, εκδόσεις Πόλις, σελ. 214

Συγκρατώ τον εξής χρηστικό αφορισμό, όπως μας τον θυμίζει η συγγραφέας, αποδίδοντας έτσι εύστοχα την ουσία της όλης θεματολογικής της προαίρεσης: «Ο Φορντ Μάντοξ Φορντ έγραψε ότι το Λονδίνο ποτέ δεν σε αποζητά, ποτέ δεν του λείπει κανένας. Δεν αγαπάει κανέναν, ανέχεται τους πάντες. Μου αρκεί. Απλώς υπάρχω για να συντηρώ την κινητικότητά μου». Γνωρίζουμε βεβαίως από το παρελθόν των κειμένων ότι η πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου  της Αγγλίας, της Σκωτίας, της Ουαλίας και της Βόρειας Ιρλανδίας συγκέντρωνε συχνά πυκνά το συγγραφικό ενδιαφέρον. Μεταξύ των πολλών αντιπροσωπευτικών δειγμάτων διακρίνω από τις Αθλιότητες του Λονδίνου του Πονσόν ντι Τερράιγ τα παρακάτω ενδεικτικά: «Στη νοτιοδυτική γωνία της πλατείας Γουελκλόουζ υπάρχει ένας δρόμος πλατύς τρία μέτρα· στα μισά του δρόμου υψώνεται ένα θέατρο όπου οι καλύτερες θέσεις στοιχίζουν δώδεκα σολδία, και μπαίνεις στην πλατεία πληρώνοντας μια πένα. Ο πρωταγωνιστής είναι νέγρος. Όση ώρα κρατά το θέαμα, ο κόσμος πίνει και καπνίζει. Οι πόρνες που κάθονται στα θεωρεία είναι ξεκάλτσωτες· το κοινό της πλατείας αποτελείται από κλέφτες».
Ίσως αυτή ακριβώς η από πολλές απόψεις ευάλωτη πτυχή της δυτικοευρωπαϊκής μητρόπολης να ώθησε την Έλενα Βλαστού να εξομολογηθεί, μεταξύ άλλων, με τη γνωστή σε μας άδολη, χαρακτηριστική παρρησία της από τις προηγούμενες εμφανίσεις της στο χώρο: «Στο μυαλό μου άρχισε να σχηματίζεται η ιδέα ότι η χώρα που με φιλοξενεί απειλείται και με χρειάζεται, κι εγώ το μόνο που έχω να κάνω για να ανταποδώσω είναι να συλλέγω πληροφορίες για την ασφάλειά της, και ότι αυτή η δουλειά είναι για μένα και θα είμαι αν όχι η καλύτερη, οπωσδήποτε εξαιρετική». Η ίδια δεν διστάζει να δηλώσει, προκειμένου προφανώς να προβάλει ορισμένες πλευρές της εξ αντικειμένου πραγματικότητας, ότι «σταθερότητα, σύνεση, ακεραιότητα, αποδοτικότητα. Έλλειψη φαντασίας, υποκρισία. Αυτές οι ιδιότητες χαρακτηρίζουν τη μεσαία τάξη κάθε χώρας, αλλά στην Αγγλία είναι εθνικά χαρακτηριστικά. Έτσι έγραφε ο Ε. Μ. Φόρστερ το 1920. Εάν ζούσε στο Λονδίνο ενενήντα οχτώ χρόνια αργότερα, θα υπήρχε και η ανεκτικότητα στη λίστα».

Φρονώ ότι η συγγραφέας έρχεται κι αυτή με τη σειρά της να παραδεχτεί ότι η προϋπάρχουσα καταστατική δομή σκέψης και συμπεριφοράς, ήτοι η βικτοριανή ιδεολογία, υπεύθυνη για το ψυχοπνευματικό υπόστρωμα των σημερινών Βρετανών εν γένει, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα «παιχνίδι και νοσταλγία ή αναχρονιστική επιθυμία για μια επίλεκτη και αμόλυντη Βρετανία που στέκει απέναντι στις επίμικτες φυλές».(Βλ. εν προκειμένω Ουμπέρτο Έκο, Ο υπεράνθρωπος των μαζών-Ρητορική και ιδεολογία του λαϊκού μυθιστορήματος, μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα).
Κοντολογίς, πρόκειται για αυθεντική μαρτυρία: διαβάζοντας όσα με ιδιάζοντα κειμενικό παλμό κομίζει εδώ η Ελεάννα Βλαστού, συνυπάρχουμε σ΄ ένα τοπίο, όπου κυριαρχούν οι αντιφάσεις του βίου των αυτοχθόνων, οι αποδεδειγμένα καταπιεσμένες ορέξεις τους, η εμφανής άγνοια, έστω της επιφάνειας του Άλλου, το συνεπαγόμενο πείσμα περιφρούρησης της ατομικότητας, η συνειδητή αφοσίωση στο θεσμικό καθήκον, η εμβληματική φιλοπατρία, η συγκαλυμμένη ή μη αντιπάθεια για τη γειτονική Ήπειρο, ήτοι την Ευρώπη, τα τραύματα από την απώλεια των πολύτιμων αποικιών της πρώην θαλασσοκράτειρας Γενέτειρας και ασφαλώς η υπεράσπιση όσων σημαίνει διιστορικά ο βασιλικός θρόνος και τα όποια συμφραζόμενά του.

Κυπριακό: με κριτική και ενσυναίσθηση

$
0
0

ΤΗΣ ΔΑΝΑΗΣ ΚΑΡΥΔΑΚΗ

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, Ο Ντενκτάς στον Νότο. Η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά, εκδόσεις Ψηφίδες,σελ. 288

«Η Κύπρος κείται μακράν» είπε το ’74 ο Καραμανλής. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για την παραγωγή μελετών που να προσεγγίζουν την τραυματική ιστορία της Κύπρου χωρίς να εξωτικοποιούν το νησί και τους κατοίκους του φορώντας του ανεφάρμοστα ερμηνευτικά σχήματα ή να αναπαράγουν μύθους περί καλού εναντίον κακού, ξανατραυματίζοντας εν τέλει τα υποκείμενα. Το βιβλίο του Γρηγόρη Ιωάννου Ο Ντενκτάς στον Νότο, που παρουσιάζει τη σταδιακή κανονικοποίηση της διχοτόμησης στον λόγο των Ελληνοκύπριων και την απομυθοποίηση του ηγεμονικού αφηγήματος για το Κυπριακό, ότι για τη μη επίλυση φέρουν αποκλειστική ευθύνη οι Τουρκοκύπριοι, αποτελεί μια αξιοσημείωτη εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα και, ελπίζω, την αρχή μιας νέας βιβλιογραφικής παραγωγής -οι εκδόσεις Ψηφίδες και η κυπρολογική σειρά «Ρότσος» μπορούν να αποτελέσουν εγγυητές (για να χρησιμοποιήσω έναν προσφιλή στο Κυπριακό όρο) αυτής της νέας σοδειάς.
Από τις κύριες αρετές του βιβλίου είναι η αίσθηση της ιστορικότητας που το διατρέχει. Παρότι ο συγγραφέας αφορμάται από τις κοινωνικές επιστήμες, δεν χάνει την επαφή του με τον ιστορικό χρόνο, αναδεικνύοντας ότι το Κυπριακό και τα νοήματα που φέρει για τα υποκείμενα δεν υπάρχουν σε ιστορικό κενό αλλά δημιουργούνται, διαμορφώνονται και επηρεάζονται από τις κοινωνικές, οικονομικές και γεωπολιτικές συνθήκες που το περιβάλλουν. Τόσο οι ενδοκοινοτικές και οι διακοινοτικές σχέσεις όσο και το πλέγμα των διεθνών συγκυριών, όπως π.χ. η αποαποικιοποίηση και ο Ψυχρός πόλεμος, σκιαγραφούνται με τέτοιο αριστοτεχνικό τρόπο ώστε να μην παρουσιαστεί ξανά το Κυπριακό αποκλειστικά ως ένα «μείζον εθνικό ζήτημα» των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται οι πληροφορίες, με άξονα αναλυτικές κατηγορίες όπως η τάξη, η φυλή και το φύλο, είναι επίσης αξιοσημείωτος. Η αναλυτική κατηγορία της τάξης, για παράδειγμα, χρησιμοποιείται από τον συγγραφέα ώστε να προσδώσει υλική διάσταση σε κάτι που καμιά φορά φαντάζει ομοιογενές και διαταξικό. Η εθνικιστική ιδεολογία, υποστηρίζει ο Ιωάννου, έχει έντονο αστικό ταξικό στίγμα, ενώ η ελληνοκυπριακή εργατική τάξη -που δεν παρουσιάζεται, όπως συχνά συμβαίνει στην Αριστερά, ρομαντικοποιημένη- έχει διαχρονικά διαποτιστεί από τον εθνικισμό και μέσα από το εθνοκεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα που εργαλειοποιεί το βαθύ κράτος για την αναπαραγωγή του υπάρχοντος statusquo.
Η αναλυτική κατηγορία της φυλής, ή της εθνότητας, για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, επίσης παίζει ρόλο στην ανάλυση του Ιωάννου όταν περιγράφει τις διακοινοτικές σχέσεις μεταξύ Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων. Κυρίως, όμως, εμφανίζεται σε ένα πολύ κρίσιμο διακύβευμα: την εν δυνάμει και εν εξελίξει δημιουργία μιας νέας εθνικής ταυτότητας, της κυπριακής.
Η τελευταία αναλυτική κατηγορία στην οποία θα ήθελα να σταθώ είναι το φύλο. Στη συζήτησή του για την κρατική προπαγάνδα των Ελληνοκύπριων, ο Ιωάννου αναφέρεται στην έμφυλη διάστασή της, θίγοντας ένα πολύ σημαντικό θέμα: τη χρησιμοποίηση των γυναικών, μανάδων και συζύγων αγνοουμένων, που στέκονταν παραταγμένες με μαύρα ρούχα, κρατώντας φωτογραφίες των οικείων τους, σε εκδηλώσεις και επετείους. Λόγω του πεπερασμένου χώρου, δεν αναλύεται το ότι σε μια τόσο τραυματική και διχαστική συνθήκη, οι γυναίκες στην κυπριακή κοινωνία (και όχι μόνο φυσικά) έχουν δικαίωμα, και ενδεχομένως και υποχρέωση, αναπαράστασης σχεδόν αποκλειστικά ως σύμβολα του πόνου, της συμφοράς και του τραύματος. Έχουν δικαίωμα ως πενθούσες τα χαμένα (κυριολεκτικά ως αγνοούμενα ή μεταφορικά ως νεκρά) ανδρικά σώματα των γιών τους κατά κύριο λόγο (η μάνα πάντα αποτελεί κάτι σαν πανανθρώπινο, άχρονο σύμβολο) και δευτερευόντως των συζύγων και αδερφών τους. Ένα τραυματικό γεγονός που αφορούσε τις ίδιες τις γυναίκες και το σώμα τους, όπως π.χ. οι βιασμοί που έγιναν το ’74, αποτελεί, φυσικά, πολύ μεγαλύτερο ταμπού και όχι άξιο διαδήλωσης ή μετατροπής των γυναικών σε σύμβολα. Παρότι μια τέτοια ανάλυση ενδεχομένως να ξέφευγε κατά πολύ από τους σκοπούς του βιβλίου, θα είχε αξία, με αφορμή αυτή τη χρήση της πενθούσας γυναίκας στην κρατική προπαγάνδα, να μελετηθεί περισσότερο η άρρηκτη σχέση μεταξύ εθνικισμού και πατριαρχίας.
Το πόνημα του Ιωάννου είναι σπουδαίο διότι ασκεί κριτική στην κρατούσα αντίληψη περί Κυπριακού. Αλλά είναι και σπουδαίο επειδή ασκεί αυτή την κριτική με την ενσυναίσθηση που πρέπει σε μια ιστορία τόσο βαθιά περιπεπλεγμένη με το τραύμα. Με άλλα λόγια, αν και ασκείται δίκαιη κριτική στους Ελληνοκύπριους για το αφήγημα της διχοτόμησης, ο Ιωάννου δεν τους αποδίδει την ιδιότητα του «κακού» ή του μοναδικού υπαίτιου, αλλά λαμβάνει υπόψη το τραύμα τους. Καθώς όταν έχει λάβει χώρα ένα τραύμα, ο τραυματισμένος γυρίζει ξανά και ξανά εκεί, επαναλαμβάνοντας και ξαναζώντας την εμπειρία μέσα στον νου του, χωρίς στην πραγματικότητα να το επεξεργάζεται και να μπορεί να κάνει κάτι για να το αλλάξει. Αν και ο ιστορικός χρόνος περνάει, ο ψυχικός χρόνος θαρρείς και μένει στάσιμος. Στο μυαλό του τραυματισμένου η μόνη δυνατή αλλαγή είναι η αλλαγή του παρελθόντος και η ως δια μαγείας αναίρεση του τραύματος. Καθώς αυτό δεν είναι φυσικά δυνατόν, ο τραυματισμένος αντιστέκεται στην όποια αλλαγή, μένοντας σε μια προσωρινή κατάσταση που συνειδητά αναγνωρίζει ίσως και ως μη ευνοϊκή, καθώς οποιαδήποτε τελεσίδικη απόφαση θα τον οδηγούσε αναγκαστικά στην επαναδιαπραγμάτευση του τραύματος. Σε κάθε περίπτωση, όπως κάθε τραυματισμένος, έτσι και η Κύπρος, όπως λέει ο συγγραφέας στην τελευταία φράση του βιβλίου, «αξίζει κάτι καλύτερο».

Η Δανάη Καρυδάκη είναι ιστορικός

Σωτήρης Πανουσάκης, SUPERSTAR, 2018, λάδι σε καμβά, 50 x50 εκ.

Article 0

$
0
0
Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την ατομική έκθεση του Σωτήρη Πανουσάκη με τίτλο flipDREAMSπου πραγματοποιήθηκε στην CANChristinaAndroulidakiGallery  (Αναγνωστοπούλου 42, Κολωνάκι, Αθήνα).

Σωτήρης Πανουσάκης, Keepingthedistance, 2019, λάδι σε καμβά, 60 x80 εκ.

Ένας μοναχικός φοιτητής στο Πολυτεχνείο

$
0
0
Έργο του Νίκου Παπαδημητρίου



ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ

Το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Σεργόπουλου, ΕΑΤ-ΕΣΑ. Μια μαρτυρία για τα χρόνια της δικτατορίας, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις, αναφέρεται στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και στη διαφυγή του συγγραφέα, που είχε συλληφθεί και βασανιστεί στα γεγονότα της Νομικής.

Αυτό που γινόταν ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Συνέρρεαν γεμάτοι ενθουσιασμό φοιτητές και νεολαίοι, που ποτέ προηγουμένως δεν είχαν πατήσει το πόδι τους σε φοιτητική συγκέντρωση· όμως συνέρρεε και πλήθος κόσμου όχι μόνο για συμπαράσταση, αλλά και για να συμμετάσχει. Από την τελευταία φοιτητική συγκέντρωση της 20ής Μαρτίου στη Νομική, που κατέληξε στη βίαιη εκκένωση της Σχολής από την Αστυνομία, είχε μεσολαβήσει ένα οκτάμηνο σιγής. Αυτούς τους οχτώ μήνες είχαν αλλάξει πολλά. Το κοινωνικό σώμα ή έστω ένα μέρος του είχε αποβάλει τον φόβο και τις επιφυλάξεις και τώρα του δινόταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξεσπάσει.
Βλέποντας πώς είχε η κατάσταση και εκτιμώντας κάθε δυνατή παράμετρο, κατέληξα αμέσως στο βέβαιο συμπέρασμα ότι όλο αυτό το πράγμα θα κατέληγε σε αιματοχυσία. Η σύγκρουση ήταν προδιαγεγραμμένη. Η κατάσταση θα εξελισσόταν ανεξέλεγκτα, όπως και πράγματι έγινε. Το ζητούμενο για μένα ήταν να μη συλληφθώ εκ νέου. Διότι έτσι και με ξανάπιαναν αλίμονο και τρισαλίμονό μου. Μια δεύτερη σύλληψη με ξεπερνούσε. Επομένως δεν μπορούσα να αφεθώ στην πανηγυρική αντιχουντική και αντιαμερικανική συνθηματολογία και έπρεπε να οργανώσω τη διαφυγή μου. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος ήταν να περικυκλώσουν το Πολυτεχνείο και να μας πιάσουν σαν τα ποντίκια μες στη φάκα.
Για τον λόγο αυτό έπρεπε να βρίσκομαι σε κατάσταση επιφυλακής και να έχω μια σταθερή ροή πληροφοριών από αυτούς που βρίσκονταν έξω. Για κάθε ενδεχόμενο λοιπόν, μαζί με άλλους, χρησιμοποιώντας καδρόνια και πέτρες κατασκευάσαμε αυτοσχέδια σκαλοπάτια στην πίσω πλευρά ώστε να πηδήξουμε τα κάγκελα και να βρεθούμε στην οδό Μπουμπουλίνας. Το σχέδιο αυτό εφαρμόστηκε μέχρι τέλους. Βέβαια υπήρχε και μια άλλη λύση, που θα έκανε περιττή αυτή την προνοητικότητα: να συνεχίσω τη συμμετοχή μου περιφερόμενος έξω, στους γύρω δρόμους. Αυτό δεν το επιθυμούσα, γιατί ήθελα να είμαι μέσα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Εννοείται ότι το βράδυ της 15ης προς τη 16η δεν κοιμήθηκα γιατί είχα άγχος για τις εξελίξεις. Γύριζα πέρα δώθε, συμμετείχα με έξαψη σε ατελείωτες συζητήσεις για το «δέον του αγώνα και το μετά», και τώρα που τα ιστορώ καταλαβαίνω ότι αυτή ήταν η αληθινή μαγεία των ημερών. [...]
Ήμουν εναντίον της φιλελευθεροποίησης που επιχειρούσε το καθεστώς με τον Σπ. Μαρκεζίνη, εκτιμούσα ότι αυτή η λύση ήταν το φιλί της ζωής που αναζητούσε η χούντα και θεωρούσα ότι ήταν πλέον αποδυναμωμένη, αλλά προφανώς δεν μπορούσα να προτείνω κάποια λύση για την τελεσίδικη πτώση της. Την Ιστορία είναι δύσκολο να την ερμηνεύσεις όταν συντελείται, πολύ περισσότερο όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο να την προβλέψεις. Πάντως έχει έναν σφυγμό που μπορείς να τον πιάσεις και να μην κινείσαι ενάντια στο ρεύμα της.
Για μας που ήμασταν μέσα στο Πολυτεχνείο, εκείνη την ώρα δεν είχε απολύτως καμιά σημασία ποιος πήρε την απόφαση καταστολής και εκκένωσης. Από νωρίς το απόγευμα της Παρασκευής της 16ης Νοεμβρίου είχε αρχίσει να στήνεται ένα σκηνικό πολέμου με δακρυγόνα και πραγματικά πυρά. Ένα ετερόκλητο πλήθος, Κυπατζήδες, Εσατζήδες, χαφιέδες, αστυνομικοί και δεν ξέρω ποιοι άλλοι είχαν ακροβολιστεί γύρω από τον χώρο και στόχευαν τον κόσμο που είχε δημιουργήσει μια ζώνη προστασίας. Στις δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα της 16ης, δηλαδή τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Νοεμβρίου, ακούστηκε η ανατριχιαστική βουή των τανκς που κατέβαιναν από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Σταμάτησαν στην πλατεία Αιγύπτου, δηλαδή στη γωνία της οδού Μαυρομματαίων. Πέντε απ’ αυτά προωθήθηκαν στην οδό Πατησίων στην περιοχή του Πολυτεχνείου και ένα πήρε θέση ακριβώς μπροστά από την πύλη. Εκείνη τη στιγμή ο Κώστας Λαλιώτης και ο Κυριάκος Σταμέλος διαπραγματεύονταν την ειρηνική αποχώρηση των φοιτητών. Το τελευταίο σύνθημα που φωνάξαμε ρυθμικά και απελπισμένα ήταν: «Εί-σα-στε α-δέλ-φια - μας, Εί-σα-στε α-δέλ-φια - μας», φυσικά χωρίς ανταπόκριση. Τότε πια βρήκα το κουράγιο να φύγω. Μισή ώρα αργότερα το μοιραίο άρμα συνέτριψε την Πύλη με τα γνωστά επακόλουθα. Με την ενέργεια αυτή το Πολυτεχνείο δεν ανήκει πια στους δημιουργούς και τους πρωταγωνιστές του, ίσως δεν ανήκει ούτε στην ίδια την Ιστορία. Έγινε σύμβολο, έγινε μύθος, και στο διάβα του χρόνου θα επιδέχεται ατελείωτες ερμηνείες. Πάντως, η αναμφισβήτητη αλήθεια είναι ότι το Πολυτεχνείο υπήρξε.
Βρέθηκα στην οδό Σπυρίδωνος Τρικούπη… «και να με ’δώ με τόσα φώτα, εγώ μωρός όσο και πρώτα». Ένα πετυχημένο σχέδιο διαφυγής πρέπει να ακολουθείται και από την πρόβλεψη ενός ασφαλούς καταφυγίου. Τέτοια πρόβλεψη δεν είχα επεξεργαστεί, ίσως διότι οι παραστάσεις που αντίκρισα μπαίνοντας στο Πολυτεχνείο ήταν τόσο πρωτόγνωρες, τόσο εντυπωσιακές, τόσο κυριαρχικές, ώστε δεν μου έδωσαν τον απαραίτητο χρόνο και την απαραίτητη ψυχραιμία να ολοκληρώσω το αρχικό σχέδιο της ασφαλούς διαφυγής. Έτσι λοιπόν ήρθα αντιμέτωπος με μια σειρά οδυνηρών γεγονότων: η επιστροφή στο σπίτι θα ήταν αυτοκτονική, η επάνοδος στη Θεσσαλονίκη θα ήταν ταπεινωτική, και η αναζήτηση φίλων απέβη αρνητική. Από εκείνη την ώρα, δηλαδή από τις τέσσερις το πρωί της 17ης Νοεμβρίου 1973, ξεκίνησε η δική μου Οδύσσεια. Άνοιξε ένα καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή μου που περικλείει τις εμπειρίες και τις ταλαιπωρίες ενός φυγάδα, ενός πλάνητα, ταλαιπωρίες που δύσκολα μπορεί κανείς να αποκρυπτογραφήσει πίσω από το απλό ρήμα «κρύβομαι». Οι κομμουνιστές της δεκαετίας του ’40 και του ’50 είχαν ολόκληρους μηχανισμούς προστασίας των στελεχών τους που έβγαιναν στην παρανομία. Τι κάνει όμως ένας μοναχικός φοιτητής που δεν ανήκει σε κάποια οργάνωση, που μετά το Πολυτεχνείο τον κυνηγούν θεοί και δαίμονες και οι φωτογραφίες του, προφίλ και ανφάς, κοσμούν τα Αστυνομικά Τμήματα της μείζονος πρωτευούσης; Θα σας απαντήσω εγώ λοιπόν τι κάνει: σε πρώτη φάση κλαίει τη μοίρα του και σε δεύτερη φάση προσπαθεί να επιβιώσει.
Αφού λοιπόν δεν έβρισκα κάποια άμεση και πρόσφορη λύση, σκέφτηκα ότι δεν θα ήταν σκόπιμο να κυκλοφορώ νυχτιάτικα στην ευρύτερη και επικίνδυνη ζώνη των επιχειρήσεων ώστε να κινδυνεύω από μια τυχαία σύλληψη. Γι’ αυτό κατέφυγα στην ασφαλή Κατοχική Σκομπία, δηλαδή στο Κολωνάκι. Με το φως της ημέρας συμπλήρωνα σαράντα οχτώ ώρες συνεχούς αγρυπνίας κάτω από συνθήκες υπερέντασης, αλλά με το φως που ανέτειλε φωτίστηκε και το μυαλό μου από μια ιδέα που αποδείχθηκε σωτήρια. Ζήτησα από κάποιον οικογενειακό φίλο να μου επιτρέψει να επισκεφθώ το εξοχικό του στον Ωρωπό, δίχως να διευκρινίζω τους λόγους. Είχα βάσιμες ελπίδες ότι θα πίστευε πως θα το χρησιμοποιούσα για τους ίδιους ακριβώς λόγους που το χρησιμοποιούσε και αυτός ως λάτρης του ωραίου φύλου. Με πλατύ χαμόγελο μου παρέδωσε το κλειδί κι εγώ τον παρακάλεσα για ευνόητους λόγους να τηρήσει αυστηρούς όρους εχεμύθειας. Το σπίτι αυτό δεν ήταν εύκολα επισκέψιμο αν δεν διέθετες ιδιωτικό αυτοκίνητο και εντέλει κατέληξα εκεί στα πρόθυρα της κατάρρευσης στη μία η ώρα το μεσημέρι.
Αν μπορούσα να ταφώ εδώ θα ήταν καλά, αλλά έπρεπε να δώσω σημεία ζωής. Έτσι λοιπόν, μετά από ένα διήμερο τηλεφώνησα στον ιδιοκτήτη και τον διαβεβαίωσα ότι… περνάμε μια χαρά, ότι… τον ευγνωμονούμε για τη φιλοξενία, ότι εγώ δεν έμεινα αδρανής και περιποιήθηκα το σπίτι και τον κήπο που ήθελαν μια φροντίδα εξαιτίας της μακράς απουσίας του, και ότι τον παρακαλούσαμε αν μπορεί να μας επιτρέψει την παραμονή ακόμα για ένα τριήμερο ή τετραήμερο. Αποδέχτηκε την παράκληση με ειλικρινή ευχαρίστηση. Βέβαια ο φίλος μου ουδόλως ηλίθιος ήταν και από την ειδησεογραφία των ημερών υπήρχε κίνδυνος να κάνει κάποιους σχετικούς συνειρμούς, δεδομένου ότι γνώριζε μερικές εμπλοκές μου με τα πολιτικά δρώμενα, αλλά ήταν χαρακτήρας ευθύς και πραγματικά με εκτιμούσε. Τέλος πάντων αυτή ήταν η μόνη λύση που είχα βρει, τίποτα στη ζωή δεν υπάρχει χωρίς ρίσκο και ένα ένστικτο μου έλεγε ότι ήμουν ασφαλής.
Πράγματι, μετά από έξι μέρες συνολικά του παρέδωσα το κλειδί. Όταν κατά τη μεταπολίτευση του εξομολογήθηκα για ποιον ακριβώς λόγο του ζήτησα να μου παραχωρήσει το σπίτι και όταν τον ρώτησα αν υποψιάστηκε κάτι, μου απάντησε ότι εκείνο τον καιρό ήταν τόσο απασχολημένος με τα οικογενειακά και τα επαγγελματικά του προβλήματα ώστε το θέμα αυτό δεν τον απασχόλησε.

ΦΥΛΛΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ

$
0
0
Γυρνά στα χαλάσματα του Πολυτεχνείου. Θυμάται το μίσος των τανκς και των μπάτσων. Θυμάται τα συνθήματα των εξεγερμένων. Θυμάται τη νύχτα της φρίκης.  Πίσω από τα χαλάσματα της μνήμης βλέπει την αγαπημένη του φίλη, γυμνή να χορεύει πάνω στα σπασμένα κιγκλιδώματα. Έρημοι στίχοι, πουλιά, τρομαγμένα από τον ήχο της βίας. Βλέπει τα κορίτσια και τα αγόρια που κατέβαιναν, ακόμα αμαθή του κινδύνου, σπρωγμένα από μια ορμή άλογη, ερωτική, να σαρώνουν τους δρόμους, να σαρώνουν τους μπάτσους που πετάγαν τις σιδερόφρακτες πανοπλίες τους, έμπλεοι φόβου, μπροστά σε τούτη την ορμή.
Κι η φίλη του, κόρη του ανέμου, μ'ένα σάλι τυλιγμένο στο κορμί της, βγαίνει μέσα από τις σπασμένες πόρτες. Πολλά Πολυτεχνεία, σύντροφε, του φωνάζει, πολλά και κάθε μέρα. Γιατί ο φασισμός δεν νικιέται με αθώα βλέμματα. Γιατί ο φασισμός δεν είναι μόνο τα τανκς, είναι και τα πρέπει μιας κοινωνίας που μας θέλει συνέχεια μέσα στις νόρμες της. Είναι και αυτός που κλωτσά τον πρόσφυγα τον ματωμένο, είναι και αυτός που απ’ την τηλεόραση μιλά για τους εισβολείς, είναι και αυτός που κάνει χιούμορ για την γυναίκα που δέχτηκε επίθεση.
Ένα δύο τρία, πολλά Πολυτεχνεία, ψιθυρίζει. Γιατί τον φασισμό βαθιά καταλαβαίνω. Είναι η εικόνα ενός κόσμου που ποτέ δεν συμφιλιώθηκε με τον εαυτό του. Είναι η πραγματικότητα των ανθρώπων εκείνων που ποτέ δεν γλύκανε το βλέμμα τους. Είναι ο κωμικός χιτλερίσκος που σκόρπισε μίσος και κάθιδρος στο εδώλιο έψαχνε τρόπο να σωθεί. Είναι ο υπουργός που με την σιδερωμένη γραβάτα του απειλεί κάθε μέρα αυτούς που δεν έχουν φωνή.
Αυτά σκέφτεται σήμερα, ανήμερα του Πολυτεχνείου, και η φίλη του έρχεται και του δίνει ένα φιλί, ίδιο ο κόσμος ο λαμπρός. Και κάθονται μαζί να τραγουδούν πως έχει "σαν στάμπα την ζωή μας σημαδέψει". Και αγκαλιάζονται σφιχτά.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ

Έργο του Νίκου Παπαδημητρίου

Η χούντα, τα τραγούδια και τα ποιήματα

$
0
0
Έργο του Κώστα Τσώλη


Ο ύμνος της χούντας, «Μέσα στ’ Απρίλη τη Γιορτή/ το Μέλλον χτίζει η Νιότη...» [μουσική: Γιώργος Κατσαρός, στίχοι : Γιώργος Οικονομίδης, πρώτη live εκτέλεση : Γρηγόρης Μπιθικώτσης και Βίκυ Μοσχολιού (13/7/1967 στο κέντρο «Δειλινά» στη Γλυφάδα), πρώτη ηχογράφηση : Φώτης Δήμας και χορωδία],συμβολική απαρχή του νεοελληνικού κιτς, προφανώς αποτέλεσε το ιδεολογικό και αισθητικό, «δέον» για τρία τραγούδια κι ένα ποίημα που απαγορεύτηκαν...
Επίσης, μια ποιητική αποτίμηση των κοινωνικών-πολιτικών συμπεριφορών, από τον Μανόλη Αναγνωστάκη

Νίκος Γκάτσος
Πάει ο καιρός

Πάει ο καιρός, πάει ο καιρός
που ήταν ο κόσμος δροσερός
και κάθε αυγή ξεκινούσε μια πηγή
για να ποτίσει όλη τη γη

Ήρθανε νύχτες και βροχές
και χειμωνιάσαν οι ψυχές
και στο βαθύ το σκοτάδι έχει σταθεί
ένα παιδί να ζεσταθεί

Τώρα το δάκρυ κυλάει στο χώμα, και πέρα απ’ το βοριά
ένα καράβι ρωτάει ακόμα πού θα βρει στεριά
Πάει ο καιρός...

Σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, είχε κυκλοφορήσει σε δίσκο το 1965. Απαγορεύθηκε το 1967, και κυκλοφόρησε πάλι αργότερα, με άλλους στίχους


Κώστας Βάρναλης
Ο μπάρμπα-Θάνος

Σαν ήρθε η ώρα να πεθάνω
έλα κοντά μου μπάρμπα-Θάνο
δώσε μου πρώτα ένα ποτήρι
ξέχειλο κι είναι το στερνό
άνοιξε και το παραθύρι
να μπει το φως το βραδινό

Κι αν αρρωστούσα κι αν πεινούσα
πλούσιο κι αφέντη προσκυνούσα
μα τώρα που `χω πια πεθάνει
το θέλημά σου σεβαστό
του Παραδείσου που μου κάνει
άνοιξ’ την πόρτα δε βαστώ


Σε μουσική Σταύρου Κουγιουμτζή, είχε κυκλοφορήσει σε δίσκο το 1966· απαγορεύθηκε το 1967


Άκης Πάνου
Θα κλείσω τα μάτια

Τον έρωτα φαρμάκωσε η μιζέρια
κομμάτιασε η φτώχεια την καρδιά
δεν ήρθανε για μας τα καλοκαίρια
και έγινε η ζωή τόσο βαριά

Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια
μακριά από τη φτώχεια, μακριά απ’ τη μιζέρια
θα πάρω τη στράτα κι εγώ τη μεγάλη
θα κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει

Πού να βρεθεί ντροπή να με κρατήσει
στη λάσπη και στην ξύλινη σκεπή
τη φτώχεια που μας έχει γονατίσει
τη νιώθω μεγαλύτερη ντροπή

Μουσική Άκη Πάνου, 1967· απαγορεύθηκε, και επανεκδόθηκε με παραλλαγμένους τους στίχους


Ηλίας Πετρόπουλος

Το σώμα

(απόσπασμα)


Τι τα θέλετε· μία γυναίκα γυμνή είναι θλιβερόν θέαμα.
Δυστυχώς δεν παρεφρόνησα εισέτι.
Η τέχνη έχει τη δική της ηθική.
Η ομορφιά νομιμότης της φύσεως.
Μπρος στο γυμνό γυναίκειο σώμα τα μικρά παιδιά απορούν
και τρομάζουν οι τρυφεροί γνήσιοι άνδρες.
Ένα γυναικείο γυμνό κορμί υποβάλλει μία συζήτηση περί προσωπικότητος.
Σώμα γλυκύτατο ολέθριο περίβλημα.
Της ημέρας σώμα και του μεσονυκτίου· σώμα της παρηγοριάς.
Δεν είναι φρόνιμο να βλέπουν όλοι οι άνθρωποι γυμνές τις ωραίες·
μη ρίπτετε τα άγια τοις κυσί και τους μαραγαρίτας τοις χοίροις.
Έχω στημένον πόλεμο βαθιά μου.
Θέα σημαίνει ιδεατή κατοχή.
Η ζωή είναι βουβή είναι. Όνειρα απαιτώ.
Η θλίψη μου αποτελεί την ευτυχία μου.
Σώμα, εσύ ’σαι η ψυχή.
Ω, αοίδιμον αιδοίον· ω, σχισμή αμφίστομη με την αργυρή υγρασία.

Δια του μίσους δεν λησμονούν μιαν αγάπη.
Το μίσος μοιραία έρχεται σαν επιβράβευση του έρωτος.
Είναι ηθικόν ό,τι μου αρέσει.
Η ηδονή περιορίζει τη ρήξη με τον εαυτό μου.
Γυναίκα σε ανάκλιντρο, ένα θηρίο ξαπλωμένο μοιάζει,
και η ρέμβη το θρέφει.
Κάθε πτώμα είναι άρνηση ενός σώματος.
Κυρία μου, κοίταξέ με στα μάτια κι άκου το επιτύμβιο που εζήτησες
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ
Η ΩΡΑΙΑ ΕΚΕΙΝΗ
ΠΟΥ ΠΙΑ ΕΦΥΓΕ ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΜΑΖΙ ΤΗΣ ΤΙΣ ΛΥΠΕΣ ΜΟΥ.

Το ποίημα δημοσιεύθηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης «Τραμ», τχ. 3-4, 1972· ο Ηλίας Πετρόπουλος και οι εκδότες του περιοδικού οδηγήθηκαν στο δικαστήριο


Μανώλης Αναγνωστάκης
Φοβάμαι

Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ’κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ’σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

Γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 και δημοσιεύτηκε στην «Αυγή»

Πρόσκληση

$
0
0
Οι εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΡΑΜΑ

Σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του Χρήστου Ηλιάδη
«Η Θράκη Απειλείται»: Απόρρητη αλληλογραφία
(Τουρκική στρατηγική - Μυστική Πολιτική - Μειονοτικές Ομάδες)
Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019, 6:30 μ.μ. POLIS ART CAFE Πεσμαζόγλου 5 & Πανεπιστημίου (Στοά βιβλίου)
Για το βιβλίο θα μιλήσουν :
Κώστας Γαβρόγλου, Ηλίας Νικολακόπουλος, Σεριφέ Σιράκ, Δημήτρης, Χριστόπουλος
Συντονίζει η Μαριλένα Κατσίμη

Πρόσκληση

$
0
0
Οι εκδόσεις της ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ (ΔΕ)ΚΑΤΩΝ παρουσιάζουν την ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Βούζη
Δικαιοσύνη
Ομιλητές: Γιώργος Βέης, Κώστας Βούλγαρης
Συντονίζει ο Κωνσταντίνος Μπούρας
Ποιήματα διαβάζει η Ευαγγελία Μιμίδου

Έναστρον Βιβλιοκαφέ, Σόλωνος 101, Σάββατο 23 Νοεμβρίου, 13.00

Η σημαντική της εξέγερσης

$
0
0
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Πολυτεχνείο 1973

ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

Ο φόβος του Λαού συνείχε την δικτατορία της 21ηςΑπριλίου συνεχώς, από την αρχή έως το προδοτικό και άδοξο τέλος της. Γι’ αυτό και σε καμιά στιγμή δεν τόλμησε να θέσει σε εφαρμογή ούτε τα δικά της χρονοδιαγράμματα «φιλελευθεροποίησης», ούτε τα δικά της «Συντάγματα». Ενώ έκδηλος είναι ο φόβος και στα κείμενα των τελευταίων, τα οποία απαγορεύουν «ιδεολογίας σκοπούσας εις την ανατροπήν ή την υπονόμευσιν του υφισταμένου πολιτειακού ή κοινωνικού καθεστώτος» ή «συνδεομένας προς τας αρχάς και τα προγράμματα κομμάτων διαλυθέντων ή τεθέντων εκτός νόμου».
Ο ίδιος φόβος αναδεικνύεται ανάγλυφα και στους λόγους των πρωτεργατών του πραξικοπήματος ακόμη και του «δοτού» –κατά δικό του αυτοπροσδιορισμό– «πρωθυπουργού» Σπ. Μαρκεζίνη που κραυγάζει από το Πεντάγωνο μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου : «Ο εχθρός δεν θα περάσει». Η έννοια του «εσωτερικού εχθρού», υπερβαίνει την μετεμφυλιοπολεμική της διάσταση, διαχωρισμού των πολιτών σε εθνικόφρονες και μη, διευρύνεται δυνάμει σε κάθε πολίτη, ακόμη και σε όλο το κοινωνικό σώμα, μετατρέπεται σε «εχθρό Λαό». Τον οποίο φοβάται το στρατοκρατικό καθεστώς, αλλά και τον εφευρίσκει για να τονώσει, όποτε χρειάζεται, την υπό αίρεση εσωτερική συνοχή του…
Η χωρίς προοπτική και ορατή διέξοδο αυτή πραγματικότητα και η εντεινόμενη δημόσια αντιπαράθεση από το 1972 του φοιτητικού κινήματος, εξαντλεί τα όρια αντοχής και ανοχής του δικτατορικού καθεστώτος· το κίνημα του Πολεμικού Ναυτικού εμφανίζει καθαρά την μη αποδοχή του καθεστώτος από τμήματα του ίδιου του στρατεύματος· οι δηλώσεις του Κ. Καραμανλή από το Παρίσι στην εφημ. «Βραδυνή», που καλεί ανοικτά τον στρατό να ανατρέψει το καθεστώς· οι αντιθέσεις Παπαδόπουλου-Γρίβα για το Κυπριακό· η απαρχή μιας κάποιας απαγκίστρωσης από τις αμερικανικές επιλογές στην εξωτερική πολιτική, μπροστά στην νέα αραβοϊσραηλινή κρίση· η απομόνωση από τη Δυτική Ευρώπη και το συνεχιζόμενο πάγωμα της συμφωνίας σύνδεσης με την ΕΟΚ· οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους πραξικοπηματίες, σε σκληρούς δικτατορικούς και εκείνους που επιθυμούν μια κάποια μορφή ελεγχόμενης από τον στρατό «ομαλοποίησης», όλα αυτά ωθούν τον αρχιπραξικοπηματία Γ. Παπαδόπουλο στην μόνη κίνηση που του απέμενε, την περίφημη «φυγή προς τα εμπρός», με την και τυπική κατάργηση της Μοναρχίας, την αυτοανακήρυξή του σε «Πρόεδρο Δημοκρατίας», την άρση του στρατιωτικού νόμου, την γενική αμνηστία των πολιτικών κρατουμένων, την διεξαγωγή δημοψηφίσματος και την εφαρμογή νέου «Συντάγματος».

Το καλοκαίρι του 1973, αυτό το εγχείρημα δείχνει ότι μπορεί να έχει επιτυχία. Οι συζητήσεις και επαφές του Παπαδόπουλου, με μικρό έστω τμήμα του παλιού αστικού πολιτικού προσωπικού, ο σχηματισμός «κυβέρνησης» από τον επικεφαλής του μικρού προδικτατορικού Κόμματος των Προοδευτικών Σπ. Μαρκεζίνη και η εξαγγελία εκλογών για τον Φεβρουάριο του ’74, φαίνεται να δημιουργούν όρους μιας νέας αστικής νομιμότητας, και υπέρβασης της αδιέξοδης ανομίας στην οποία είχε περιέλθει το δικτατορικό καθεστώς.
Το πείραμα ενός ελεγχόμενου, και θεσμικά πια από το στρατό, περάσματος και πάλι στον μετεμφυλιακό κοινοβουλευτισμό, χαιρετίζεται από τον Σύνδεσμο των Βιομηχάνων, ενώ η πλειονότητα του παλαιού πολιτικού κόσμου, μεγάλων τμημάτων της ηγεσίας της Αριστεράς συμπεριλαμβανομένων, προσβλέπει προς αυτή την προοπτική ως τη μόνη «ρεαλιστικά» εφικτή λύση. Φωτεινή εξαίρεση ο Παν. Κανελλόπουλος και οι Γ. Μαύρος, Ι. Ζίγδης και Π. Παπαληγούρας – οι οποίοι συγκροτούν μαζί και με άλλες προσωπικότητες και την τεχνική βοήθεια νέων από την «Δημοκρατική Άμυνα» «Επιτροπή Δημοκρατικής Νομιμότητας»– από δε την αριστερά, η ηγεσία του ΚΚΕ και το ΠΑΚ του Α. Παπανδρέου. Ο δικτάτορας εκτιμά ότι η δημιουργία μιας «αναπαλαιωμένης» αστικής νομιμότητας από τη μια θα διέλυε τα διλήμματα συνείδησης μεγάλων τμημάτων του κοινωνικού σώματος, με αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση της αντίστασης των φοιτητών/ τριών, που από στάση υπεράσπισης της νομιμότητας θα μετατρέπονταν σε στάση άρνησής της, ενώ η επίδραση των πολιτικών δυνάμεων θα λειτουργούσε διασπαστικά στο εσωτερικό του.
Από την άλλη θα του επέτρεπε να υπερβεί όλα τα άλλα αδιέξοδα και να δημιουργήσει στοιχεία υποδομής ενός ελεγχόμενου αυτομετασχηματισμού του κράτους εκτάκτου ανάγκης και υπέρβασης της ενδοαστικής ιδεολογικής αντίφασης.  Το καθεστώς όμως, για μια ακόμη φορά, αποδεικνύεται ανίκανο να κατανοήσει τόσο την, παθητική έστω αλλά υπαρκτή απόρριψη του από το κοινωνικό σώμα, που βρίσκει στο φοιτητικό κίνημα την άδολη έκφραση των διαθέσεών του, όσο και το χαρακτήρα και τη βαθύτερη ουσία αυτού του αυθόρμητου και πολικά αυτόνομου αριστερού κινήματος, το οποίο εμφανίζεται ως ο μόνος αντίπαλος πολιτικός πόλος , των επιλογών του.
Έτσι με την αρχή του φθινοπώρου, βρίσκετε αντιμέτωπο ξανά με το φοιτητικό κίνημα, που με αμείωτο το πολιτικό του κύρος ηγείται της όλης αντιστασιακής πάλης, πλαισιωμένο πια ενεργά από ένα μεγάλο ακροατήριο αφυπνισμένων πολιτών. Οι φοιτητές, πριν καλά-καλά ανοίξουν οι Σχολές τους, βρίσκονται στους δρόμους. Η βίαιη ανατροπή του μαρξιστή προέδρου της Χιλής Σαλβαντόρ Αλιέντε από την χούντα του στρατηγού Πινοσέτ, με την ανοιχτή υποστήριξη των ΗΠΑ, δίνει το έναυσμα και τον χαρακτήρα καθαρά πολιτικών αντιδικτατορικών και αντιαμερικανικών διαδηλώσεων κιόλας από τον Σεπτέμβριο, που βαίνουν αμείωτες όλο το επόμενο δίμηνο, με αποκορύφωμα τις ανοιχτές και βίαιες συγκρούσεις – πετροπόλεμο με τις αστυνομικές δυνάμεις, στήσιμο οδοφραγμάτων σε πολλά σημεία της πρωτεύουσας, νέες συλλήψεις κ.λ.π.– που ακολουθούν το μνημόσυνο του Γ. Παπανδρέου στις 4 Νοεμβρίου. Η πλατιά πρωτοσέλιδη δημοσιότητα των κινητοποιήσεων, ιδιαίτερα από το συγκρότημα Λαμπράκη, οι ξένοι ανταποκριτές, οι ελληνικές εκπομπές του εξωτερικού, προβάλλουν το φοιτητικό κίνημα ως το μοναδικό συνεπές και αποφασιστικό πολιτικό αντίπαλο του πειράματος Μαρκεζίνη, εκφραστή της ανάγκης μιας ανόθευτης πλατιάς δημοκρατικής ομαλότητας που θα υπερέβαινε τα μετεμφυλιοπολεμικά και στρατοκρατικά όρια.
Οι προσπάθειες του καθεστώτος μέσα στα πλαίσια αυτά, να επιδείξει ένα «φιλελεύθερο» προσωπείο και να εκτονώσει τη φοιτητική δράση, με σπουδαστικές διευκολύνσεις, επιστροφή των βίαια στρατευμένων φοιτητών, αλλά και αναβολή των αρχαιρεσιών στους σπουδαστικούς συλλόγους, οδηγούν στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Τα μεν σπουδαστικά μέτρα αφήνουν αδιάφορο ένα συνολικά πια ριζοσπαστικοποιημένο κίνημα, η αναβολή των αρχαιρεσιών το προκαλεί, ενώ η επιστροφή των στρατευμένων μελών του χαιρετίζεται ως νίκη, η οποία συμβάλλει ταυτόχρονα στην ακόμη μεγαλύτερη μαζικοποίηση του και τονώνει την αγωνιστική του αυτοπεποίθηση.
Η κατάσταση έχει πάρει πια εκρηκτικές διαστάσεις, που όσο κι αν καμία πολιτική δύναμη δεν κατανοεί την έκταση και το βάθος τους, αυτή αναζητά ένα τυχαίο σπινθήρα για να εκραγεί. Άλλωστε, οι εξεγέρσεις δεν οργανώνονται· ξεσπούν ανατρέποντας τις πολιτικές αναλύσεις και γραμμές, υπερβαίνοντας ακόμη και αυτούς τους φυσικούς συντελεστές τους. Και αυτό ακριβώς το τυχαίο και αυθόρμητο συνέβη το πρωί της 14ηςΝοεμβρίου και εξελίχθηκε με μορφή χιονοστιβάδας όλο το επόμενο τριήμερο .
Τα γεγονότα είναι λίγο πολύ γνωστά, η ραγδαία εξάπλωσή τους σ’ όλες τις πόλεις με πανεπιστημιακές σχολές, το αγκάλιασμά τους ενεργά από χιλιάδες πολίτες, όλων των κοινωνικών στρωμάτων, τάξεων και πολιτικών πεποιθήσεων, που βγαίνουν στους δρόμους συγκρουόμενοι με τις δυνάμεις καταστολής, τους δίνουν χαρακτήρα ανοιχτής εξέγερσης. Η πανελλαδική ακτινοβολία τους και η ζώσα εξιδανικευτική τους μνήμη, ακόμη και 46 χρόνια μετά, πιστοποιούν τον τρόπο βίωσής τους από τη λαϊκή συνείδηση, ως ηθική νίκη, ως στάση αξιοπρέπειας και δημοκρατικότητας, απέναντι στην αυθαιρεσία, τον αυταρχισμό και τη βαρβαρότητα, ως αποκλειστικά δικό της γεγονός. Ακριβώς γι’ αυτό και οι εκ των υστέρων προσπάθειες υποταγής της εξέγερσης, σε σκοπιμότητες, από την αγιοποίηση-μυθοποίηση κάποιων αδούλωτων νιάτων, τα οποία ξαφνικά ως εις άνθρωπος... κλπ μέχρι την πλήρη αμφισβήτηση αυτών καθ’ αυτών των γεγονότων, δεν μπορούν να αντέξουν στη βάσανο της κριτικής ανάλυσης, ούτε και να κλονίσουν ή να καλουπώσουν σε προκατασκευασμένα πλαίσια το γεγονός της εξέγερσης. Πολλοί περισσότερο να αποδεχτούν την πρόσφατη ύβριντης νεαράς υφυπουργού Εργασίας, ότι η μνήμη αυτής της αντίστασης αποτελεί «βαθιά συλλογική ψυχική νόσο» και όσοι την επικαλούνται «είναι ψυχικά νοσούντες»!
Γι’ αυτό εκείνο που έχει σημασία είναι η κατανόηση ότι ο Νοέμβριος του ’73 είναι το αυθόρμητο αποτέλεσμα των συνολικών και συλλογικών διεργασιών, όλης της δεκαετίας του ’60 –εσωτερικών και εξωτερικών– όπως βιώθηκαν με όρους κινήματος, από την κοινωνική κατηγορία φοιτητές στις ιδιαιτερότητες του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
Οι πολιτικές συνέπειες της εξέγερσης και η βίαιη καταστολή της ανέδειξαν την δομική αστάθεια του κράτους εκτάκτου ανάγκης  την πλήρη αποκοπή του από τις συντελούμενες διεργασίες σε επίπεδο κοινωνίας πολιτών, το όριο αντοχής της διαδικασίας νομιμοποίησης που επιχείρησε, την τελειωτική αποτυχία του να πετύχει κάποια μορφή συναίνεσης. Σήμαναν το τέλος όχι μόνο του Παπαδόπουλου και του εγχειρήματος της ελεγχόμενης από τον στρατό «φιλελευθεροποίησης», αλλά και την ολοκληρωτική κρίση της στρατιωτικής δικτατορίας. Γεγονός στο οποίο η τρομοκρατία των επόμενων οκτώ μηνών δεν μπόρεσε να αλλάξει τίποτα. Η επανάληψη δεν ήταν παρά η τελευταία πράξη ενός χαμένου και αδιέξοδου παιχνιδιού. Δεν ήταν άλλωστε τα γεγονότα της εξέγερσης, που οδήγησαν στο ενδοχουντικό πραξικόπημα της 25ηςΝοεμβρίου, το οποίο είχε προετοιμασθεί ακόμη και ως προς τις ημερομηνίες από τον Αύγουστο, ανεξάρτητα αν έδωσαν στο σκληρό χουντικό πυρήνα την ιδανική ευκαιρία.
Ευκαιρία κατάληψης της αρχής χωρίς καμία όμως δυνατότητα πολιτικών πρωτοβουλιών, πέρα από την καταδίκη του πολιτικάντικου καιροσκοπισμού του Παπαδόπουλου και την προδοσία των «ιδανικών της επαναστάσεως». Καθώς και την επανεμφάνιση της ρητορικής του αρχικού αντιολιγαρχικού λόγου, τον εκθειασμό των παραδοσιακών αγροτικών και «ελληνοχριστιανικών» αξιών, τις πατερναλιστικές διακηρύξεις υπέρ του λαού, την ηθικολογία, τον πουριτανισμό, την έντονη πατριδοκαπηλία, που οδήγησε τελικά στην εγκληματική προδοσία της Κύπρου και την επακόλουθη κατάρρευσή του.
Καταλυτικές όμως ήταν οι συνέπειες και σε κοινωνικό επίπεδο. Το φοιτητικό κίνημα καταρρακώνει την όλη κυρίαρχη εμφυλιοπολεμική ιδεολογία και οδηγεί την κοινωνία να συνειδητοποιήσει ότι η πτώση της χούντας είναι δική της υπόθεση. Ότι η εξουσία της απόφασης μπορεί να είναι στα χέρια των ίδιων εκείνων που ανιδιοτελώς αναλαμβάνουν και το κόστος της εφαρμογής της. Ότι είναι δυνατή, στην πράξη, η δημιουργία ιστορίας από τα ίδια τα υποκείμενα που την ζουν. Πρόκειται για διεργασίες πρωτόγνωρες, οι οποίες δημιουργούν όρους ανατροπής σειράς προκαταλήψεων, υπερβαίνουν παραδοσιακές πολιτικές εντάξεις και δόγματα, διαμορφώνουν πιεστικές συνθήκες διαλόγου για τις δυνάμεις της αντίστασης, διευρύνουν «τον κύκλο των κατακτήσεων του προοδευτικού κινήματος [όπως το έχει αναλύσει ο Ολ. Δαφέρμος] σε σφαίρες που ως εκείνη τη στιγμή ήταν αδιανόητες τόσο για τις δυνάμεις της αριστεράς, όσο και για τις αντίπαλες δυνάμεις».
Η σημαντική αυτών των διεργασιών έχω την αίσθηση ότι αποτελεί τομή στον νεοελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, λόγω της ανυπαρξίας, για λόγους ιστορικο-πολιτικούς, μιας δυναμικής κοινωνίας πολιτών –με την Γκραμσιανή έννοια του όρου– ικανής να αρθρώνει όρους πολιτικής ανυπακοής, ως το δημοκρατικό ισοδύναμο, απέναντι στην οργανωμένη κρατική βία.  Και αυτή είναι, θαρρώ, η μεγαλύτερη συμβολή του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος. Κινήματος που αναδείχθηκε, στο μόνο άλλωστε πολιτικό υποκείμενο, το οποίο με όρους κινήματος, συγκρούστηκε ανοικτά δημόσια, χωρίς «κουκούλες» αλλά υπεύθυνα και κατά πρόσωπο, με το δικτατορικό καθεστώς, ανέτρεψε τους προγραμματισμούς του, του αφαίρεσε κάθε ευχέρεια διαχειριστικών ελιγμών και κινήσεων, ενέτεινε τις εσωτερικές του φατρίες, το οδήγησε στην πλήρη απομόνωση από την κοινωνία. Ακριβώς και γι’ αυτό, η κοινωνία παραχώρησε στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα μια ιδιότυπη πολιτική εξουσιοδότηση, βρίσκοντας σ’ αυτό τη δυνατότητα της άδολης έκφρασης της και υπεύθυνης δράσης.  Και είναι, έχω την αίσθηση, η μνήμη αυτής της μόνης αδιαμεσολάβητης παρουσίας της κοινωνίας των πολιτών, σ’ όλη τη μεταπολεμική πορεία, που όσο και αν ενοχλεί την αστική εξουσία, καθιστά το Πολυτεχνείο ’73 διαχρονικό σημείο αναφοράς που υπερβαίνει τα όποια όρια επιχειρούν κατά καιρούς να θέσουν στη δυναμική του φύση, εχθροί μα και άσπονδοι φίλοι…
Η γρήγορη κατάρρευση του στρατιωτικού καθεστώτος και η πολιτική βραδύτητα των ενωτικών διεργασιών στους κόλπους των δυνάμεων της αριστεράς και της αντίστασης, να χαράξουν έγκαιρα μια σαφή εναλλακτική στρατηγική πρόταση, απέναντι στην κρίση εκπροσώπησης του όλου μετεμφυλιοπολεμικού συστήματος οργάνωσης της αστικής εξουσίας που δημιούργησε η τομή του Πολυτεχνείου, οδήγησε βέβαια τη μεταπολίτευση στα γνωστά περιοριστικά αστικά πλαίσια-όρια. Μέσα στα οποία το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, παρά την αναμφισβήτητη αίγλη του, δεν ήταν δυνατό να δράσει πια ηγεμονικά. Να υπάρξει με όρους αυτόνομου κινήματος
Το «ειδικό βάρος» του στην πολιτική σφαίρα είχε πια εξαντληθεί, όχι όμως και το ηθικό, που παραμένει αμείωτο. Γι’ αυτό και όλα τα πολιτικά κόμματα χρησιμοποίησαν, ως άτομα όμως, στελέχη του, στη πλαισίωση των μηχανισμών τους. Η ελπίδα όμως μιας άλλης στρατηγικής διεύρυνσης και υπέρβασης των ορίων της έμμεσης δημοκρατικής διαχείρισης, δεν ήταν δυνατό να βρει έκφραση μέσα στη νέα μορφή και δομή αστικής εξουσίας, όπως αυτή κυριάρχησε μετά τις 23 Ιουλίου 1974, όσο κι’ αν επηρέασε την πορεία ουσιαστικοποίηση της Γ΄ Ελληνικής Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Της πιο μακρόβιας και σταθερής ομαλής πορείας του τόπου από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους…
Το όνειρο έμεινε ανεκπλήρωτο, οι πρωτόγνωρες πολιτικές και πολιτιστικές ελευθεριακές διεργασίες νέων οριζόντων που είχε κατακτήσει, δεν μπόρεσαν να μετουσιωθούν σε μονιμότερα στοιχεία κοινωνικού μετασχηματισμού, και γρήγορα χάθηκαν. Οι φορείς τους, έξω οι περισσότεροι από το κυρίαρχο κομματικό σκηνικό, ακόμη και αν παραμένουν ενταγμένοι σε κομματικούς σχηματισμούς της Αριστεράς, όπως και πολλοί και πολλές από εκείνους και εκείνες που συμμετείχαν ενεργά στην Αντίσταση κατά της Χούντας των Συνταγματαρχών, παραμένουν πάντα ενεργοί πολίτες, σε διάφορα κοινωνικο-πολιτισμικά κύτταρα.

Έργο του Νίκου Παπαδημητρίου

Article 0

$
0
0
Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την έκθεση του Νίκου Παπαδημητρίου και του Κώστα Τσώλη με τίτλο ΣΒΑΡΤΣΒΑΛΝΤ 2που πραγματοποιήθηκε στο χώρο τέχνης MateriaPrima(Στρατηγού Βάσου 8, Ηράκλειο Κρήτης) στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Τέχνη καθ’ οδόν» του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης.

Έργο του Κώστα Τσώλη

Μετά το ’89

$
0
0
Στους δρόμους της κριτικής σκέψης 

«Αναγνώσεις», τχ. 236, 1/7/2007 έως τχ. 240, 29/7/2007

Επιμέλεια: Κώστας Βούλγαρης

Κείμενα:
Αλέκος Αλαβάνος, Κώστας Βεργόπουλος, Κώστας Βούλγαρης,
Στέφανος Δημητρίου, Τιτίκα Δημητρούλια, Άντα Διάλλα,
Αλέξης Ζήρας, Νίκος Θεοτοκάς, Μάκης Καβουριάρης,
Λήδα Καζαντζάκη, Κυριάκος Κατζουράκης, Βαγγέλης Κάσσος, Γιώργος Μερτίκας, Γιώργος Μπλάνας, Ανδρέας Πανταζόπουλος,
Γιάννης Παπαθεοδώρου, Παναγιώτης Πούλος, Στέφανος Ροζάνης,
Νικόλας Σεβαστάκης, Κώστας Χριστόπουλος


Περιεχόμενα

Ανδρέας Πανταζόπουλος,Η νοσταλγία της προόδου

Γιώργος Μπλάνας,Ποίηση ’89. Πριν και μετά

Νικόλας Σεβαστάκης,Νεοπροοδευτικοί μύθοι
Στέφανος Ροζάνης,Η ιστορία ως χρήση και κατάχρηση
Γιώργος Μερτίκας,Υπάρχουν πράγματα που δεν γράφονται
Κώστας Χριστόπουλος,Μερικοί τίτλοι για μια ιστορία των εξαιρέσεων
Άντα Διάλλα,Η  δημιουργική αταξία της ιστορίας
Στέφανος Δημητρίου,Εθνικό κράτος και Δημοκρατία
Παναγιώτης Πούλος, Αισθητική: η ώρα της περισυλλογής
Γιάννης Παπαθεοδώρου,Η εποχή της αυτοψίας
Νίκος Θεοτοκάς,Φαντάσματα του 20ούαιώνα
Βαγγέλης Κάσσος,AnnusMirabilis(Θαυμαστό έτος)
Τιτίκα Δημητρούλια,Λογοτεχνία, ιστορία και πολιτική
Κώστας Βεργόπουλος,Το 1989. Σκέψεις για την οικονομία
Αλέκος Αλαβάνος,Η αριστερά μετά το ’89
Κυριάκος Κατζουράκης,«Περί Τέχνης». 1789-1984-1989
Λήδα Καζαντζάκη,«Το πορτραίτο του καλλιτέχνη» μετά το ‘89
Αλέξης Ζήρας,Ένας προθάλαμος του 1989
Μάκης Καβουριάρης,Το χθες εγκαλεί το σήμερα
Κώστας Βούλγαρης,Από την ποίηση στο ’89 (και από τη λογοτεχνία στην αριστερά)

Οι συγγραφείς του αφιερώματος

Ανδρέας Πανταζόπουλος

Η νοσταλγία της προόδου

Η τυφλή πίστη στην πρόοδο εξακολουθεί να μπορεί να δίνει νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη; Το ερώτημα είναι ίσως το κεντρικότερο πρόβλημα της σημερινής «μεταβατικής» εποχής που άνοιξε στην μετά-‘89 εποχή και εγκαινίασε όλη την τελετουργία της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης. Πολιτικά μιλώντας, αν στην καταφατική απάντηση αυτού του ερωτήματος οι πολυάριθμοι οπαδοί της προόδου είχαμε διαπρέψει μέχρι και πριν λίγες μόλις δεκαετίες, σήμερα τα πράγματα παρουσιάζονται εξαιρετικά πολύπλοκα. Η σχεδόν πανθομολογούμενη κρίση της προόδου (που δεν είναι χθεσινή), έχοντας αποδιαρθρώσει βασικούς κανόνες της κοινής συμβίωσης, έχοντας αποσχηματίσει σε μεγάλο βαθμό το ίδιο το σχέδιο μιας ιδεολογίας στηριζόμενης σε έναν «ιστορικό νόμο» σύμφωνα με τον οποίο η ανθρωπότητα βρίσκεται μέσα σε μια διαρκή διαδικασία εκπλήρωσης διαδοχικών ανώτερων σκοπών, η κρίση λοιπόν αυτή τροφοδοτεί τους σημερινούς φανατικούς, παρ’ όλα αυτά, οπαδούς της με το άλγος του νόστου μιας «χρυσής εποχής» της: «τότε» που όλοι και όλα ανέρχονταν τους αναβαθμούς μιας κλίμακας προς το καλύτερο, στο δρόμο της τελικής τελειοποίησης.
Οι προοδευτικοί στην εποχή της κρίσης της προόδου δανείζονται τη μελαγχολία του συντηρητικού/ απαισιόδοξου, όταν αυτός βλέπει να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Γι’ αυτό και πολύ συχνά, αυτοί οι προοδευτικοί δοκιμάζουν συναισθήματα παραίτησης, απογοήτευσης, ενίοτε και αντιπολιτικού πανικού, όταν το ένα ή το άλλο σχέδιο, το λεγόμενο «πρόταγμα»,  πολιτικό/ κοινωνικό/ οικονομικό/ πολιτισμικό, αρνείται να υπακούσει στη δική τους καθιερωμένη γραμμική πορεία. Γιατί, επιπλέον, ο σημερινός προοδευτικός λειτουργεί, περισσότερο ίσως από ποτέ, ως «γνωστικός»: πιστεύει ότι γνωρίζει (σε αντίθεση με τον θρησκευόμενο «γνωστικό» που γνωρίζει ότι πιστεύει). Έτσι, κάτοχος της αλήθειας, της «γνώσης», θεωρεί ότι γνωρίζει τα ουσιώδη τα οποία μπορούν να δώσουν νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτή η γνώση του αποκαλύπτει σε τι πρέπει να ελπίζει, αλλά, ακόμα, του απαντά και στο θεμελιώδες ερώτημα του τι είναι ο άνθρωπος, παρά τις αντιξοότητες και τις όποιες παλινδρομήσεις της σημερινής «μετάβασης». Σύμφωνα με τον Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ, αυτή η προοδευτική «γνώση», αυτός ο νεο-προοδευτισμός λειτουργεί ταυτόχρονα: ως οντολογία (από τη φύση στην ιστορία, όλα είναι εν προόδω), ανθρωπολογία (ο άνθρωπος είναι τελειοποιήσιμο όν), ηθική(ο άνθρωπος πρέπει να πιστεύει στην πρόοδο και να συνεισφέρει σε αυτήν), και θρησκεία (με την πρόοδο σώζεται η ανθρωπότητα). 
Σε αυτόν τον τετράλογο θα μπορούσε να συνοψισθεί η αλαζονική φιγούρα της σημερινής πολιτικής προοδευτικής σωτηριολογίας: από τον Κλίντον και τον Μπλαιρ μέχρι την Σεγκολέν Ρουαγιάλ, τον Ντ’ Αλέμα και τον Γ. Παπανδρέου, η κυρίαρχη προοδευτική δόξα εμπνέει τον ίδιο (αντι-)ιδεολογικό φανατισμό, τον ίδιο και απαράλλαχτο φενακισμό της πραγματικότητας, παρά την φαινομενική της ανοιχτότητα, παρά την κανονιστικά συγκροτημένη πολυπολιτισμική της ανεκτικότητα, παρά τον ιδρυτικό ανθρωποκεντρισμό της, ή μάλλον εξαιτίας τους. Διάβαζα πριν λίγες ημέρες μια συνέντευξη του Ζίζεκ (σχετικά με την αποτυχία της γαλλικής αριστεράς στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές), όπου μεταξύ άλλων ο σλοβένος φιλόσοφος ανέφερε και τούτο, εξαιρετικά αφιερωμένο (εκ μέρους του) στους ανυποψίαστους προοδευτικούς της αριστεράς, σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια, σε αυτό το υβρίδιο μαρξισμού και Μάη του ‘68: «Κανείς δεν μιλάει για την εκμετάλλευση των μεταναστών, ανησυχούμε μόνον για τη μισαλλοδοξία μας απέναντί τους. Για δείτε όμως τις ομιλίες του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τη μεγαλύτερη στιγμή του αμερικανικού αντιρατσιστικού αγώνα: η λέξη ‘ανεκτικότητα’ δεν εμφανίζεται ποτέ σε αυτές τις ομιλίες»!
Ο πρόωρα χαμένος Φιλίπ Μυραί (PhilippeMuray) το είχε διαγνώσει και διατυπώσει με τη μεγαλύτερη δυνατή παραστατικότητα: οι νεο-προοδευτικοί, όλοι αυτοί οι «εξεγερμένοι της χρυσής τομής», οι προσχωρήσαντες στο στρατόπεδο της «αρετής» και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως το μοναδικό σήμαντρο του νέου χειραφετητικού αγώνα, αντικατέστησαν τον «διαλεκτικό υλισμό με την πρακτική του Καλού και τη δικτατορία του προλεταριάτου με την τρομοκρατία των ‘αξιών’.» Από την πλευρά του, ο φιλελεύθερος πολιτικός φιλόσοφος Μαρσέλ Γκωσσέ θα πάει κατευθείαν στην καρδιά του προβλήματος όταν θα υποστηρίξει ότι ο προοδευτισμός είναι συνένοχος του οικονομισμού που καταδιώκει. Η συμμαχία αυτή γίνεται στις πλάτες του πολιτικού. Η οικονομική δυναμική είναι το σώμα του κόσμου του οποίου η ψυχή είναι τα δικαιώματα.
Στα καθ’ ημάς, παραδείγματος χάριν, αφελώς ή και ιδιοτελώς έντρομοι και έμπλεοι ονειρικού αντιφασισμού ανακαλύπτουμε εν έτει 2006 (με αφορμή και τις δημοτικές εκλογές) και εντεύθεν, τον «εθνικο-λαϊκισμό», όταν το συγκεκριμένο καταδικαστέο (αν και πολιτικά διφορούμενο) υφολογικό, ιδεολογικό και πολιτισμικό κοίτασμα παρεπιδημεί τουλάχιστον από το 1974, και στην άγρια νεο-ρατσιστική του εκδοχή από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Προς τι αυτή η μέχρι τώρα συγκατάβαση/ αποσιώπηση; Μήπως και γιατί σε αυτό το ρεύμα περιλαμβανόταν και ένα μη-ευκαταφρόνητο τμήμα των (νέων) μεσαίων τάξεων, της κοινωνιολογικής έδρας της κεντρώας συναινετικής δημοκρατίας; Τάξεις τις οποίες δεν θα έπρεπε να τις πολώνουμε με υποτίθεται δευτερεύοντα θέματα, έτσι όπως υπαινισσόταν ο ίδιος νεο-προοδευτικός λόγος τα τελευταία χρόνια, για όσο διάστημα αυτές ακολουθούσαν για τους δικούς τους λόγους το τρένο του εκσυγχρονισμού;
Αλλά και πάλι, εδώ, ο Φ. Μυραί θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε τον μηχανισμό υποκατάστασης της πραγματικότητας. Όταν οι νεο-προοδευτικοί μας, αυτοί οι μετριοπαθείς προβοκάτορες, νιώθουν προδομένοι από την πραγματικότητα, βρίσκουν μια πολύ βολική, αυτο-δικαιωτική και ρηξικέλευθη υποτίθεται λύση: τους νεολογισμούς. Τέτοια είναι η λειτουργία που καλείται να επιτελέσει, σε πολλές περιπτώσεις, η όψιμη επίκληση του «εθνικο-λαϊκισμού», αλλά ακόμα και αυτή του αριστερού συντηρητισμού. Δεν θέλει να περιγράψει κριτικά, να κατανοήσει και ενδεχομένως να εξηγήσει, αλλά να εξαπολύσει, διαμέσου ενός αμαλγάματος, μια κατηγορία, να καταγγείλει. Μιλώντας για το «νέο» υποτίθεται κυρίαρχο σχίσμα, αυτό μεταξύ προόδου/ συντήρησης, θέλει να στιγματίσει τον αντίπαλο, αδιαφορώντας, και αυτό είναι βέβαια το σημαντικότερο, για τη μοίρα εκείνων που ακολουθούν τους λαϊκιστές, βαλτωμένοι μέσα στις εξατομικευμένες μνησικακίες τους. Τον «διάλογο», που έχει για τα καλά εξαλείψει τη μεστή διαλογική σύγκρουση, την επιχειρηματολογική φιλονικία, οι νεο-προοδευτικοί τον επιφυλάσσουν για τα διαβουλευτικά τους φόρουμ (των πολιτών, όχι του λαού, εννοείται), σε ένα πλαίσιο βέβαια κατευθυνόμενης φορουμοποίησης της κοινωνίας στο σύνολό της.
Ποια είναι η πραγματική αιτία της σημερινής κρίσης; Η αδυναμία να συγκροτηθούμε ως ένα «εμείς». Πώς αυτή η κρίση αποτυπώνεται στον πολιτικό βίο; Κατά ένα μέρος, με την ραγδαία και απροσχημάτιστη, εκ μέρους των προοδευτικών φορέων του (πάνω από όλα των κομμάτων, ακόμα και των «συντηρητικών», που συναγωνίζονται τα προοδευτικά σε πλειοδοσία «μεταρρυθμισμού»), υποχώρηση όχι της πολιτικής (αυτή πολύ καλά κρατεί μέσω της νεο-φιλελεύθερης εργαλειοποίησης των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», της δικαιικής της επανίδρυσης), αλλά του πολιτικού στοιχείου. Αλλά αυτό το πολιτικό δεν ήταν, μέχρι χθες τουλάχιστον, που οι νεωτερικές κοινωνίες είχαν αποφασίσει να του αποδώσουν ένα ιδιαίτερο, έναν ξεχωριστό χώρο, διεπόμενου από δημοκρατία και ελευθερία («τυπικών», έστω), προκειμένου οι πολίτες να συζητούν και να οργανώνονται στο πλαίσιο ενός ανταγωνισμού για την κατάκτηση της εξουσίας; Την αυτονομία, σχετική έστω, αυτού του χώρου είναι που ακυρώνει σήμερα η ίδια η προοδευτική πολιτική: ηθικοποιώντας και νομικοποιώντας αυτόν τον διαλογικό και συγκρουσιακό, χώρο τον απορροφά μέσα στο κοινωνιακό, το ιδιαίτερο, το ιδιωτικό, το εγωιστικό.
Το πολιτικό αποτύπωνε το πλαίσιο της κοινωνικής συμβίωσης, χωρίς να διατάσσει την αρχιτεκτονική της (σοσιαλισμός, φιλελευθερισμός, κλπ.). Τώρα, απορροφημένο μέσα στην πολιτική αναδύεται ως δυνάμει ολοκληρωτισμός (το αντεστραμμένο ισοδύναμο του ιστορικού ολοκληρωτισμού) που θέλει επειγοντιστικά να καταργήσει όλα τα σύνορα, ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, ανάμεσα στο μέσα και στο έξω, στο κράτος/ έθνος και στον κόσμο. Μην πυροβολείτε τον κοσμοπολιτισμό, μας λέγουν, γιατί συμμαχείτε («άθελά μας»;) με τους ακροδεξιούς, διολισθαίνετε στον εθνικισμό. Η απάντηση; Όπως μας λέγει ο Γκωσσέ, μετά την Άρεντ, δεν υπάρχει οικουμενική κοινωνία του ανθρωπίνου είδους. Η ανθρωπότητα είναι έτσι φτιαγμένη, ώστε η οικουμενικότητά της να παράγεται στη βάση μιας διακριτής και υπεύθυνης ιδιαιτερότητας. Γι’ αυτό, αν δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να δηλώνουμε το αυτονόητο, δηλαδή ότι τα έθνη δεν είναι αξεπέραστα, δεδομένου του αστάθμητου χαρακτήρα των περιστάσεων που τα κατασκεύασαν, αντίθετα, την ίδια στιγμή δεν είναι αυθαίρετο να αναγνωρίζουμε κάτι το αξεπέραστο στην αρχή της συγκρότησής τους. Πέρα από το άνοιγμα του ιδιαίτερου στο οικουμενικό που επιτρέπουν, ποιο θα ήταν το ίδιο το μέλλον της ύπαρξης της δημοκρατίας;
                


Γιώργος Μπλάνας

Ποίηση ’89. Πριν και μετά

Η ποίηση αρχίζει εκεί που υπάρχει θέση
Β. Μαγιακόφσκι


Οι ποιητές —τουλάχιστον αυτοί που δεν σέρνουν την ποίηση στα βιογραφικά τους ως τεκμήριο ευαισθησίας— διαθέτουν εκείνο το είδος πρακτικής σκέψης που χαρακτηρίζει τους πεταλωτές αλόγων: ένα κομμάτι άψυχο σίδερο πρέπει να καρφωθεί στα άκρα ενός ζωντανού σώματος και να μεταβάλλει τη ρώμη σε αντοχή, την περηφάνια σε κυριαρχία. Τα ποιήματα, όταν πρέπει να τρέξουν πραγματικά στον στίβο του πανδαμάτορος χρόνου, αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο να τσακιστούν, πριν την πρώτη στροφή. Η αλήθεια του καλπασμού, που κάθε πεταλωτής έχει ν’ αντιμετωπίσει, είναι η αλήθεια της Ιστορίας για τον ποιητή. Τα «δικά» μας συναισθήματα δεν μπορούν καν να σταθούν στα πόδια τους, αν δεν είναι σταθερά και με ακρίβεια προσαρμοσμένα στα «αλλότρια» γεγονότα και τις «ξένες» ιδέες. Τα συναισθήματα, όπως οτιδήποτε άλλο, είναι προϊόντα της Ιστορίας, έστω της μικροϊστορίας μας, που δεν τη συνδέουμε με την κατεξοχήν λεγόμενη Ιστορία, παρά μόνο επειδή οι αλγόριθμοι που θα μας οδηγούσαν από τη μια στην άλλη είναι απελπιστικά εκτενείς. Απελπιστικά εκτενείς για τον καθέναν, όχι όμως και για τον ποιητή. Αυτός δεν έχει άλλη δουλειά. Το κουβάρι της υπόγειας ιστορίας του ζητάμε να πάρει, μέχρι το φως της Ιστορίας.
Κι έτσι —αφού δεχθούμε πως δουλειά του ποιητή δεν είναι ν’ αξιοποιεί τους συναισθηματικούς κοινούς τόπους, προκειμένου να προσφέρει κάποια παρηγοριά στον νωθρό αναγνώστη, αλλά να «πεταλώνει» τις λέξεις ώσπου να δείξουν τι καρδιοχτυπά στα στήθη τους όταν τρέχουν τον δρόμο της ζωής— το μέρος εκείνο της σύγχρονης ποίησης που δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε ν’ ασχοληθεί με την Ιστορία των ημερών του δεν είναι διόλου απίθανο να σχηματίσει έναν αρχαιολογικό σωρό, ο οποίος —δεδομένων των συνθηκών αναπαραγωγής του καλλιτεχνήματος που ισχύουν σήμερα— δεν θα κριθεί καν ως αξιόλογος έρευνας.
Σωστά, λοιπόν, οι εξαίρετοι διανοούμενοι που αρθρογράφησαν πριν από καιρό στην Αυγή, και τώρα συγκατοικούν  στο βιβλίο Μετά το ’89∙ Στους δρόμους της ιστορίας και της λογοτεχνίας (εκδόσεις Γαβριηλίδης), στέκονται με σκεπτικισμό απέναντι στη σχέση που αναπτύσσει η λογοτεχνία των ημερών μας με την Ιστορία. Τέτοιας λογής κοσμογονικές αλλαγές πρέπει να μελετώνται με ψυχραιμία, αφού πρώτα έχουν δείξει τ’ αγκάθια και τα ρόδα τους επαρκώς. Εν τούτοις, κανένας τους δεν αρνείται το ιστορικό μέγεθος των γεγονότων του ’89. Κανένας τους δεν αρνείται πως το ιστορικό στοιχείο εισέβαλε στον χώρο της λογοτεχνίας με δριμύτητα. Κι ακόμα, πως η ημερομηνία αυτή ενδέχεται να είναι η μοναδική -των ημερών μας- που μπορεί να διεκδικήσει μια θέση ανάμεσα στις κρίσιμες καμπές της ανθρώπινης Ιστορίας. Πράγμα που σημαίνει πως οποιοδήποτε καλλιτεχνικό έργο δημιουργήθηκε μετά το ’89 δεν έχει πολλές πιθανότητες να συγκαταλεχθεί ανάμεσα στα ενδιαφέροντα του είδους του, αν δεν φέρει τη σφραγίδα της εποχής του, αν δεν έχει συλλάβει, με κάποιον τρόπο, αυτό που αργοπεθαίνει κι αυτό που γεννιέται σιγά σιγά στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Μοιραία, η τέχνη τέτοιων ιστορικών περιόδων μετριέται όχι με τους κανόνες του παρελθόντος, αλλά με τους κανόνες του μέλλοντος. Δυστυχώς, αυτούς τους κανόνες δεν μπορεί ούτε να τους διανοηθεί κανείς, αφού τα έργα που θα τους επιβάλουν δεν έχουν ακόμα γραφτεί.
Ωστόσο, σχεδόν ποτέ το μέλλον δεν είναι απόλυτα σκοτεινό. Δεν θα ήταν καν ανθρώπινο αν δεν μπορούσαμε να πούμε κάτι γι’ αυτό. Και πάντως δεν θα ήταν καθόλου ποιητικό.
Στην ποίηση, τα συγκλονιστικά γεγονότα του ’89 δημιούργησαν ίσως τη μεγαλύτερη αναστάτωση. Αυτό είναι απολύτως φυσικό, δεδομένου ότι η ποιητική τέχνη εργάζεται ως επί το πλείστον εκτός θεσμών. Έτσι είναι πάντα ευκολότερο ν’ ακολουθήσει δικούς της δρόμους. Και πάντα ευκολότερο να αντιπαραταχθεί σε ό,τι ονομάζουμε «κατεστημένο». Εν πάση περιπτώσει, γύρω στο ’89, οι ποιητές θα μπορούσαμε να πούμε πως ανήκαν σε δύο έντονα διακριτά ρεύματα.
Οι μεν, φαίνονταν προσηλωμένοι στη «συναισθηματική θεωρία», που βρήκε την καλύτερη έκφρασή της στην ανιστορική, και εν πολλοίς θεολογική,  ποιητική του Τόμας Έλιοτ: εκλεκτά συναισθήματα και λεπτοί ρυθμοί, που οδηγούν σε μιαν εσωτερική καλλιέργεια, ικανή να περισώσει τη συνείδηση σ’ έναν κόσμο αξιωματικά διεφθαρμένο. Οι ποιητές αυτού του ρεύματος -και στην Ελλάδα- αρκούνταν στην εξωτερίκευση της αγωνιώδους προσπάθειας του εγώ τους να βρει μια ήσυχη γωνιά μέσα στη θύελλα της ύπαρξης. Το τελικό αποτέλεσμα σπανίως διέφερε από μια εκ βαθέων εξομολόγηση, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η αισθητική αξία ορισμένων ποιημάτων δεν ήταν πολύ υψηλή.
Οι δε, επέμεναν στον ποιητικό ακτιβισμό αφενός του Έζρα Πάουντ: μια επική αφήγηση της πορείας του ανθρώπου προς τη φύση του, μέσω της Ιστορίας, και αφετέρου του Βλαδίμηρ Μαγιακόφσκι: μια, προφητικής πνοής, προβολή των πλέον κοινών ανθρώπινων συναισθημάτων στην οργανωμένη Ιστορία του μέλλοντος. Άγρια, χωμάτινα συναισθήματα και οργιαστικοί ρυθμοί. Οι ποιητές αυτού του ρεύματος έμεναν συνεχώς από «πυρομαχικά», αφού οι προβληματισμοί τους αχρήστευαν τις ρητορικές συμβάσεις και η δημιουργία νέων δεν τους εύρισκε πάντα σύμφωνους. Το τελικό αποτέλεσμα έμοιαζε να μην αφορά τους «νομοταγείς» αναγνώστες της ποίησης, οι οποίοι χρειάζονταν κυρίως συναισθηματική στήριξη, στο πλαίσιο μιας πολιτισμένης «δυσφορίας μέσα στον πολιτισμό».
Το ’89 στάθηκε καθοριστικό για το μέλλον των δύο αυτών ποιητικών ρευμάτων, αν και είναι αμφίβολο κατά πόσο οι περισσότεροι ποιητές έχουν συνειδητοποιήσει τα τεκταινόμενα στην ίδια την τέχνη τους.
Οι «οπαδοί» του πρώτου ρεύματος, βλέποντας τα ιστορικά δεδομένα να κλονίζονται, κατέφυγαν σ’ έναν ψευδαισθητικό ενθουσιασμό, σαν να επιβεβαιώθηκε η υπεροχή της «αισθητικής» απέναντι στην ιδεολογία, η υπεροχή της «συνείδησης» απέναντι στην ιστορία. Φυσικά, ακολούθησαν την τακτική της στρουθοκαμήλου. Κρύφτηκαν στην «καθαρή» ομορφιά, μέχρι που να καθαριστούν τα αίματα στο σπίτι και ν’ αναλάβει η φιλελεύθερη σκέψη να επιβάλει την τάξη στο μισοδιαλυμένο νοικοκυριό. Η νεύρωση μιας εύτακτης κοινωνίας πλατωνικού τύπου τους έπληξε οδυνηρά. Αλλά τέτοιου είδους πλήγματα δεν γίνονται αντιληπτά πριν ο νεκρός αρχίσει να μυρίζει. Και στην προκειμένη περίπτωση ο νεκρός ήταν η ποιητική τέχνη, η οποία δεν είχε πια να ελπίσει τίποτε περισσότερο από μερικά βραβεία και ανάλογες ψυχαγωγικές βραδιές.
Οι «οπαδοί» του δεύτερου ρεύματος, βρέθηκαν επιτέλους μπροστά στη γυμνή μούσα τους, την Ιστορία, με όλη την αγριότητα και την τρυφερότητά της. Η αλήθεια είναι πως πολλοί από αυτούς φάνηκε να διαπιστώνουν ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο ν’ ασχολείσαι με την Ιστορία ως πληροφορία και στο να βουτάς μέσα στα ίδια τα γεγονότα.
Στην πρώτη περίπτωση, μπορείς να τελειώσεις σχετικά γρήγορα, χρησιμοποιώντας προσωπεία. Η πρακτική είναι αρκετά παλιά, και αξιοποιημένη κυρίως από τους ποιητές του «συναισθητικού» ρεύματος. Η Ελένηκαι ο Ελπήνωρ  του Σεφέρη δεν είναι παρά ιστορικές πληροφορίες, με όλο το αξιόλογο συναισθηματικό και γνωστικό φορτίο τους, αλλά  πάντα απόμακρες, αφού η σχέση μας με το περιεχόμενό τους υφίσταται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ιστορικής αφήγησης που μας θέλει απογόνους του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού. Προσοχή: όχι των αρχαίων Ελλήνων, αλλά του πολιτισμού τους!  Το ίδιο ισχύει και για τους Μάγουςτου Έλιοτ: η μητέρα Αγγλία είναι κόρη των Ευαγγελίων!
Στη δεύτερη περίπτωση, το πρόσωπό σου θρυμματίζεται σαν παρωχημένο, αποσαρθρωμένο προσωπείο, ένα προσωπείο σχεδιασμένο στη βάση των επίπλαστων βεβαιοτήτων που φιλοδοξούν να ελέγξουν το πέρασμά σου από τη ζωή. Για μια στιγμή, η Ιστορία ακινητοποιημένη μέσα στην ομαλότητα που επιβάλλει η εξουσία, συμπεριφέρεται με το κύρος του παρελθόντος: το παρόν αποκτά μια κλασικότητα που καθηλώνει το άτομο. Ύστερα έρχονται τα γεγονότα να ανατρέψουν την κλασικότητα της ακινησίας. Ο κόσμος προβάλλει μπροστά σου σαν μια στιγμή στη ροή του ιστορικού γίγνεσθαι. Οι κλονισμένες ισορροπίες δίνουν την ευκαιρία στα ιστορικά προσωπεία –συμπεριλαμβανομένου του δικού σου- να αποκολληθούν από τα ιδεολογικά πλαίσια, στα οποία τα είχε στερεώσει μια όποια κυρίαρχη πολιτισμική άποψη. Τότε, πρέπει να αναζητήσεις τα πρόσωπα που κρύβονται πίσω τους. Είναι ο μοναδικός τρόπος για να ορίσεις τα νέα χαρακτηριστικά σου. Ποιος είσαι; Τι είσαι; Τι κοινό έχεις ή δεν έχεις με τους ανθρώπους που έζησαν στο παρελθόν; Χρειάζεσαι νέες βεβαιότητες. Ξέρεις, βέβαια πως το αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία νέων προσωπείων. Αλλά το προσωπείο δεν είναι αναγκαστικά πάντα μια διάψευση του προσώπου. Συχνά -αρχικά τουλάχιστον- εκφράζει την ιστορική δυναμική του προσώπου. Ξέρεις, ακόμα, πως όταν οι άνθρωποι πνίγουν στο αίμα τις ήδη πληγωμένες ισορροπίες τους, γκρεμίζονται οι θρόνοι των βεβαιοτήτων τους. Και μια βεβαιότητα δεν μπορεί να βασιλεύσει δυο φορές, παρά μόνο με διαφορετικό προσωπείο. Η έννοια Άνθρωπος, λόγου χάρη, είναι δημιούργημα και δημιουργός του ανθρώπου. Αλλά πόσες φορές στη διάρκεια της Ιστορίας γκρεμίστηκε από τον θρόνο της, για να επιστρέψει με διαφορετικά χαρακτηριστικά; Μοιραία, η ποίηση πρέπει να συμβάλλει κατεξοχήν στην ανίχνευση αυτών των προσώπων και στη δημιουργία των νέων προσωπείων. Και ο μόνος τρόπος για να το κάνει είναι να σταθεί αποφασιστικά ανθρώπινη -δηλαδή αγριωπή, χωμάτινη- απέναντι στο δικό της πρόσωπο, στο δικό της προσωπείο.
Δεν είναι άγνωστη αυτή η πρακτική στην ποίηση. Ο Φιλοκτήτηςτου Ρίτσου, ο Μπολιβάρτου Εγγονόπουλου, ο Προπέρτιοςτου Πάουντ, ο Λένιντου Μαγιακόφσκι, ο Ζαπάτατου Νερούδα, δεν χρειάζονται το παραδοσιακό ιστορικό πλαίσιό τους για να σχετιστούν με τον αναγνώστη. Η ποιητική πράξη αποκαλύπτει το πρόσωπό τους μ’ έναν τρόπο, που ο αναγνώστης μπορεί να το χρησιμοποιήσει σαν προσωπείο, προκειμένου να ελευθερώσει σκέψεις, συναισθήματα, επιθυμίες που έχουν εγκλωβιστεί στη συνείδησή του και ζητούν δράση ιστορική, δημιουργική.  
Αυτός είναι ο σημαντικότερος ρόλος που μπορεί να παίξει η ποίηση σήμερα. Και είναι προφανές πως το ’89 -ημερομηνία εμβληματική μιας ανατροπής των πολιτικών και πολιτισμικών ισορροπιών του 20ού αιώνα- δημιούργησε ήδη τον ορίζοντα, εντεύθεν του οποίου το ποίημα δεν μπορεί να είναι πια το όχημα της «πνευματικής εκλέπτυνσης», αλλά η αιχμή του ανθρώπινου αυτοπροσδιορισμού.
Για την ποίηση, υπάρχει μόνο πριν και μετά το ’89. Αυτό το μετά δεν μπορεί καν να είναι σίγουρο για το τι είναι ποίηση.
               

Νικόλας Σεβαστάκης

Νεοπροοδευτικοί μύθοι
            
Τα τελευταία χρόνια γνωρίζουν εξαιρετική διάδοση οι τίτλοι βιβλίων και άρθρων που αναφέρονται σε «παράδοξα», «δυσφορίες» και «αντινομίες». Παράδοξα της δημοκρατίας, δυσφορίες της παγκοσμιοποίησης, αντινομίες συλλογικών ταυτοτήτων δημιουργούν έτσι την εντύπωση δυσερμήνευτων γρίφων. Και η τάση γίνεται εντονότερη όταν η συζήτηση αφορά το δημόσιο πνεύμα και τις ιδεολογικές ατμόσφαιρες της εποχής που προσδιορίζεται από την πτώση του Τείχους και έπειτα από το σοκ της 11ηςΣεπτεμβρίου και των πολέμων που εξαπολύθηκαν γύρω από αυτό το γεγονός. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν υπάρχει κάτι που συνενώνει τα θραύσματα αυτής της περιόδου, κάτι που θα μπορούσε να διεκδικήσει επάξια τον τίτλο του πλέον καθοριστικού από όλα τούτα τα παράδοξα στα οποία καθηλώνεται, γοητευμένο ή έμφοβο, το θεωρητικό βλέμμα. Παρόλα αυτά, και με τον κίνδυνο που έχει κάθε αφοριστική διαβεβαίωση, βρίσκω το προσφορότερο για στοχασμό παράδοξο στο εξής φαινόμενο: στην ταυτόχρονη διάχυση μεταπολιτικών αυταπατών και νέων σχημάτων κρατικής και ιδιωτικής βαναυσότητας, στο συγχρονισμό ανάμεσα στον επεκτεινόμενο «δημοκρατικό υλισμό» (Σλαβόι Ζίζεκ) και σε εκείνες τις τρομο-εξουσίες που δηλητηριάζουν εθνικές και διεθνείς κοινωνίες. Ας φανταστούμε κάπως το σχήμα που θα μπορούσε να στηρίξει τον παραπάνω ισχυρισμό.
1989: Βελούδινη είσοδος στο μύθο του ενοποιημένου φιλελεύθερου κόσμου, στην πλέον αχανή αγορά υλικών και άυλων αγαθών και εμπειριών που γνώρισε ποτέ η ιστορική ανθρωπότητα, στις ευδαίμονες τροχιές της προηγμένης νεωτερικότητας. Διαμόρφωση μιας υπερεθνικής επικοινωνιακής σκηνής που φιλοξενεί, δίχως αποκλεισμούς και αξιολογικές διακρίσεις, φιγούρες της ποπ κουλτούρας, πρόσωπα και δομές της νέας οικονομίας, μετριοπαθείς φωνές της «προοδευτικής διακυβέρνησης», ιδεολόγους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του συμπονετικού επεμβατισμού.
2001: Αφύπνιση της αρχής του κακού με τη θεαματική εμφάνιση της μεγάλης κλίμακας πράξης βαρβαρότητας η οποία καταφέρνει, προσωρινά μάλλον, να εκτοπίσει από το προσκήνιο τον θίασο του 1989: να επαναφέρει τον πόλεμο ως διαρκή εφεδρεία της ηγεμονικής πολιτικής εξωθώντας πολλές κοινωνίες προς τη νεοσυντηρητική εκδοχή του κράτους ασφαλείας.
Μπορούμε λοιπόν να μιλούμε για διακριτές ιδεολογικές στιγμές που εναλλάσσονται εν είδη δύο πόλων νοήματος οι οποίοι διεκδικούν, ο καθένας από την πλευρά του, την καθοδήγηση της παγκοσμιοποίησης; Μια στιγμή φιλελεύθερου διεθνισμού, μετα-δογματικών συναινέσεων και ήπιας ανθρωπιστικής δέσμευσης, και μια άλλη στιγμή όπου φαίνεται να δεσπόζουν η ιδεοληψία της σκληρής πολιτικής, οι δογματισμοί της ισχύος και η περιφρόνηση στις διαλογικές διαδικασίες;
Περισσότερο πιθανό είναι ότι η πιο πάνω απόκλιση μεταφράζει την αρχική δισυπόστατη φύση κάθε μεταπολιτικής θεώρησης των κοινωνικών και ιστορικών πραγμάτων. Η βασική υπόσταση της μεταπολιτικής προβλέπει την αναγωγή όλων των συγκρούσεων, όλων των πρακτικών και κανονιστικών αμφιβολιών που διαιρούν τις κοινωνίες μας σε ατζέντες αποτελεσματικής διοίκησης και ευφυών θεσμικών σχεδιασμών. Αυτή η υπόσταση επεκτάθηκε σε ένα είδος ηθικής διπλωματίας, η οποία φροντίζει να πλαισιώσει τη βασική τεχνοκρατική/ οικονομίστικη θεώρηση του κόσμου με τις «ηθικές φωνές» της κοινής γνώμης. Σε αυτό το πεδίο αφιερώθηκε το εκσυγχρονιστικό, μετριοπαθές μέτωπο της κοινής λογικής, το αληθινό στρατόπεδο των ιδαλγών του 1989: πεδίο ώσμωσης μιας ηθικής αριστεράς με το διαχειριστικό Κέντρο, που εμφανίστηκε εδώ και κάποια χρόνια ως άξονας του Καλού ή σημείο ευτυχούς συναίρεσης των ηθικών συναισθημάτων και της πολιτικής οικονομίας του ψηφιακού καπιταλισμού. Όπως γνωρίζουμε, είναι αυτός ο άξονας του Καλού που βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, όταν στον απόηχο από την επέλαση των «λύκων» και των πολιτικών του Τρόμου (Γ. Πάσχος), η ευδαίμων παγκοσμιοποίηση και το πρόγραμμα του δημοκρατικού υλισμού που την εμπνέει προσέκρουσε στους γνωστούς δαίμονες: στην άρνηση κατανόησης των φανατικών, στην επίμονη νεκρανάσταση των αρχαϊσμών, στις «κοινωνικές αγκυλώσεις» των πολιτών στη Δύση ή στα εθνοτικά και θρησκευτικά πάθη των ανθρώπων της περιφέρειας.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο οι ήττες των νεοπροοδευτικών υποδεικνύουν και την κρίση του αγαπημένου μύθου τους για την παγκόσμια κοινότητα των ειρηνικά διαβουλευόμενων καταναλωτών. Μήπως ο πολλαπλασιασμός των φονταμενταλιστών  σημαίνει πράγματι ότι τα δυο θεμέλια του νεοπροοδευτισμού, το νομικό άτομο και ο καταναλωτής, έχουν χάσει το κύρος που τους προσέδωσε το πρώτο κύμα του νεοφιλελεύθερου μεταμοντερνισμού; Ας θυμηθούμε, ωστόσο, ένα μεστό επιχείρημα του Μαρξ από το Εβραϊκό Ζήτημα. Η έννοια της ασφάλειας-αστυνομίας, έλεγε, είναι ουσιαστικά η κεντρική έννοια της σύγχρονης αστικής «κοινωνίας των ιδιωτών». Όμως η ασφάλεια/ αστυνομία δεν αποκτά κεντρικότητα παρά υπηρετώντας την ικανότητα των ατόμων για απόλαυση, την απολιτική ρουτίνα της ανταγωνιστικής κοινωνίας, της κοινωνίας των εγωιστών. Τούτο σημαίνει απλά ότι δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στη ενίσχυση του αυταρχικού κρατισμού και στην αποδόμηση της πολιτείας, στη γιγάντωση των ποινικών και τιμωρητικών οπλοστασίων και στην τροφοδότηση της ανομίας και της αποδιοργάνωσης στο εσωτερικό των κοινωνιών ή μεταξύ κρατών. Μεταφέροντας αυτή την κριτική διαίσθηση στο σήμερα, μπορεί να πει κανείς ότι ακόμα και αν η κοινωνία ασφάλειας έχει αποκτήσει ένα ειδικό βάρος και νέες, περισσότερο ανησυχητικές ποιότητες ισχύος, αυτό δεν γίνεται ερήμην του βασικού νεοπροοδευτικού μύθου: με άλλα λόγια, όσους πολέμους και αν εξαπολύσει το Πεντάγωνο, όσα σχέδια για έναν Aμερικανικό Αιώνα και αν εκπονηθούν, όσες εκατόμβες θυμάτων και αν υπάρξουν στη σπείρα της τρομο-πολιτικής, όσοι «φανατικοί» και σκοτεινοί εγκέφαλοι και αν διαδεχτούν τους σημερινούς, ο μύθος του 1989, δηλαδή ο μύθος του τέλους της Ιστορίας θα συνεχίσει να εμπνέει την εκσυγχρονιστική μυθολογία του Καλού. Ο πυρήνας αυτού του μύθου είναι πολύ πιο σταθερός, ανθεκτικός και συμβατός με τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, από την όποια νεοσυντηρητική και ακροδεξιά πολεμολογία. Πρόκειται ουσιαστικά για την υποκατάσταση της «σκληρής» πολιτικής από την ηθικο-νομική φρασεολογία και τα λεξιλόγια του έξυπνου μάνατζμεντ, για την εγκατάλειψη όλων των συλλογικών υποκειμένων που παρουσιάζονται, κοινωνιολογικά και πολιτισμικά, ξεπερασμένα από τις κουλτούρες της «ψηφιακής» εποχής. Άλλο ένα στοιχείο αυτού του μύθου είναι μια επιθυμία μετάβασης στο μικρο-επίπεδο, στη μικροδημοκρατία των εξατομικευμένων διαδρομών και σε μια αντίστοιχη ηθική βασισμένη στο ευέλικτο ανταποδοτικό συμβόλαιο. Το νεοπροοδευτικό πρόγραμμα είναι η συντονισμένη και αξιολογικά επενδυμένη πορεία προς τη δημοκρατία των ολοκληρωμένων κατακερματισμών όπου όλες οι ισχυρές δομές –κόμματα, συνδικάτα, δημόσια πανεπιστήμια- και όλες οι υπερβατολογικές κατηγορίες –πνεύμα, τέχνη, θρησκεία- θα πρέπει να υποστούν ένα λυτρωτικό διαλυτικό σοκ για να πραγματοποιηθεί το αρχικό όραμα: η κοινότητα των ειρηνικά διαβουλευόμενων καταναλωτών, η παγκόσμια επικοινωνιακή διασύνδεση δικαιούχων και χρηστών.
Φυσικά, μια ολόκληρη ανάλυση επιχειρεί να μας πείσει ότι το βασικό δίλημμα της περιόδου είναι αυτό μεταξύ ανεκτικότητας και δογματισμού, φανατισμού και πολυμέρειας, διαλόγου και μονολόγου. Το σχήμα ωστόσο επιβάλλεται να είναι πολύ πιο σύνθετο και απαιτητικό. Πρέπει ίσως να αναγνωρίσουμε ότι πλείστες μορφές βαναυσότητας και χειραγώγησης συνδέονται με την ίδια την απαίτηση για υποχρεωτική έξοδο από την ιδεολογική βία του παρελθόντος, με την ίδια την ασυγκράτητη τάση του νεοπροοδευτισμού να αναισθητοποιήσει τα πολιτικά πάθη, αποθεώνοντας την επικοινωνία και τη ρητορική της ηπιότητας. Αρχίζουμε και καταλαβαίνουμε, εντέλει, ότι η εποχή των μεταπολιτικών συναινέσεων δεν είναι ο καιρός μιας πραγματικής ειρήνης αλλά η εποχή που εναλλάσσει τον μύθο του τέλους της Ιστορίας με την ιδέα μιας πανταχού παρούσας βίας και ανασφάλειας. Η πολιτική ως αστυνομία και η πολιτική ως ηθική τεχνοκρατία που απεργάζεται την έξοδο των Συγχρόνων από τη μεταφυσική της Ιστορίας, αναμεταδίδουν το ίδιο μήνυμα: την έξωση της δημοκρατίας από τον εαυτό της με την εγκατάλειψη της «μεγάλης πολιτικής πράξης» (Ζίζεκ). 



Στέφανος Ροζάνης

Η ιστορία ως χρήση και κατάχρηση

Η ιστορία δεν είναι παρά μια "προοδευτική"μετάλλαξη μορφών δουλείας, μέσα στη διαλεκτική του αφέντη και του δούλου και μέσα στην απ'αυτήν απορρέουσα αντινομία μεταξύ αναγκαιότητας και ελευθερίας, όπου η μεν αναγκαιότητα προβάλλεται ως σχεδόν πραγματωμένη επιθυμία, η δε ελευθερία παραμένει πάντοτε πρόταγμα του μέλλοντος, αλλά πάντως εντός των προσκομμάτων που η ίδια η ιστορία θέτει στο "φάντασμα"της ελευθερίας. Έτσι, κάθε τέλος της ιστορίας, διακηρυγμένο ή αδιακήρυκτο, στα όρια ανάμεσα στη νεωτερικότητα και τη μετανεωτερικότητα, μοιάζει σαν μια άνω τελεία σε μια πρόταση κειμένου, το οποίο αναπαράγει διαρκώς τον εαυτό του εξ αιτίας τού ότι δεν ανέχεται, και ούτε πρόκειται να ανεχθεί, την οριστικότητα της τελείας. Ο εφιάλτης της ιστορίας υπήρξε πράγματι ο εφιάλτης της νεωτερικότητας, ενώ η μετανεωτερικότητα, στο μέτρο που εξακολουθεί να αναζητά μια κάποια μορφή, επιχειρεί να τον μεταθέσει αυτάρεσκα, παρακάμπτοντάς τον διά της κριτικής της νεωτερικότητας.
Κατ'αυτόν τον τρόπο, μπορεί η Ιστορία "με κεφαλαίο γιώτα"να εξαντλεί "τα πνευματικά [της] αποθέματα"ως "θεωρητικό - πρακτικό σχέδιο, με τη νίκη των επαναστάσεων του 1989", και ταυτοχρόνως να ερμηνεύεται υπό το πνεύμα αυτό ως αξίωμα της ολοφάνερης εκκοσμίκευσης", "κρυφής θεοδικίας"και εντούτοις να εξακολουθεί να εδράζεται σταθερά πάνω στο διαφωτιστικό επινόημα του χρονικού continuum, όπου ο "καθολικός μεσάζων"του παρόντος και του μέλλοντος δεν είναι παρά το "Ζόμπι"του παρελθόντος, η αιτιώδης σχέση και εντέλει ο εξοστρακισμός της ελευθερίας, αφού πράγματι η ελευθερία δεν δύναται να εισχωρήσει στη λογική του συνεχούς της ιστορίας, παραμένοντας μοναχική στιγμή εξέγερσης εκτός των ορίων της θέσμισης του ιστορικού και της αυτοθέσμισης του κοινωνικού.
Στο επίμετρο του βιβλίου του Ferenc FeherΤο Πνεύμα του 1989 και το τέλος του πολιτικού μονισμού, (εκδόσεις Ύψιλον), ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος διατυπώνει έναν ορθό αντιρρητικό λόγο. "Ο Feher", γράφει, "με τον αφελή ιδεαλισμό τού πολιτικού απελεύθερου, μόλις και υποψιάζεται τα κάγκελα που είχε δει ολοφάνερα ο Βάιντα να φράζουν την έξοδο προς την ελευθερία. Αυτός, για την ώρα, έχει να μας προτείνει μια ‘νέα κριτική θεωρία’ με φόντο το αισιόδοξο πνεύμα του 1989. Δυστυχώς όμως τα αισιόδοξα προτάγματά του ακυρώνονται από το ίδιο το θεωρητικό εργαλείο του, το οποίο έχει ήδη διαβρωθεί από την αρνητική διαλεκτική της ‘παλαιάς’ Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φραγκφούρτης -την ιστορική απαισιοδοξία της οποίας μυκτηρίζει ως ‘αυτοκτονική’".
Θα προσέθετα ότι δεν είναι μόνο ο Feher πολιτικός απελεύθερος. Πολιτικός απελεύθερος είναι εξακολουθητικά η ίδια η ιστορία στην κατά φάσεις θέσμισή της, με όλα τα προτάγματά της. Διότι εντέλει η ιστορία θεσμίζεται πάντα ως χρήση και/ή κατάχρηση της αναγκαιότητας και μόνον έτσι εκφέρει έναν λόγο περί της ελευθερίας, την οποία έχει φροντίσει να καθυποτάξει στην αισιόδοξη προοπτική της. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, το επιχείρημα της ιστορίας είναι κατ'ουσίαν εναντίον της ελευθερίας και υπέρ της διαλεκτικής του συνεχούς της σχεδόν πραγματωμένης επιθυμίας.
Η ιστορία, κατ'αυτήν την έννοια, είναι τα "μεγάλα γεγονότα", εναντίον των οποίων εκδηλώνεται η αποστροφή του Nietzsche, και καμιά αισιόδοξη προοπτική δεν μπορεί να διαφύγει από αυτόν τον συστατικό-ιδρυτικό όρο της ιστορίας. Αυτές οι "αφηγήσεις μεγάλης κλίμακας"δεν ορίζουν μόνο τη νεωτερικότητα: παράγονται από αυτήν, αλλά δεν την ορίζουν. Εκείνο που ορίζει τα "μεγάλα γεγονότα"είναι η χρήση και/ή κατάχρησή τους για την εδραίωση μιας αισιοδοξίας από την οποία αποκλείεται η ελευθερία. Διότι ως προς την ιστορία, η ελευθερία τίθεται εκτός των ορίων ως σημασία, η οποία επικρατεί της έλλειψης σημασίας που είναι η ιστορία.
Ο πολιτικός απελεύθερος Feher πέφτει στο προπατορικό αμάρτημα της ιστορίας και έτσι κρίνει το πνεύμα του 1989. Ο ρεαλισμός του δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια αισιόδοξη θεωρία, η οποία, για να επαναλάβω μια διατύπωση του Μπερντιάεβ, "δεν λογαριάζει αρκετά την ανθρώπινη πτώση, τη διαφωνία των ανθρώπων με τον κόσμο". Ωστόσο, αυτή ακριβώς η διαφωνία εκφράζει την ελευθερία ως αρνητική διαλεκτική, την οποία βέβαια ο Feher χαρακτηρίζει αυτοκτονική, μιας και αναιρεί την αισιοδοξία του προτάγματος της ιστορίας ως χρήσης. Διότι, όπως παρατηρεί ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, "οι άνθρωποι μπορεί να μην ξέρουν ποτέ τι θέλουν, ξέρουμε πάντοτε τι δεν θέλουν -αυτό είναι το μήνυμα των 'ανατροπών'του 1989". Και αυτό που οι άνθρωποι δεν θέλουν είναι η καθυπόταξη στη διαλεκτική του αφέντη και του δούλου και η επιστράτευση της ιστορίας τους προς εγκαθίδρυση αυτής της διαλεκτικής.
Η ταύτιση της ελευθερίας με τις "ανατροπές"της ιστορικής διαδικασίας είναι η γενεσιουργός αιτία της ανελευθερίας. Και είναι βέβαιο ότι, σε αντίθεση με τη χεγκελιανή προοπτική της ιστορίας, το πνεύμα δεν αποκαλύπτεται προοδευτικά μέσα σ'αυτήν. Η ανθρώπινη δράση είναι πάντοτε μια φυγή, μια πρόσβλεψη προς το μέλλον, που δεν αντικειμενοποιεί ούτε το παρελθόν ούτε το παρόν ούτε το μέλλον. Είναι μια δύναμη "που δεν ακολουθεί νόμους", μια δύναμη "που υπερβαίνει, που διαβαίνει τα όρια και τα σύνορα" (Μπερντιάεβ). Και είναι αυτή η δύναμη η ελευθερία ως σημασία, ή καλύτερα ως σχέση μεταξύ σημασίας και πραγματικότητας. Με αυτή την έννοια, το ανέφικτο ιστορικά της ελευθερίας είναι η βλέψη εκείνου που πρέπει να υπάρχει. Και, όπως θα έλεγε ο Martin Buber, "κι αν ακόμη [αυτή η βλέψη] φαίνεται ανεξάρτητη από την προσωπική επιθυμία, είναι αδιαχώριστη από μια κριτική και θεμελιώδη σχέση με την κρατούσα κατάσταση της ανθρωπότητας", διότι "συνεργάζεται με δυνάμεις που λανθάνουν στα βάθη της πραγματικότητας".
Ο Max Horkheimer γράφει: "όποιος έχει μάθει να κυρτώνει τη ράχη και να σκύβει το κεφάλι μπροστά στην 'ισχύ της ιστορίας', αυτός τελικά γνέφει, κινέζικα και μηχανικά, το 'ναι'του σε κάθε ισχύ, είτε κυβέρνηση είτε κοινή γνώμη είτε αριθμητική πλειοψηφία, και κινεί τα μέλη του ακριβώς στον ρυθμό στον οποίο τραβάει το νήμα η όποια ισχύς".
Ο Feher πιστεύει σε ένα τέλος της ιστορίας, ερμηνεύοντας τον Francis Fukujama. Γράφει: "ήθελε μάλλον να διατυπώσει την ενδιαφέρουσα άποψη, ότι ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της Δύσης, ο ιστορικισμός και το προϊόν του, η Ιστορία με κεφαλαίο γιώτα ως θεωρητικό-πρακτικό σχέδιο, με τη νίκη των επαναστάσεων του 1989, εξάντλησε τα πνευματικά αποθέματά του". Ωστόσο, αυτή η επιδερμική ερμηνεία του θεωρητικο-πρακτικού σχεδίου της Ιστορίας με κεφαλαίο γιώτα, καθώς και η τοποθέτηση μιας απαρχής εξόδου από αυτό με τη νικηφόρα έκβαση (νικηφόρα;) των επαναστάσεων του 1989, αφήνουν ανέγγιχτη την ισχύ της ιστορίας, και μάλλον συμβάλλουν στην ενδυνάμωση αυτής της ισχύος.
Το πνεύμα του 1989 συνεχίζει την ιστορία και διόλου δεν την απογυμνώνει, όπως ισχυρίζεται ο Feher. Τη συνεχίζει μέσα στο ίδιο παιχνίδι λογικής, ηθικής και πολιτικής, που είναι το παιχνίδι της ιστορίας ως χρήσης. Άλλωστε, το κατά πόσον "το πνεύμα του 1989 έχει τους δικούς του λόγους -πέρα για πέρα πρακτικοπολιτικούς- να ακυρώσει την ιστορία", αποδεικνύεται ως ψευδές από την "ευλαβική"συντήρηση του παιχνιδιού στη μετέπειτα περίοδο. Ο κυριαρχικός λόγος της ιστορίας έχει τώρα πλέον στο οπλοστάσιό του το πνεύμα του 1989 για να αναπαράγει την ισχύ και τη δύναμή του μέσα στα "μεγάλα γεγονότα", τα οποία προετοιμάζει με τη νεοφώτιστη ορμή της μετανεωτερικότητας.


Γιώργος Μερτίκας

Υπάρχουν πράγματα που δεν γράφονται

«Υπάρχουν πράγματα που δεν γράφονται, φώναξε ο Ναπολέων όταν πληροφορήθηκε τη συνθηκολόγηση του Μπεϊλέν»
Σταντάλ, Το Κόκκινο και το Μαύρο

Θυμάμαι τη φιλόλογό μου στο γυμνάσιο να λέει πως πολύ θα ήθελε να γράψει μια μονογραφία για όσους Αθηναίους κατέφυγαν στην περσική αυλή, αφού συγκρούστηκαν με τον δήμο. Αφορμή για τούτο, αν η μνήμη μου δεν με απατά, ήταν ο Θεμιστοκλής. Δεν γνωρίζω αν η συμπαθεστάτη αυτή φιλόλογος εκπλήρωσε την ευγενή φιλοδοξία της· θα ήταν ωστόσο ευχής έργον να βρεθεί κάποιος, κατά προτίμηση συνταξιούχος αριστερός καθηγητής, και να γράψει για την τύχη των κομμουνιστογενών διανοουμένων, που θέλοντας να γλιτώσουν από την τυραννία του σοβιετικού δεσποτισμού κατέφυγαν στις μητροπόλεις (και στην τυραννία) της Δύσης. Ασφαλώς τα παραπάνω μεγέθη δεν είναι συγκρίσιμα. Και η υπερφίαλη ψευδαίσθηση των διανοουμένων, για τον ρόλο του πνεύματος στην ιστορία, μάλλον στις μέρες μας έχει καταρρεύσει. Υπήρξαν όμως κάποιες αναλογίες· και μια αντίστοιχη φιλοδοξία εκ μέρους των διανοουμένων: να γίνουν ο πολιορκητικός κριός για την άλωση της δεσποτικής Ανατολής από το ελευθεριακό πνεύμα της Δύσης.
Ωστόσο, για μια ακόμη φορά η ετερογονία των σκοπών έπαιξε το δικό της παιγνίδι: δεν ήταν το ελευθεριακό αλλά το νεοφιλελεύθερο πνεύμα της Δύσης που άλωσε τις χώρες της σοβιετίας. Το πνεύμα του 89, στο οποίο αναφέρεται με θέρμη ο FerencFeher, ένας Ούγγρος διανοούμενος που κατέφυγε στην Αμερική, δεν είναι παρά η φιλελεύθερη ουτοπία, ένα εκκοσμικευμένο κράμα προτεσταντισμού και καθολικισμού, εργασιακής και καταναλωτικής αυτοπραγμάτωσης των στοιχειακών ορέξεων του ατόμου.
Η λογική δομή της ουτοπικής σκέψης εν γένει δεν μεταβάλλεται στην εκάστοτε ουτοπία, μολονότι αναδιατάσσονται επιμέρους συνιστώσες και προστίθενται ή αφαιρούνται κάποια στοιχεία. Γι’ αυτό και οι πρώην αριστεροί πολιτικοί πρόσφυγες δεν δυσκολεύτηκαν στα γεράματά τους να μεταπηδήσουν από την κομμουνιστική–ελευθεριακή ουτοπία στη φιλελεύθερη, χωρίς να χρειαστεί και να διαλύσουν το σύστημά τους. Η πρόοδος και η χρονική διάσταση του μέλλοντος διατηρήθηκαν, ενώ ο οικουμενισμός μιας πανανθρώπινης κοινότητας αντικαταστάθηκε από τον οικουμενισμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Είναι αλήθεια ότι η προγραμματική αυτή σύγκλιση των δύο ουτοπιών δεν ήταν αναίμακτη. Η απελευθέρωση από τη διάσταση του παρελθόντος, που σφράγιζε τον επαναστατικό ρομαντισμό με τις έντονες αναφορές στον προκαπιταλιστικό κόσμο, διαίρεσε και διαιρεί ακόμη την αριστερά. Η σύγκρουση του Μαρξ με τον Μπακούνιν στη Διεθνή ήταν απλώς η κορυφή του παγόβουνου, εάν έχουμε κατά νου τις συνέπειές της, για παράδειγμα, στον ισπανικό εμφύλιο και στο ‘89. Ο Feherγνωρίζει καλά αυτήν την παράδοση, ειδικά τον ρωσικό μηδενισμό και λαϊκισμό. Ωστόσο την προσπερνά, υιοθετώντας την ένοχη αποστροφή του νικητή προς τον ηττημένο. 
Η προδοσία των διανοουμένωνείναι ένα γοητευτικό θέμα για τους ίδιους τους διανοούμενους. Να τους επιρρίπτει όμως κανείς την ευθύνη για την έξαρση του εθνικισμού και των εθνικιστικών συγκρούσεων στις χώρες του πρώην ανατολικού συνασπισμού, όπως η Γιουγκοσλαβία, είναι κακός ιδεαλισμός. Με αυτή τη λογική, θα έπρεπε να κατηγορήσει κανείς και κάποιους άλλους, περιθωριακούς διανοούμενους της Δύσης, οι οποίοι σχεδίασαν το οικονομικό υπόδειγμα που για πρώτη φορά εφαρμόστηκε στο «πειραματικό εργαστήρι» της Χιλής του Πινοσέτ, για να υιοθετηθεί στη συνέχεια από τη Θάτσερ και να γίνει γνωστό ως ελεύθερη οικονομία της αγοράς.
Παρ’ όλα αυτά, οι εθνικές συγκρούσεις στις σοβιετικού τύπου χώρες δεν ήταν αποτέλεσμα των πνευματικών ανησυχιών μιας πρώην αριστερής διανόησης. Ξέσπασαν με την υιοθέτηση του υποδείγματος της ελεύθερης αγοράς στις επιμέρους δημοκρατίες και ήταν επακόλουθο όσων πολιτικών οδήγησαν στην ανάπτυξη ισχυρών εθνικών μεσαίων τάξεων, που αντιστρατεύονταν τους κεντρικούς σχεδιασμούς. Το ομοσπονδιακό εγχείρημα της Σοβιετικής Ένωσης απέτυχε, ακριβώς επειδή στηρίχτηκε στην ιδέα του έθνους-κράτους. Οι κάθετοι διαχωρισμοί των εθνών ξεπέρασαν τους οριζόντιους ταξικούς, εξ αιτίας της ανάπτυξης εγχώριων μεσαίων τάξεων που η περαιτέρω εξέλιξή τους δεν μπορούσε να γίνει στη βάση μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας. Η συστράτευση επιφανών αριστερών διανοουμένων στα επιμέρους εθνικά προτάγματα δεν δείχνει τίποτε άλλο από την ήττα της κομμουνιστικής ουτοπίας και την αδυναμία να στηριχτούν σε κάποια άλλη υπαρκτή συλλογική οντότητα πέραν της εθνικής..
Αναμφίβολα η κριτική του Feher, και όχι μόνον, στρέφεται εναντίον της πρωτοπορίας. Η ιντελλιγκέντσια, η στρατευμένη διανόηση βάλλεται πανταχόθεν για τα δεινά των λαών, τις άγριες αιματοχυσίες που ήταν αποτέλεσμα της διείσδυσης του πνεύματος στη σφαίρα της πολιτικής και της ιστορίας. Μακάρι η παρτίδα σκάκι του Αντρέ Μπρετόν με τον Λένιν να μην είχε παιχτεί σε κάποιο καφέ της μποεμίας αλλά στο κάμπους ενός ελεγχόμενου πανεπιστημιακού ιδρύματος, όπου στη συνέχεια και οι δύο θα συνέχιζαν ανώδυνα τις πνευματικές τους αναζητήσεις. Δυστυχώς ή ευτυχώς τα πράγματα δεν έγιναν έτσι και η συμμαχία πολιτικής και φιλοσοφίας, από τη γαλλική επανάσταση τουλάχιστον και δώθε, έπαιξε έναν αποφασιστικό ρόλο στην επαναστατική διαμόρφωση των σύγχρονων κρατών-εθνών. Είναι γεγονός ότι η ελεύθερη διανόηση αναγνώρισε ευθύς εξ αρχής πως η βάση του κράτους-έθνους αποτελούσε μιαν ουσιαστική απάντηση σε όσες καινοτομίες (στρατιωτικές, οικονομικές, κινητοποίησης δυνάμεων) είχαν εμφανιστεί, σε αντίθεση με τη στενότητα των φεουδαλικών δυνατοτήτων. Και μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες έγραψε το δικό της έπος. Ένα έπος που είχε ως βάση το κράτος-έθνος και στόχο την υπέρβασή του στο όνομα οικουμενικών αξιών.
Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι έδειξαν ότι η βάση του κράτους-έθνους δεν ήταν σε θέση πλέον να ανταποκριθεί στους στόχους μιας οικουμενικής πολιτικής. Η εμμονή σε ένα τέτοιο πρόγραμμα οδήγησε στον εθνικοσοσιαλισμό και στη στρατιωτική συντριβή της Ευρώπης, ενώ είχε ως αντίδοτο την ειρηνική αυτοκατάργηση του κυρίαρχου κράτους. Το δεύτερο ήταν η επιλογή της φιλελεύθερης διοίκησης μετά τη λήξη του πολέμου, που έσπευσε να μετατοπιστεί στη σφαίρα της οικονομίας, πιστεύοντας ότι η ουδετερότητά της θα μπορούσε να απαλλάξει την Ευρώπη από τις συγκρούσεις. Στην πραγματικότητα αυτή η μετατόπιση απάλλαξε την Ευρώπη από τη δυνατότητα να λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις κι έθεσε τις πολιτικές διοικήσεις στην υπηρεσία των ιδιωτικών συμφερόντων. Ακούγεται ίσως περίεργο, αλλά το υπόδειγμα αυτό δεν είναι απαλλαγμένο από την ηγεμονία μιας εθνικής πολιτικής: είναι η «μεταγλώσσα» της αγγλοσαξονικής επικυριαρχίας στην Ευρώπη που επιβλήθηκε την επαύριο του πολέμου. Ο αμερικανικός χρόνος που αναφέρει ο Feher, είναι ο χρόνος της αναλυτικής σκέψης, της συγχρονίας, που ασφαλώς δεν απαιτεί κάποια ελεύθερη διανόηση αλλά τους εξειδικευμένους βλάκες για τους οποίους μιλά ο Καντ.
Το κύκνειο άσμα των πρωτοποριών –πολιτικών και πολιτιστικών-  ήταν βέβαια το ‘68. Σε αντίθεση με τους σκοπούς των δρώντων, το ‘68 σήμανε την οριστική παράδοση στην πολιτιστική βιομηχανία και τον θρίαμβο της μαζικής δημοκρατίας. Ο Feherσιγοψιθυρίζει στους διανοούμενους της Ανατολής το τέλος της διανόησης στη Δύση, σαν προμήνυμα και για τη δική τους τύχη. Είναι ένα κάλεσμα εγκατάλειψης του πολιτικού και μετεγκατάστασης σε σφαίρες ουδέτερες. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Γιατί όταν το πολιτικό διώκεται, τότε ο κοινωνικός έλεγχος διασφαλίζεται με άλλες μεθόδους, εξ ίσου δεσποτικές και απαξιωτικές για το άτομο με τις δίκες της Μόσχας. Η πολιτική ορθοφροσύνη, η απόλυτη αυτολογοκρισία, είναι ένα παράδειγμα τέτοιας στρατηγικής, θύμα της οποίας υπήρξε στα τελευταία του κι ο Feher.
Έχω την αίσθηση ότι στα ανελέητα ερωτήματα ενός απολογισμού γενεών στρατευμένης διανόησης, το πιο ουσιώδες είναι η απάντηση στο μείζον: Έκαναν λάθος; Μήπως η νέα τάξη πραγμάτων είναι η λύση στα προβλήματα της οικουμένης; Αυτοί, τα «κορόιδα της ιστορίας», δεν μπορούν πια να απολογηθούν. Σ’ εμάς, τους κληρονόμους αυτής της παράδοσης, εναπόκειται αυτό το καθήκον. Και για όσους έχουν μια ιστορία στον χώρο της αριστεράς, ας μην λησμονούν: τα στερνά τιμούν τα πρώτα.


Κώστας Χριστόπουλος

Μερικοί τίτλοι για μια ιστορία των εξαιρέσεων

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, και λίγο πριν την έναρξη των μεγάλων διεθνών εικαστικών διοργανώσεων (BiennaleΒενετίας, Documentaκλπ.), υπήρχε διάχυτη η απορία για την ποιότητα και την «υφή» των τότε νεοεισερχόμενων σε αυτές παρουσιάσεων, που προέρχονταν από ό,τι κάποτε ονομάζονταν «Ανατολικό Μπλοκ». Περίπου την ίδια εποχή, μιλώντας για την τέχνη, επανέρχεται εντονότερα και η παλιά συζήτηση περί του διαχωρισμού «κέντρου και περιφέρειας», ως προϊόν ανάγκης επαναπροσδιορισμού των νέων οριοθετήσεων που προέκυψαν μετά τις παγκόσμιες, ραγδαίες, γεωπολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές του τέλους της δεκαετίας του ’80. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που εγκολπώθηκε από τους εικαστικούς θεσμούς, ήταν αυτό ακριβώς που εκείνοι ήθελαν να δουν ή και να αναδείξουν, κάνοντας έτσι μια σειρά προβολών σε κάτι που είχαν ήδη προϋποθέσει για την τέχνη των πρώην ανατολικών, αλλά και των χωρών που σχημάτιζαν το μέχρι πριν λίγο «Τρίτο Κόσμο». Έτσι, οι παραπάνω αφρικανικές, ασιατικές και λατινοαμερικάνικες παρουσιάσεις δεν έμοιαζαν να διαφέρουν ουσιαστικά, τουλάχιστον ως προς τη φόρμα, από αυτές των ήδη καπιταλιστικών χωρών. Με αυτόν τον τρόπο, χάθηκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να γίνει μια κάποια μελέτη που θα αφορά το εκάστοτε συγκείμενο των συνθηκών παραγωγής και δεξίωσης των εικαστικών έργων1.
Μιλώντας, βέβαια, συνολικά για τις συνθήκες παραγωγής των έργων τέχνης, οφείλουμε να ρίξουμε ακροθιγώς και μια ματιά στον κόσμο των ιδεών, και ιδιαίτερα σε αυτό το κομμάτι τους που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη δημιουργική διαδικασία, αλλά και την πρόσληψή της. Δέκα χρόνια πριν τις παραπάνω παγκόσμιες ανακατατάξεις, ο Jean-Francois Lyotard2θα διαγνώσει το «τέλος των μεγάλων αφηγήσεων», το οποίο ενώ δεν είναι ακόμα ιδιαίτερα εμφανές στην πολιτική αρένα, μοιάζει ήδη να αποκτά μια καθολικότητα στους χώρους «των γραμμάτων και των τεχνών». Όπως ακριβώς η έννοια της αυθεντίας, έτσι και η λειτουργία του «αριστουργήματος», η πρωτοπορία ή και το κάθε μέχρι πρότινος κυρίαρχο καλλιτεχνικό ρεύμα δείχνουν ανυπεράσπιστα στην επερχόμενη συνολική αποδοχή οποιασδήποτε μορφής καλλιτεχνικής δραστηριότητας, χωρίς σαφή κριτήρια3. Σταδιακά, η καλλιτεχνική πρακτική θα αποκτήσει αξία ως τέτοια, ενώ ο καλλιτέχνης σαν (πολιτικό) υποκείμενο θα αποδεχθεί μια πληθυντική ιδιότητα.
Οφείλουμε ακόμα να ομολογήσουμε, πως οι ανακατατάξεις του 1989 διεύρυναν τον εικαστικό χάρτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθίσταται δύσκολη η εύρεση ενός «κέντρου» από το οποίο θα προέρχεται κάθε νέο πρόταγμα. Η προσοχή όλων παύει να εστιάζεται σε συγκεκριμένα σημεία του πλανήτη, πράγμα που με τη σειρά του θα επηρεάσει και τον τρόπο που ο καλλιτέχνης βλέπει και διαχειρίζεται το έργο του. Καθετί πλέον μοιάζει να προκύπτει σαν αποτέλεσμα ετεροκαθορισμού, ανάμεσα σε ένα πλήθος διαφορετικών πολιτισμικών μορφωμάτων.
Σε ένα τέτοιο παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο, αλλά και μετά τα γεγονότα της 11ηςΣεπτεμβρίου, δεν είναι καθόλου τυχαίες οι συνεχείς αναφορές του Νιγηριανού επιμελητή της Documentaτου 2002 OkwuiEnwezor, όπως και αρκετών εκ των υπολοίπων συγγραφέων των κειμένων του καταλόγου που συνόδευαν τη διεθνή αυτή έκθεση4, στις ιδέες του GiorgioAgamben, αλλά κυρίως σε αυτές των Hardtκαι Negri, όπως διατυπώνονται στην Αυτοκρατορία5. Μέσα στην «εμμενή», βασισμένη στην επιθυμία και τη «γενική διάνοια» (GeneralIntellect) καθημερινή πρακτική του πλήθους (multitude), η οποία λαμβάνει χώρα οπουδήποτε στον πλανήτη, διαγνώστηκε αφελώς και κάπως βεβιασμένα από τους επιμελητές μια αντιστοιχία με την καλλιτεχνική δραστηριότητα, η οποία κρύβει επαναστατικά στοιχεία. Σίγουρα, πέρα από μια «έκπτωση» και απλοποίηση6 των ιδεών των παραπάνω διανοητών (με την οποία, ίσως, οι ίδιοι να μην αντιμετωπίζουν ιδιαίτερο πρόβλημα), διαφαίνεται και μια επιστροφή σε ουτοπικές ιδέες αναφορικά με την τέχνη, που κατά πολύ εκφωνήθηκαν από διανοούμενους της ευρύτερης αριστεράς των δεκαετιών του 1960 και 1970, και οι οποίες ονειρευόταν μια καθαρά εξωθεσμική και αρκούντως «λαϊκή» τέχνη.
Εδώ όμως λανθάνουν μία αντινομία, μία γενίκευση, μία τακτική αφαίρεσης πολιτικών ευθυνών εκ μέρους του κόσμου της τέχνης, αλλά και η γένεση νέων ιδεολογικών προταγμάτων. Μία αντινομία, καθότι οι εξωθεσμικοί αυτοί λόγοι υιοθετούνται από τους κατ’ εξοχήν θεσμούς. Μία γενίκευση, γιατί η οπτική αυτή θέλει να χαρακτηρίσει τη σύνολη εικαστική πραγματικότητα, ενώ αρκεί μια γρήγορη ματιά στον τρόπο που συμβαίνει η διαχείριση της τέχνης και των έργων της για να καταστήσει το όλο εγχείρημα μη επαληθεύσιμο. Την ίδια στιγμή, παρέχεται μια ιδεολογική πλατφόρμα που καθιστά την τέχνη και την πρακτική του καλλιτέχνη εξόχως ανατρεπτική, με τέτοιο όμως τρόπο που του επιτρέπει να καρκινοβατεί πολιτικά, μεταβιβάζοντας την εκάστοτε εμπλοκή του με τη δυνατότητα αλλαγής των πραγμάτων στο έργο του και μόνο. Τέλος, δεν θα ήταν ψευδές να ισχυριστούμε πως οι διοργανώσεις αυτές αποτελούν πόλο έλξης χιλιάδων ανθρώπων, ικανών να δημιουργήσουν έναν ολόκληρο ταξιδιωτικό κλάδο, που σήμερα πλέον ονομάζεται «εικαστικός τουρισμός»! Μια τέτοια συσσώρευση δεν είναι δυνατόν να μην έχει αντίκτυπο στο χρηματιστήριο των έργων (άρα και στην καλλιτεχνική παραγωγή), αλλά και στην ιδεολογική βεντάλια που εμμέσως προκρίνεται, καθορίζοντας εν πολλοίς τις στάσεις και τις διαθέσεις του κόσμου της τέχνης.
Στο «φλερτ» με τα ΜΜΕ και το «lifestyle»7 δεν θα σταθούμε πολύ, διότι αυτό αποτελεί μάλλον ευρύτερο φαινόμενο που παρατηρείται σε αρκετούς κλάδους της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αν κάτι όμως πρέπει να επισημανθεί, αυτό είναι η οικειοποίηση των νέων τεχνολογικών μέσων, που κατέστησαν την παραγωγή προϊόντων τέχνης αμεσότερη, όπως και κατά κάποιο τρόπο «δημοκρατικότερη». Μέσω της τεχνολογικής προόδου των τελευταίων ετών (αλλά και του «τέλους» της αυθεντίας), δόθηκε η ευκαιρία σε περισσότερους ανθρώπους να δημιουργήσουν μια νέα «παρά-καλλιτεχνική» τάξη, ικανή όμως να διεκδικήσει ζωτικό χώρο στην έκφραση και στην κοινοποίηση των έργων της. Η τεχνολογία αποτέλεσε έτσι τον κοινό τόπο, εντός του οποίου δημιουργήθηκε ένας νέος εικαστικός κώδικας επικοινωνίας. Το βίντεο, η φωτογραφία και το internet, αποτέλεσαν τα νέα εικαστικά μέσα που υιοθετήθηκαν από τους καλλιτέχνες σε όλα τα μέρη του πλανήτη. Για πολλούς από αυτούς, ειδικότερα τους προερχόμενους από την «περιφέρεια», τα τεχνολογικά αυτά μέσα θεωρήθηκαν καταλληλότερα για την κοινοποίηση εθνικών, τοπικών και φυλετικών προβληματικών. Έργα που υιοθετούν εν μέρει τη φόρμα του ντοκιμαντέρ κατέκλυσαν τις μεγάλες εκθέσεις, επισημαίνοντας έτσι και μια μετατόπιση στο ρόλο του καλλιτέχνη, ο οποίος χάνει τα παλαιότερά του «προμηθεϊκά»8 και ρομαντικά χαρακτηριστικά, αποδεχόμενος αυτόν του διαμεσολαβητή αγγελιοφόρου, που μεταφέρει κάποιο μήνυμα από τον τόπο του.
Σε όλη τη μέχρι τώρα διαδρομή η προσοχή εστιάστηκε περισσότερο στη λειτουργία των μεγάλων εικαστικών εκθέσεων, χωρίς, είναι αλήθεια, να αποφεύγονται και κάποιες γενικεύσεις. Αυτό συμβαίνει διότι οι παραπάνω αποκεντρωμένοι πλέον εκθεσιακοί θεσμοί ανέλαβαν να υποδυθούν τον παγκόσμιο «καθοδηγητή». Έξω όμως από τη διευρυμένη εκθεσιακή σφαίρα, συνεχίζει να επιζεί και να δραστηριοποιείται το μεγαλύτερο μέρος του εικαστικού δυναμικού, το οποίο όμως είθισται να ακολουθεί τον γενικό κανόνα και να διαπραγματεύεται με τα ζητήματα που τίθενται άνωθεν. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υφίστανται εναλλακτικοί δρόμοι. Η πρόσφατη εμπειρία, όμως, μας δείχνει πως οι θεσμοί δεν δημιουργούν αποκλεισμούς (ή τουλάχιστον οι πιθανοί αποκλεισμοί εντοπίζονται σε διαφορετικά αίτια), όπως επίσης και ότι διατηρούν την ικανότητα να άγουν και να φέρουν οτιδήποτε, πράγμα που επιβεβαιώνει και την πρωτοκαθεδρία τους. Η συνεχώς μεγαλύτερη εισροή σε αυτούς έργων προερχόμενων από αυτό που λέγεται «περιφέρεια», ή ακόμα και «περιθώριο», εκτεθειμένων δίπλα στις μέχρι τώρα «αυθεντίες», έστρεψε την προσοχή μας στις «εξαιρέσεις» του προηγούμενου δυτικότροπου μοντέλου. Αν κάτι μπορεί να ειπωθεί (και πάλι γενικεύοντας) είναι το ότι αυτές οι «εξαιρέσεις» απέκτησαν βαθμιαία τέτοια σημασία, ώστε αποτελούν πλέον τον κανόνα.

1. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί από τους προερχόμενους από την «περιφέρεια» καλλιτέχνες, που γρήγορα υιοθετήθηκαν από τους διεθνείς εικαστικούς θεσμούς, προέρχονταν από εμπόλεμες χώρες, αυταρχικά καθεστώτα, χώρες με εμφύλιες συγκρούσεις και εθνικιστικά κινήματα κλπ., που προέκυψαν σε πολλές περιπτώσεις μετά και λόγω των γεγονότων του 1989-1990.
2. βλ. Jean-François Lyotard, La condition postmoderne, Les Éditions de Minuit, Paris 1979 μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Η  μεταμοντέρνα κατάσταση, Γνώση, Αθήνα 1988
3. Η οπτική αυτή βρίσκεται στον πυρήνα και της φετινής Μπιενάλε της Βενετίας και του επιμελητή της Robert Storr. Ογενικόςτίτλοςτηςείναι: Think with the Senses -  Feel with the Mind. ArtinthePresentTense, με ό,τι μπορεί αυτό να σημαίνει...
4. Documenta11_Plattform 5: Austellung (Katalog), Hatje Cantz Verlag, Ostfildern-Ruit 2002
5. Michael Hardt & Antonio Negri, Empire, Harvard University Press, Cambridge, Mass. AndLondon 2000 μτφρ. Νεκτάριος Καλαϊτζής, Αυτοκρατορία, Scripta, Αθήνα 2002
6. Η απλοποίηση της φιλοσοφικής σκέψης και αρκετών φιλοσοφικών εννοιών, που εισάγονται ως προβληματική μιας συζήτησης ή ακόμα και μιας έκθεσης, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ακόμα χαρακτηριστικό στα εικαστικά τα τελευταία είκοσι χρόνια.
7. Καταλληλότερο, ίσως, παράδειγμα η βρετανική ομάδα που ονομάστηκε YBA (YoungBritishArtists), που κύριο μέλημά της σε μεγάλο βαθμό υπήρξε η αποδοχή της τέχνης στους κοσμικούς χώρους και τα ΜΜΕ. Τα έργα των καλλιτεχνών αυτών αποτέλεσαν μεγάλο κομμάτι της συλλογής του Saachi, συλλογή που αποτελεί σημείο αναφοράς στην σύγχρονη βρετανική τέχνη.  
8. βλ. Νίκος Δασκαλοθανάσης, Ο καλλιτέχνης ως ιστορικό υποκείμενο από τον 19οστον 21οαιώνα, Άγρα, Αθήνα 2005


Άντα Διάλλα

Η  δημιουργική αταξία της ιστορίας

Ο ρητός στόχος του βιβλίου που επιμελείται ο Κώστας Βούλγαρης, με τίτλο Μετά το ‘89. Στους δρόμους της ιστορίας και της λογοτεχνίας (εκδόσεις Γαβριηλίδης), είναι να αποτελέσει ένα τεκμήριο για το παρόν που ορίζει η 15χρονη μεταβατική περίοδος μετά την πτώση του Τείχους. Να αναδείξει σκέψεις, απόψεις, στάσεις και αμηχανίες που γεννώνται μετά την χρονολογία–ορόσημο του 1989, συνυπολογίζοντας τον υποκειμενικό παράγοντα του εγχειρήματος, καθώς, όπως γράφει στον πρόλογο, «τα διακυβεύματα που συνδέονται μαζί του [εν. το 1989] είναι ανοικτά, συμμετέχουμε κι εμείς στην ιστορία που συμβαίνει». Έτσι, ο τόμος με τις συμβολές είκοσι επτά πνευματικών ανθρώπων δεν πληροφορεί απλώς τον αναγνώστη. Προσφέρει κυρίως ένα πλούσιο πεδίο στοχασμού και αναστοχασμού για το παρόν, όπου «συνδυάζονται οι χρονικές διαστάσεις του παρελθόντος και του μέλλοντος» (Λίζυ Τσιριμώκου, σ. 155).
Στο παρόν σημείωμα δεν θα σχολιάσω τα της λογοτεχνίας. Θα σταθώ σε όσα αφορούν τις επιπτώσεις του 1989 στην ιστορία, με δεδομένη την ιδέα ότι στην ιστορική διαδικασία οι ρήξεις δεν καταργούν απαραιτήτως τις συνέχειες. Όσον αφορά τους διακριτούς δρόμους της ιστορίας και της λογοτεχνίας και τις συμπτώσεις τους, θα αρκεστώ στην επισήμανση του Γιάννη Παπαθεοδώρου ότι «Για την ιστορία και τη λογοτεχνία η αναζήτηση νέων μεθόδων κατανόησης για να συλλάβουν τον κοινωνικό κόσμο, δεν είναι ζήτημα δεοντολογίας· είναι ζήτημα ουσίας». (“Τα Τείχη μετά το Τείχος”, σ. 171 - 176).
Το ενδιαφέρον στη στρατηγική του επιμελητή της έκδοσης  είναι ότι δεν προσπάθησε να παρουσιάσει μια σύμπνοια απόψεων, και αυτό είναι χρήσιμο, όχι απλώς ως καταγραφή της διαφορετικότητας, αλλά ως κατάσταση που οξύνει την κριτική σκέψη και ενθαρρύνει έναν γόνιμο διάλογο.
Ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης (“Από την πολιτική στην ιστορία και από κει στο ‘χρονικό’ και το ‘δοκίμιο’», σ. 22 - 29) συναρτά ευθέως τις αλλαγές στο πεδίο της πολιτικής με το τέλος της επιστήμης της ιστορίας, έτσι όπως αυτή συγκροτήθηκε τους τελευταίους δύο αιώνες. Η κρίση της πολιτικής, που νοείται από τον Μαργαρίτη ως η απώλεια του νοήματος της πολιτικής παρέμβασης και της ορθολογικής της δυναμικής, συμβαδίζει, κατά τον συγγραφέα, με την κρίση των επιστημών του ανθρώπου και ειδικότερα της ιστορίας, της πιο πολιτικής από όλες (σ. 26).  Σύμπτωμα της κρίσης, υποστηρίζει ο Μαργαρίτης, είναι η λογοτεχνίζουσα ιστορία, η οποία αναιρεί  τον κριτικό λόγο της ιστορίας, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την δημοκρατική παιδεία των πολιτών, την οποία καταστατικά υπηρετεί η επιστήμη της ιστορίας.
Ο Αντώνης Λιάκος («1989. Η ιστορία στην καμπή του αιώνα», σ. 165 - 171) παρουσιάζει μια διαφορετική προοπτική του ερωτήματος. Υποστηρίζει ότι το 1989 ανατράπηκε η  «δομή της χρονικότητας», όπου  το βέλος του χρόνου ήταν στραμμένο προς τη φορά της εξέλιξης, με την αναμφισβήτητη πίστη στην πρόοδο. Επισημαίνει ότι μετά την τριετία 1989-1991 αυτό που χάθηκε, τουλάχιστον για τους αριστερούς ιστορικούς, δεν είναι τόσο “ο υπαρκτός σοσιαλισμός, όσο η ελπίδα ότι υπήρχε η δυνατότητα να μεταρρυθμιστεί και να αναγεννηθεί αυτός ο σοσιαλισμός, να γίνει ένας ελκυστικός σοσιαλισμός”. Με άλλα λόγια, χάθηκε η αισιοδοξία για το μέλλον, το οποίο κυρίως ή και  εξαιτίας των εξελίξεων στη γενετική το σκεφτόμαστε, «όχι ως ελπίδα αλλά ως απελπισία» (σ. 170). Ο Λιάκος  αισιοδοξεί για το μέλλον της επιστημονικής ιστορίας. Όπως γράφει, «εκεί που κλείνουν μερικά πεδία ελευθερίας ανοίγουν ταυτοχρόνως άλλα σε άλλα επίπεδα». Εξάλλου, η ήττα οξύνει την σκέψη του ιστορικού: η “ιστορία των ηττημένων” που  διερευνά τις αιτίες της ήττας, το τραύμα, την αυταπάτη, «είναι πάντα πιο πλούσια από εκείνη που αναζητά τις αιτίες της νίκης και της βεβαιότητας” (σ. 150).
Η παρέμβαση του Λιάκου σχετίζεται και με ένα άλλο ερώτημα: εάν το 1989 συνιστά  τομή για την ιστορία της ιστοριογραφίας. Ορθώς επισημαίνει ότι οι κύριες ιστοριογραφικές τάσεις και σχολές που και σήμερα υπάρχουν είχαν λίγο πολύ σχηματιστεί πριν το 1989. Από την άλλη, θα προσθέταμε, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι ο Ψυχρός Πόλεμος με τις αγεφύρωτες διχοτομίες και αμοιβαίες δαιμονοποιήσεις απλοποιούσε συχνά την συγγραφή της ιστορίας. Η αρχειακή επανάσταση και η έκρηξη της μνήμης στις μετακομμουνιστικές χώρες,  αρχικά τουλάχιστον, συνέπεσε με την κρίση ταυτότητας που βίωσαν οι ιστορικοί (δυτικοί και ανατολικοί)  που ασχολούνται με την ιστορία των χωρών αυτών. Δυτικοί και Ανατολικοί ιστορικοί, οι οποίοι στο παρελθόν αποτελούσαν δύο διαχωρισμένες ιδεολογικά κοινότητες, μετά τον διπολισμό έγιναν ένα,  «απελευθερώθηκαν», επωφελήθηκαν από το άνοιγμα των αρχείων, κυρίως όμως στράφηκαν στις νέες θεωρίες και έτσι προέκυψαν νέες προσεγγίσεις, νέα ερωτήματα, που με την σειρά τους εμπλουτίζουν τις αντιλήψεις μας για την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια ιστορία.  Από αυτή την άποψη είναι υπερβολική και εν μέρει στερεοτυπική η θεώρηση του Λιάκου,  που τοποθετεί τους δυτικούς ιστορικούς στην θέση των παραγωγών της θεωρίας και τους ανατολικούς στην θέση των καταναλωτών αυτής της θεωρίας.
Μετά το 1989, σημειώνει ο Κώστας Βούλγαρης, «άλλαξε ο ρυθμός του κόσμου». Η πτώση του τείχους και του τέλους της Σοβιετικής Ένωσης συμπίπτουν με το τέλος του 20ούαιώνα και της χιλιετίας, και τη διαμόρφωση μιας νέας πολιτισμικής κατάστασης που μπορεί να υπερβεί την τάξη των διχοτομιών  αμοιβαίου αποκλεισμού. Η αταξία αυτή μπορεί να εμπνεύσει καλές και καινοτόμους ιστορικές μελέτες, ανεξαρτήτως εάν αυτές οικειοποιούνται ή όχι τη λογοτεχνία.


Στέφανος Δημητρίου

Εθνικό κράτος και Δημοκρατία
Η αναγκαία προτεραιότητα της πολιτικής επί του πολιτισμικού αυτοπροσδιορισμού

Τα γεγονότα του 1989 σηματοδότησαν αλλαγές ως προς την αυτοκατανόηση της Δύσης και του πολιτισμικού της υποδείγματος. Ακόμη και αν δεν εκλάβουμε τις γνωστές θέσεις του Χάντιγκτον ως αντιπροσωπευτικές του νέου πνεύματος, που νομίζω ότι τέτοιες ακριβώς είναι, ο δυτικός κόσμος, στην αμερικανική εκδοχή του, κατατρύχεται από το φοβικό σύμπλεγμα της επαπειλούμενης μοναδικότητάς του, την οποία οφείλει να περιφρουρήσει αναβαθμιζόμενος σε υπερεθνικό κέντρο εξουσίας, με πολιτική και, βεβαίως, στρατιωτική επιρροή, ικανή να διευθετεί συγκρούσεις και να ισορροπεί διαφορές. Η συγκρότηση ενός τέτοιου κέντρου εξουσίας συχνά αναζητεί τη δικαιολόγηση της αναγκαιότητάς της στις υπαρκτές συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών κρατικών οντοτήτων, ώστε πλέον η ύπαρξη μιας τέτοιας υπερεθνικής αρχής να λογίζεται αυτόχρημα όρος κατάπαυσης ή, έστω, περιορισμού της στρατιωτικής έκφρασης των πολιτικών εντάσεων. Μόνο των πολιτικών;
Οι σημειωθείσες, μετά το ΄89, εξελίξεις συνέτειναν στο να αναπροσδιοριστεί και η σχέση των εθνικών και κρατικών διαφορών -ανάμεσα σε διαφορετικές και ανταγωνιστικές κρατικές οντότητες- με την έννοια και τη μορφή της ασκούμενης πολιτικής. Η τελευταία φαίνεται να εκπίπτει σε απλό συμπλήρωμα των κοσμοθεωρητικής εμβέλειας πολιτισμικών διαφορών, που αναβιβάζονται στη θέση των πραγματικών ανταγωνιστικών υποκειμένων τα οποία ενθυλακώνονται σε αντίστοιχα κρατικά μορφώματα. Η σταδιακή υποκατάσταση του πρωταγωνιστικού και καθοριστικού ρόλου της πολιτικής από την έμφαση στην ιδιοσυστασία και την δυσεξιχνίαστη αυθεντικότητα των πολιτισμικών ταυτοτήτων, παρόλο που ενίσχυσε την ανάπτυξη των εθνικισμών, απετέλεσε και παράγοντα οδηγήσαντα στην απίσχνανση του εθνικού κράτους. Δηλαδή το γεγονός ότι η μερική αποδιάρθρωση των κοινοτικών δεσμών, στους οποίους μπορούμε να διακριβώσουμε την ιστορικώς αποτυπωμένη έρειση των εθνοτήτων, συνέβαλε στη συγκρότηση των εθνικών κρατών, αλλά και στην ανάδειξη ορισμένου είδους πολιτικής, κατά το οποίο η ασκούμενη πολιτική οφείλει να οργανώνεται επί τη βάσει δικαιωματοκρατικών αρχών και αξιών, σύμφωνα με τους κανόνες της ιστορικής δικαιοταξίας. Αντιθέτως, ο παραμερισμός της πολιτικής από τη διαρκή ζήτηση της πολιτισμικής αυτεπιστασίας και επιβεβαίωσης οδηγεί στην αποδυνάμωση αυτών ακριβώς των νεωτερικών δικαιοπολιτικών αξιών και των εδραζόμενων σε αυτές δικαιωμάτων, αλλά και αιτημάτων. Στον βαθμό που δεν είναι δυνατό να γίνει λόγος για τις εξελίξεις του 1989 ανεξάρτητα από το ζήτημα του κομμουνισμού, οι όποιες απόψεις για το τέλος ή την ανανέωσή του, την επικαιρότητα της σοσιαλιστικής προοπτικής ή την οριστική της εγκατάλειψη, δεν μπορούν να παραβλέπουν ότι τα αξιακά αιτήματα της δικαιοσύνης, της ισότητας και της ελευθερίας αποτελούν όρους αναπαραγωγής των σύγχρονων κοινωνιών και πυλώνες στήριξης των πολιτικών δικαιωμάτων, όχι γενικώς, όχι παντού και όχι πάντα, αλλά ειδικώς εκεί που υπάρχει η δυνατότητα να είναι κάποιος πολίτης, δηλαδή σε ορισμένο εθνικό κράτος, από την καθίδρυση των εθνικών κρατών και εντεύθεν. Συνεπώς, ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός συνιστά δικαίωμα, το οποίο έχει ως υπερβατολογικό του όρο την αρχή της ισότητας, διαφορετικά είναι ορθάνοιχτος ο δρόμος από τον οποίο θα διέλθει η ολετήρια επέλαση των «περιούσιων» λαών σε βάρος των υποδεεστέρων και καθυστερημένων. Αυτό όμως το δικαίωμα, το οποίο στηρίζεται στην αρχή της ισότητας και το νεωτερικό κανονιστικό αίτημα για ίση αυτονομία και ελευθερία όλων, είναι υποστατό εκεί που αναγνωρίζονται τα ίσα πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή εντός του εθνικού κράτους.
Στο εθνικό κράτος αναγνωρίζονται ως συστατικές των δικαιοτακτικών αρχών του οι αξίες του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, καθώς και η αρχή της ελευθερίας. Δηλαδή το εθνικό κράτος συνιστά τη συνθήκη εντός της οποίας το καθεστώς των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων αποκτά συνοχή την οποία αρύεται μέσω ενός λογικώς και θεσμικώς συγκροτημένου συστήματος συνταγματικής προστασίας. Επηρεάζονται όλα αυτά μετά τα γεγονότα του 1989; Η απάντηση είναι τόσο προφανής, ώστε το ερώτημα κινδυνεύει να φανεί ρητορικό. Ωστόσο, η πολιτική και στρατιωτική έκφραση πολλών τέτοιων αλλαγών εξηγεί αυτό τον επηρεασμό με βάση τις συντελούμενες ή, ακόμη, και τις πιθανολογούμενες αλλαγές εδαφικών καθεστώτων: Το προρρηθέν -συνταγματικώς θωρακιζόμενο- δικαιωματοκρατικό, αξιακό πλέγμα προϋποθέτει την ανεξαρτησία των εθνικών κρατών και την επίρρωση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά εντός της εδαφικότητας. Για τον σχηματισμό του εθνικού κράτους και των όσων αυτό εγγυάται, μέσα από το σύνολο των δικαιοπολιτικών αρχών του, η αναφορά στην αξία της εδαφικότητας είναι αναγκαία και η ύπαρξη ορισμένης και οροθετημένης εδαφικής επικράτειας, προκειμένου να έχει αντίκρισμα η προαναφερθείσα συστατική αξία, είναι δεδομένη. Εντός της εδαφικής επικράτειας μπορούμε να έχουμε έννομη τάξη, εκπαιδευτικό σύστημα, πολιτική οργάνωση και πολιτική παιδεία. Μετά το 1989 και τις επακολουθήσασες καταιγιστικές αλλαγές, τα ανωτέρω τελούν υπό διακύβευση ανάμεσα στην μεγαλορρήμονα παγκοσμιοποίηση (κρατώ συμβατικώς τον όρο, αν και ο όρος παγκοσμίευση ικανοποιεί τις απαιτήσεις της γραμματικής ορθοέπειας, βάσει της παραγωγικής του κατάληξης) και την αναζωπύρωση των εθνικισμών. Η αναφορά όμως στην εδαφικότητα συμβαδίζει με την προτεραιότητα των νεωτερικών φιλελεύθερων πολιτικών αρχών, οι οποίες στηρίζουν ιστορικώς τα εθνικά κράτη, σε αντίθεση με τον προνεωτερικό και  αντιδιαφωτιστικό ρομαντικό εθνικισμό, καθώς και την εκζήτηση της θρησκευτικής και κοινοτικής ιδιοσυστασίας και της τερψίθυμης παραμυθίας που πορίζει η αυτοεπιβεβαίωση της νεορθόδοξης μοναδικότητας. Πρόκειται για αυτήν τη μοναδικότητα και τα ιδιοπρόσωπα γνωρίσματά της, τα οποία δεν ταιριάζουν με τα ευρωπαϊκής ιστορικής καταβολής συστατικά στοιχεία του εθνικού κράτους που μας κληροδότησε η ριζοσπαστική παράδοση του Διαφωτισμού (αυτή που διακριβώνεται στα συνταγματικά σχεδιάσματα της ελληνικής επανάστασης, δηλαδή στα ρουσωικής εμπνεύσεως «πολιτεύματα του Αγώνα») και συνεπώς προέχει η νοσταλγική αναζήτηση του γένουςαντί του έθνους και του λαού, με την πολιτική τους σημασία. Ενδιαφέρουσα συνέπεια της μετά το ‘89 εποχής, αν και οι θεωρητικές της καταβολές είναι σαφώς παλαιότερες: Το γένος γίνεται αντικείμενο νοσταλγίας και αυτοοικτιρμού, επειδή εξοβελίζεται από το εναλγές εθνικό κράτος, το οποίο ανέδειξε ως πολιτικό και συνταγματικό υποκείμενο τον λαό και το έθνος με την πολιτική τους σημασία. (Αλλά να μη ξεχνιόμαστε κιόλας: Στην πρόσφατη πολιτική ιστορία μας, πολλοί ιδαλγοί του γένουςαναγνωρίζουν τις «εθνωφελείς» υπηρεσίες που ασμένως και, αν κρίνουμε και με βάση τον οικονομικό δωσιλογισμό, με μεγάλο κέρδος προσέφεραν οι ταγματασφαλίτες δωσίλογοι της κατοχής, την ίδια στιγμή που ο λαός και το έθνος, με την πολιτική σημασία των εννοιών, ενετάσσετο στο Ε.Α.Μ.).
Ποιο είναι αυτό το πολιτικό περιεχόμενο που ευθέως ή εμμέσως τείνει να αναπροσδιοριστεί μετά το ΄89; Ο λαός, με αυτήν την πολιτική σημασία, συνιστά πολιτική ολότητα, η οποία είναι συστατική της ύπαρξης ενός κράτους, ώστε να είναι λογικώς συναρτημένη  με αυτό. Η έννοια του κράτους είναι, βάσει του Συντάγματος, έννοια διαπλαστική της έννοιας «λαός», ώστε ο τελευταίος να είναι αδιανόητος εκτός κράτους και Συντάγματος, όπως και η υπερβαίνουσα ή και ταυτιζόμενη με τον λαό έννοια του έθνους, όταν αυτό ως πολιτική έννοια εκφράζει το σύνολο των υποκειμένων που διαβιούν υπό το δικαιοπολιτικό καθεστώς κοινής εξουσίας και νόμων. Επιμένω στην πολιτική σημασία αυτών των εννοιών, σε αντίθεση με το υπαρκτό και πλούσιο πολιτισμικό τους περιεχόμενο, θεωρώντας ότι η πρώτη έχει και πρέπει να έχει προτεραιότητα έναντι του δευτέρου. Μετά το ΄89, ανατρέπεται αυτή ακριβώς η προτεραιότητα. Δηλαδή, καθοριστικό στοιχείο, σύμφωνα με την εννόηση του εθνικού κράτους μέσα από την ανεγνωρισμένη προτεραιότητα της πολιτικής, καθώς και του πολιτικού προσδιορισμού της έννοιας του έθνους, είναι η ιδέα της καθολικώς νομοθετούσης βούλησης η οποία εγγράφεται στη συνταγματική τάξη και συνιστά συστατική της προϋπόθεση, εφόσον η τελευταία έλκει από την πρώτη τη βασική νομιμοποίησή της. Με αυτή συνδέεται η γενικότητα του ηθικού νόμου, ώστε να είναι δυνατό να πούμε ότι είμαστε γνώστες της ελευθερίας μας μέσω του ηθικού κελεύσματος και των κατηγορικώς επιτασσομένων καθηκόντων. Σε αυτή τη στέρεα βάση ερείδεται η δυνατότητα της εξουσίας να ορίζει υποχρεώσεις που επιβάλλει ο ένας στον άλλον, ώστε να συναχθεί η έννοια του δικαιώματος. Το δικαίωμα λοιπόν είναι απότοκο της προσωπικής ελευθερίας εν συναρτήσει προς την εξωτερική αναφορά στις σχέσεις μεταξύ των προσώπων, την αλληλεπίδραση δηλαδή μεταξύ δρώντων ανθρώπων, υποκειμένων και φορέων δικαιωμάτων, ανθρώπων που, εντός της εδαφικής επικράτειας και της θεσμικής συγκρότησης του εθνικού κράτους, έχουν την ιδιότητα του πολίτη στην οποία και κατηγορούνται ανεξάλειπτα συστατικά γνωρίσματα, δηλαδή κατηγορήματα, χωρίς την ύπαρξη και κατηγόρηση των οποίων η εν λόγω ιδιότητα θα ήταν κενή περιεχομένου. Η έννοια του εθνικού κράτους συγκροτείται και ως όρος εξασφάλισης των δικαιωμάτων εντός αυτού του πλέγματος, υπό την αιγίδα της δικαιοπολιτικής αυτονομίας.
Η ανάδειξη των πολιτισμικών στοιχείων ως υπέρτερων της πολιτικής υπονομεύει την ερμηνεία της ριζοσπαστικής παράδοσης του εθνικού κράτους και την αναζήτηση στοιχείων, που, χωρίς να καταστρατηγούν τα γνωρίσματα που ιδιάζουν σε κάθε αυτοτελή εθνική παράδοση, θα επέτρεπαν τη διακρίβωση των όρων σχηματισμού μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας, όπως είναι αυτή που σχηματίζεται στην ιδέα αλλά και την ιστορική συγκρότηση των εθνικών κρατών. Η συνηγορία υπέρ του εθνικού κράτους και της σύμφυσής του με την πολιτική δημοκρατία περιλαμβάνει τον σχηματισμό αυτής της κοσμοπολιτικής προοπτικής. Άλλωστε αυτή ακριβώς η σύμφυση απειλείται από την υποκατάσταση της πολιτικής από τους μονοειδείς πολιτισμικούς αυτοπροσδιορισμούς και τις θρησκευτικές, ελληνονεορθόδοξες στα καθ’ ημάς, άλλης υφής σε άλλες χώρες, παραδόσεις και λαούς, περιχαρακώσεις. Η μετά το ‘89 αποδυνάμωση της πολιτικής από τον ρομαντικό ανορθολογισμό της πολιτισμικής αυτοεπιβεβαίωσης είναι η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη αφορά την απόπειρα αποδυνάμωσης και υπονόμευσης του εθνικού κράτους μέσα από την -αδιάφορη για τις προαναφερθείσες ριζοσπαστικές και συστατικές της ευρωπαϊκής δικαιοπολιτικής παράδοσης ιδέες- απόπειρα για διαμόρφωση ευρωπαϊκής πολιτικής ταυτότητας μέσω του προβληματικού Ευρωσυντάγματος. Πρόκειται για τη γνωστή συνθήκη που διεκδίκησε την ισχύ Συντάγματος, ενώ ως συνθήκη δεν εξηγεί ποιο είναι το συντακτικό της υποκείμενο και ποιος ο κυρίαρχος. Στα εθνικά συντάγματα γνωρίζουμε τι είναι και τι σημαίνει η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Σε αυτή τη νέα ευρωπαϊκή έννομη τάξη, ποια κανονιστική δικαιολόγηση και νομιμοποίηση παρέχεται, ώστε αυτή η αρτιγενής έννομη τάξη να αξιώνει αναγνώριση από τα εθνικά δικαστήρια; Η εθνική συντακτική εξουσία θα συρρικνούται βαθμηδόν μέχρι συνθλίψεώς της από το βάρος της υπεροχής του κοινοτικού επί του εθνικού δικαίου, διότι, αν ο θεμελιώδης κανόνας της νέας έννομης τάξης είναι το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, το οποίο απαιτεί την άρση των εθνικών συνταγματικών προσκομμάτων προς επίρρωση της ισχύος του κοινοτικού δικαίου, ενώ, ταυτοχρόνως, το ίδιο αξιώνει την αναγνώρισή του, τότε το ίδιο δεν μπορεί να αποτελεί ανώτατη πηγή δικαίου. Δηλαδή, η καθιέρωση νέας έννομης τάξης, καθιδρυομένης από  το Ευρωσύνταγμα, δεν μπορεί να προϋποθέσει η ίδια τον εαυτό της, πριν να αποκρυσταλλωθεί σε συγκεκριμένη ιστορική δικαιοταξία. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται ότι δεχόμαστε ως αυτονοήτως έγκυρη τη συνηγορούσα υπέρ του Ευρωσυντάγματος επιχειρηματολογία, η οποία είναι πράγματι έγκυρη μόνο εντός του πλαισίου αυτής της τάξης, χωρίς όμως να αποφαίνεται περί τη σύσταση και τη φύση αυτής της τάξης βάσει εξωτερικών κριτηρίων. Έτσι όμως το προαναφερθέν πρόβλημα της κανονιστικής δικαιολόγησης και νομιμοποίησης της εμφαινομένης ως Ευρωσύνταγμα συνθήκης παραμένει εν εκκρεμότητι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αξία και τη βαρύτητα του εθνικού κράτους για την πολιτική δημοκρατία, την ισότητα, την ελευθερία και τα συναφή δικαιώματα, αλλά και τη λαϊκή κυριαρχία. Και κάτι τελευταίο, διότι καλή είναι η πολιτική φιλοσοφία και ο επιχειρηθείς ανωτέρω προσδιορισμός των εννοιών και της δικαιολόγησης των θέσεων που υποστηρίχθηκαν, αλλά καλό και το να μη ξεχνιόμαστε, όπως ελέχθη και προηγουμένως: Αυτή η παράδοση υπεράσπισης του εθνικού κράτους και αναγνώρισης του έθνους, κατά τη σχέση του με την πολιτική δημοκρατία και τα δικαιώματα, εντός της εδαφικής επικράτειας και καθ’ υπέρβαση της κενόσπουδης μεγαλαυχίας περί γένους ευλογημένου, δεν είναι καινούργια. Αντιθέτως, είναι εγγεγραμμένη και αρύεται το περιεχόμενο και τις αξίες της όχι μόνο από τις ιδρυτικές για τα εθνικά κράτη αξίες του κλασικού φιλελευθερισμού αλλά και από ένα πιο πρόσφατο κεφάλαιο. Έλκει τη δυναμική της από τη ριζοσπαστική παράδοση του Ε.Α.Μ., το οποίο απετέλεσε φορέα και εκφραστή του εν Ελλάδι συγχρόνου πολιτικού Διαφωτισμού και της πολιτικής δημοκρατίας, όπως επίσης η ίδια παράδοση αναγνωρίζεται και στο αλκίμαχο πολιτικό φρόνημα της Ε.Δ.Α. Είναι εαμογενής ο ριζοσπαστισμός των δημοκρατικών ιδεών και της αυτονομίας σε αυτόν τον τόπο, στον οποίο και εξακολουθούμε να ζούμε, να προσφέρουμε και να δημιουργούμε κάτι λίγο. Πάντα για να μην ξεχνιόμαστε…


Παναγιώτης Πούλος

Αισθητική: η ώρα της περισυλλογής

Είναι πράγματι παράξενη η ζωή των λέξεων. Πώς δηλαδή  ορισμένες λέξεις χάνονται για ένα διάστημα από τη γλωσσική επικαιρότητα, για να επανέλθουν αργότερα με δριμύτητα στο προσκήνιο. Η λέξη «αισθητική» αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της τεθλασμένης τροχιάς. Υποβαθμισμένη ως κλάδος της Φιλοσοφίας στα χρόνια των σπουδών μου, η Αισθητική κατάκτησε σιγά-σιγά, μετά το ’89, αν όχι μια δεσπόζουσα θέση στο χώρο των φιλοσοφικών σπουδών, τουλάχιστον μια αξιοσημείωτη παρουσία στη δημόσια αντιπαράθεση  των ιδεών.
Σήμερα κείμενα για την τέχνη και τη φιλοσοφία της κατακλύζουν τις σελίδες των κυριακάτικων φύλλων των εφημερίδων και πληθώρα βιβλίων κυκλοφορούν, τα οποία περιέχουν στον τίτλο τους τον όρο «αισθητική» και ασχολούνται με τις παραδοσιακές, νεωτερικές ή μετανεωτερικές ιδέες που αναπτύσσονται στο πεδίο της. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, παράλληλα, ότι ο όρος «αισθητική» αναφέρεται στην τρέχουσα γλώσσα σε ορισμένες τεχνικές καλλωπισμού του σώματος και ιδιαιτέρως του προσώπου. Θα παρατηρήσουμε, ωστόσο, ότι κατά ειρωνεία της τύχης μια νέα μορφή τέχνης, η body-art,  έχει κάνει την εμφάνισή της «γεφυρώνοντας» τις δύο εννοιοδοτήσεις της λέξης αυτής.
Άραγε τα φαινόμενα αυτά είναι τυχαία ή μήπως εκφράζουν κατά κάποιον τρόπο μια ανάγκη της εποχής μας, της εποχής του τέλους του «υπαρκτού σοσιαλισμού» -ή όπως αλλιώς θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε; Ας παρατηρήσουμε τουλάχιστον ότι τα φαινόμενα αυτά συνοδεύουν και, ως ένα βαθμό, συνδέονται με μια σειρά άλλων φαινομένων, όπως η γενικευμένη κρίση των πολιτικών και ηθικών συστημάτων και αξιών, η διεύρυνση της αγοράς της τέχνης έξω από τα παραδοσιακά μητροπολιτικά κέντρα, ο αυξημένος ρυθμός ανάπτυξης της επικοινωνιακής (και, παράλληλα, της ελεγκτικής ή εξουσιαστικής) τεχνολογίας.
Θα μπορούσαμε επομένως να ισχυριστούμε πως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, σε περιόδους όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων και αμηχανίας γύρω από τον τρόπο επίλυσής τους, σε περιόδους ραγδαίας μεταβολής των τρόπων παραγωγής και κατανάλωσης, η τέχνη καλείται να διαδραματίσει κάποιο διαμεσολαβητικό ρόλο, προσανατολίζοντας τον λόγο της αισθητικής προς την κατεύθυνση της –έστω και ουτοπικής- «επούλωσης» των πληγών τις οποίες έχει δημιουργήσει η νέα κατάσταση της γενικευμένης αποξένωσης. Ή, ακόμη, προσφέροντας μια εναλλακτική πρόσληψη της πραγματικότητας, η οποία πιθανόν να εκλαμβάνεται σαν πιο διεισδυτική από τη «συνεκτική» επιχειρηματολογία του πολιτικού λόγου. Άλλωστε, το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Την εποχή της πρώτης άνθησης του καπιταλισμού, μερικές από τις παρεμβάσεις του Τζον Ράσκιν, του Ουίλιαμ Μόρρις ή του Τολστόι μοιάζουν να παίζουν τον ίδιο ρόλο.
Σημασία όμως εδώ δεν έχει να αναδείξουμε κάποιους κοινωνικούς και ιστορικούς παραλληλισμούς γύρω από τον διαμεσολαβητικό και ιδεολογικό ρόλο της αισθητικής σε περιόδους κρίσης. Θα ήταν ίσως πιο δημιουργικό να αδράξουμε την ευκαιρία της επανεμφάνισής της, για να ενισχύσουμε τη σχέση της τόσο με τον πυρήνα της φιλοσοφικής προβληματικής όσο και με τα επιμέρους έργα τέχνης. Έτσι θα μπορούσαμε να διαλευκάνουμε όσο το δυνατόν πληρέστερα την ίδια την έννοια της τέχνης, συγκροτώντας μια θεωρία της καλλιτεχνικής πρακτικής που να ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες της δημιουργίας και της πρόσληψης των έργων τέχνης.
Για το σκοπό αυτό, μου φαίνεται ότι είναι απαραίτητο να προτείνουμε μια κριτική επισκόπηση της ιστορίας και της προϊστορίας αυτού του κλάδου, συσχετίζοντάς τον τόσο με τα συναφή ζητήματα που εγείρουν οι υπόλοιποι κλάδοι της Φιλοσοφίας, όσο και με τα εννοιολογικά προβλήματα που άπτονται της ιστορίας και της θεωρίας της τέχνης, καθώς και της δημιουργίας και της ερμηνείας των επιμέρους έργων τέχνης.
Όποιος έρχεται αντιμέτωπος με τις νέες γενιές των καλλιτεχνών και των θεωρητικών σπουδαστών της τέχνης, γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι αυτές αναζητούν νέους δρόμους στην τέχνη και στη θεωρία της, και ότι κυρίως θέλουν να μπορούν να ανταποκρίνονται αποτελεσματικά (όπως οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι καλλιτέχνες και θεωρητικοί) στις απαιτήσεις μιας διευρυμένης, πέρα από εθνικά σύνορα αγοράς της τέχνης. Διαπιστώνουμε εύκολα ότι, καλώς ή κακώς (κατά τη γνώμη μου καλώς), η σύγχρονη καλλιτεχνική πρακτική δεν παύει να συνδιαλέγεται με μορφές θεωρητικού λόγου, και ότι μια αισθητική θεωρία, αποκομμένη από τις ψυχοκοινωνιολογικές παραμέτρους που συγκροτούν τη δημιουργική διαδικασία, ενέχει τον κίνδυνο να μετατραπεί απλώς σε μια σχολαστική δραστηριότητα.
Οφείλουμε λοιπόν να προσαρμόσουμε τη στρατηγική μας λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εντάσεις και τις αντιξοότητες που γεννά η νέα αυτή κατάσταση. Πρέπει πρωτίστως να καταπολεμήσουμε με νηφαλιότητα τον λανθάνοντα επαρχιωτισμό που συνεχίζει να διέπει πολλές πτυχές της παιδείας μας, λόγου χάρη -και μολονότι η κατάσταση έχει σαφώς βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια- την έλλειψη καλών μεταφράσεων και χρηστικών εκδόσεων των βασικών κειμένων από την παράδοση της φιλοσοφικής αισθητικής, της ιστορίας και της θεωρίας της τέχνης, καταστρώνοντας ένα σχέδιο δράσης το οποίο να ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες.
Για να καταλάβουμε το σήμερα και τις μορφές ρήξης του με το άμεσο και απώτερο παρελθόν, χρειάζεται πριν απ’ όλα να κατανοήσουμε τις βασικές συνιστώσες του μοντερνιστικού στοιχήματος, όπως αυτό διαγράφει το τόξο του από τα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα μέχρι τις προτελευταίες δεκαετίες του εικοστού (από τον Μπωντλαίρ και τον Μανέ μέχρι το 1980). Ειδικότερα, είναι απαραίτητη μια εις βάθος περιγραφή της ιδιαίτερης συμβολής του εικοστού αιώνα ως προς τη διαλεύκανση της έννοιας της τέχνης, ανεξάρτητα από καταχρηστικές -ή απλουστευτικές για τη σκέψη- ταξινομήσεις σε θεωρητικές σχολές και ρεύματα.
Όμως, η σε βάθος περιγραφή τούτης της συμβολής γεννά αναπόφευκτα την ανάγκη να κατανοήσουμε τις ιστορικές και φιλοσοφικές προϋποθέσεις στις οποίες εγγράφεται (με ποιον τρόπο λόγου χάρη ο Αντόρνο, ο Ντερριντά ή ο Γκούντμαν συνομιλούν με τον Καντ), δηλαδή να διαμορφώσουμε μια επιχειρηματολογημένη άποψη για την ιστορία και την προϊστορία τής Αισθητικής, καθώς και για τις σχέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στις καλλιτεχνικές πρακτικές, τον φιλοσοφικό στοχασμό και τον πολιτισμικό και επιστημονικό περίγυρο στις διάφορες φάσεις της ανάπτυξης του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Μέσα από την κριτική επανεξέταση του παρελθόντος των είκοσι πέντε αιώνων φιλοσοφίας της τέχνης και των τριών αιώνων αισθητικής αγωγής, αναδύονται ενδιαφέροντα ερωτήματα που φωτίζουν με τη σειρά τους όψεις της σημερινής καλλιτεχνικής πρακτικής, η οποία διακρίνεται από την υπέρβαση των συνόρων ανάμεσα σε προκατασκευασμένα «είδη» τέχνης, καθώς και από μια ριζική αμφισβήτηση του παραδοσιακού τρόπου αφήγησης της ιστορίας της τέχνης. Σε ποιο βαθμό, για παράδειγμα, η φιλοσοφία της τέχνης του Επικούρειου Φιλόδημου διαψεύδει τη δεσπόζουσα αντίληψη ότι η αισθητική της Αρχαιότητας είναι μια αισθητική της μίμησης; Πότε ακριβώς και πώς συγκροτήθηκε το σύστημα των αποκαλούμενων Καλών Τεχνών, και για ποιο λόγο ορισμένες τέχνες, όπως το σχέδιο, η χαρακτική ή ο χορός, θεωρήθηκαν στο πλαίσιο αυτού του συστήματος «ελάσσονες»; Ή, ακόμη, ποιος ήταν ο βαθμός σύγκλισης και ποιος ο βαθμός απόκλισης ανάμεσα στις δυνάμεις του σοσιαλισμού και τις δυνάμεις του πολιτισμού κατά τους δύο τελευταίους αιώνες;
Εφόσον συνεχίσουμε να θέτουμε τέτοιου είδους ερωτήματα, βλέπουμε να αναδεικνύεται σιγά-σιγά μια πολυδιάστατη ανάκτηση του παρελθόντος, το οποίο δεν μονοπωλείται πλέον από τις βροντερές φωνές κάποιων βαρυσήμαντων τενόρων (μεταξύ άλλων, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Πλωτίνου, του Αυγουστίνου, του Ακινάτη, του Χιουμ, του Καντ, του Σίλλερ, του Χέγκελ, του Σοπενχάουερ, του Νίτσε) αλλά συγκροτείται και από τις απωθημένες ή λανθάνουσες δυνατότητες της σκέψης και της τέχνης, δυνατότητες που όπως είναι ευνόητο δεν ολοκληρώθηκαν στο παρελθόν, όμως ενδέχεται να πραγματοποιηθούν κάποια στιγμή στο μέλλον.
Καταλαβαίνουμε έτσι ότι η πρισματική (στο μέτρο που στηρίζεται στη χρήση πολλαπλών κριτηρίων: φιλοσοφικών, λογικών, επιστημολογικών, πολιτικών, υφολογικών, ψυχολογικών, κοινωνιολογικών, ανθρωπολογικών) και ποικιλότροπη ανάκτηση του παρελθόντος οδηγεί στην κατανόηση των σύγχρονων φαινομένων της τέχνης και εμπεδώνει την ελευθερία της μεστής από επιχειρήματα και ιδέες σκέψης, μακριά από τα συνθήματα, τις εξουσιαστικές αγκυλώσεις και τις περιχαρακώσεις που δημιουργούν τα μανιφέστα, οι σχολές και τα ρεύματα.
Από την άλλη πλευρά, η απόπειρα κριτικής ανάκτησης τόσο των «χαμένων ευκαιριών» όσο και των κατακτήσεων του παρελθόντος (μια απόπειρα συγκερασμού των μαθημάτων που μπορεί να αντλήσει κανείς από τις αλληλοσυγκρουόμενες πρακτικές δύο σπουδαίων καλλιτεχνών του εικοστού αιώνα, του Πικάσσο και του Ντυσάν) καλλιεργεί μια πιο συγκροτημένη, πιο εκλεπτυσμένη έννοια της ιστοριογραφίας, προλειαίνοντας το έδαφος για την πολιτική και θεωρητική κατανόηση του πολυπολιτισμικού παρόντος.
Επιπλέον, η ανάλυση της παρούσηςκατάστασης με επαρκώς προσδιορισμένα επιστημολογικά προαπαιτούμενα, ώστε να μην αναπαράγονται οι συνηθισμένες καταστάσεις διανοητικής σύγχυσης, δηλαδή κάποια είδωλα που απλώς βρίσκονται στην υπηρεσία της φιλαυτίας μας, μας βοηθάει να προσανατολιστούμε στον λαβύρινθο των εικόνων που μας περιβάλλουν (και των πληροφοριών που μας παρέχει το διαδίκτυο) και να σκεφτούμε με τη μέγιστη δυνατή ενάργεια το φαινόμενο της τέχνης, έξω από συναισθηματικές εκρήξεις, εκδηλώσεις θαυμασμού ή απόρριψης και αναγωγές πάσης φύσεως. Προς την κατεύθυνση αυτή, χρήσιμο είναι να συμβουλευτεί κανείς τις ξενόγλωσσες συμβολές του Ρίτσαρντ Βόλχαϊμ στην Αγγλία (βλ. ιδιαίτερα τις ύστερες παρεμβάσεις του στο περιοδικό ModernPainters, που καλύπτουν την περίοδο 1988-2003), του Πιερ Μπουρντιέ και του Ζωρζ Ντιντί-Υμπερμάν στη Γαλλία, του Σαλβατόρε Σέττις στην Ιταλία, όπως και του Χανς Μπέλτινγκ στη Γερμανία.
Η απόπειρα κριτικής ανάλυσης της παρούσης κατάστασης αναδεικνύει, εντέλει, τον ουσιαστικό δεσμό της καλλιτεχνικής δραστηριότητας με την ατομική και τη συλλογική αυτογνωσία, τη συναγωνιστικήκαι όχι ανταγωνιστική της σχέση με την επιστήμη και την τεχνική, καθώς το κεντρικό διακύβευμα κάθε αληθινής δημιουργικής και ερμηνευτικής διαδικασίας συνίσταται στην ενσωμάτωση και όχι στην απώθηση των συναισθημάτων και των συγκινήσεών μας στα προϊόντα της τέχνης και του λόγου.


Γιάννης Παπαθεοδώρου

Η εποχή της αυτοψίας

Όταν το 2004, οι «Αναγνώσεις» της Αυγήςέπαιρναν την πρωτοβουλία να κάνουν αφιέρωμα στο «1989», οι τότε επιμελητές γνώριζαν καλά πως το εγχείρημα ήταν ένα ρίσκο. Από τη μια μεριά ο κίνδυνος του ιδεολογικού εξορκισμού ήταν ορατός, και από την άλλη η απώθηση του προβλήματος ήταν μια αρκετά συνήθης πρακτική. Πόσο μάλλον όταν το χρονικό ανάπτυγμα του αφιερώματος άγγιζε τη διάρκεια των δύο μηνών (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2004) και όταν η θεματική του ανακάτευε τους «δρόμους της ιστορίας και της λογοτεχνίας». Η άτυπη επέτειος της δεκαπενταετίας από την πτώση του τείχους πίεζε για εκτιμήσεις που δεν ανταποκρίνονταν πάντα στις υπάρχουσες ετοιμότητες. Με περισσότερα ερωτηματικά και λιγότερες βεβαιότητες, λοιπόν, ξεκινήσαμε μια «βολιδοσκόπηση» σε φίλους και γνωστούς για να δούμε αν μας «βγαίνει» το υλικό. Υπολογίζαμε σε ένα αφιέρωμα δύο εβδομάδων και μας προέκυψε ένα αφιέρωμα δύο μηνών. Πρώτο συμπέρασμα: ο κόσμος της καθ’ ημάς αριστεράς ήθελε να συζητήσει το θέμα, ήθελε να τοποθετηθεί γύρω από την πτώση του Τείχους, ήθελε να αναμετρηθεί με τις ίδιες τις απορίες του για το πώς έληξε ο «αιώνας των κομμουνισμών». Ο τόμος των εκδόσεων Γαβριηλίδη, όπου τώρα αναδημοσιεύονται τα κείμενα εκείνου του αφιερώματος, είναι ένα σημαντικό τεκμήριο για το στοχασμό που αναπτύχθηκε εκείνη την περίοδο, από τις στήλες της εφημερίδας. Δεν χρειάζεται να τονίσω την αξία αυτής και μόνο της καταγραφής· προσπερνάω τα αυτονόητα, για να εστιάσω στα ειδικά και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σοδειάς.
Διαβάζοντας το τελικό κείμενο σε βιβλιόμορφη έκδοση, και με όλη την απόσταση που μας χωρίζει από την εποχή του αφιερώματος, έχει κανείς την αίσθηση πως πρόκειται για την πρώτη ολοκληρωμένη και πλουραλιστική κατάθεση ενός πολιτικού, ιστορικού και αισθητικού αναστοχασμού γύρω από το ’89. Οι δείκτες αυτής της πολυφωνικής έκδοσης είναι αρκετά «ομιλητικοί». Αρκεί να αναφερθεί πως η χρονική διαφορά που χωρίζει τον μεγαλύτερο με τον μικρότερο συντάκτη των άρθρων είναι πενήντα χρόνια (1921-1970), και η πύκνωση που παρατηρείται στις «γενιές» των αρθογράφων δείχνει πως η καμπύλη ισορροπεί πάνω στην κρίσιμη δεκαετία του ’50-’60. Οι «μέσοι όροι» έχουν κι εδώ τη σημασία τους: για τους περισσότερους από τους αρθογράφους το ’89 ήταν ένα γεγονός που τους βρήκε nelmezzodelcamino, μοιράζοντας αντίστοιχα τα κέρδη και τις ζημίες του δημόσιου και ιδιωτικού τους βίου. Οι ιδιότητες των συμμετεχόντων (συγγραφείς, ιστορικοί, φιλόλογοι, κριτικοί) είναι εξίσου «ομιλητικές» για τις διαφορετικές οπτικές γωνίες που πλαισιώνουν την πρόσληψη του ’89. Τέλος, τα διαφορετικά συμπεράσματα που προκύπτουν από τις αναλύσεις είναι κι αυτά ενδεικτικά όχι μόνο για τις διαφορετικές ευαισθησίες αλλά και για τις διαφορετικές τροπικότητες με τις οποίες εκφράστηκε η εννοιολόγηση του ’89.
Αν ήθελε κανείς να αναζητήσει έναν κοινό παρονομαστή σε όλες τις επιμέρους εκφράσεις, είναι η παραγωγική και πολυεπίπεδη ερωτηματοθεσία: πώς, δηλαδή, το «χρονοθετημένο στάδιο της κομμουνιστικής τραγωδίας» - για να δανειστώ μια έκφραση του Σπύρου Ασδραχά- ανταποκρίνεται ή μάλλον προσαρμόζεται σε μια νέα ιστορικότροπη λογοτεχνική κατασκευή; Κι ακόμη: σε ποιο βαθμό οι όροι της συγχρονικής πρόσληψής μας για την κρίση της ιδεολογίας διαφοροποιούνται από τους παλιότερους υποψιασμένους προβληματισμούς; σε ποιο βαθμό τα επαναστατικά κατηγορήματα και η δομή της χρονικότητάς τους εγγράφονται σε νέα αφηγηματικά και, εντέλει, ερμηνευτικά σχήματα; σε ποιο βαθμό η τραυματική «ιστορία των ηττημένων» μπορεί να επεξεργαστεί νέες προοπτικές;  Μπορεί, άραγε, κανείς να μιλήσει για το ’89 ως τομή, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις ιστορίας και λογοτεχνίας, αφού, όπως παρατηρεί ο Αντώνης Λιάκος, «περισσότερο και από την πραγματική κατάρρευση, είναι η κατάρρευση του φαντασιακού που μετράει»; Ο τόμος που μόλις κυκλοφόρησε δείχνει ξεκάθαρα πως τα ερωτήματα αυτά, επίκαιρα όσο ποτέ άλλοτε, εντάσσουν το σύγχρονο διανοητικό στοχασμό σε ένα νέο μεταβατικό στάδιο: από την εποχή της υποψίας (τις πρώιμες, δηλαδή, συνειδητοποιήσεις και αμφισβητήσεις του «υπαρκτού») στην εποχή της αυτοψίας (τις συνειδητοποιήσεις για τις επιπτώσεις της κατάρρευσης, τις διαπιστώσεις γύρω από την κοινωνική και ιστορική ήττα του «υπαρκτού»). «Το αφιέρωμά μας», σημειώνει στην εισαγωγή του τόμου ο Κώστας Βούλγαρης, «προσπάθησε να αποτυπώσει τη μεταβατικότητα της στιγμής που ζούμε». Ας δεχτούμε, λοιπόν, αυτή την έννοια της μετάβασης ως συστατικό στοιχείο της συζήτησης και ας συνεχίσουμε να σκεφτόμαστε για το ’89 σαν ένα σημείο που «αυτούσια εκκένωσε τον πυρήνα των σημασιών του», (Στ. Γουργουρής), ρίχνοντας το «αγγελικό και μαύρο φως» του πάνω στο «γλίσχρο παρόν» και το «άδηλο μέλλον» (Λίζυ Τσιριμώκου).
Τι σηματοδοτεί, λοιπόν, αυτή η «εποχή της αυτοψίας»; Θα μπορούσε κανείς να πει, κατ’ αρχάς, πως λειτουργεί σαν ένα πολύπλοκο και αντιφατικό εργαστήρι για την παραγωγή ιδεών, πολιτικών συμπεριφορών, ιστοριογραφικών και λογοτεχνικών αφηγήσεων. Ανεξάρτητα από το βαθμό που αποδέχεται κανείς την έννοια της ρήξης και της τομής, το σίγουρο είναι πως το ’89, δημιούργησε μια καινούρια «πλοκή» στις σχέσεις του παρελθόντος με το παρόν, της Ανατολικής με τη Δυτική Ευρώπη, του καπιταλισμού με το σοσιαλισμό. Αυτή ακριβώς η «πλοκή» ξανάφερε στο προσκήνιο μια νέα τροποποιημένη αντίληψη για το «βάρος της ιστορίας», καθώς και τις μνημονικές και πολιτικές κρίσεις που απορρέουν από αυτό. Σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία και την ιστορία, με όλες τις αποστάσεις που πρέπει να κρατάμε απέναντι στα αναλογικά και αναγωγικά παραδείγματα, εύκολα διαπιστώνει κανείς την απόδραση από την ιστορία, τη συρρίκνωση της συνολικής ιστορικής θέασης και την κατασίγαση του «πολιτικού ασυνείδητου», προς όφελος μιας μερικευμένης και αποσπασματικής αφήγησης και ερμηνείας. Δεν έχει κανείς παρά να δει πως διεξάγονται σήμερα οι συζητήσεις για τη μνήμη του κομμουνισμού, πώς εκδιπλώνεται η επιθετική και ανιστόρητη θεωρία των «δύο ολοκληρωτισμών», πώς ξαναγράφεται η ιστορία της ευρωπαϊκής αντίστασης.
Για να επιστρέψουμε στην πολιτική, πάντως, η συγκυρία φαίνεται να είναι πιο σύνθετη και πολύπλοκη, από το θρίαμβο των νικητών  και το πένθος των ηττημένων. «Η Αριστερά αναθάρρησε. Έφτιαξε φόρουμ και ενεπλάκη σε νέες μάχες. Κάτι αδιόρατο διατρέχει τον κόσμο, που δε μπορεί να τον αφήσει να καταλαγιάσει. Εκεί που όλα ηρεμούν, δεν λένε να ηρεμήσουν» (Γ. Σταθάκης). Ανάκαμψη ή αμηχανία; Το σίγουρο είναι πως «μετά το ‘89» για την αριστερά τα πράγματα έγιναν πιο ζόρικα. Θα έλεγε κανείς, πως το «χαμένο κέντρο» του «υπαρκτού» την ανάγκασε να βολευτεί «κατά τες συνταγές» διαφόρων μάγων, χωρίς, ωστόσο, να μπορεί να επινοήσει ένα νέο πολιτικό σχέδιο και ένα νέο πολιτικό υποκείμενο. Εγκλωβισμένη σήμερα ανάμεσα στον επαναστατικό βερμπαλισμό του «πλήθους» και τη μεταπολιτική μυθολογία της «κοινωνίας των πολιτών», η αριστερά επέλεξε να μην αναμετρηθεί δυναμικά με την κοινωνία αλλά να διαχυθεί μέσα στον κοινωνιακό (societal) δικαιωματισμό, την πολιτική ορθότητα, τη «συμμετοχική δημοκρατία», τη «φορουμοποίηση της διαμαρτυρίας», την «πολιτική της διαφοράς», την υπεράσπιση μιας «άνευ ορίων, άνευ όρων» επιτρεπτικότητας. Αρκούν, άραγε, όλα αυτά για να τεθεί ξανά το πρόβλημα της ηγεμονίας και της εξουσίας; Νομίζω πως όχι· απλώς μεταθέτουν το επιτακτικό ερώτημα τι να κάνουμεστη φαντασιακή έξοδο ενός άλλου κόσμου που είναι εφικτός.
Δίπλα όμως στα ερείπια του Τείχους του Βερολίνου ορθώθηκε ανεπαισθήτως ένα άλλο Τείχος, αυτό της 11/09/2001, που μοίρασε τον κόσμο στον άξονα του Καλού και του Κακού, αντικαθιστώντας τον παλαιό και κακόγουστο «ψυχρό πόλεμο» με τον καινούργιο και γοητευτικό «πόλεμο των πολιτισμών». Αν κάτι αποτυπώνεται ξεκάθαρα, στη βραχεία, έστω, διάρκεια των χρόνων που πέρασαν από το ’89, είναι η βαθμιαία και συνολική «ηθικοποίηση της πολιτικής», η απορρόφησή της από μια νέα και συναινετική αρετολογία που μονίμως και μονότονα καταγγέλλει «τα άκρα»· στη δαιμονική θέση του παλιού αντικομμουνισμού εμφανίζεται τώρα η νέα ισλαμοφοβία· στη θέση των Γκουλάγκ στήνονται τα Γκουαντάναμο· στη θέση του σιδερένιου παραπετάσματος υψώνεται η «απειλή» της λεπτής μαντίλας. Αν κάτι μας έμαθε η πτώση του Τείχους το ’89 είναι πως «όσα ημείς επαραστήσαμεν ωραία και σωστά / θα τ’ αποδείξουν οι εχθροί ανόητα και περιττά / τα ίδια ξαναλέγοντας αλλιώς (χωρίς μεγάλον κόπο)».


Νίκος Θεοτοκάς

Φαντάσματα του 20ούαιώνα
Lemortsaisitlevif(Το πεθαμένο αδράχνει το ζωντανό)”

Κοντεύουν ήδη δυο δεκαετίες από το γκρέμισμα του τείχους του Βερολίνου, από την ακολουθία των γεγονότων που κατέληξαν στην κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ εξουσίας και στην έγερση των ανατολικών εθνικισμών. Μείναμε, λοιπόν, πάλι με τα «φαντάσματα να πλανώνται» πάνω από τα ερείπια των επαναστάσεων του εικοστού αιώνα. Τούτη η περί φαντασμάτων φράση των Βρετανών «Ιακωβίνων» της μεταναπολεόντειας εποχής, με την οποία ξεκινά το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» των Μαρξ και Ενγκελς, αποκτά ξανά μια παράξενη επικαιρότητα απέναντι στον μονόλογο της πολιτικής ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού, στο ξέσπασμα των φονταμενταλισμών και στη Βαβέλ της «αντιπαγκοσμιοποίησης». Τούτη η περί φαντασμάτων φράση γίνεται ακόμη πιο δραματική, όταν αναφέρεται στις κατακτήσεις και στους αγώνες της Αριστεράς αλλά, δυστυχώς, και στα άταφα κουφάρια ζωντανών και πεθαμένων που, σαν τον Πολυνείκη, καταδικάστηκαν να μένουν στοιβαγμένα στους φοριαμούς των Κομμουνιστικών Κομμάτων.
Να το διατυπώσω λιγότερο δραματικά. Το 1989 ήταν η χρονιά όπου ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» του «σύντομου εικοστού αιώνα» άρχισε να ψυχορραγεί και να διαλύεται σαν χάρτινος πύργος, αφήνοντας τα πεπραγμένα του, τα θαυμαστά και τα αποτρόπαια, ως αδιάθετο κληροδότημα στον μάταιο τούτο κόσμο. Καθώς σωστά επισήμανε ο Αντώνης Λιάκος στον τόμο των «Αναγνώσεων» που επιμελήθηκε ο Κώστας Βούλγαρης (= Μετά το ’89. Στους δρόμους της ιστορίας και της λογοτεχνίας, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2007, σ. 168), «εκείνο που χάθηκε [...] δεν ήταν τόσο ο υπαρκτός σοσιαλισμός, όσο η ελπίδα ότι υπήρχε η δυνατότητα να μεταρρυθμιστεί και να αναγεννηθεί αυτός ο σοσιαλισμός». Υπονομεύθηκε, δηλαδή, ανάμεσα στα άλλα και μια εμπεδωμένη έννοια της προόδου που παρήγαγαν οι ιδεολογίες και η παγκόσμια ιστορία της Αριστεράς «από τα τέλη του 19ουαιώνα, οπότε ο σοσιαλισμός εμφανίστηκε ως διάδοχος του αστισμού. Ε! λοιπόν αυτή η βαθιά δομή της χρονικότητας ανατράπηκε το 1989» (ό.π. σ. 169). Ακόμα χειρότερα, η κατάρρευση του «υπαρκτού» συγκλόνισε καθοριστικά ολόκληρο το κομμουνιστικό και αριστερό κίνημα, θόλωσε το οικουμενικό κοινωνικό και πολιτικό του πρόταγμα και θάμπωσε το ιστορικό εγχείρημα της ανανέωσης.
1989. Διακόσια χρόνια ακριβώς μετά τη γαλλική Επανάσταση, εβδομήντα δύο χρόνια από τον Οκτώβρη των μπολσεβίκων, σαράντα χρόνια από το ξέσπασμα του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και της αντίστασης στον φασισμό, τριάντα τρία χρόνια από το εικοστό συνέδριο του ΚΚΣΕ, είκοσι ένα χρόνια από την Άνοιξη της Πράγας κι από τον Μάη, μιάμιση δεκαετία από το τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ. Κι ακόμη, στα καθ’ ημάς, σαράντα χρόνια από το τέλος του Εμφυλίου, είκοσι ένα χρόνια  από τη διάσπαση του ΚΚΕ, μιάμιση δεκαετία από το τέλος της δικτατορίας και την έξοδο της ελληνικής Αριστεράς από την παρανομία. 1989. Μια χρονιά που σημαδεύτηκε από τη φευγαλέα ανανεωτική στιγμή του ενιαίου συνασπισμού της Αριστεράς, από την εποχή των σκανδάλων και την παραμυθία της κάθαρσης, από τη φενάκη του ελληνικού «ιστορικού συμβιβασμού» με τη μορφή της συγκυβέρνησης. Όλα αυτά, κι άλλα πολλά, ντύνονται σήμερα βιαστικά με καινούριες φορεσιές. Και, για να γίνει αυτό, αποσυνδέονται από την ιστορική συνάφεια μέσα στην οποία τα παρήγαγαν άνθρωποι με σάρκα και οστά, με ιδέες και ιδεοληψίες που έχουν τις δικές τους ιστορίες, ιστορίες που συχνά μας μπερδεύουν στα κουβάρια της συνύπαρξης των πεθαμένων με τους ζωντανούς, της αντίληψης εκείνης δηλαδή για τις συνέχειες και τις ασυνέχειες που συνεχίζει να παραπέμπει, ανάμεσα στ’ άλλα, στο Κεφάλαιοτου Μαρξ ή στις μπρωντελιανές διάρκειες.
Εδώ λοιπόν, κι επειδή ακόμη δεν φαίνεται να τελείωσε η ιστορία και η δυναμική του λόγου και της απομάγευσης του κόσμου, καλούμαστε, σήμερα και πάλι, να ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα στην προοπτική της αλλαγής της. Να ανασυγκροτήσουμε δηλαδή τις αξίες της Αριστεράς και τα διανοητικά εργαλεία της κριτικής, που τόσο τρώθηκαν από τη θρησκευτική υπηρέτηση των ιδεολογιών. Μη λησμονώντας ότι, όπως γράφει ο Σπύρος Ασδραχάς (ό.π., σ. 73), «η αναστόχαση της ιστορικής στιγμής του λεγόμενου πραγματικού σοσιαλισμού είχε πραγματοποιηθεί πριν από την αυτοκατάρρευσή του». Μόνο που «η καταγγελία του συστήματος δεν συνεπαγόταν την απόρριψη των γενεσιουργών επαναστατικών του κατηγορημάτων» (ό.π., σ. 74).
Ό,τι και να λέγεται, εν τέλει, για το «τέλος των ιδεολογιών», το 1989, αν συμβατικά έστω μπορεί να θεωρηθεί ως χρονολογία-τομή, σημαδεύεται από την υπεριδεολογικοποίηση της βιωμένης ή της κληροδοτημένης εμπειρίας και από την παραγωγή μια νέας τελεολογίας που φαίνεται να ταξιθετεί στις προσδοκίες για το μέλλον. Στις μέρες μας, τούτη η διαδικασία της υπεριδεολογικής παραγωγής φαντασμάτων υπονόμευσε βαθύτατα την ιδεολογική στράτευση. Το λέει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ο Μάριο Βίττι (ό.π., σ. 38): «Δεν διαλύθηκε μόνον η ιδεολογική στράτευση. Άνοιξε χάσμα ανάμεσα στους οραματισμούς και στην τακτική που ο καθείς επιλέγει για την ανετότερή του διαβίωση. […] τώρα δεν επιθυμούμε πια να ξεπεράσουμε τις σημερινές συνθήκες ζωής, παρά μονάχα στο επίπεδο πρακτικής χρήσης των υλικών και πολιτισμικών αγαθών. [...] Η πληροφόρηση αντικατέστησε τη γνώση, την επιστήμη». Είναι τα ιδεολογικά αποτελέσματα της πολύ υλικής και απτής ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού, θα προσέθετα αναφερόμενος κυρίως στον «δυτικό» κόσμο.
Απέναντί μας, οι παραδοχές του κυρίαρχου μπλοκ εξουσίας μεταγράφονται σε κυρίαρχο σύστημα σκέψης. Κι επειδή δεν τις κατανοούμε ως σύστημα αλλά ως πληροφορίες, έχουμε χάσει σημαντικές από τις προϋποθέσεις της κριτικής. Βρισκόμαστε να στεκόμαστε ξανά -έτσι είναι τα παιγνίδια της ιστορίας- όχι απέναντι σ’ έναν κόσμο που αλλάζει αλλά μπροστά σε διλήμματα πίστης στην πληροφόρηση. Ποιοι, όμως, παρήγαγαν αυτήν την πίστη; Κι εδώ θα συμφωνήσω με τον Αντώνη Λιάκο (ό.π., σ. 165), ότι το 1989, «ως εσωτερική χρονολογία» στη διανοητική μας ιστορία, «δεν αποτελεί μια ιδιαίτερη στροφή, γιατί οι κύριες θεωρητικές και παραδειγματικές αναφορές, με τις οποίες και σήμερα συζητούμε, οι ιστοριογραφικές τάσεις και σχολές που και σήμερα υπάρχουν, είχαν λίγο-πολύ σχηματιστεί». Χρειάζεται, δηλαδή, να αναστοχαστούμε τα πεπραγμένα, μακριά από την ιδεοληπτική προϋπόθεση ενός υποτιθέμενου «έτους μηδέν». Διότι το 1989 δεν είναι παρά μια στιγμή πυκνώσεων και επιταχύνσεων, κάτω από την πίεση πολιτικών ανακατατάξεων οικουμενικής σημασίας.
Τι είναι, ωστόσο, εκείνα που πυκνώνουν και επιταχύνονται; Πόσα στρώματα επάλληλων ή ασύμβατων μεταξύ τους πολιτισμικών παραγωγών επικαλύπτονται και αλληλοτροφοδοτούνται στο άνοιγμα του εικοστού πρώτου αιώνα; Και, κυρίως, ποια δυναμική υπαγορεύει τη γραμματική των αλλαγών;  Οι ασυμβατότητες των συστημάτων σκέψεις ομωνυμοποιούνται, από τη δεκαετία του ’60 κιόλας, στον καμβά του ιρασιοναλισμού και, πολύ πιο πρόσφατα, στο «γόνιμο» έδαφος του «μεταμοντέρνου». Φοβάμαι ότι, μέσα στα ερείπια των παλαιών τους προσδοκιών, ακόμα και οι υπερασπιστές του Λόγου, ακόμα και οι παλαιοί θεράποντες της λογοκρατικής θρησκείας που τόσο μας ταλαιπωρεί ακόμη, ξανοίγονται στον σχετικισμό που επιτρέπει στα διανοητικά τους εργαλεία να γίνονται παραγωγοί θορύβου. Είναι σκληρό πράγμα οι διαψεύσεις.
Το ’89, που δεν ήταν παρά μια στιγμή στη μακρά πορεία εγκαθίδρυσης νέων ηγεμονικών συγκροτημάτων στο επίπεδο μιας αναδιαρθρούμενης καπιταλιστικής οικονομίας οικουμενικών διαστάσεων, τέμνει τον χρόνο φτιάχνοντας μια νέα μυθολογία, η οποία, δεξιά κι αριστερά, ορίζεται ως πίστη στη νέα Αλήθεια και το νέο φρόνημα που υπαγορεύει μια αρτισύστατη Καινή Διαθήκη.
Πιστεύω ότι είμαστε ακόμη πολύ μέσα στα γεγονότα, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για τομές και ασυνέχειες και να χρονολογούμε, έστω και συμβατικά, τις αφετηρίες. Ζούμε ακόμη μέσα στην «ευγενή μας τύφλωση», σε μια πραγματικότητα που, σε πείσμα των προφητειών, επιμένει να τρέφεται από τις ιδεολογίες, δίχως να μπορεί να ανανεώσει ούτε να απομαγεύσει τις προκείμενές τους. Πρόκειται γι’ αυτό που κάποτε το ονομάζαμε «κρίση». Υπάρχουν φαινόμενα «εν προβάσει», που μας πάνε ήδη πολλές δεκαετίες πίσω, κι άλλα που έρχονται από το μέλλον και, σαν φαντάσματα, πλανιόνται πάνω από τον κόσμο μη μπορώντας να πάρουν αισθητή ή νοητή μορφή, για να θυμηθούμε, παραφράζοντάς τους κατά το δοκούν, τον Μαρξ και τον Γκράμσι. Κι η δική μας δουλειά, άχαρα δύσκολη. Να διατηρήσουμε ό,τι μπορούμε από τη φωτιά στη βρεγμένη πυροστιά, καθώς το λέει με τα λόγια και το πείσμα του ο Άγγελος Ελεφάντης.
Ας μου επιτραπεί, αντί επιλόγου, να παραθέσω ένα απόσπασμα από τη συμβολή του Σπύρου Ασδραχά στον συζητούμενο τόμο (ό.π., σ. 74-75):
«Λέγεται ότι με τη διάψευση που επήλθε από τη διάλυση ενός εξουσιαστικού συστήματος, που αιτιολογούσε την ύπαρξή του με την επίκληση της ιστορικής νομοτέλειας, καταργήθηκαν οι "μεγάλες αφηγήσεις", δηλαδή εκείνες που προϋπόθεταν την αποδοχή μιας συνεκτικής, αλλά όχι για τον λόγο αυτόν μη πολυεπίπεδης, ιστορικής ερμηνείας που κλιμάκωνε τις αιτίες της ιστορικής κίνησης, συνεπέφερε άλλου τύπου "αφηγήσεις", μερικευμένες αφηγήσεις που αντιστοιχούν σε κάποια από τις κλίμακες των αιτιών. Μολονότι γι’ αυτή την αφηγηματική τακτική δεν χρειαζόταν ως προϋπόθεση η αλλαγή του πολιτικοκοινωνικού χάρτη της υφηλίου, θα άξιζε να μας πει κανείς σε ποιο βαθμό αυτές οι νέες αφηγήσεις αποσπώνται από τις ήδη κεκτημένες και τις διαφοροποιούν. Κάποιες απ’ αυτές δεν ήταν ίσως "εκφωνητές"πριν από την κατάρρευση του ανατολικού κόσμου, γιατί δεν είχαν τη δύναμη της υπαρξιακής διάστασης στην οποία μας είχαν εθίσει άλλοι παλαιότεροι πρόγονοι, οι Δοστογιέφσκι, οι Μπερντιάγεφ, οι Καίστλερ. Αναφέρομαι προφανώς στα καθ’ ημάς. Δεν βλέπω πού αυτές οι "αναθεωρητικές"μερικευμένες αφηγήσεις είναι διαφορετικές από άλλες προηγούμενες που, ωστόσο, ορισμένες απ’ αυτές διατυπώθηκαν αλλά δεν είχαν "ακροαματικότητα"και πειστική ικανότητα, γιατί απλούστατα αντιστρατεύονταν σε έναν κόσμο που, με φενακιστικό τρόπο, συναιρούσε τις ελπίδες των ανθρώπων με την επιστημονική ερμηνεία του κόσμου».


Βαγγέλης Κάσσος

AnnusMirabilis
(Θαυμαστό έτος)
       
Το 1892, ο Γάλλος δημοσιογράφος Ζυλ Υρέ ταξιδεύει στη Ρωσία, με σκοπό να συναντήσει τον μεγάλο συγγραφέα Λ. Τολστόι και να του πάρει συνέντευξη για την εφημερίδα LeFigaro. Η συνάντηση γίνεται σε ένα τρένο, με το οποίο ο Τολστόι διασχίζει τη Ρωσία, κουβαλώντας σιτάρι, που προορίζει για περιοχές της πατρίδας του που μαστίζονται από την πείνα.
Στη συνέντευξή του προς τον Γάλλο δημοσιογράφο, ο Τολστόι μιλά όχι μόνο για λογοτεχνία, αλλά και για θέματα κοινωνικά. Όταν ο δημοσιογράφος ζητά από τον Ρώσο συγγραφέα να του πει την άποψή του για τις κολλεκτιβιστικές θεωρίες, ο Τολστόι του απαντά ως εξής: «Σε μια κολλεκτιβιστική κοινωνία, οι πάντες θα είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Για να υλοποιηθεί το μαρξιστικό  ιδανικό, θα πρέπει αυτοί οι δημόσιοι υπάλληλοι να είναι άγγελοι».
Αυτή θεωρώ ότι είναι η πιο σοβαρή εξήγηση –στην πραγματικότητα, προφητεία ενός ολόκληρου αιώνα– για την αιτία της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Εάν συμφωνήσουμε ότι την προφητεία αυτή του Τολστόι έζησαν στην πράξη και, συνειδητά ή ασυνείδητα, την αλήθεια της ενστερνίσθηκαν όλοι οι πολίτες των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ακόμα και αυτοί που ανήκαν στους αντιφρονούντες, μπορούμε, νομίζω, να θεωρήσουμε ότι έχουμε μια εξήγηση για το γεγονός ότι οι ανατροπές του 1989 υπήρξαν «βελούδινες», αφού, ευτυχώς, δεν  συνοδεύτηκαν από εμφυλίους πολέμους, όπως μάλλον θα περίμεναν οι ορθολογιστές ιστορικοί και φιλόσοφοι του καιρού μας. Και από την άποψη μόνον αυτή να δει κανείς το «1989», οφείλει να παραδεχτεί ότι αυτό υπήρξε πράγματι «annusmirabilis».
Όμως, ορισμένοι ιστορικοί και φιλόσοφοι του καιρού μας περί άλλα τυρβάζουν. Θεωρούν λ.χ. υπόθεση σοβαρή το να σχολιάζουν εμβριθώς τις απόψεις του Φράνσις Φουκουγιάμα περί του τέλους της Ιστορίας.
Λοιπόν, τελείωσε ή όχι η Ιστορία το 1989; Όσοι προσέρχονται στη συζήτηση που άνοιξε ο Φουκουγιάμα, είτε συμφωνούν είτε διαφωνούν μαζί του, εμμέσως αποδέχονται ότι βρίσκονται μπροστά σε ένα σοβαρό φιλοσοφικό ερώτημα, του οποίου, μάλιστα, η απάντηση επείγει!
Το κακό ξεκίνησε τη Δευτέρα, 13 Οκτωβρίου 1806, ημέρα που ο Γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ είδε τον Ναπολέοντα να διασχίζει έφιππος την πόλη της Ιένας. Ήταν η παραμονή της ομώνυμης μάχης, στην οποία ο γαλλικός στρατός κατήγαγε μεγάλη νίκη επί του πρωσικού. Την νύχτα της 12ηςπρος την 13ηΟκτωβρίου  1806, ο Χέγκελ είχε βάλει την τελευταία τελεία στο έργο του Φαινομενολογία του Πνεύματος. Αντικρίζοντας, λοιπόν, τον Ναπολέοντα, το πρωί της 13ηςΟκτωβρίου 1806, αυτός ο άτεγκτος διαφωτιστής και δεινός πολέμιος των προκαταλήψεων και των δεισιδαιμονιών, θεώρησε το γεγονός σημαδιακό και, εκστασιασμένος, κάθισε αμέσως και έγραψε σε ένα φίλο του στην Νυρεμβέργη: «Είδα τον αυτοκράτορα, αυτήν την ψυχή του κόσμου, να βγαίνει από την πόλη, πηγαίνοντας για αναγνώριση. Είναι πράγματι  θαυμάσια αίσθηση το να βλέπεις έναν τέτοιο άνθρωπο, συσπειρωμένο εδώ σε ένα σημείο, καθισμένο στο άλογο, να εκτείνεται στον κόσμο και να κυριαρχεί επάνω του».
Με αφορμή το περιστατικό αυτό, ο Χέγκελ, δύσκολα κρύβοντας το ναρκισσισμό του, αποφαίνεται ότι η μάχη της Ιένας (14-10-1806) σήμανε το «τέλος της Ιστορίας»! Ενδεχομένως να ήθελε να πει ότι με τηΦαινομενολογία του Πνεύματος η φιλοσοφία έφτασε στο ακραίο όριό της, αλλά δεν το τόλμησε. Εμμέσως, όμως, αυτό προκύπτει, αφού, σύμφωνα με αυτήν την «εκκοσμικευμένη εσχατολογία», το «τέλος της Ιστορίας» συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, και τη σταδιακή εξαφάνιση της αναγκαιότητας για περαιτέρω φιλοσοφική σκέψη.
Την «εκκοσμικευμένη εσχατολογία» του Χέγκελ δανείστηκε ο Μαρξ, προκειμένου να διατυπώσει τη δική του θεωρία για το «τέλος της Ιστορίας», το οποίο επρόκειτο να επέλθει με την επικράτηση του προλεταριάτου και την κατάργηση της πάλης των τάξεων. Υπό τις συνθήκες ενός τέτοιου τέλους, η ανθρωπότητα θα ερχόταν σε ειρήνη με τον εαυτό της και τη φύση, ασχολούμενη αποκλειστικά με «την τέχνη, την αγάπη, το παιχνίδι…». Οποία τύχη για τους ποιητές και τα λοιπά ωδικά πτηνά! Υπάρχουν, εξάλλου, σχετικά παραδείγματα: Μαγιακόφσκι, Μάντελσταμ, Γκουμίλεφ, Αχμάτοβα κ.ά.
Από την «εκκοσμικευμένη εσχατολογία» του Χέγκελ ξεκινά και ο Φουκουγιάμα, στηρίζεται όμως κατά βάση στην ερμηνεία του Χέγκελ από τον Αλεξάντρ Κοζέβ (1902-1968). Στο βιβλίο του Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος,που κυκλοφόρησε το 1992 (ελληνική έκδοση «Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη» 1993), ο Φουκουγιάμα σημειώνει τα εξής: «Αν και η αποκάλυψη του αυθεντικού Χέγκελ έχει μεγάλη σημασία για τη συνέχιση της ‘παρούσας συζήτησης’, όμως το ενδιαφέρον δεν αφορά τον Χέγκελ perse, αλλά τον Χέγκελ όπως ερμηνεύεται από τον Κοζέβ ή ακόμη περισσότερο μια νέα συνδυασμένη προσωπικότητα ενός φιλοσόφου που θα μπορούσε να ονομάζεται Χέγκελ-Κοζέβ. Όσες αναφορές στον Χέγκελ ακολουθήσουν, στην πραγματικότητα θα είναι αναφορές στον Χέγκελ-Κοζέβ...».
Αλλά ποιος ήταν ο Κοζέβ; Γεννήθηκε το 1902 στη Μόσχα και το πραγματικό όνομά του ήταν Αλεξάντρ Βλαντιμίροβιτς Κοζέβνικοφ. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, που έχασε  όλη την περιουσία της μετά την επανάσταση του 1917. Σε ηλικία δεκαέξι ετών, ο Αλεξάντρ συνελήφθη για μαύρη αγορά, καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά γλίτωσε την εκτέλεση μετά από παρέμβαση οικογενειακών του φίλων. Το 1920, εγκατέλειψε την Ρωσία και ταξίδεψε, μυστικά, πρώτα στην Πολωνία και κατόπιν στη Γερμανία. Σπούδασε κινεζικά, σανσκριτικά και φιλοσοφία στο Βερολίνο και τη Χαϊδελβέργη. Εκπόνησε διδακτορική διατριβή υπό την εποπτεία του φημισμένου Γερμανού φιλοσόφου Καρλ Γιάσπερς. Το 1926, εγκαθίσταται στο Παρίσι, αλλάζει το όνομά του σε Αλεξάντρ Κοζέβ και αποκτά τη γαλλική υπηκοότητα. Κατά την περίοδο από τον Ιανουάριο του 1933 μέχρι τον Μάϊο του 1939, κάθε Δευτέρα, ο Κοζέβ παραδίδει σεμινάρια στην ÉcolePratiquedesHautesÉtudesμε αντικείμενο την ερμηνεία της Φαινομενολογίας του Πνεύματοςτου Χέγκελ. Η απήχηση αυτών των σεμιναρίων υπήρξε τεράστια. Στο ακροατήριό του ο Κοζέβ, εκτός από φοιτητές, προσελκύει κορυφαίους διανοούμενους, όπως  ο Αντρέ Μπρετόν, ο Ζωρζ Μπατάϊγ, ο Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, ο Ζακ Λακάν, ο Ρεϋμόν Αρόν, ο Ζαν Βαλ, ο Ρεϋμόν Κενώ κ.ά. Οι ακροατές του τον περιγράφουν ως μαγευτικό ομιλητή και δεινότατο ερμηνευτή δύσκολων φιλοσοφικών εννοιών, όπως είναι κατεξοχήν αυτές  της Φαινομενολογίας του Πνεύματος.
Το 1947, ο Κοζέβ κυκλοφορεί σε βιβλίο τις παραδόσεις του στην ÉcolePratique, με τον τίτλο Εισαγωγή στην ανάγνωση του Χέγκελ. Ενώ εμφανίζεται απόλυτα πεπεισμένος για την ορθότητα της θέσης του Χέγκελ όσον αφορά το «τέλος της Ιστορίας», δείχνει να μην έχει ακόμη πεισθεί για το αν το «παγκόσμιο και ομοιογενές Κράτος» που θα επισφράγιζε αυτό το τέλος έμελλε να είναι η Σοβιετική Ένωση ή η Αμερική.
Όμως, το 1967, στη δεύτερη έκδοση της Εισαγωγής στην ανάγνωση του Χέγκελ, ο Κοζέβ προσθέτει μια υποσημείωση, όπου υποστηρίζει ότι σωστά ο Χέγκελ είδε στη μάχη της Ιένας το τέλος της Ιστορίας, ότι σε εκείνη τη μάχη, και με εκείνη τη μάχη, η εμπροσθοφυλακή της ανθρωπότητας ουσιαστικά κατέκτησε το όριο και το σκοπό, δηλαδή, το τέλος της ιστορικής εξέλιξης του Ανθρώπου, ότι η Σοβιετική και η Κινεζική Επανάσταση ήταν της ίδιας τάξης γεγονότα με την ανεξαρτησία των Τόγκο ή των Παπούα (!)  και ότι η αμερικανική κοινωνία, ουσιαστικά αταξική μέσα στην αφθονία της κατανάλωσής της, παρουσίαζε στο υπόλοιπο της ανθρωπότητας την εικόνα του μέλλοντός της...
Τον επόμενο χρόνο, ο Κοζέβ πέθανε. Φυσικό ήταν, επομένως, η υποσημείωση αυτή να θεωρηθεί ως η οριστική πνευματική διαθήκη του σχετικά με το «τέλος της Ιστορίας». Φυσικό, επίσης, φαίνεται το γεγονός ότι, ενόψει της Εισαγωγής στην ανάγνωση του Χέγκελ, το πρωτότυπο φιλοσοφικό έργο του Κοζέβ υποτιμήθηκε. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το postmortemδημοσιευμένοβιβλίο του με τον τίτλοEsquissedunePhénoménologieduDroit / Σχέδιο μιας Φαινομενολογίας του Δικαίου (Gallimard 1981), όπου ο Κοζέβ εισηγείται τον πολιτικό κώδικα του καθολικού και ομοιογενούς Κράτους, το οποίο, αυτή τη φορά, αποκαλεί Σοσιαλιστική Αυτοκρατορία(!). Με αυτήν τελειώνει η Ιστορία...
Πώς είναι δυνατόν αυτός ο «μαιτρ» του χειρισμού των φιλοσοφικών εννοιών να έχει περιπέσει σε τέτοιες αντιφάσεις; Και αν δεχτεί κανείς ότι η οριστική πνευματική του διαθήκη ως προς τη φορά του τέλους της Ιστορίας βρίσκεται στην περίφημη υποσημείωση του 1967, γιατί δεν άλλαξε και το συμπέρασμά του στο Σχέδιο μιας Φαινομενολογίας του Δικαίουή, έστω, δεν φρόντισε να καταστήσει με κάποιο τρόπο γνωστό στον εκδότη του ότι το έργο αυτό δεν τον εξέφραζε πλέον; Τουναντίον, καθώς ο αναγνώστης πληροφορείται από το σημείωμα του εκδότη, ο Κοζέβ τον είχε διαβεβαιώσει τον τελευταίο ότι το έργο αυτό, παρότι τελειωμένο από το 1943, εξακολουθούσε πάντοτε να τον ικανοποιεί.
Ο Φουκουγιάμα κράτησε για τον εαυτό του τον Κοζέβ της Εισαγωγής στην ανάγνωση του Χέγκελ (β΄ έκδοση), δημιούργησε ένα υβρίδιο φιλοσόφου, τον «Χέγκελ-Κοζέβ», καθώς τον αποκάλεσε, και αδιαφόρησε για όλα τα άλλα. Φαίνεται, όμως, ότι βιάστηκε: το 1999, κυκλοφορεί στην Αγγλία ένα βιβλίο με τον τίτλο Το Αρχείο Μιτρόκχιν. Συγγραφείς του ο Άγγλος ιστορικός Κρίστοφερ Άντριου και ο Ρώσος συνταγματάρχης Μιτρόκχιν, πρώην υπεύθυνος των αρχείων της Κα Γκε Μπε. Από το βιβλίο αυτό προκύπτει η πληροφορία ότι ο φιλόσοφος Αλεξάντρ Κοζέβ υπήρξε σοβιετικός πράκτορας επί τριάντα συναπτά έτη! Την πληροφορία αυτή επιβεβαίωσε και η γαλλική υπηρεσία αντικατασκοπίας σεσχετικό υπόμνημά της. Του υπομνήματος αυτού έλαβε γνώση η εφημερίδα LeMonde, η οποία και παρουσίασε εκτενώς το θέμα στο φύλλο της 16ηςΣεπτεμβρίου 1999.
Ο Φουκουγιάμα έχει τώρα μια κατεξοχήν «βιωματική» απόδειξη ότι η Ιστορία ούτε τελειώνει ούτε προβλέπεται: αυτός που λίγα χρόνια πριν υπήρξε εξαιρετικά τυχερός ως προς τη διεθνή προβολή των απόψεών του –σε βάρος μάλιστα άλλων θεωρητικών, όπως του Γερμανού ιστορικού Ν. Νίετχαμερ, ο οποίος στο βιβλίο του Μετά-ιστορία: έφτασε η Ιστορία σε κάποιο τέλος; (1989), υποστήριξε μάλλον τη σοβαρότερη άποψη σχετικά με το «1989», ότι δηλαδή το έτος αυτό σήμανε το τέλος της «τελεολογικής Ιστορίας»  και όχι γενικά της Ιστορίας– αποδεικνύεται τώρα εξαιρετικά άτυχος ως προς την επιλογή του μέντορά του, γεγονός που χρεώνει με αναξιοπιστία το θεωρητικό υπόβαθρο του βιβλίου του.
Ο μόνος τρόπος για τον Φουκουγιάμα να αποκαταστήσει το κύρος της θεωρητικής τεκμηρίωσης του βιβλίου του είναι να το γράψει από την αρχή, αφαιρώντας από αυτό το υβρίδιο «Χέγκελ-Κοζέβ» και αρκούμενος μόνο στον Χέγκελ, ουσιαστικά δηλαδή στη διαίσθηση ενός γραφιά του Διαφωτισμού που εντυπωσιάστηκε από την εικόνα του έφιππου Ναπολέοντα και πίστεψε ότι η Ιστορία τελείωσε με τη μάχη της Ιένας. Εκτός εάν αυτή τη φορά ο Φουκουγιάμα επιλέξει να εστιάσει σε σοφότερα σημεία της σκέψης του Χέγκελ, όπως λ.χ. στο ακόλουθο απόσπασμα από τη Φαινομενολογία του Πνεύματος: «ο στόχος(das Ziel), δηλαδήη απόλυτη γνώση ή το πνεύμα που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως πνεύμα, θυμάται με τον τρόπο του τα άλλα πνεύματα, όπως είναι καθεαυτά και όπως επιτελούν την οργάνωση του βασιλείου τους. Η διάσωσή τους, όσον αφορά την ελεύθερη ύπαρξή τους, από την τυχαιότητα, είναι η Ιστορία...».


Τιτίκα Δημητρούλια

Λογοτεχνία, ιστορία και πολιτική

Το 1989, η κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων αλλάζει τον ρυθμό του κόσμου. Η ένρηξη του υπαρκτού σοσιαλισμού πυροδοτεί μια σειρά εξελίξεις, πολιτικές και πολιτισμικές, που μεταβάλλουν τον ρουν της Ιστορίας, μέσα στην οποία κινείται και η λογοτεχνία -εξ ορισμού ιστορική, υπό την έννοια ότι γράφεται, αλλά και ερμηνεύεται και αποτιμάται συγχρονικά και διαχρονικά σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, άμεσα, έμμεσα, ρητά ή υπόρρητα επηρεασμένη από τις εκάστοτε συνθήκες. Αυτή η μεταβολή, στο λογοτεχνικό πεδίο, πολύμορφη, διαφορετικά κατανεμημένη  γεωγραφικά και χρονικά, δεν είναι πάντα εμφανής ούτε άμεσα ορατή.
Μέσα στα είκοσι σχεδόν αυτά χρόνια, ο πρώτος κύκλος αλλαγών σε λογοτεχνικό επίπεδο αφορά τις ίδιες τις πρώην ανατολικές χώρες. Οι λογοτέχνες βρέθηκαν ξαφνικά, μαζί με την ευρύτερη εθνική κοινότητα, στη δυσχερή, παρότι ως επί το πλείστον ευκταία, θέση του επαναπροσδιορισμού της εθνικής και της προσωπικής τους ταυτότητας, σε σχέση με το πρόσφατο αλλά και το απώτερο παρελθόν, του σοσιαλισμού και πριν από αυτόν. Απαγορευμένοι ως τότε συγγραφείς πλημμύρισαν την αγορά, νέα είδη λογοτεχνίας, απαξιωμένα ως εκείνη τη στιγμή, όπως το αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο λειτουργεί πλέον συχνά ως το νέο κοινωνικό μυθιστόρημα, πήραν σε κάποιες χώρες όπως η Ρωσία το πάνω χέρι, μέσα στο νέο λογοτεχνικό statusπου αμέσως δημιουργήθηκε με την επέλαση της δυτικής, μαζικής κουλτούρας, των συμβόλων και της αισθητικής της. Η προστατευμένη ως εκείνη στιγμή λογοτεχνία –και δεν εξετάζουμε εδώ το περιεχόμενό της– αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την πλευρά της που αγνοούσε, εκείνη του εμπορεύματος. Μέσα στη δίνη των αλλαγών που συγκλόνιζαν την οικονομία και την κοινωνία των χωρών αυτών, η εθνική λογοτεχνία υποχώρησε αρχικά και προσωρινά μπροστά στα παγκόσμια μπεστ-σέλερ και τα κάθε λογής προϊόντα της ποπ κουλτούρας, όχι πάντα στην καλύτερη εκδοχή της. Και στη συνέχεια, προσπάθησε να προσαρμοστεί στη λογική της αγοράς, στις νέες συνθήκες, μια διεργασία που βρίσκεται εν εξελίξει.
Τα πράγματα όμως δεν είναι ποτέ τόσο απλά όσο φαίνονται. Στη θέση της γραφειοκρατίας και της ανελευθερίας μπήκε μια άλλη «ψεύτρα ελευθεριά», αυτή του άγριου καπιταλισμού, που αποπροσανατόλισε ανθρώπους και χώρες τη στιγμή που επανεξέταζαν την Ιστορία, την επίσημη εκδοχή της, τις συγκαλυμμένες όψεις και τις αποκρύψεις της, τα ψέματα και τα μυστικά της, και μαζί τις προσωπικές τους ιστορίες. Κάποια φαινόμενα όπως η nostalgia, η νοσταλγία της Ανατολικής Ευρώπης, ως νοσταλγία μάλλον για μια συμβολική ενότητα και συνέχεια, και λιγότερο πολιτική, παρότι και η πολιτική νοσταλγία δεν άργησε να κάνει με διάφορες μορφές την εμφάνισή της -αποδεικνύουν αυτή την πολυπλοκότητα. Και στις χώρες αυτές μας δίνει έργα που αποτυπώνουν το σοσιαλισμό στην καθημερινότητά του, στη ρουτίνα του, που δημιουργούσε ένα αίσθημα ασφάλειας ακόμα και με την αμφισβήτησή της.
Στις δυτικές χώρες της περιφέρειας, αντίστοιχα, χωρίς το 1989 να αποτελεί το αίτιο και τον κύριο μοχλό της αμερικανοποίησης, η καθιέρωση νέων προτύπων στην αγορά του βιβλίου, άμεσα συνδεδεμένων με τα ΜΜΕ και τη διαφήμιση, σαφώς επιταχύνθηκε και διευκολύνθηκε. Είναι χαρακτηριστικό ότι το lifestyleκαι οι τεχνικές της προώθησης έχουν κυριαρχήσει και στην προβολή του βιβλίου, επηρεάζοντας τις αναγνωστικές πρακτικές και, αναδραστικά, την ίδια την παραγωγή. Το φαινόμενο αυτό συμβαδίζει με τη σταδιακή υποχώρηση μιας ολόκληρης προοδευτικής λογοτεχνικής παράδοσης, με την οποία ακόμα και πολλοί νεότεροι συγγραφείς, και όχι μόνο αναγνώστες, συχνά δεν έχουν πλέον καμία σχέση. Από την άλλη, η Ιστορία όντως επανακάμπτει δριμύτερη στη θεματική της λογοτεχνίας, κυρίως με δύο τρόπους: ο πρώτος είναι ο τρόπος των λαϊκών φυλλάδων, με τους πειρατές και τους ληστές, τον Αλή πασά και τις βυζαντινές αυτοκράτειρες. Μπορεί οι ιστορίες αυτές, μια κάποια ελληνική εκδοχή των περιπετειωδών μυθιστορημάτων, να λειτούργησαν κάποτε με ενδιαφέροντα τρόπο όσον αφορά ένα ευρύ κοινό, σήμερα όμως σημαίνουν στην πραγματικότητα μια τάση αποϊστορικοποίησης της λογοτεχνίας, λόγω της προοπτικής και της τεχνικής τους: η Ιστορία ως ντεκόρ για περιπέτειες και έρωτες -ντεκόρ που, επιπλέον, συχνά είναι κακοσχεδιασμένο– ενώ η σχέση της λογοτεχνίας με την ιστορία είχε γίνει ενδιαμέσως πολύ πιο σύνθετη, από τον 19οαιώνα που η Ιστορία και η λογοτεχνία άρχισαν να απεργάζονται την αυτονόμησή τους. Η δεύτερη μορφή επιστροφής της Ιστορίας στη λογοτεχνία είναι η ιστοριογραφική μεταμυθοπλασία, που συναιρεί τη λογοτεχνία ντοκουμέντων με τον μεταλογοτεχνικό και ιστορικό σχολιασμό, και στην Ελλάδα τείνει να εδραιωθεί ως τάση την τελευταία εικοσαετία –παρά το γεγονός ότι μεμονωμένα εγχειρήματα τοποθετούνται χρονικά σε ένα απώτερο παρελθόν.
Σε καμία από τις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ευθεία σύνδεση του 1989 με τις αλλαγές αυτές. Τόσο το ευπώλητο ιστορικό μυθιστόρημα όσο και η μεταμυθοπλασία αποτελούν, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, μεταφύτευση των αντίστοιχων αμερικανικών περισσότερο τάσεων, που ενσαρκώνονται στα ευπώλητα, εισαγόμενα μυθιστορήματα τύπου Κώδικας ντα Βίντσι αφενός, αλλά και μας έχουν δώσει έργα συγκλονιστικά, όπως του Ε.Λ. Ντοκτορόου αφετέρου.  Στην πρώτη περίπτωση, η μεταφορά υπήρξε σχετικά σύγχρονη, λόγω παγκοσμιοποίησης. Η λεγόμενη γυναικεία λογοτεχνία λόγου χάρη, η σύγχρονη τάση της τύπου chick-lit, περνάει άμεσα ακόμα και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Στη δεύτερη περίπτωση, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε την τεράστια παράδοση του αμερικανικού ριζοσπαστισμού και του αμερικανικού ιστορικού μυθιστορήματος, που συνεχίζει να βρίσκεται στην αιχμή των εξελίξεων. Ούτε μπορούμε να αγνοήσουμε ότι μετά την αμερικανική εκδοχή του αποστειρωμένου και σπινταριστού ιστορικού μυθιστορήματος, έχουμε νέες μορφές αξιόλογου ιστορικού μυθιστορήματος στην Ευρώπη. Την επιστροφή αυτή στην Ιστορία τη χαιρέτιζε, λόγου χάρη, το περιοδικό Lireμε αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Τζόναθαν Λίτελ Lesbienveillantes, ως νίκη κατά της ομφαλοσκόπησης και της αυτοαναφορικότητας που μάστιζε τη γαλλική λογοτεχνία. Το ερώτημα είναι απλώς αν αυτή η επαναϊστορικοποίηση οφείλεται στο 1989 καθαυτό ή στην ανισορροπία δυνάμεων που δημιούργησε, στις παρενέργειες και τις συνέπειές του. Και, κυρίως, αν αυτή η επιστροφή της Ιστορίας δεν είναι επίσης πολιτική και ιδεολογία, με αφορμή την ερμηνεία του παρελθόντος.
Τόσο στις χώρες αυτές, ωστόσο, όσο και στις δυτικές χώρες όπου η παραδοσιακή Αριστερά είχε δύναμη, η κατάρρευση του σοσιαλισμού κλόνισε προφανώς την αισθητική του περίφημου σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλλά και την οπτική γωνία θέασης των ιστορικών γεγονότων. Στις θέσεις του σοσιαλισμού και της Αριστεράς απάντησε δυναμικά πλέον η άλλη όχθη, επί σειρά ετών απαξιωμένη, της Δεξιάς, ακόμα και του φασισμού, που για πρώτη φορά έκανε δυναμική την εμφάνισή του μετά το 1989. Το 1989 που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου όσον αφορά την λογοτεχνική αναπαράσταση και ερμηνεία του παρελθόντος. Θεωρώντας ότι δικαιώνονται, όλες αυτές οι φωνές κινήθηκαν στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από την κυρίαρχη επί σειρά ετών. Ένα ελληνικό παράδειγμα: αν οι αντάρτες ήταν καθαγιασμένα λαϊκά σύμβολα, τώρα πρέπει να παρουσιαστούν ως ιδιοτελείς, μανιακοί φονιάδες. Οι φωνές που αντιστέκονται στη μυθολόγηση και τον μανιχαϊσμό είναι ίσως ακόμα νωρίς να ακουστούν. Το σημαντικό, παρά ταύτα, με την εστιασμένη σε ιστορικά γεγονότα λογοτεχνία της εποχής μας δεν είναι μόνο η οπτική γωνία. Είναι η δηλωμένη πρόθεση της ίδιας της Ιστορίας ως επιστήμης, ή, για να ακριβολογούμε και να μην ισοπεδώνουμε τα πάντα, κάποιων νεότερων ιστορικών, να αποδεχτεί την λογοτεχνία ως ισότιμο κριτήριο, να εξισώσει τη λογοτεχνική με την επιστημονική αφήγηση, υπονομεύοντας έτσι τα ίδια τα θεμέλια της ιστορικής επιστήμης. Όπως και να έχει, σ’ αυτή την αναγωγή του λογοτεχνικού σε ιστορικό, πάντως, δεν μπορούμε να μη λαμβάνουμε υπόψη μας κάποιες παραμέτρους. Η πρώτη είναι ότι έχει χυθεί πολύ μελάνι για να υπάρξει διάκριση μεταξύ της λογοτεχνικής και της εξωλογοτεχνικής αφήγησης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα μεταξύ τους όρια είναι αυστηρά καθορισμένα. Η δεύτερη, ότι ο μεταμοντερνισμός, ορίζοντας την Ιστορία ως αφήγηση, συμβάλλει στην ρευστοποίηση αυτή των ορίων, χωρίς όμως αναγκαστικά να τα αναιρεί. Το ερώτημα ποιος ωφελείται και ποιος ζημιώνεται, περισσότερο ή λιγότερο, η ιστορία ή η λογοτεχνία, από την επιχειρούμενη αυτή συναίρεση, μένει να απαντηθεί.
Η επιστροφή της Ιστορίας ως πολιτική και ιδεολογία στην Ελλάδα, πάντως, είναι αδιαμφισβήτητη στην πολιτική ποίηση που γράφεται το τελευταίο διάστημα, με αφορμή την Ιστορία, εθνική και παγκόσμια, και στόχευση το παρόν και το μέλλον. Λόγου χάριν, από τον Σπύρο Βρεττό στον Γιώργο Μπλάνα και από τον Βαγγέλη Κάσσο στον Δημήτρη Χουλιαράκη και σε πολύ νεότερους ποιητές, όπως ο Δημήτρης Ελευθεράκης ή ο Σταμάτης Πολενάκης, η πολιτική ματιά, στο παρελθόν και το παρόν, διαλέγεται με την εξέγερση που πρεσβεύουν πολλοί νεότεροι και από πολλές διαφορετικές σκοπιές. Ποικιλοτρόπως ερμηνευόμενες, οι εξελίξεις αυτές οφείλονται σίγουρα σε ένα βαθμό και στις ανακατατάξεις της μετά 1989 εποχής. Οι ανακατατάξεις αυτές, όμως, καθώς διαμορφώνουν τον τρόπο ζωής και την καθημερινότητά μας, δουλεύουν υπόγεια στη συνείδηση πολλών ποιητών, τους καθορίζουν ασύνειδα, τους οδηγούν σε νέα μονοπάτια, χωρίς η επίδραση αυτή να είναι ακόμα άμεσα εντοπίσιμη. Κι αυτές οι υπόγειες ή υπόρρητες ποιητικές διεργασίες είναι εξίσου ενδιαφέρουσες, εξίσου ιστορικές και πολιτικές, σε μια άλλη προοπτική εξέτασης των λογοτεχνικών πραγμάτων.

Κώστας Βεργόπουλος

Το 1989. Σκέψεις για την οικονομία


Για την κατάρρευση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989 έχουν δοθεί πολλές και ποικίλες ερμηνείες. Όμως, το βασικό αίνιγμα παραμένει. Δεδομένου ότι η κατάρρευση δεν εξηγείται με οικονομικές αιτίες, αλλά ούτε και με ταξικές. Δεν πρόκειται για ήττα μετά από μετωπική σύγκρουση με τον δυτικό κόσμο, αλλά ούτε και για ανατροπή με εξέγερση των λαϊκών τάξεων από τα κάτω. Οι ανατολικές οικονομίες είχαν αξιόλογες οικονομικές επιδόσεις και πάντως δεν είναι ακριβές ότι ήσαν μη ανταγωνιστικές ούτε μη-βιώσιμες. Επίσης, ενώ η λαϊκή δυσαρέσκεια ήταν σοβαρή, εν τούτοις ποτέ δεν φάνηκε ικανή ν'ανατρέψει το σύστημα για οικονομικούς λόγους. Μπορεί ν'αποδειχθεί ότι μεγαλύτερο ρόλο έπαιξαν τα εθνικά ζητήματα, είτε στην σοβιετική και ανατολικο-ευρωπαϊκή περιοχή είτε στη βαλκανική της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Μπορεί ακόμη να φανεί πειστική η εξήγηση με βάση τα πολιτικά αίτια, δηλαδή τα αιτήματα για περισσότερες ελευθερίες, που κατέκτησαν σαφώς το μεγάλο μερος των πολιτών και που οπωσδήποτε προέρχονταν από την πλευρά των νεότευκτων μεσαίων στρωμάτων. Όμως, όποια εξήγηση και να γίνει δεκτή, υπάρχει μπροστά μας εκείνη της ίδιας της ιστορίας που έχει ήδη δοθεί "εκ του αποτελέσματος". Πρόκειται για το πώς η ίδια η ιστορία "ερμηνεύει"την κίνησή της. Όσο απομακρυνόμαστε από το 1989, τόσο περισσότερο η ερμηνεία της ιστορίας για τον εαυτόν της ξεκαθαρίζει. Αυτό είναι το σημείο που μ'ενδιαφέρει. Όλα τα άλλα είναι θεωρητικές ερμηνευτικές απόπειρες, με διαφορετικό βαθμό πειστικότητας. Ενώ το τι ακριβώς ακολούθησε το 1989 δεν είναι θεωρία, αλλά πραγματικότητα.
Η πτωτική πορεία των "σοσιαλιστικών"κοινωνιών αποτέλεσε μέρος του σκηνικού της δεκαετίας του 1980-1990, που διαμορφώθηκε κατά την αυτή περίοδο με την άνοδο των νεοφιλελεύθερων αντι-μεταρρυθμίσεων και απορρυθμίσεων. Η δυσφήμιση του σοσιαλισμού συνδυάσθηκε με εκείνη του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας, ακόμη και της ίδιας της κοινωνικής πολιτικής στον δυτικό κόσμο, με θύματα όχι μόνον τα κομμουνιστικά κόμματα, αλλά και την πολιτική αναδιανομής του εισοδήματος στις δυτικές οικονομίες, όπως βέβαια και ολόκληρη την Αριστερά, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και όλα χωρίς εξαίρεση τα ακρο-αριστερά σχήματα. Με την κατάρρευση, δόθηκε άμεσα η απάντηση της "παγκοσμιοποίησης", δηλαδή της προοδευτικής ενσωμάτωσης των περιοχών αυτών στη ζώνη επιχειρήσεων του παγκόσμιου κεφαλαίου με την επέκταση της ασύδοτης κυριαρχίας των αγορών, χωρίς ρύθμιση ούτε κανόνες.
Με το πέρασμα από τον "σοσιαλισμό"στην "παγκοσμιοποίηση", νέες αξίες ήλθαν να καλύψουν το κενό αυτών που είχαν καταρρεύσει. Κατά την μεταπολεμική περίοδο, στις δυτικές κοινωνίες, η κεϋνσιανή πολιτική είχε επιβάλει ως στόχο την πολιτική μείωσης των εισοδηματικών ανισοτήτων και την τόνωση της οικονομίας, με βασικό εργαλείο την ταχύτερη αύξηση των κατώτερων εισοδημάτων. Όμως μετά τη στροφή του 1989, η οικονομική πολιτική στις δυτικές χώρες έχει αντιστραφεί: η σύνδεση των μισθών με τον τιμάριθμο έχει εγκαταλειφθεί, το κατώτερο όριο μισθών διαβάλλεται και υπονομεύεται, οι εισοδηματικές ανισότητες δεν καταπολεμούνται πλέον αλλά ενθαρρύνονται, ακόμη και με φορο-απαλλαγές και επιδοτήσεις μεγάλης κλίμακας. Ενώ άλλοτε το κράτος επιδοτούσε τα χαμηλότερα εισοδήματα, σήμερα επιδοτεί τα υψηλότερα. Στο σύνολό της, η οικονομική πολιτική, αντί να "διορθώνει"τις ανισότητες, τις οξύνει ακόμη περισσότερο. Οι ανισότητες σήμερα δεν θεωρούνται πρόβλημα αλλά "λύση", και αντί να καταπολεμούνται, εγκωμιάζονται ως δήθεν αναγκαίες για την αποδοση δυναμισμού στην οικονομία.
Επίσης, με την ένταση της διεθνούς κινητικότητας των κεφαλαίων, με τις πιέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για σταθερές νομισματικές ισοτιμίες και υπό την επιτήρηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, εξασθενίζουν οι οικονομικές συμπληρωματικότητες σε εθνική και περιφερειακή βάση, ώστε μαζί τους εξασθενίζει και η δυνατότητα εθνικής διαχείρισης της οικονομίας. Αφαιρείται έτσι το έδαφος, η σκηνή της ιστορίας, στην οποία διαδραματίζονται οι κοινωνικοί αγώνες και προκύπτει η δυνατότητα κοινωνικών διεκδικήσεων.
Όμως, η σημερινή κατάσταση πολύ απέχει από το να έχει σταθεροποιήσει κάποιο νέο πρότυπο επιτυχημένης οικονομίας, είτε στο εθνικό επίπεδο είτε στο παγκόσμιο. Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι στην εποχή μας έχει αποτύχει "οριστικά"η "κοινωνική οικονομία", εν τούτοις η νεοφιλελεύθερη που τη διαδέχθηκε παραμένει αντιμέτωπη με ανεπίλυτα προβλήματα που τροφοδοτούν οι κατ'εξακολούθηση αντικοινωνικές επιλογές της. Το παρελθόν θα ήταν οριστικά ξεπερασμένο, εάν είχε σήμερα βρεθεί ένας νέος και επιτυχημένος τρόπος διαχείρισης των οικονομικών προβλημάτων. Αντίθετα, σήμερα το αμερικανικό πρότυπο βυθίζεται στα χρέη και πρώτος πιστωτής του είναι το κινέζικο, που φυσικά μόνο παράδεισος του δυτικού ατομικισμού δεν είναι. Η επικέντρωση της οικονομικής πολιτικής στο στόχο της δημοσιονομικής "εξυγίανσης"και σ'εκείνον των σταθερών νομισματικών ισοτιμιών, δεν έχει ακόμη αποφέρει κάποια "νέα εποχή"ανάπτυξης, ούτε της οικονομίας ούτε του κεφαλαίου, αλλά αντίθετα καταγράφει επιδόσεις όλο και πιο προβληματικές. Είναι πειστικότερη η άποψη ότι έχουμε στην εποχή μας κρίση και αμηχανία όλων των οικονομικών υποδειγμάτων, παρά την αναγνώριση της επιτυχίας είτε του νεοφιλελεύθερου είτε του μονεταριστικού υποδείγματος. Όπως τονίζει ο Κένεθ Ρογκόφ, πρώην διευθυντής μελετών του ΔΝΤ και σήμερα καθηγητής στο Χάρβαρντ, "από το 1987, ο δυτικός κόσμος έχει παίξει στα ζάρια 5 φορές και έχει κερδίσει και στις 5. Όμως, αυτό δεν τον εξασφαλίζει καθόλου ότι θα κερδίζει πάντα και στο μέλλον. Τα προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται με ζαριές, αλλά με αξιόπιστες και αποτελεσματικές λύσεις, και αυτές από το 1987 δεν έχουν ακόμη φανεί". Τα προβλήματα σήμερα είναι σαφώς περισσότερα από τις επιτυχίες για το δυτικό οικονομικό υπόδειγμα, όπως και για εκείνο της λεγόμενης "παγκοσμιοποίησης". Όλα έχουν αλλάξει, τα βασικά έχουν αντιστραφεί, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ένα νέο πρότυπο οικονομίας έχει εντοπισθεί. Ίσως κάποτε να γίνει δεκτό ότι η κατάρρευση του 1989 για τον υπαρκτό "σοσιαλισμό"ήταν μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, με την προϊούσα αμηχανία του κόσμου που έχει έκτοτε επικρατήσει. Με την αλαζονεία των νικητών, η νίκη του 1989, αντί να έχει ανοίξει νέους ορίζοντες για το κεφάλαιο, έχει σήμερα μετατραπεί σε έλλειμμα ορατότητας για τους οικονομικούς συντελεστές. Η συσσώρευση των κεφαλαίων στο χώρο του χρήματος, των χρηματιστηρίων και της κερδοσκοπίας, σηματοδοτεί όχι την ισχύ της σημερινής δυτικής οικονομίας, αλλά την αδυναμία της και το έλλειμμα προοπτικών της. Ίσως τελικά φανεί ότι το αδιέξοδο του 1989 δεν αφορούσε μόνον τον ένα πόλο του διπολισμού, αλλά, με κάποια χρονική απόσταση, και τους δύο.


Αλέκος Αλαβάνος

Η αριστερά μετά το 1989
συνέντευξη στον Κώστα Βούλγαρη

Κ.Β. Πόσο σημαντικό είναι το ’89 στο επίπεδο του κοινωνικού φαντασιακού, ή ακόμη και στη μαζική ψυχολογία; Δηλαδή, ποιες από τις ιστορικά κατακτημένες κοινωνικές, ιδεολογικές, ακόμα  και πολιτισμικές προϋποθέσεις της αριστεράς επλήγησαν σοβαρότερα από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και τη συνακόλουθη κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού»;
Α.Α. Για τη δικιά μου γενιά, και τις παλαιότερες, ασφαλώς είναι εξαιρετικά σημαντικό, είναι ένα σταυροδρόμι αυτό που συμβαίνει το ’89. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την κόρη μιας συντρόφισσας, φίλης τότε του ΚΚΕ, πρωταγωνιστικής προσωπικότητας στο αντιδικτατορικό κίνημα, που ήταν 15 ετών. Βλέπαμε στην τηλεόραση την υποστολή της σοβιετικής σημαίας από το Κρεμλίνο, και έκανε το εξής ερώτημα, πολύ απλό ερώτημα, ενός παιδιού 15 ετών βέβαια, αλλά που ήταν συντριπτικό και δεν μπορούσε να πάρει απάντηση: πώς θα ζήσουμε τώρα πια χωρίς τη Σοβιετική Ένωση;
 Αποδεικνύεται ότι ζούμε... Όσον αφορά τα προβλήματα σχετικά με τις κοινωνικές, ιδεολογικές, πολιτισμικές επιπτώσεις της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, νομίζω πως αυτά αναδείχνονται από την ανέγερση του Τείχους. Ίσως ήταν σημαντικότερο σημείο καμπής η ανέγερση του Τείχους, ως ένα σημείο συμβολικό, θα έλεγα του εκφυλισμού του παγκόσμιου σοσιαλιστικού εγχειρήματος, αλλά και ως μια ευκαιρία ανασυγκρότησης διεθνώς της αριστεράς, η οποία δεν αξιοποιήθηκε όσο έπρεπε.
  Από εκεί και πέρα, πιστεύω ότι οι νέες γενιές θα συναντήσουν την αριστερά όχι τόσο μέσα από την ιστορία της -και από την ιστορία της βέβαια, όπου το ’89 είναι ένα κομμάτι της- όσο από την ικανότητά της να παράγει αξίες και ιδέες μέσα στον κόσμο τον σημερινό, στον οποίο ζουν αυτές οι γενιές.
Κ.Β. Δικαιώθηκαν πολιτικά οι τροτσκιστικές ή οι ανανεωτικές απόψεις, ή αυτή η πτώση οδήγησε το σύνολο της αριστεράς στη δίνη μιας μεγάλης, ιστορικών διαστάσεων κρίσης;
Α.Α. Οι συζητήσεις που νομίζαμε ότι είχαν κλείσει, ιδιαίτερα όσοι βρισκόμασταν στο ΚΚΕ, αποδείχθηκε πως ήταν και είναι ανοιχτές. Και από μια άποψη ιδεολογική, στρατηγική, φαίνεται ότι η αντίληψη της διεθνούς επανάστασης είναι πιο κοντά στις σημερινές, στις μετά το ’89 πραγματικότητες, από την αντίληψη του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα, ή του σοσιαλισμού σε ένα μπλοκ που ελέγχεται από μία μόνο χώρα. Επίσης, οι κριτικές και οι αναζητήσεις ενός σοσιαλισμού με ελευθερία, που ξεκίνησαν, ή μάλλον ενισχύθηκαν με τα γεγονότα της Ουγγαρίας και οδήγησαν στο ρεύμα του ευρωκομουνισμού, έχουν υπέρ τους πολλά στοιχεία, σε σχέση με την παθητική υπεράσπιση αυτού που γινόταν. Όμως, τα πράγματα είναι ακόμη πιο σύνθετα, γιατί την ίδια στιγμή οι τροτσκιστικές απόψεις δεν είχαν αποκηρύξει την έννοια της βίαιης επιβολής ενός δρόμου προς τον σοσιαλισμό, ή είδαμε δυνάμεις ευρωκομουνιστικές να συνδέονται με την πιο απεχθή ίσως μορφή του σοσιαλισμού, που ήταν η Ρουμανία και το καθεστώς Τσαουσέσκου, στη βάση της κοινής αντίθεσης με το κατεστημένο του σοσιαλιστικού μπλοκ που ελεγχόταν από τη Σοβιετική Ένωση.  
Με αυτή την έννοια, θα έλεγα ότι δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι σε όλα κάποιος είχε δίκιο. Απλώς, όλο το ζήτημα αυτού του εγχειρήματος δεν πρέπει να το βάζουμε στη ναφθαλίνη κάποιων βιβλίων για ευαίσθητους ή για μονομανείς αναγνώστες, αλλά πρέπει να είναι συνεχώς ανοιχτό σε συζήτηση. 
Κ.Β. Μήπως έτσι μπορούμε να μιλήσουμε για έναν ετεροκαθορισμό, ακόμη και των πιο σφοδρών πολέμιων του «υπαρκτού»;
Α.Α. Στην πραγματικότητα δεν είναι εύκολος ένας μη ετεροκαθορισμός. Σε επίπεδο ιδεών είδαμε έναν ολόκληρο κήπο από ιδέες και προτάσεις για μια άλλη πορεία του σοσιαλισμού, που εκφραζόταν και μέσα από ορισμένες πολιτικές δυνάμεις, μέσα από ένα ευρύ φάσμα διανοουμένων, από τον Καστοριάδη μέχρι τον Αλτουσέρ, αλλά, παρ’ όλα αυτά, σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής τα πράγματα ήταν εξαιρετικά δύσκολα, κι αυτό φάνηκε από το γεγονός ότι η κατάρρευση μετά την πτώση του Τείχους, καθώς και η κάλυψη του κενού από τον επιθετικό καπιταλισμό των ΗΠΑ και της Ευρώπης, συμπαρέσυρε όχι μόνο το ευρωκομουνιστικό κίνημα αλλά και την ίδια τη σοσιαλδημοκρατία και τις ιδέες περί κοινωνικού κράτους.   
Κ.Β. Σήμερα, έχουμε σημάδια εξόδου από την κρίση;
Α.Α. Ναι, σήμερα έχουμε σημάδια εξόδου από την κρίση και θα έλεγα ότι αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι η ημερήσια διάταξη και η ατζέντα της αριστεράς έχει εμπλουτιστεί με πολλά καινούρια ζητήματα. Το εγχείρημα που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Λατινική Αμερική, που τη μετατρέπει είτε σε μια κόκκινη ήπειρο είτε σε μια ήπειρο με κόκκινες περιοχές, δείχνει ότι υπάρχει δρόμος για την αριστερά. Φυσικά, τα παθήματα γίνονται μαθήματα, και μ’ αυτήν την έννοια θα ήταν λάθος να αντιμετωπίζουμε σήμερα τη Βενεζουέλα ή τη Νικαράγουα, τη Βολιβία ή την Κούβα, ή το εγχείρημα, με άλλους όρους, στη Βραζιλία, την Αργεντινή ή τη Χιλή, απλώς με χειροκροτήματα και με θαυμασμό, δηλαδή ως ένα ηρεμιστικό ή τονωτικό. Θα πρέπει κανείς να τα παρακολουθεί όλα αυτά με ενδιαφέρον, με αισιοδοξία, αλλά την ίδια στιγμή με μια κριτική ματιά. Αλλά και στον ευρωπαϊκό χώρο, υπό τη μορφή των κινημάτων που παρεμβαίνουν σε κεντρικά ζητήματα, όπως είναι ο πόλεμος και το περιβάλλον, έχουμε μια καινούρια σελίδα η οποία μπορεί να γραφεί με πιο ωραία λόγια. 
Κ.Β. Μπορούμε να μιλήσουμε για την αναγκαιότητα μιας εν προόδω επανίδρυσης της αριστεράς, σε παγκόσμιο επίπεδο, με βαθμιαία υπέρβαση των κληροδοτημένων στερεοτύπων, όλων των επιμέρους συνιστωσών της;
Α.Α. Μα υπάρχει αυτή η επανίδρυση της αριστεράς σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχει το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, υπάρχει το Ευρωπαϊκό Κόμμα της Αριστεράς, υπάρχει ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς εδώ στην Ελλάδα. Τα κληροδοτημένα στερεότυπα δεν είναι σχετικά εύκολο να τα υπερβεί κανείς. Δεν πρόκειται απλά για διανοητικές κατασκευές, αλλά πιστεύω πως όλο το DNA αριστερών δυνάμεων, που διαμορφώθηκαν στην εποχή των μεγάλων συγκρούσεων και της κατάρρευσης, είναι εμποτισμένο από στερεότυπα. Γι’ αυτό για μένα έχει μεγάλη σημασία η ανάδειξη νέων, και σε ηλικία, δυνάμεων στο χώρο της αριστεράς, οι οποίες είναι σχετικά παρθένες από τις καχυποψίες, τις εχθρότητες, τις συγκρούσεις, τους πολέμους, τις ιδεολογικές πυρηνικές βόμβες που έριχνε η μία πλευρά απέναντι στην άλλη, και οι οποίες δυνάμεις ενδεχομένως -όχι σίγουρα- θα μπορούσαν να ανασυνθέσουν και να εκφράσουν με νέους τρόπους την παρουσία της αριστεράς.    
Κ.Β. Η σχέσεις της ιστορικής αριστεράς με τα νέα κοινωνικά κινήματα που πυροδότησε ο Μάης του ’68 ήταν προβληματικές. Ποια θα πρέπει να είναι σήμερα η σχέση της αριστεράς με τη μετάλλαξη ή τη συνέχεια των περισσότερων από αυτά τα κινήματα, στη μορφή των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων;
Α.Α. Ένα από τα στοιχεία εξάντλησης της ιστορικής αριστεράς ήταν η καχυποψία και ο φόβος με τον οποίο είδε τα ευρύτατα, αυτοοργανωμένα, αυθόρμητα κινήματα, όπως αυτό του Μάη του ’68. Ή, για να λέμε την αλήθεια, όπως είδε ακόμη και την κινητοποίηση στο Πολυτεχνείο το ’73, όπου υπήρχε επιφύλαξη, και μια προσπάθεια να μπει κι αυτή η εκδήλωση, η τόσο ακραία και ριψοκίνδυνη, μια εκδήλωση με τίμημα, στα στερεότυπα μιας καλά συγκροτημένης τακτικής απέναντι στη χούντα. Νομίζω πως αυτό είναι το κρίσιμο σημείο.
  Τα κινήματα αυτά δεν μεταλλάχθηκαν μόνο σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Από αυτό το χώρο, που θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε χώρο κινημάτων με αφετηρία τον Μάη του ’68, είχαμε την εκδοχή των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, είχαμε την παρουσία ενός πολιτικού χώρου ο οποίος δεν μπόρεσε μέχρι τώρα τουλάχιστον να ριζώσει στην Ελλάδα, δηλαδή του χώρου των Πρασίνων, ο οποίος όμως κινήθηκε, θα έλεγα, προς θέσεις απομάκρυνσης από το πεδίο των γενικότερων πολιτικών συγκρούσεων και περιορίστηκε στην ανάδειξη μόνο του περιβαλλοντικού στοιχείου (έχω ένα ερώτημα, κατά πόσο μπορεί να επιτευχθούν μονοδιάστατα τέτοιοι στόχοι), ενώ από το χώρο αυτών των κινημάτων υπήρξαν και στελέχη του δυτικού καπιταλισμού, όπως οι περιπτώσεις Πρασίνων Γερμανών, εμβληματικών φυσιογνωμιών σαν τον Φίσερ, που υπήρξε υπουργός εξωτερικών στις μεγάλες εξορμήσεις στα Βαλκάνια, επίσης από το χώρο αυτών των κινημάτων βγήκαν αξίες οι οποίες διαχέονται σε όλη την κοινωνία, επομένως το μεγάλο ζήτημα για μένα είναι η αριστερά να έρθει σε επαφή, και νομίζω ότι το κάνει, και το κάνουμε κι εδώ στην Ελλάδα με τα κινήματα αυτά. Η αριστερά δεν πρέπει να φοβάται το αυθόρμητο. Νομίζω πως αυτό ήταν ένα διακριτικό στοιχείο που είδαμε πάρα πολύ έντονα στις κινητοποιήσεις για το άρθρο 16, όσον αφορά τον Συνασπισμό, ενώ, αντίθετα, μια άλλη πλευρά της αριστεράς, ό,τι είναι αυθόρμητο, ό,τι είναι ενωτικό, ό,τι φέρνει στο προσκήνιο την κοινωνία, είναι κάτι που δεν το θέλει, ή το φοβάται ή την κάνει να ανησυχεί. Επομένως, η συνάντηση με την αυτοοργάνωση και τον «θόρυβο» της κοινωνίας, πιστεύω ότι είναι μια μεγάλη πρόκληση, στην οποία πρέπει να ανταποκρινόμαστε συνεχώς.
Κ.Β. Έχουμε όμως και μια επόμενη, θα έλεγα μετά το ’89, γενιά κοινωνικών κινημάτων, στο πλαίσιο της «αντιπαγκοσμιοποίησης». Πώς διαμορφώνεται η σχέση της αριστεράς με αυτά;
Α.Α. Κατ’ αρχήν, τα κινήματα αυτά έχουν μια επιμονή, που δεν θα την περίμενε κανείς. Δεν θα πίστευε βέβαια κανένας ότι είναι μετεωρίτες, αλλά ίσως ότι γρήγορα θα ολοκληρώσουν τον κύκλο τους και θα μπουν στη φάση της παρακμής. Δεν είναι εύκολο να έχεις κάθε χρόνο ένα Σιάτλ. Παρ’ όλα αυτά, φέτος είδαμε ότι είχαμε ένα Ροστόκ, δηλαδή πως παρουσιάζουν μια επιμονή αυτά τα κινήματα, μέσα σε μια εντυπωσιακή διαφορετικότητα που υπάρχει, αλλά και με μια βαθμιαία αναπτυσσόμενη ικανότητα να συσπειρώνονται γύρω από πιο καλά διαγραμμένους στόχους. Η θέση της αριστεράς είναι μέσα στα κινήματα αυτά, όχι πάνω από αυτά τα κινήματα, με μια αίσθηση ότι είναι ένας χώρος συμμαχιών κι ένας χώρος διδαχής η επαφή μ’ αυτά τα κινήματα, και θα ‘λεγα ότι ο Συνασπισμός είχε τη δυνατότητα, χάρις κυρίως στη νεολαία του, πολύ έγκαιρα να συμμετάσχει ενεργά σ’ αυτό το χώρο: θυμάμαι τη Γένοβα, τη Φλωρεντία, αργότερα τις κινητοποιήσεις στην Αθήνα κλπ.
Κ.Β. Υπάρχουν βέβαια και οι κλασικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης, που δεν έχουν υποκατασταθεί από κάποιες καινούριες. Έχει η αριστερά να προσφέρει κάποια νέα μοντέλα οργάνωσης, που να αντιστοιχούν περισσότερο στις σημερινές εργασιακές πραγματικότητες, ώστε να αναζωογονηθεί το συνδικαλιστικό κίνημα;
Α.Α. Νομίζω ότι ζούμε σε μια συνύπαρξη κλασσικών, όπως τις λες, μορφών κοινωνικής οργάνωσης, και καινούριων. Έχουμε τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, κι έχουμε την ίδια στιγμή το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ. Η αριστερά φυσικά οφείλει να προσφέρει ιδέες σχετικά με μία κοινωνική οργάνωση που δεν ανταποκρίνεται πια σε μια βιομηχανική πραγματικότητα, η οποία ούτως ή άλλως πάντα στην Ελλάδα ήταν ατελής, και η οποία θα έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί ενεργούς πολίτες και νέες συλλογικότητες. Και να προσφέρει οφείλει η αριστερά και, αν όχι να δανειστεί, να εμπνευσθεί από άλλες μορφές οργάνωσης. Για παράδειγμα, η ικανότητα σε κάποια φάση, δεν ξέρω τώρα αν είναι τόσο έντονη, των λεγομένων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων -πριν θεσμοποιηθούν και αρχίσουν να παίρνουν τις τεράστιες χρηματοδοτήσεις, και να τίθενται έτσι υπό τον έλεγχο, πολλές εξ αυτών, είτε της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε των εθνικών κυβερνήσεων-, όταν με μια ανοιχτή μορφή οργάνωσης και πάνω σε βασικές αξίες και βασικά καθήκοντα που είχαν τα μέλη τους, μπόρεσαν και συσπείρωσαν ένα πολύ πλατύ ανθρώπινο δυναμικό.
  Το πρόβλημα ειδικά για το συνδικαλιστικό, το εργατικό κίνημα, παραμένει, και η πρόκληση, γιατί είναι ένα κίνημα το οποίο περιορίζεται σε μια ζώνη που δεν καλύπτει όλο το χώρο, και κυρίως δεν καλύπτει τον γκρίζο χώρο που υπάρχει γύρω από τη σταθερή απασχόληση, όπως είναι οι «ευέλικτες» μορφές εργασίας ή οι άνεργοι. Αυτό συνδέεται βέβαια με την ατμόσφαιρα τρόμου που επικρατεί, σε σχέση με την απασχόληση και τις αμοιβές, γι’ αυτό χρειάζεται ένα άνοιγμα, κατά τη γνώμη μου, προς τις δυνάμεις αυτής της γκρίζας ζώνης, αλλά και μια μεγάλη πολιτική μάχη, για να σπάσει η φοβία και ο τρόμος.
Κ.Β. Μπορούμε να μιλήσουμε, εν συνόλω, για μια μετάβαση από τη γραμμική, κάθετη σχέση «κόμμα-μάζες», σε μια «διαδικτυακού» τύπου οργάνωση των σχέσεων πολιτικών και κοινωνικών συνιστωσών;
Α.Α. Η γραμμική, κάθετη σχέση, ίσως υπάρχει, το κόμμα ίσως υπάρχει, το θέμα είναι ότι δεν υπάρχουν οι μάζες, κατά τη γνώμη μου... Με αυτή την έννοια, το εν λόγω πρότυπο έχει εξαντληθεί. Εμένα μου έκανε εντύπωση, για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο, μέσα στο παραδοσιακό οργανωτικό πλαίσιο που λειτουργεί γενικά ο Συνασπισμός, λειτούργησε το εγχείρημα της Ανοιχτής πόλης. Είναι δύσκολο να το κατατάξεις -και ίσως αυτό είναι κι ένα θετικό του στοιχείο- ως μοντέλο οργάνωσης. Είχε όμως στοιχεία συλλογικότητας, είχε στοιχεία αντιγραφειοκρατικά, είχε στοιχεία ελευθερίας, είχε μια έλλειψη καταναγκασμού, είχε μια διάθεση προσφοράς, είχε μια αίσθηση της προσφοράς, που σημαίνει ένα συναισθηματικό φορτίο θετικό, και ήταν ένα εγχείρημα το οποίο νομίζω ότι αξίζει κανείς να το μελετήσει και να το διευρύνει. Τώρα, για τη «διαδικτυακού» τύπου οργάνωση, θα έλεγα ότι η πολιτικού τύπου οργάνωση είναι κάτι περισσότερο από τη διαδικτυακή επαφή, είναι ένα βήμα περισσότερο, δηλαδή είναι αναζήτηση σημείων συνάντησης, που είναι αναγκαία για να κάνουν μια δράση αποτελεσματική. Ένα θέμα που τίθεται πάλι, με σύγχρονους όρους, είναι το πώς θα συνδέσουμε τη δημοκρατία με την αποτελεσματικότητα, διδασκόμενοι απ’ όλες τις στρεβλώσεις που είχαν γίνει, κυρίως σε όφελος της αποτελεσματικότητας, οι οποίες οδήγησαν σε μια τραγική αναποτελεσματικότητα αυτή τη σύνθεση.
Κ.Β. Σε αυτή την περίπτωση, βέβαια, το ζητούμενο παραμένει ποια θα είναι, ή μάλλον πώς θα συντίθεται, η δεσπόζουσα πλευρά...
Α.Α. Νομίζω πως ο ίδιος ο όρος «δεσπόζουσα» ίσως δεν ανταποκρίνεται, διότι παραπέμπει είτε σε κυριαρχία και επιβολή είτε σε ιερατείο. Επανέρχομαι έτσι στο προηγούμενο ερώτημα, και ξαναλέω ότι, όσο αφηρημένα κι αν τίθεται, το ζήτημα πάντα είναι να συνδέεται η δημοκρατία με το αποτέλεσμα. Χωρίς να θέλω να κολακεύσω, θα έλεγε πως το μεγάλο κίνημα για το άρθρο 16 είχε ενδιαφέροντα στοιχεία, για παράδειγμα τις δημοκρατικές διαδικασίες, την ικανότητα να διαμορφώσει ένα πανελλαδικό συντονιστικό με πάρα πολλά μέλη, το οποίο κάλυψε την ανυπαρξία μιας ΕΦΕΕ -η οποία βέβαια οφείλεται σε πολιτικές σκοπιμότητες των άλλων κοινοβουλευτικών δυνάμεων-, την ικανότητά του να διαμορφώνει συμμαχίες ανάμεσα στους παράγοντες της πανεπιστημιακής ζωής, οι οποίοι έχουν και αντιθέσεις (διοικητικό προσωπικό, διδακτικό προσωπικό, φοιτητές). Είχε βέβαια και αδυναμίες, όπως ότι θα μπορούσαν να έχουν γίνει πολύ περισσότερα, ώστε το μήνυμα των καταλήψεων να καταστεί πιο αποδεκτό στην κοινωνία, και η ίδια η κοινωνία να γίνει πιο αποδεκτή μέσα στο πανεπιστήμιο, ώστε να συνειδητοποιεί ο καθένας καλύτερα γιατί πράγμα αγωνίζεται. Με αυτή την έννοια, θα έλεγα ότι δεν χρειάζεται δεσπόζουσα πλευρά, χρειάζεται μια δημοκρατία που θα είναι παραγωγική και θα μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Το γεγονός ότι αυτό το κίνημα έφερε ένα αποτέλεσμα που κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, δηλαδή την αναίρεση της επιχειρούμενης συνταγματικής μεταρρύθμισης της Ν. Δ. -όχι μόνο στο άρθρο 16-, νομίζω πως είναι πολύ ενδιαφέρον και πρέπει να το μελετήσουμε σε βάθος. 
Κ.Β. Ποιες από τις βασικές αξίες, αν θέλετε από τις μεγάλες αφηγήσεις, που εγκολπώθηκε η ιστορική αριστερά, παραμένουν ιδιαίτερα δραστικές σήμερα;
Α.Α Σχεδόν όλες, κατά τη γνώμη μου, όταν μιλάμε για αξίες και όχι για στρατηγικές, όπως δικτατορία του προλεταριάτου κλπ. Είτε μιλάμε για την κατάργηση της εκμετάλλευσης, την κατάργηση της αλλοτρίωσης, είτε για την ισότητα, είτε για την ελευθερία, νομίζω πως όλες αυτές οι αξίες είναι ενεργές σήμερα κι έχουν ένα τεράστιο, εκρηκτικό απόθεμα, με νέους φυσικά όρους. Κάθε κορυφαία ιστορική παρουσία της αριστεράς, την ίδια στιγμή συνοδεύεται -δεν μπορεί να γίνει αλλιώς- από κριτική και άγχος για μερικές της πλευρές, ξεκινώντας από τη Γαλλική επανάσταση και την τρομοκρατία, και τον Ναπολέοντα στον οποίο κατέληξε, μέχρι κάθε μεγάλο γεγονός που έγινε από τότε μέχρι σήμερα. Φυσικά αυτές οι αξίες έχουν εμπλουτιστεί με μια διαφοροποίηση στον τρόπο που συνδεόταν η αριστερά με την οικολογία και με τη Φύση, αλλά η μεγάλη πρόκληση για την αριστερά είναι να πάψει να είναι ιστορική. Όσο παραμένει ιστορική, είναι δεσμευμένη, περιθωριοποιημένη, και πολλές φορές κοιτάζει προς τα πίσω. Αυτά τα συμπτώματα τα βλέπουμε και στην Ελλάδα, με την τρομερή τάση ορισμένων δυνάμεων της αριστεράς να συζητάνε για το παρελθόν, είτε είναι αυτό πριν πέντε δέκα-χρόνια είτε αυτό πριν σαράντα-πενήντα χρόνια. Η μεγάλη πρόκληση για την αριστερά είναι να γίνει ιστορική με άλλη έννοια, δηλαδή μία δύναμη ιδεών, πολιτισμού, πολιτικών προτάσεων. Το θέμα δεν είναι να κάψει τις βιβλιοθήκες της, όπως γινόταν με την Πολιτιστική επανάσταση, αλλά να απογαλακτιστεί από την κληρονομιά της, να βρίσκεται μέσα στην κοινωνία και το παρελθόν να μην είναι το κύριο χαρακτηριστικό της.  
Κ.Β. Τις προηγούμενες Κυριακές, στο πλαίσιο του αφιερώματος, υπήρξαν κείμενα που επικεντρώθηκαν στην αμφισβήτηση της κλασικής, γραμμικής αντίληψης της προόδου. Είναι ένα από τα κρίσιμα ζητήματα σήμερα; Πώς μπορεί να απαντήσει πολιτικά η αριστερά;
Α.Α. Υπάρχουν λίγες, μεμονωμένες είναι η αλήθεια, προσπάθειες, πάρα πολύ αξιόλογες και πάρα πολύ εκτιμητέες, παρ’ ότι ιδιότυπες ίσως λιγάκι, ώστε η κληρονομιά του Χέγκελ και του Μαρξ να παραμείνει ζωντανή. Για παράδειγμα, έχω στο μυαλό μου όλη αυτήν την ενδιαφέρουσα παρέμβαση στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι του Σλαβόι Ζίζεκ. Παρ’ όλα αυτά, είναι δύσκολο να μιλάμε πια για μια γραμμική αντίληψη της προόδου, όσο κι αν θέλουμε να είμαστε αισιόδοξοι. Η ίδια η ύπαρξη των πυρηνικών όπλων, αν μη τι άλλο, οδήγησε αυτή τη σύλληψη σε πάρα πολλά ερωτηματικά. Νομίζω ότι αυτό που πρέπει να κάνει η αριστερά είναι να κατανοήσει, και πιστεύω ότι το έχει κατανοήσει, πως δεν είναι το όχημα μιας προόδου που θα ‘ρθει σώνει και καλά, αλλά είναι φορέας μιας δυνατότητας, που δεν είναι η μόνη βέβαια, έχει απέναντί της τη στασιμότητα αλλά και την εκδοχή της ολοκληρωτικής καταστροφής. Η πάλη απέναντι σε μια τέτοια προοπτική θα πρέπει να έχει την ευρύτερη δυνατή στήριξη. Αυτό πιστεύω ότι είναι ένα ισχυρότατο όπλο για την αριστερά. Είναι άλλωστε και πιο αληθινό και πιο πραγματικό, παρά το να εμφανίζεται ως προνομιακός κάτοχος μιας αλήθειας που σε λίγο θα τη δούμε να υλοποιείται.      
Κ.Β. Οι σχέσεις της αριστεράς με τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες ήσαν πάντα προνομιακές, αλλά συνάμα ιδιαίτερα προβληματικές. Σήμερα, τουλάχιστον στην Ελλάδα, συνεχίζουμε να έχουμε μια μεγάλη διαθεσιμότητα διανοουμένων προς τον Συνασπισμό και τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ταυτόχρονα και μια αδυναμία να μετατραπεί αυτή η διαθεσιμότητα σε μια πιο στενή σχέση. Οφείλεται μόνο στις ιστορικές επιβαρύνσεις, αν θέλετε σε μια ορισμένη ιστορική απώθηση προς τον «κομματικό παράγοντα»; Μήπως η πολιτική αριστερά θα πρέπει να επεξεργαστεί νέους τρόπους συνεύρεσης;
Α.Α. Μερικές φορές μιλάμε για μια συμμαχία της αριστεράς, εννοώντας την κομματική, την πολιτική της παρουσία, με τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες. Κατά τη γνώμη μου, οι δύο αυτοί χώροι είναι πλευρές ενός ενιαίου εγχειρήματος. Δεν είχαμε την Οκτωβριανή επανάσταση, όπου άνθισε ο Μαγιακόφσκι και η ρωσική πρωτοπορία. Ο Μαγιακόφσκι, η ρωσική πρωτοπορία και ο Αϊνζεστάιν ήτανε πλευρά της Οκτωβριανής επανάστασης. Το μεγάλο ζητούμενο, επομένως, είναι να έχεις μια αριστερά όπου θα συνυπάρχει και θα συνυφαίνεται η πολιτική και η πολιτιστική της διάσταση και έκφραση. Αυτό είναι πιστεύω η βάση του προβλήματος. Αν θέλει κανείς να αναζητήσει αιτίες, θα τις βρει σε πολλές επίπεδα. Και στη γραφειοκρατικοποίηση των κομματικών σχηματισμών της αριστεράς, αλλά και στην εμπορευματοποίηση όλου του πεδίου παραγωγής σκέψης και τέχνης, φαινόμενα τα οποία δημιουργούν τεράστια προβλήματα για μια συνάντηση, της πολιτικής δράσης, της πολιτιστικής δράσης, της δράσης στο επίπεδο των ιδεών, η οποία δεν θα είναι απλώς μια σύμπλευση, αλλά δημιουργία ενός νέου μορίου, και μάλιστα με τρόπο εκρηκτικό. Το ζητούμενο επομένως είναι μια νέα αριστερά συνολικά, με την πολιτική της πτυχή, με την πολιτιστική της πτυχή, με την αξιολογική, με την ιδεολογική. Όχι απλώς να βρούμε νέους τρόπους συνεύρεσης, που να είναι πιο αποδοτικοί και πιο αποτελεσματικοί. Η ευθύνη ανήκει σε όλους μας, γι’ αυτό πιστεύω πως αυτή η νέα σύνθεση, αν είναι να έχει προοπτικές, ουσία και βάθος, θα γίνει στο επίπεδο της νέας γενιάς, όσον αφορά την πολιτική της πλευρά, δηλαδή από δυνάμεις που είναι απαλλαγμένες από τα στερεότυπα για τα οποία μιλούσαμε προηγουμένως, και από δυνάμεις της τέχνης και του πνεύματος, οι οποίες κρατούν την ανεξαρτησία τους από το πεδίο υποταγής στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και άλλες σκοπιμότητες.           


Κυριάκος Κατζουράκης

«Περί Τέχνης»
1789-1984 -1989

Η απελπισία είναι ένα αίσθημα που ή σε ακινητοποιεί ή σε κάνει πλέον τολμηρό, παράλογα τολμηρό, χωρίς πολιτική και λογική, χωρίς μακρόχρονο σχεδιασμό. Μόνο στην ποίηση έχουμε μάθει να παραβιάζουμε τα όρια και να αφήνουμε το νου μας να απολαμβάνει τη δική μας συνέργεια στην εμπάθεια του άλλου, κάτι που θα μπορούσαμε να αξιοποιούμε σαν πολύτιμο εργαλείο στην τέχνη. Αναφέρομαι στο αίσθημα της απελπισίας που ζει μέσα του το μεγαλύτερο μέρος των πληθυσμών που ζούνε στην εκμετάλλευση και στην αφαίμαξη καταδικασμένοι σε μια ποιότητα ζωής που για μας τους Ευρωπαίους λευκούς μοιάζει με την κόλαση των θρησκειών μας. Αρθρώνουμε τον Ορθό λόγο, μεγαλουργούμε στην τέχνη, στις επιστήμες, ενεργητικοί, υπερόπτες, μισαλλόδοξοι, σκληροί ιδιοκτήτες των ορίων της ευημερίας μας, εμπόλεμοι κι ετοιμοπόλεμοι καταστρέφοντας τον πλανήτη μας, φερόμαστε  σα Ρωμαίοι Πατρίκιοι κι οι καλλιτέχνες υμνούνε τους κατακτητές άλλοτε με κομψότητα κι άλλοτε με δίψα για sponsoring –λένε οι ίδιοι ότι τέχνη χωρίς sponsoring δε γίνεται. Φαντάζομαι τον Βαν Γκογκ να τρέχει ανάμεσα στα ηλιοτρόπια ψάχνοντας Sponsors και να κάνει calculations και digitalizing των ηλιοτροπίων για να τους πείσει να τον χρηματοδοτήσουν –κάποτε η απελπισία γεννούσε κινήματα και ξεσηκωμούς ανάμεσα σε μας τους ευέλπιδες, τώρα ο ξεσηκωμός έγινε κι αυτός αποκλειστική υπόθεση των απελπισμένων. Τα δικά μας δικά μας και τα δικά τους δικά μας, πλην της απελπισίας. Και έρχεται η φύση σαν επάρατη νόσος ή σαν τιμωρός να βάλλει τη ζυγαριά μπροστά στα μάτια μας, το κοινό μας τέλος. Κι ακόμα δεν θέλουμε να δούμε, εθελοτυφλούμε κι ακόμα πιστεύουμε ότι το κακό είναι στον κήπο του απελπισμένου γείτονα.
Ένα κύμα απελπισίας ξεπήδησε από την οθόνη της τηλεόρασης πριν από μερικές μέρες και κατάφερε να πει τόσα όσα ποτέ δεν ειπώθηκαν τα χρόνια του μεγάλου φόβου για τον πλανήτη μας. Ένα θυμωμένο πρόσωπο κάποιου δεκαπεντάρη που εννοούσε κάθε συλλαβή καταγγελτικό, καταδικαστικό, χωρίς έλεος για εμάς τους συνυπεύθυνους, απειλητικό –όσο μπορεί να είναι ένα πρόσωπο δεκαπεντάρη– ανακοίνωνε το τέλος χωρίς καμιά μεταφυσική με την ευθύτητα που αρμόζει σε μελλοθάνατο, χωρίς οράματα και ψεύτικες παλινδρομήσεις. Ένα σποτ  της Greenpeace που λέει όσα θα έπρεπε να φωνάζουμε εμείς κάθε μέρα στους δρόμους. Η διάρκεια, η ερμηνεία αυτού του ηθοποιού, το κείμενο, η σκηνοθεσία, ο φωτισμός αυτού του «δυσφημιστικού»  προτείνουν ένα υπόδειγμα πολιτικού κινηματογράφου. Η τελευταία φράση του παιδιού είναι «...είσαι απέναντί μου γιατί τώρα ξέρεις και θα με βρεις μπροστά σου γιατί τα χρόνια που έρχονται είναι το δικό μου μέλλον... είναι η τελευταία φορά που με ακούς να σου μιλάω... αύριο θα με δεις απέναντί σου...». Το πρόσωπο του δεκαπεντάρη είχε αυτήν την μαγική ιδιότητα να είναι πιο αληθινό κι από την αλήθεια, ιδιότητα  που συναντάει κανείς σπανίως και μόνο στα μεγάλα έργα τέχνης. Κι η αλήθεια δεν είναι η δική του αλήθεια, είναι προβολή στο άμεσο μέλλον σε βάθος 15– 20 χρόνων. Είμαι σίγουρος ότι αυτό το σποτ που συνοδεύεται από διαφημίσεις τζιπ, σεξσύμπολς, μεταλλαγμένα γιαούρτια και σερβιέτες, ακυρώνεται μέσα στη HD οθόνη μας και στη μνήμη αποθηκεύεται δίπλα στη Μαρία την άσχημη σαν ένα κακό αστείο.
Όταν πέρασε το Οργουελικό προφητικό 1984, εκείνη την περίοδο του Τσέρνομπιλ, κανείς μας δεν ανησύχησε με την ευστοχία της προφητείας. Όπως κανείς δεν ανησυχεί σήμερα με την ευστοχία αυτού του σπότ της Greenpeace που έγινε στις μέρες με το νέο Πυρηνικό ατύχημα στην Ιαπωνία. Το «βρώμικο 19-89» είναι βρώμικο γιατί δεν έχει το 17 πριν και το σημερινό 2-007 είναι ακόμα πιο βρώμικο γιατί  επιβεβαιώνει την ανάκαμψη της κατασκοπίας και του ψυχρού πολέμου. Και με φόντο αντί λαϊκά κινήματα και ανερχόμενη αριστερά, την απάθεια και την αδρανοποίηση της νέας γενιάς. Φυσικά με ευθύνη «ημών των μεγάλων» όπως λέει το πρόσωπο του αγοριού. Αυτό το παιχνίδι με τις ημερομηνίες και τις συμπτώσεις μπορεί να γίνει ένα καλό «Εικαστικό, κονσέπσιουαλ έργο, να φιλοξενηθεί σε κάποιο μουσείο, να αυτοεκπροσωπηθεί σε Μπιενάλε, όπως τόσα άλλα. Προτιμώ να προσπαθήσω  να γίνει αυτό το λυπημένο μικρό κειμενάκι στην εφημερίδα που την διαβάζουν αυτοί που όταν συναντώνται τα βλέμματά τους κάπου τυχαία αναγνωρίζουν ο ένας στον άλλο τη λύπη που προκύπτει από τη γνώση του αναπότρεπτου τέλους αυτής της νέα προφητείας της Greenpeace. Δεν ξέρω και δεν μπορώ να χωρίσω τη σκέψη μου σε παραγράφους και σε κεφάλαια που να χωρέσουν αυτό το αίσθημα της απελπισίας. Και δεν έχει νόημα, δεν γράφονται για να μείνουν πλέον όλα αυτά για να συμπληρώσουν κάποια μελέτη για την πολιτική και την τέχνη. Οι μαθητές μας δεν περιμένουν τίποτα. Ξέρουν όσα χρειάζονται για να μας γυρίσουν την πλάτη.
Άλλο κεφάλαιο δεν υπάρχει.
Είναι φαίνεται αδύνατο να γίνει καταγραφή του παρόντος, όταν το τέλος φαίνεται τόσο κοντά. Και μοιάζει πολυτέλεια ο σχολιασμός μου «περί τέχνης» και δεν πιστεύω ότι μπορεί η τέχνη να αλλάξει το τέλος. Μπορεί όμως να εγκαταλείψει πιο εύκολα τα περιττά στολίδια και τη διακόσμηση και την μεταμοντέρνα νοσταλγία, να γίνει άμεση, να συμπεριλάβει την αλήθεια αυτού του δεκαπεντάρη... Δηλαδή να στρατευτεί; Βλέπω τον τρόμο στο ερώτημα και δεν έχω καμία απάντηση, δε ξέρω τι σημαίνει αυτή η λέξη. Ξέρω μόνον ιστορικά πόσο λάθος ήτανε και πόσους καλλιτέχνες και πολιτικούς παραπλάνησε. Αλλά ναι, να στρατευτεί μαζί με όλους που κάποια στιγμή θα ξεσηκωθούν για να μην καούν απ’ τον φονικό Ήλιο στην Αφρική, με τους παρίες που κατοικούν στα Γκέτο μας, με τους διψασμένους για νερό κι όχι για το πετρέλαιο των 4Χ4 των αφεντικών, τους διψασμένους για την αλήθεια
Αυτό που μπορώ να κάνω είναι να περιγράψω δικά μου βιώματα και δικές μου προσπάθειες να σωθώ από τον κίνδυνο της «στρατευμένης τέχνης» αλλά δε θα το κάνω γιατί είμαι χωμένος μέσα στο πρόβλημα με εμπάθεια και δεν έχω την απαραίτητη απόσταση να βλέπω καθαρά.
Θυμάμαι στις δίκες του ‘89 τους φόβους για την πολιτική και πολιτιστική κατρακύλα των «Πράσινων δεξιών» που απαιτούσαν να ξαναπάρουν την εξουσία για να ολοκληρώσουν την κατηφόρα που άρχισαν και την ξαναπήρανε και από τότε η πολιτική μου αντίληψη μπερδεύτηκε παντελώς – συγνώμη για την αυτοκριτική, το μπέρδεμα στην δουλειά το θεωρώ εργαλείο και μου έμεινε η συνήθεια –αλλά ποτέ δεν χάρηκα με την επικράτηση των «Μπλε δεξιών». Θυμάμαι τον τότε αρχηγό μας επαρκέστατο κατήγορο και ικανότατο στην προσέγγιση της αλήθειας και επίσης θυμάμαι την τελείως αβάσιμη αισιοδοξία μας ότι αυτή η διαδικασία της αποκάλυψης με τη δική μας προσπάθεια θα μας... «αυξήσει το ποσοστό». Αυτό ήτανε ο στόχος μας... αυτό ήτανε πάντα το πλαφόν που εμείς οι ίδιοι ορίζαμε. Και μέσα σ’ αυτά τα όρια ταξιδέψαμε μέχρι σήμερα. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, δεν πιστεύω ότι μόνο εγώ ξέρω. Αυτό το αίσθημα της απελπισίας το έχω δει πολλές φορές στο πρόσωπο του Αλαβάνου και είναι μεγάλη παρηγοριά. Πρώτη φορά ηγέτης της αριστεράς έχει τόσο καθαρή την εικόνα της αλήθειας γραμμένη στο πρόσωπό του και στους τρόπους του. Ένα πρόσωπο που ξέρει δεν είναι ευχάριστο, γίνεται εξάγγελος και εύκολα μπορεί να απομονωθεί και να ακυρωθεί. Ίσως είναι η ελπίδα μας η αριστερά να χρησιμοποιήσει τα φυσικά της προσόντα και όχι μόνο το πλαφόν των ποσοστών. 1789 – 1989 λοιπόν διακόσια χρόνια ορθολογιστικής διαδρομής προς το τέλος. Το τέλος του «Υπαρκτού» που θεσμοθετήθηκε στα Σοβιέτ, το τέλος των ευρωπαϊκών κινημάτων, το τέλος των αυτοκλήτων σωτήρων τύπου 17η...
Το τέλος της φύσης των πραγμάτων όπως τα ξέραμε.
Η προφητεία του παράλογου μας δίνει 50 χρόνια ζωής. Όταν το άκουσα γέλασα, τώρα μου φαίνονται πολλά. Ακόμα και η ίδια η φύση ξεσηκώνεται σα να άκουσε αυτό το μικρό αγόρι και διαμαρτύρεται για τα 50 χρόνια... είναι πολλά λέει. Μετρήστε ξανά.
Δε ξέρω ποια είναι η συνέχεια. Όπως είπα πριν, δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλο κεφάλαιο. Αν υπάρχει όμως ας ακολουθήσουμε τα πρόσωπα που στο βλέμμα τους διακρίνουμε αυτή τη λύπη για το αδιέξοδο που επιτρέψαμε να εγκλωβίσει όλους εμάς και τα παιδιά μας. Προς το παρόν ας κάνουμε προσπάθεια να βγούμε από τις μικροσυνωμοσίες που ευτελίζουν την αξιοπρέπεια των τελευταίων.

Υ.Γ.
Σκέψεις που άρχισαν να γράφονται αρχές Ιουλίου στις διακοπές στις αρχές των πυρκαγιών και ολοκληρώθηκαν μέσα σ’ αυτήν την εικόνα της ολοκληρωτικής καταστροφής του Ελληνικού τοπίου.
Αυτή είναι η αρχή της ερημοποίησης... μας το είπε το μικρό αγόρι με το γερασμένο πρόσωπο και το μίσος στα μάτια του για εμάς τους υπεύθυνους...

                                                                  
Λήδα Καζαντζάκη

«Το πορτραίτο του καλλιτέχνη» μετά το ‘89

Τι θα μπορούσε να πει κανείς για τις (εικαστικές) τέχνες και τους εκφραστές της, έτσι όπως διαμορφώθηκαν στην ανατολική και στη δυτική Ευρώπη μετά το ’89; Ποια είναι η ειδοποιός  διαφορά μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τους δημιουργούς των μεταπολεμικών εποχών, πριν από την πτώση των τειχών, ποια τα σημεία επαφής τους;
«Η τέχνη δεν μπορεί να λειτουργήσει πια ως μια ριζοσπαστική κριτική ή μια μεταφορά της καταστροφής∙ μπορεί να παίξει με διάφορους τρόπους αλλά δεν μπορεί να παίξει εναντίον κάποιου. Δεν υπάρχει κανένας εχθρός ούτε κανένα σύστημα».
Η φράση αυτή του Ζαν Μπωντριγιάρ, του γάλλου φιλοσόφου που συνέδεσε το όνομά του με την ανάλυση του «μεταμοντέρνου» και την αναζήτηση  της «αλήθειας» πέραν της αρχής της εικονικής πραγματικότητας, θα μπορούσε να είναι προγραμματική για τις εικαστικές τέχνες και τους εκφραστές της μετά το ’89.
Η φράση αυτή του Ζαν Μπωντριγιάρ θα μπορούσε, δίχως άλλο, να εννοηθεί ως μια ερμηνεία του ακραίου ατομικισμού και του ατομοκεντρισμού που κυριάρχησε και στο χώρο των τεχνών, τόσο στην ανατολική όσο και στη δυτική Ευρώπη μετά το ‘89. Θα μπορούσε να θεωρηθεί μια κατά γράμμα απόδοση του παιγνιώδη εκλεκτικισμού του δυτικού «μεταμοντερνισμού», σύμφωνα με τη ρήση τα πάντα είναι επιτρεπτά. Θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ως μια διατύπωση της αποστροφής προς την πολιτική και την ιστορία, που επέλεξαν κάποιοι, άλλοτε προστατευόμενοι και επιδοτούμενοι από το κράτος καλλιτέχνες στις πρώην χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι οποίοι προσαρμόστηκαν, εξ ανάγκης, στη λογική του ανταγωνιστικού καπιταλισμού και στις πρακτικές της ατομικής τους επιβίωσης.
Την στηρίζει η παρούσα έκθεση στο μουσείο Tinguelyτης ελβετικής Βασιλείας, με την αμεριμνησία ή την άγνοιά της, όπως το εκλάβει κανείς. Στο εν λόγω μουσείο εκτίθενται  έργα των σιτουασιονιστών, που θέλησαν υπό τον Γκυ Ντεμπόρ, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, να ενσωματώσουν την τέχνη στην καθημερινότητα της ζωής και να την απεγκλωβίσουν από τους θεσμοθετημένους εκθεσιακούς της χώρους. Την στηρίζει ακόμα, με τον αναχρονιστικό ρομαντισμό της, η διακόσμηση του χώρου της τελευταίας ντοκουμέντα 12, η αναγόμενη στην πρώτη ντοκουμέντα της δεκαετίας του ’50, η οποία έλαβε χώρα ως παράρτημα μιας έκθεσης κηπουρικής, φτιαγμένη με τόνους παστέλ και μοτίβα ανοιξιάτικων λιβαδιών.       
Η φράση του Ζαν Μπωντριγιάρ, που προαναγγέλλει το τέλος των ρήξεων και του ριζοσπαστισμού στον χώρο των τεχνών, θα μπορούσε πράγματι να αντιστοιχεί στο κυρίαρχο «πορτραίτο του καλλιτέχνη» σήμερα: Ένας εγωκεντρικός κι αποκομμένος από τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα  καλλιτέχνης, που αντλεί από το παρελθόν για να πλάσει ένα παρόν χωρίς μέλλον. Όμως η εικόνα που φτιάχνει ο Μπωντριγιάρ δεν είναι, ευτυχώς, ικανή να καλύψει το εύρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τόσο στην ανατολική όσο και στη δυτική Ευρώπη. Η έκρηξη της «τέχνης του σώματος», που συμβαίνει σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης, και όχι μόνο, δεν είναι ένα σύμπτωμα απλής εσωστρέφειας. Το σώμα, που αποτυπώνεται απροκάλυπτα και ωμά άρρωστο ή κατακερματισμένο, σε ελαιογραφίες, σχέδια, φωτογραφίες-ντοκουμέντα, γίνεται ένας φορέας των προσωπικών και των κοινωνικών εντάσεων.
«Ένα αποτέλεσμα της πτώσης του τείχους του Βερολίνου μοιάζει να είναι σαφές: Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 τμήματα της τέχνης βρίσκονται πάλι πιο κοντά στη ζωή», γράφει ο Όλαφ Ζολγκ στο πολιτιστικό περιοδικό titel magazin. Η επιστροφή στην ανθρωποκεντρική ζωγραφική που παρατηρείται στην ενωμένη Γερμανία, ένθεν και ένθεν των παλαιών συνόρων του τείχους, δεν αποτελεί μια συντηρητική στροφή, όπως κάποιοι θέλουν να πιστεύουν. Ανέκαθεν οι δημιουργοί της τέχνης ήξεραν να επιστρέφουν στο πραγματικό, όταν το αφηρημένο και εννοιολογικό αδυνατούσε να αποτυπώσει τις κρίσεις που ταλάνιζαν τις εκάστοτε κοινωνίες. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα σημαντικότερα φυτώριανέων καλλιτεχνών από το ανατολικό και το δυτικό τμήμα της χώρας είναι η Σχολή Καλών Τεχνών της Λειψίας, έτσι ώστε να μιλά κανείς για «Νέα Σχολή της Λειψίας», όπου ο ρεαλισμός αποτελεί το βασικό της υπόβαθρο.
Δεν είναι, ακόμα, θέλω να  πιστεύω, διόλου τυχαίο ότι οι δύο νέοι γερμανοί καλλιτέχνες, αμφότεροι γεννημένοι στις αρχές τις δεκαετίας του ’60, που κατάφεραν με το έργο τους να διαρρήξουν τα σύνορα της χώρας τους, έθεσαν στο επίκεντρο του έργου τους την ανθρώπινη φιγούρα. Πρόκειται για τον δυτικογερμανό, προερχόμενο από τη ριζοσπαστική αριστερά Ντάνιελ Ρίχτερ και τον ανατολικογερμανό, εκ Λειψίας καταγόμενο και διδάσκοντα στην ήδη αναφερθείσα ομώνυμη Σχολή Καλών Τεχνών, Νέο Ράουχ. Ο πρώτος, που συνδυάζει τον παραμορφωτικό εξπρεσιονισμό των φιγούρων του με το φανταστικό των τοπίων του, κατορθώνει να μεταλλάξει, στα μεγάλων διαστάσεων έργα του που κυκλώνουν το θεατή, έναν εναγκαλισμό σε άγρια πάλη κι έναν αθώο περίπατο σε φυγή, και να κατοπτρίσει τη βιαιότητα του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε. Ο δεύτερος, συνθέτει στοιχεία από ένα μείγμα σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αμερικάνικης ποπ–αρτ και σουρεαλισμού, μεγεθύνοντας την αγωνία του απλού ανθρώπου που παλεύει για να επιβιώσει. Και οι δύο αντλούν τη θεματική τους από τη νεώτερη και τη σύγχρονη ιστορία: Ο Ντάνιελ Ρίχτερ αναπλάθει μια από τις αποτυχημένες κομμουνιστικές εξεγέρσεις στο Αμβούργο, και απεικονίζει το άλγος  των μεταναστών από την Αφρική που καταφθάνουν σήμερα εκεί. Ο Ράουχ επεξεργάζεται, με την απαραίτητη δόση ειρωνείας, τον μύθο του «Συμφώνου της Βαρσοβίας»,αντιπαραθέτει τη σύγχρονη  πάλη των εργατών με το άχθος του μη βιομηχανικού παρελθόντος των μύλων και το σύγχρονο άχθος της νεόδμητης κατοικίας.      
Δύο καταξιωμένοι καλλιτέχνες που πλάθουν, μαζί με  άλλους, ενταγμένους στις νέες συλλογικότητες του «περιθωρίου» των αυτοδιαχειριζόμενων γκαλερί των πόλεων, ένα διαφορετικό  «πορτραίτο του καλλιτέχνη» σήμερα. Ένα πορτραίτο που ανατρέπει τη δυσοίωνη ρήση του Μπωντριγιάρ  και αναδεικνύει ξανά την τέχνη ως μέσο ριζοσπαστικής κριτικής. Μετατρέποντας, τόσο στην ανατολική όσο και στη δυτική Ευρώπη, το προσωπικό σε πολιτικό.



Αλέξης Ζήρας

Ένας προθάλαμος του 1989

                                                                                                           Στον Δημήτρη Ραυτόπουλο

Δεν ξέρω τι υποδοχή θα έχει σήμερα, η κυριολεκτικά θρυλική αυτή εισήγηση του Ν. Χρουστσόφ, επιμελημένη με μεράκι από τις Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις και μεταφρασμένη απευθείας από τα ρωσικά (Νικήτας Σεργκιέγιεβιτς Χρουστσόφ, Για την προσωπολατρία και τις συνέπειές της. Εισήγηση στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ,μτφρ. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, σ. 152). Είμαι όμως βέβαιος ότι πριν από μόλις μία δεκαπενταετία η τύχη της θα ήταν τελείως διαφορετική, αφού στο διεθνές πολιτικό προσκήνιο διαδραματιζόταν τη στιγμή εκείνη η μοιραία πράξη μετάβασης της ήδη βαθιά ρηγματωμένης Σοβιετικής Ένωσης, προς το πιο ανεξέλεγκτο καθεστώς ελεύθερης οικονομίας που γνώρισε η Ευρώπη. Και η  ειρωνεία του πράγματος βρίσκεται στο ότι η εν λόγω εισήγηση του Χρουστσόφ, σταλμένη το 1956 προς όλες τις κομματικές οργανώσεις βάσης με την εντολή ναμη δημοσιευτεί, παρουσιάζεται μόλις το 1989 από το δελτίο Νέα της ΚΕ τουΚΚΣΕ. Δηλαδή τη στιγμή που ένας ολόκληρος κόσμος, κράτη, πολιτικές ηγεσίες, ιδεώδη, καταρρέουν, η δημοσίευση συνοδεύει αυτήν την σαρωτική ανατροπή, έστω και συμβολικά, σαν μια ανεξόφλητη μορφή πρωθύστερου. Αυτή η τελευταίας στιγμής δημοσίευση, φιλοξενημένη σε ένα επίσημο κρατικό δελτίο, μοιάζει σαν ύστατο, κύκνειο άσμα ενός καθεστώτος που, οι βασικές εμπλοκές της λειτουργίας του και οι κρίσιμες ανασχέσεις της εξέλιξής του, οφείλονταν κατά κύριο λόγο στην έλλειψη δημοκρατίας, στην έλλειψη δυνατότητας ελέγχου όλης της πυραμίδας που αντιπροσώπευε την οργάνωσή του. Με άλλα λόγια, στα όσα αναφερόταν η εισήγηση, σαράντα και πλέον χρόνια πιο πριν. Γιατί ήταν και είναι πασίγνωστο ότι ο σταλινισμός δεν υπήρξε ένα παροδικό φαινόμενο στην ΕΣΣΔ, δεν εξέπνευσε μαζί με τον Στάλιν· ούτε και η προσωπολατρία έπαψε να υπάρχει με το που καταγγέλθηκε, απλώς και μόνο, στο περίφημο 20ό Συνέδριο.
Ορισμένοι στοχαστές, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, υποστήριζαν ήδη από τη δεκαετία του ‘60 ότι η προσωπολατρία είναι ένα φαινόμενο σύμφυτο με την παράδοση και την οργάνωση του σοβιετικού κράτους, και η αλήθεια είναι, κρίνοντας από το ιστορικό της διαδρομής της προκείμενης χρουστσοφικής εισήγησης, ότι εξαρχής είχε πολύ λιγότερες επιπτώσεις στην λειτουργία των μηχανισμών του και πολύ περισσότερες στις διεργασίες μετασχηματισμού των μεταπολεμικών ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων. Το πόσο αμήχανη και διστακτική ήταν η στάση του ίδιου του συνεδρίου και των ίδιων των συνέδρων απέναντί της, φαίνεται από δύο βασικά γεγονότα τα οποία μνημονεύονται στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης: πρώτα, ότι η ομιλία του Χρουστσόφ διαβάστηκε σε κλειστή συνεδρία, κι, έπειτα, ότι δεν κρατήθηκαν ούτε στενογραφημένα πρακτικά ούτε και πραγματοποιήθηκε απ’ αφορμή της ευρύτερη συζήτηση μεταξύ των μελών. Έτσι, με πρόταση του Μπουλγκάνιν “ο οποίος προήδρευε της συγκεκριμένη συνεδρίας, το συνέδριο ομόφωνα έλαβε την απόφαση” της έγκρισης, μη διαφέροντας ουσιαστικά σε τούτο από αναρίθμητες άλλες εισηγήσεις οι οποίες πέρασαν στην Κεντρική Επιτροπή, χωρίς άλλες ζυμώσεις.
Παραταύτα, πρόκειται αναμφίβολα για μια εισήγηση με πολλές καίριες διαγνώσεις και με πολλά επακόλουθα που επρόκειτο να επηρεάσουν τόσο την ιστορία της ΕΣΣΔ στις επόμενες δεκαετίες όσο και την παγκόσμια ιστορία. Η εισήγηση του Χρουστσόφ Για την προσωπολατρία και τις συνέπειές της–εδώ, στη μετάφραση του Δ. Τριανταφυλλίδη, συνοδεύεται από το ρωσικό πρωτότυπο-είναι γεμάτη με παραδείγματα, αντλημένα από την δράση της σταλινικής εξουσίας μετά τον θάνατο του Λένιν και τις επόμενες  δεκαετίες του “μεγάλου τρόμου”, τα σφάλματα και τις υπερβολές της. Η σοβαρότερη όμως διάγνωση, κατά τη γνώμη μου, ήταν η έμμεση διαπίστωση που διατρέχει όλες τις σελίδες της ομιλίας, ότι η προσωπολατρία της περιόδου κυριαρχίας του Στάλιν ανταποκρινόταν σε μια παθητική σχέση υποταγής της υλικοτεχνικής δομής, του κρατικού μηχανισμού και των ανθρώπινων συνειδήσεων, στο ένα και μοναδικό αλάθητο της ηγεσίας. Πράγμα που όμως για ορισμένους αναλυτές και ιστορικούς της εποχής εκείνης, όπως και μεταγενέστερους,  δεν αντιπροσωπεύει παρά τη μισή αλήθεια. Δεν ήταν το συγκεκριμένο άτομο που συγκεντρώνοντας τις εξουσίες στα χέρια του γεννούσε την προσωπολατρία, αλλά ο όλος μηχανισμός ενός πολιτικού σχηματισμού, που τα στελέχη του αλλοίωναν με τις αποφάσεις τους βασικές έννοιες της δημοκρατικής εκπροσώπησης και, σε μεγάλο βαθμό, στην περίπτωση της ΕΣΣΔ, μετέφεραν εν πολλοίς την ασιατική νοοτροπία τους στην οργάνωση της κομματικής και της κρατικής πολιτικής κουλτούρας. Ένας ιδεολογικός μετασχηματισμός που, λόγω ακριβώς της έλλειψης δημοκρατικού ήθους, αντλούσε τη δύναμη αναπαραγωγής του από την μυστικοπαθή σχέση του κόμματος με τον εκάστοτε ηγέτη του. Φαινόμενο με άλλα λόγια που αναλογικά δεν ήταν άγνωστο και σε άλλα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Ευρώπης, ιδίως στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Όπως, λ.χ., στον πατερναλιστικό τρόπο με τον οποίο εμφάνιζαν τον Ιωάννη Μεταξά οι προπαγανδιστές του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.
Για να συγκεντρωθούμε στα σχετικά με την ελληνική εμπειρία του μεταπολέμου, θα ήταν νομίζω παράλειψη αν δεν υπογραμμίζαμε με την ευκαιρία το πόσο και το πώς επέδρασε, αν όχι καθαυτό το κείμενο της εισήγησης του 20ού Συνεδρίου που, όπως είδαμε, παρέμεινε άγνωστο στο σύνολό του, οπωσδήποτε ο μύθος που δημιούργησαν οι αποκαλύψεις του Νικήτα Χρουστσόφ, στα πιο φιλέρευνα και ανήσυχα πνεύματα της μεταπολεμικής ελληνικής αριστεράς. Το πόσο και το πώς επέδρασε είναι δύο ζητήματα που κατά την τελευταία εικοσαετία έχουν κατ’ επανάληψη απασχολήσει τους ιστορικούς και ιστοριογράφους που ασχολούνται με τη σύγκρουση δογματισμού και ανανέωσης στις δεκαετίες του 1940, 1950 και 1960, όχι μόνο στο πεδίο των εκάστοτε πολιτικών επιλογών του κόμματος αλλά και στο πεδίο της προσωπικής έκφρασης, η οποία σε πάμπολλες περιπτώσεις έμεινε κρυμμένη επί σειρά ετών. Ας πούμε, σε προφορικές μαρτυρικές καταθέσεις, σε ημερολόγια και σε αρχειακά τεκμήρια (βλ. το περ. Αρχειοτάξιο) που σήμερα ανασυγκροτούν με διαφορετικό τρόπο την εικόνα που είχαμε για την κίνηση των ιδεών, τις προσλήψεις των διεθνών ρευμάτων και τις επιδράσεις τους στον προβληματισμό των λογίων, των διανοουμένων αλλά και των απλών συστασιωτών εκείνης της περιόδου. Είναι λ.χ. γνωστό ότι η ίδια η παρουσία της Επιθεώρησης Τέχνης, του εμβληματικού περιοδικού που εξαρχής φάνηκε ότι ανοίγεται προς την προοπτική ενός σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο, όσο και οι συνεχείς ιδεολογικές διεργασίες και αντιθέσεις που παρατηρούνταν στις σχέσεις μεταξύ του πυρήνα της εκδοτικής του επιτροπής και της επίσημης γραμμής της όποιας κομματικής καθοδήγησης σε θέματα πολιτισμού, συνδέονται οργανικά με το δημοκρατικό αναμενόμενο που προέκυψε από το 20ό Συνέδριο. Όσο κι αν το αναμενόμενο μήνυμα είναι αλήθεια ότι ουδέποτε υπήρξε καθαρό στα αμέσως μετά το 1956 χρόνια, ιδίως στα δορυφορικά, όπως το ελληνικό, κόμματα της αριστεράς που αντιστοιχούσαν στην ζώνη της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Με τις πολύ περισσότερες ανασχέσεις τους, τις καθόλου σπάνιες επιστροφές σε μορφές ιδεολογικής σκλήρυνσης και τις αναρίθμητες διγλωσσίες που είχαμε την ευκαιρία να δούμε στην πρόσφατη συναγωγή άρθρων του Δημήτρη Ραυτόπουλου, Αναθεώρηση Τέχνης (2006) -ο οποίος ήταν από τους βασικούς συντελεστές του περιοδικού- να συσκοτίζουν το νόημα της κάθαρσης από τις επιβιώσεις του δογματικού πατερναλισμού και της  προσωπολατρίας.
Ωστόσο, παρά τις ανασχέσεις, που υποδηλώνουν ακριβώς τη φάση μετάβασης από τη μια ιστορική περίοδο στην άλλη, σε μια ευρεία προοπτική χρόνου, νομίζω ότι το πνεύμα του 20ού Συνεδρίου λειτούργησε τελικά ως γεγονός εξαιρετικά κρίσιμο και κριτικό για αυτή καθαυτή την υπόσταση της ΕΣΣΔ. Για την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ακόμα και αυτήν που ήταν ευνοϊκά διακείμενη απέναντι στο σοβιετικό καθεστώς, είναι αναμφίβολο ότι ο συνδυασμός του πνεύματος της ομιλίας του Χρουστσόφ, των παραδειγμάτων του από την μακρά πορεία της σταλινικής απολυταρχίας, αλλά και η ταυτόχρονη εισβολή των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Ουγγαρία, αποτέλεσαν μακροχρόνια ένα διαλυτικό μείγμα, που οδήγησε στην ιδεολογική διάσταση και στην αποξένωση της διανόησης και της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας από τον σοβιετικό μαρξισμό. Με αυτή την έννοια, δεν μου φαίνεται σήμερα ιδιαίτερα παράδοξο το να υποστηρίξω ότι οι αποκαλύψεις του Χρουστσόφ το 1956 ήταν κατά πολλούς τρόπους και από πολλές πλευρές ο προθάλαμος του 1989. Υπέδειξαν κάποιες δομικές αντινομίες στην ίδια τη φύση της θεσμικής οργάνωσης του κράτους, που ως τότε ήταν αφανείς ή που απωθούνταν ως προερχόμενες από εχθρικές προς τον σοσιαλισμό θεωρίες. Και, τελικά, κινητοποίησαν, με μια βραδεία απορρυθμιστική διαδικασία, μια εξέλιξη ιστορική που το απώτατο σημείο της ήταν η εκ των έσω κατάρρευση του καθεστώτος.


Μάκης Καβουριάρης

Το χθες εγκαλεί το σήμερα

Τον Νοέμβριο του 1989, λίγο μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, μια ομάδα φοιτητών μου στο Παρίσι, μου έφερε ένα μικρό κομμάτι (2Χ3 εκατοστά) από το κατεστραμμένο τείχος, που μοιραζότανε ως λείψανο ενός κόσμου που χάθηκε. Ήταν ίσως η απάντησή τους στα μαθήματά μου για την αναγκαιότητα ενός σχεδιασμού της οικονομίας και την κατάργηση των νόμων της αγοράς. Για την συνηγορία μου ως δασκάλου υπέρ του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Ο κόσμος που χάθηκε
Παρά το γεγονός ότι είχαμε, ως πολιτική οργάνωση, από καιρό ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς μας με τα καθεστώτα των χωρών του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, αυτό το μικρό γκρίζο κομμάτι πέτρας με έθλιψε. Συμβολικά σηματοδοτούσε την κατάρρευση ενός κόσμου που αποτελούσε το αντίπαλο δέος σ’ αυτό που θέλαμε να ανατρέψουμε. Ενός κόσμου που δεν τον θέλαμε, έτσι όπως εξελίχθηκε, αλλά που αντιστοιχούσε σ’ αυτό που θέλαμε να πετύχουμε: την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την χρησιμοποίησή τους για την εκμετάλλευση των εργαζομένων και την διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Ενός κόσμου που, με τεράστιες θυσίες στον 2οπαγκόσμιο πόλεμο, πολέμησε τον φασισμό. Ενός κόσμου που, παρά την αντίθεσή μας σε θέματα δημοκρατίας, συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων, λειτουργίας του κρατικού και του κομματικού μηχανισμού, αντιμετώπισης των αντιφρονούντων και άλλα πολλά, εξασφάλιζε εργασία για όλους, εκπαίδευση και κάλυψη των αναγκών υγείας του πληθυσμού. Ενός κόσμου που, στο διεθνές πεδίο, αποτελούσε κάποια αντίσταση στην ιμπεριαλιστική εξάπλωση των καπιταλιστικών χωρών. Σίγουρα αν ο κόσμος αυτός δεν είχε καταρρεύσει δεν θα είχαμε την κατάσταση, έτσι όπως εξελίχθηκε, στα Βαλκάνια, την Παλαιστίνη, το Ιράκ, το Νταρφούρ. Δεν θα είχαμε την παγκοσμιοποίηση με τους όρους που προσπαθούν να την επιβάλουν. Παραπέμποντας στον Αλαίν Μπαντιού, ο Σλάβοϊ Ζίζεκ στο βιβλίο του Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό; (εκδόσεις SCRIPTA), θεωρεί ότι «παρά τις φρικαλεότητες και τις αποτυχίες του ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που –τουλάχιστον για μερικές δεκαετίες- έμοιαζε να συνιστά μια αποτελεσματική απειλή κατά της παγκόσμιας κυριαρχίας του καπιταλισμού, φοβίζοντας πραγματικά τους εκπροσώπους του και εξωθώντας τους σε παρανοϊκές αντιδράσεις».
Στον σύντομο 20όαιώνα, όπως τον ιστορεί ο Χομπσμπόμ στην |Εποχή των Άκρων| (εκδόσεις Θεμέλιο), το 1989 σηματοδοτεί το τέλος του ψυχρού πολέμου που επισήμως άρχισε με τον λόγο του Τσόρτσιλ στο Φούλτον τον Μάρτιο του 1946, όπου για πρώτη φορά αναφέρεται στο Σιδηρούν Παραπέτασμα, που χωρίζει την Ευρώπη από την Βαλτική μέχρι την Αδριατική και καλεί τους λαούς της αγγλικής γλώσσας να ενωθούν για να αποτρέψουν κάθε πρόκληση, και τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης αναχαιτίσουν την κομμουνιστική εξουσία. Πέρα από το τέλος του ψυχρού πολέμου, το γκρέμισμα του τείχους, τον Νοέμβριο του 1989, σηματοδοτεί την κατάρρευση του Σοβιετικού συστήματος, που συντελέστηκε με γρήγορους ρυθμούς τα αμέσως επόμενα χρόνια. Το Συμβούλιο Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας διαλύθηκε τον Ιούνιο του 1991 και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας τον Ιούλιο. Τον Δεκέμβριο του 1991 παραιτείται ο Γκορμπατσώφ και μπαίνουμε στην εποχή του Γιέλτσιν. Συγχρόνως διαλύεται η Σοβιετική Ένωση και δημιουργείται η παραπαίουσα Κοινότητα των Ανεξαρτήτων Κρατών.

Οι συνέπειες της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού»
Η κατάρρευση οδήγησε σε ιδεολογική, οργανωτική και πολιτική παρακμή τα κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης που λειτουργούσαν με πρότυπο το σοβιετικό κομμουνιστικό κόμμα και είχαν ως αναφορά το κέντρο του σοσιαλισμού, την Σοβιετική Ένωση. Για γενιές κομμουνιστών η ιδέα του σοσιαλισμού ταυτίστηκε με την άνευ όρων υποστήριξη της «σοσιαλιστικής πατρίδας». Και όταν αυτή η σοσιαλιστική πατρίδα έπαψε να υπάρχει, όταν ο «φάρος του σοσιαλισμού» έπαψε να φωτίζει τον δρόμο τους, τα κόμματα αυτά βρέθηκαν βαθιά νυχτωμένα και υποχρεωμένα να ζήσουν εκ περιουσίας, με ό,τι είχαν δημιουργήσει στη μεγάλη και σε πολλές περιπτώσεις μεγαλειώδη πορεία τους.
Η διάλυση του σοσιαλιστικού κέντρου δεν οδήγησε στην ενδυνάμωση των κομμάτων και των κινήσεων που είχαν απομακρυνθεί από τη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Γιατί οι θεωρητικές αναζητήσεις τους και η πρακτική τους δεν ξεπέρασαν τα όρια και τους όρους της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας σοβιετικού ή κινεζικού τύπου και των τροτσκιστικών διαφοροποιήσεων στις δύο αυτές εκδοχές «πραγμάτωσης του σοσιαλισμού».
Το εντυπωσιακό είναι η ταχύτητα με την οποία οι χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» κατεδάφισαν το σοβιετικό σύστημα και εισήγαγαν νέες μορφές ιδιοκτησίας και οργάνωσης της παραγωγής. Η ταχύτητα εισαγωγής καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής μπορεί να εξηγηθεί από την οικονομική καταστροφή στην οποία οδήγησε η περεστρόικα. Και την ιδιοποίηση του πλούτου και των πηγών του πλούτου από το  κομματικό κατεστημένο. Αυτό δε που είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό, είναι η ευκολία με την οποία εγκαταλείφθηκε ο μαρξισμός-λενινισμός, ως θεωρία και ως ιδεολογικός μηχανισμός πάνω στην οποίο στηρίχτηκε η αντιπαράθεση προς τον καπιταλισμό. Η ευκολία με την οποία η πλειονότητα  αυτών των χωρών ενσωματώθηκαν στη δύση και διεκδίκησαν την πλήρη εξάρτησή τους από τις ΗΠΑ. Ένταξη στο ΝΑΤΟ, συμμετοχή στον πόλεμο στο Ιράκ, διαγραφή της ιστορικής τους πορείας. Οι άνθρωποι από μάρμαρο μπήκαν στην υψικάμινο και το μάρμαρο έγινε ασβέστης. 
Το 1989 ανταποκρίνεται στην επανάσταση όπως την περιγράφει ο Λένιν, ως την κατάσταση όπου οι από πάνω δεν μπορούν να κυβερνήσουν όπως πριν, και όπου οι από κάτω δεν θέλουν να τους κυβερνούν όπως πριν. Όμως, παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε μια τέτοια κατάσταση, δεν πρόκειται για επανάσταση. Η λαϊκή συμμετοχή στις αλλαγές που ακολούθησαν ήταν και παραμένει ανύπαρκτη. Οι αλλαγές όχι μόνο γίνανε ερήμην του λαού, αλλά, σε  μεγάλο βαθμό, και εναντίον του. Γιατί τα αρνητικά του σοβιετικού καθεστώτος και οι αντιδράσεις που προκάλεσαν έγιναν το βάθρο πάνω στο οποίο στήθηκε μια μετέωρη κοινωνία. Το 1989 επαλήθευσε αυτό που ο Μαρξ έγραψε στη Μιζέρια της Φιλοσοφίας, για την ιστορία που προχωράει από την κακή πλευρά της.

Το χθες εγκαλεί το σήμερα
Σήμερα η Ρωσία, εκμεταλλευόμενη  τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα στον κλάδο της ενέργειας και τους άλλους φυσικούς πόρους που διαθέτει, ξαναβρίσκει το ρόλο της στην διεθνή σκηνή. Μετά το χάος της εποχής Γιέλτσιν, ο Πούτιν προσπαθεί να πείσει τον ρωσικό λαό ότι μπορεί να επιβάλει κάποια τάξη, και στο συμβολικό πεδίο αποκαθιστά μια κάποια συνέχεια με το καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης. Βέβαια σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για επιστροφή στο παλαιό καθεστώς. Σύμφωνα με τον Αντρέϊ Γκρατσέφ, βοηθό και εκπρόσωπο τύπου του Γκορμπατσόφ, ακόμα και οι κομμουνιστές που ακολουθούν τον Ζιουγκάνοφ δεν προτείνουν την επιστροφή στο πρώην καθεστώς. Νοσταλγούν τον ρόλο που έπαιζε η Σοβιετική Ένωση και μια κάποια σταθερότητα και κοινωνική ασφάλεια. Αυτή η νοσταλγία δεν εμπεριέχει τον μύθο του κομμουνισμού. Σίγουρα όμως πολύ λίγοι είναι αυτοί που στη σημερινή Ρωσία είναι ευτυχισμένοι με το άνοιγμα προς τον καπιταλισμό. Για τους ρώσους, «αν οι κομμουνιστές δεν τους έπεισαν για τον θρίαμβο του κομμουνισμού οι ‘δημοκράτες’  τους έκαναν να μισήσουν πολύ γρήγορα τον καπιταλισμό» (βλέπε συνέντευξη του Αντρέι Γκρατσέφ στον Ζιλμπέρ Βάσερμαν, Επιθεώρηση Κινήματα, 25-2003/1).
Το 1999 ο Χόμπσμπομ στην συνέντευξη του στον Αντόνιο Πόλιτο, (εκδόσεις Θεμέλιο), γράφει: «Ο εκπληκτικός δυναμισμός της οικονομίας στην οποία ζούμε, έχει καταστρέψει πολλές από τις λύσεις και τις δομές που είχαμε στο παρελθόν. Kι αυτό ρίχνει όλο και περισσότερους ανθρώπους σε μια κατάσταση όπου δεν μπορούν να προσφύγουν σε σαφείς κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, προοπτικές και κοινές αξίες -όπου δεν γνωρίζουν τι να κάνουν με την ατομική και συλλογική τους ύπαρξη. Kι αυτό δεν ισχύει μόνο για θεσμούς όπως η οικογένεια, αλλά και για τους πολιτικούς θεσμούς που αποτέλεσαν το βάθρο του πολιτισμού, ‘τη δημόσια σφαίρα’, όπως την αποκάλεσε ο Habermas. Πολιτική, κόμματα, εφημερίδες, οργανώσεις, αντιπροσωπευτικές συνελεύσεις και κράτη: κανένας από αυτούς τους θεσμούς δεν λειτουργεί σήμερα όπως λειτουργούσε στο παρελθόν και όπως υποθέσαμε ότι θα συνέχιζαν να λειτουργούν για μακρό χρονικό διάστημα. Το μέλλον τους είναι ασαφές. Για αυτόν τον λόγο, στα τέλη του αιώνα, δεν μπορώ να ατενίσω το μέλλον με μεγάλη αισιοδοξία».
Σε τελική ανάλυση, η κατασκευή του τείχους το 1961 ήταν μια παρανοϊκή ενέργεια, με εξαίρετο όμως συμβολισμό, στις σχέσεις Ανατολής και Δύσης. Η πτώση του επομένως θα ήταν ένα αισιόδοξο γεγονός, αν δεν αποτελούσε τμήμα της αλληλουχίας των γεγονότων που οδήγησαν στην κρίση και την κατάρρευση του σοσιαλιστικού συστήματος. Όπως αισιόδοξο γεγονός θα ήταν και η καταστροφή των τειχών που υψώθηκαν για να διαχωρίσουν ή να αποκλείσουν πληθυσμούς: τα τείχη των ισπανικών πόλεων στο Μαρόκο, για των αποκλεισμό των μεταναστών από τις αφρικανικές χώρες. Το δικό μας θανατηφόρο τείχος από νάρκες στον Έβρο. Τα 23 χιλιόμετρα τείχους που αποκλείουν την πρόσβαση των μεταναστών από την Τιχουάνα στο Σαν Ντιέγκο και το σχέδιο του Μπους για την κατασκευή ενός τείχους 3.200 χιλιομέτρων ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Μεξικό. Τα 700 χιλιόμετρα τείχους που υψώνει το Κράτος του Ισραήλ στη Δυτική Όχθη για να αποκλείσει τους Παλαιστίνιους από τα εδάφη τους. Τα τείχη στη Βαγδάτη που κατασκευάζουν οι Αμερικάνοι για να χωρίσουν τις συνοικίες των σουνιτών και των σιϊτών (Τιερί Πακό: «Οι τοίχοι του φόβου», Μοντ Ντιπλοματίκ, Οκτώβριος 2006).
Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτά τα τείχη εκφράζουν την παράνοια στις έσχατες συνέπειές της. Γιατί, παράλληλα με τα πραγματικά τείχη υψώνονται και ιδεολογικά τείχη, με σοβαρές επιπτώσεις στις σχέσεις των πληθυσμών. Και αν η πτώση του τείχους του Βερολίνου εν μία νυκτί επέφερε την άμεση αποϊδεολογικοποίηση των πρώην σοσιαλιστικών δημοκρατιών, τα άλλα τείχη θεμελιώνουν ιδεολογικές συνέπειες σε βάθος χρόνου.      

Κώστας Βούλγαρης

Από την ποίηση στο ’89
(και από τη λογοτεχνία στην αριστερά)

Ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω με μια προσωπική νότα. Το καλοκαίρι του 2000, αρχίζω να δημοσιεύω μια σειρά κειμένων για τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μου σε αυτή που γράφουν άνθρωποι της ηλικίας μου, αλλά και νεώτεροι, που όλοι ενηλικιώθηκαν απ’ τη Μεταπολίτευση και μετά. Σύντομα όμως, το ίδιο το σώμα των ποιητικών κειμένων με οδηγεί σε μια διαπίστωση: περί το ’89, και οπωσδήποτε μετά από αυτό, αρχίζει να παρακάμπτεται ή να αμφισβητείται το δεδομένο ποιητικό παράδειγμα, να δημιουργείται μια ευδιάκριτη τομή, μέσα στο έργο αρκετών από αυτούς τους ποιητές. Τα πρώτα τους ποιήματα, που είχαν γράψει κατά τη δεκαετία του ’80, δεν βρίσκουν μια φυσιολογική και απρόσκοπτη συνέχεια στη δεκαετία του ’90. Στοιχεία νέων ποιητικών φαίνεται να σχηματίζονται από το ’89 και εντεύθεν, με πρώτο τους χαρακτηριστικό τον ανοικτό διάλογο με την ιστορία, όχι μόνο με αυτή του παρελθόντος αλλά και με την παροντική ιστορία, με αναφορές στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τους συνακόλουθους πολέμους, στους πρόσφυγες κλπ, αλλά και εμφανή αγκύρωση στις ιδέες και τον σύγχρονο στοχασμό. Έτσι όμως, μέσα από την εμπλοκή με την ιστορία και τις ιδέες, προκύπτει ένα δεύτερο χαρακτηριστικό: πρόκειται για μια ποίηση με έντονη πολιτικότητα, που ξαναπιάνει το νήμα από τους μεταπολεμικούς ποιητές και ανακόπτει τη μονοκαλλιέργεια, απ’ τα χρόνια του ’60 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, του ελεγείου της καθημερινότητας και της έκθεσης των συναισθημάτων, δηλαδή εκείνης της τάσης που στο απόγειό της ονομάστηκε και «ποίηση του ιδιωτικού οράματος». Ένα τρίτο χαρακτηριστικό είναι η επιστροφή της αφηγηματικότητας στον ποιητικό λόγο, που παίρνει τη μορφή του συνθετικού ποιήματος και, συνηθέστερα, του δραματικού μονολόγου ή απολόγου. Πρόκειται για μια ποίηση που μπορεί να αφηγείται ακόμα και την ιστορία των μορφών της ή την «ιστορία της ιστορίας», και εμφανίζεται ακριβώς τη στιγμή της συζήτησης περί του τέλους των μεγάλων αφηγήσεων και του θανάτου της λογοτεχνίας, ανατέμνοντας και συνοψίζοντας ολόκληρες ιστορικές διαδρομές, εκβάλλοντας σε μορφές πρωτότυπες και δραστικές. Ένα τέταρτο, μορφολογικό χαρακτηριστικό, είναι η αποδιάρθρωση του «ελεύθερου στίχου», είτε με τον πεζολογικό τόνο του ποιητικού λόγου μέσα στον αφηγηματικό καμβά, είτε με την προσφυγή σε παραδοσιακές, προμοντερνιστικές φόρμες. Τα ονόματα και τα βιβλία των ποιητών αυτών είναι γνωστά, αλλά ως σημεία αναγνώρισης ας αναφέρω, απολύτως ενδεικτικά, τον Κύριο Φογκτου Γιάννη Βαρβέρη, τη συλλογική Ανθοδέσμη, το Αδιαπέραστο φωςτου Βαγγέλη Κάσσου, το Ανιστόρητοτου Σπύρου Βρεττού, τη Ζωή κλεισμένη, του Δημήτρη Χουλιαράκη, το Επεισόδιοτου Γιώργου Μπλάνα, τη συλλογή Στο σκοτάδι μετέωροςτου νεώτερου Γιώργου Λίλλη, και το έργο του Ηλία Λάγιου.
Με έναυσμα αυτές μου τις απόψεις, που βήμα το βήμα μορφοποιούνται, ξεκινά μια συζήτηση στα «Ενθέματα» της Αυγής, κατ’ αρχήν με τους ίδιους τους ποιητές (Μπλάνας, Κάσσος, Κοροπούλης, Λαλιώτης), η οποία όμως διακόπτεται από τον επιμελητή των «Ενθεμάτων» πριν ολοκληρωθεί. Επανέρχομαι, αρχές του 2002, σημειώνοντας ότι θα πρέπει να δούμε αυτήν την τομή, και πως για να την ορίσουμε μάλλον θα πρέπει να προσφύγουμε στο πιο χρηστικό γραμματολογικό εργαλείο και να μιλήσουμε για μια νέα ποιητική γενιά, η οποία δεν μπορεί να ονομαστεί αλλιώς, παρά με βάση το σημείο εκκίνησής της, δηλαδή ως γενιά του ’89, η οποία τώρα πια συνθέτει, εν προόδω, το νέο ποιητικό παράδειγμα.
Βεβαίως και δεν υπήρξε κάποια κοσμογονική παρθενογένεση τη νύχτα της 9ης Νοεμβρίου του 1989, αλλά στην ποίηση, όπως άλλωστε και στην πεζογραφία, επιταχύνθηκαν, μορφοποιήθηκαν και γενικεύθηκαν ενδιάθετες τάσεις και δυνατότητες, μέσα σε ένα πλήθος υστερο-μοντερνιστικών δοκιμών, που όλες βέβαια έχουν τον δικό τους ρόλο και διεκδικούν την ιδιαίτερη θέση τους στο παλίμψηστο της σύγχρονης λογοτεχνίας μας. Δεν αναφέρομαι όμως σε αυτό το σύνολο, αλλά μόνο σε μία ιδιαίτερη περιοχή του, η οποία για μένα παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Όσο κι αν αυτά ακούγονται ωραία, και αρκούντως φιλολογικά, θέτουν μεγάλα ερωτήματα. Για παράδειγμα: απώλεσε πια τη δυναμική του το ποιητικό (και βεβαίως αισθητικό και ιδεολογικό) υπόδειγμα της γενιάς του ’30; Υπάρχουν σήμερα ισχυρά ποιητικά έργα, που πάνω τους μπορεί θα συντεθεί το νέο παράδειγμα; Αυτή η τομή αντιστοιχεί στο σχήμα μοντέρνο/μεταμοντέρνο;
Για να απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα, η μία λύση ήταν να περιοριστώ στο πεδίο της κριτικής της ποίησης, επιμένοντας να αποδείξω τους ισχυρισμούς μου. Στην καλύτερη όμως περίπτωση, αν υποθέσουμε πως η προσπάθειά μου θα εστέφετο με πλήρη επιτυχία, θα έφτιαχνα μια ακόμη έωλη περιοδολόγηση, σαν αυτή που επέβαλε η γενιά του ’30, η οποία, επιπλέον, με πρωτοφανή εγωτισμό, αυτοορίστηκε ως γενιά «του ‘30» και αγνόησε το ιστορικό όριο του 1922, δηλαδή τη στιγμή της ολοκλήρωσης του έθνους-κράτους και της κυριάρχησης των εσωτερικών κοινωνικών αντιθέσεων, και μαζί απώθησε στην «παράδοση» την εξόχως νεωτερική λογοτεχνία του Βάρναλη, του Καρυωτάκη, του Πικρού και των κοινωνικών πεζογράφων του ’20, προκειμένου να μονοπωλήσει τον μοντερνισμό. Επίσης, αν επέλεγα αυτή τη λύση, δεν θα είχα πού αλλού να «ακουμπήσω», παρά σε ό,τι αγοραία ονομάστηκε μεταμοντέρνο, προστρέχοντας στην εισαγόμενη βιβλιογραφία. Αλλά ακόμα κι αυτό θα ήταν έωλο, γιατί, αν κάτι άλλαξε τα τελευταία χρόνια στην ποίηση, στη λογοτεχνία και στις τέχνες, είναι πως έχει τροποποιηθεί, έχει ατονήσει η σχέση κέντρου-περιφέρειας, όσον αφορά τις αισθητικές αναζητήσεις. Η σύγχρονη ελληνική ποίηση, για την οποία μιλάω, δεν έπεται, δεν ακολουθεί κάποιο υπόδειγμα από την Εσπερία, αλλά αντιμετωπίζει, εν ταυτώ χρόνω, τα ίδια ερωτήματα, τα ίδια αισθητικά αδιέξοδα, δοκιμάζει αντίστοιχες απαντήσεις, συμμετέχει δηλαδή στο διεθνοποιημένο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, συχνά μάλιστα προηγείται. Για παράδειγμα, το συνθετικό ποίημα |Νύχτα| του Μπλάνα, όπου θεματοποιείται η σκέψη και η πνευματική περιπέτεια του Ντεκάρτ, μέσα από μια σημερινή οπτική που συνοψίζει τους αιώνες ορθολογισμού που προηγήθηκαν, εκδίδεται το 1991, για να ακολουθήσει, το 2003, ο σχεδόν ομήλικός του γερμανός ποιητής Ντουρς Γκρούνμπαϊν, στα ίδια καρτεσιανά και σε ανάλογα αναστοχαστικά μονοπάτια, με το επίσης αφηγηματικό ποίημα |Του χιονιού, ή ο Ντεκάρτ στη Γερμανία|, του οποίου η μορφή και η στιχοποιία ακολουθούν τις αναζητήσεις, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, του Λάγιου ή του Διονύση Καψάλη. Μάλιστα ο Καψάλης έχει υποστηρίξει με τον δοκιμιακό του λόγο και ισχυρά επιχειρήματα αυτήν την κατεύθυνση.Βεβαίως γράφεται και μεταμοντέρνα ποίηση στις μέρες μας, π.χ. από τον Ευγένιο Αρανίτση, αλλά δεν είναι αυτή που δίνει τον τόνο στις εκφάνσεις της νέας ποιητικής, η οποία, πιο σωστό θα ήταν να πούμε, πως συγκροτείται σε διάλογο με τα ρεύματα που διαπερνούν τη μετά το ’89 κοινωνική και πολιτισμική συνθήκη, πως αποτελεί μέρος της, και μάλιστα διαμορφώνει κριτικές στάσεις, μέσα σε αυτή τη συνθήκη. Αν πρέπει, ας το εκφράσουμε με έναν τρόπο συνθηματικό: αποτελεί μια ανάδραση απέναντι στο τέλμα του απισχνασμένου μοντερνισμού, απέναντι στην πλήρη σχεδόν απορρόφησή του από το «σύστημα» και τις αδράνειες της καθημερινότητας, γι’ αυτό και συχνά ανασύρονται εστίες του ενεργές, όπως π.χ. το έργο του Νίκου Εγγονόπουλου (χαρακτηριστικό, νομίζω, το πρόσφατο αφιέρωμά μας). Κι εδώ δεν πρόκειται για την μεταμοντερνοποίηση του παρελθόντος, αλλά για την απόσειση της σκόνης των δεκαετιών που επικάθισε πάνω σε μορφές και ιδέες δραστικές, για την αντίδραση στις στρεβλώσεις που επέφερε η καθεστωτική χρήση τους, συχνά και με την εμπλοκή αριστερών διανοουμένων, ή έστω κάποιων που μιλούσαν επ’ ονόματι της αριστεράς.   
Αν όμως, με όλα αυτά, μου προέκυπτε ως αδιέξοδη μια γενίκευση περιορισμένη στο χώρο τη λογοτεχνικής κριτικής, η δεύτερη λύση ήταν να προσφύγω στους προβληματισμούς άλλων χώρων, και πρώτα απ’ όλα των ιστορικών, για το εάν και κατά πόσον το ’89 συνιστά μια ιστορική και πολιτισμική τομή. Άλλωστε, ένα μεγάλο μέρος του δημόσιου λόγου, εδώ και αρκετά χρόνια, αφορά τα παράγωγα φαινόμενα του ’89. Τι πιο φυσικό, λοιπόν, παρά μια συζήτηση που θα πήγαινε ευθέως στο ‘89, προσεγγίζοντας πλευρές του, συστηματοποιώντας επιμέρους παρατηρήσεις. Κάπως έτσι προέκυψε, το φθινόπωρο του 2004 στις «Αναγνώσεις» της Αυγής, το αφιέρωμα Μετά το ’89. Στους δρόμους της ιστορίας και της λογοτεχνίας, όπου η ανταπόκριση στην πρόκληση έδειξε πως το «θέμα» ήταν ώριμο από καιρό, και πως ο διαφορετικός τροπισμός δεν αφορούσε μόνο την ποίηση, μα και άλλες εκφάνσεις της σκέψης και του πολιτισμού.
Αλλά ακόμα κι αν το ’89 αποτελεί, συμβολικά, ένα ιστορικό όριο, πράγμα που ήταν σχεδόν κοινή παραδοχή όλου του αφιερώματος, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην και μια χρονικά αντίστοιχη τομή στη διαδρομή της νεοελληνικής ποίησης. Αν κανείς το εκλάβει έτσι, απλώς θα αναπαράγει μια μηχανιστική νομοτέλεια, από την οποία, δηλαδή από την αριστερή εκδοχή της, ευτυχώς απαλλαχθήκαμε. Γιατί οι τομές στην τέχνη μπορούν χρονικά να προηγούνται, να συγχρονίζονται ή να έπονται από τα χρονολογικά όρια που συμβολίζουν τις αντίστοιχες ιστορικές τομές. Σε εκείνο όμως το αφιέρωμα, υπήρξαν οι παρεμβάσεις των Μάσσιμο Κατσούλο και Γιάννη Δάλλα, που ενίσχυαν αυτή μου τη διαπίστωσή μου περί συγχρονισμού και αλλαγής ποιητικού παραδείγματος, προωθώντας μάλιστα τη συζήτηση περαιτέρω, ενώ κατετέθησαν και εύλογες ενστάσεις, όπως αυτές του Αλέξανδρου Αργυρίου, που διεκδίκησε για λογαριασμό της δικιάς του λογοτεχνικής γενιάς την πλήρη απομυθοποίηση του «υπαρκτού», μειώνοντας έτσι τη σημασία της πτώσης του Τείχους και, κατά συνέπεια, την ισχύ μιας ενδεχόμενης χρήσης αυτής της χρονολογίας, ως σημείου εκκίνησης σε μια λογοτεχνική περιοδολόγηση. Επιπλέον, ο Σπύρος Ασδραχάς κατέθεσε μια δέσμη γόνιμων αντιρρήσεων και δημιουργικών αποριών, όσον αφορά την αλλαγή λογοτεχνικού παραδείγματος, φωτίζοντας τη διαχρονία κάποιων συγγραφικών επιλογών.
Από την άλλη, τα κείμενα του αφιερώματος που αφορούσαν την πεζογραφία, αλλά και τα πρωτότυπα κείμενα συγγραφέων, ανέδειξαν μια ορισμένη συμπόρευση του πεζού λόγου με τις αναζητήσεις ή έστω με τις αγωνίες της ποίησης, συζήτηση που συνεχίστηκε σε μία από τις πλευρές της, με τις σελίδες που αφιερώσαμε πέρυσι στον Γιάννη Πάνου. Εδώ, ας μου επιτραπεί να προσθέσω μία απολύτως προσωπική γνώμη. Το ρεύμα της πολυφωνικής μεταμυθοπλαστικής πεζογραφίας ορίζεται σε σχέση με το ’89 με τρόπο χαρακτηριστικό: αν με την Remington (1981) του Γιάννη Πάνου δημιουργείται ένα ισχυρότατο έρεισμα, τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60του Θανάση Βαλτινού εκδίδονται ακριβώς το 1989, για να έρθει η Ιστορία των μεταμορφώσεων (1998) του Πάνου να επικυρώσει, με τρόπο αναπόδραστο, την αυτονομία του εν λόγω ρεύματος, το οποίο, πάντα κατά τη γνώμη μου, εκφράζει, στο επίπεδο της αισθητικής κατεύθυνσης, την πιο οργανική σχέση με τις μετά το ‘89 πολιτισμικές πραγματικότητες, έχοντας μάλιστα, αισθητικά μα και πολιτικά, δύο διακριτές, και αντίπαλες συνιστώσες: το «νέο αβαθές», που εισάγεται «οργανωμένα» με τα Στοιχείακαι «πολιτικοποιείται» με την Ορθοκωστά, έχει απέναντί του τον όγκο και το βάρος αιώνων σκέψης, το τρομακτικό εύρος και βάθος της Ιστορίας των μεταμορφώσεων, βιβλίο του οποίου η διαλογική διάσταση αποτελεί τον ισχυρό καμβά μιας νέας μεγάλης αφήγησης, ιστορίας, ιδεών και μορφών. Ένα ρεύμα που διευρύνεται σήμερα από μια πλειάδα νεώτερων πεζογράφων, αλλά και με μια γενικότερη στροφή προς τους τρόπους του: δεν αναφέρομαι μόνο στους τέσσερις πεζογράφους που πέρυσι εκδώσαμε τον κοινό τόμο για τα 25χρονα της Remington, μα και για άλλους που στην πορεία επιλέγουν να κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση. Τέλος, δεν είναι νομίζω της στιγμής να αναφερθώ και σε άλλα πεδία θεματικών, αλλά και καλλιτεχνικών πρακτικών, που μέχρι τώρα έχουν μείνει εκτός συζήτησης. Ένα παράδειγμα: τα τελευταία χρόνια, θεατρικοί καλλιτέχνες ανεβάζουν επί σκηνής ποιητικούς δραματικούς μονολόγους και πολυφωνικά πεζογραφικά κείμενα, όπως ο Βασίλης Παπαβασιλείου (Ελένη, του Γιάννη Ρίτσου) και η Ρούλα Πατεράκη (των Γ. Πάνου, Μ. Φάϊς κ.ά.).
Ας αλλάξουμε όμως γωνία θέασης. Θεωρώ πως αυτή η ποίηση και αυτή η πεζογραφία είναι συμβατές με την πολιτική κατεύθυνση της σύγχρονης αριστεράς, νοούμενης όχι στατικά, αλλά ως μια μη περιθωριακή, ανοιχτή δυνατότητα, που ήδη αρχίζει να υπάρχει και σαν πραγματική εκδοχή, δηλαδή ως συγχρονική αριστερά, που υπερβαίνοντας τόν -σε τελευταία ανάλυση κοινό- ορίζοντα όλων των εκδοχών της ιστορικής αριστεράς, διεκδικεί τη θέση της και τον ρόλο της ως αριστερά του ιστορικού παρόντος. Γιατί αυτή η ποίηση και αυτή η πεζογραφία εκφράζουν, με τα μέσα της τέχνης τους, τη μετάβαση σε ένα είδος λόγου, ο οποίος δεν αναπαράγει την αναντίστοιχη πια συμπαγή βεβαιότητα και αυθεντία του υποκειμένου-δημιουργού (κατ’ αναλογία με το κόμμα-θεματοφύλακα της «μεγάλης αλήθειας»), αλλά συντίθεται από σπαράγματα και μερικότητες, αφήνοντας πίσω ακόμη και τα πιο προωθημένα επιτεύγματα του κλασσικού μοντερνισμού, όπως για παράδειγμα τη «μεγάλη αντι-αλήθεια» του Κιβώτιουτου Άρη Αλεξάνδρου (μαζί και τη συζήτηση για το αν πρόκειται για έργο «προοδευτικό», αντιδραστικό» ή «προφητικό»). Αυτό, το πολυσχιδές λογοτεχνικό ρεύμα, δεν μιλά στη σκιά της Ιστορίας και των ιδεών, «εκλαϊκεύοντας» τα προτάγματά τους, δεν υποκαθιστά την ιστορική αφήγηση και τον φιλοσοφικό στοχασμό (όπως έγινε από το ιστορικό μυθιστόρημα του Ραγκαβή μέχρι το «φιλοσοφικό» του Καζαντζάκη), αλλά εντάσσει μέσα του ατόφια κομμάτια-στιγμιότυπα ιστορίας, τα οποία εκβάλλουν τη δυναμική τους μέσα στα νέα συμφραζόμενα, και διαλέγεται ανοικτά με τις ιδέες, ενθυλακώνοντας ενεργούς, ριζοσπαστικούς πυρήνες τους στο πεδίο των μορφών. Η «οριζόντια», διακειμενική οργάνωσή του έχει χαρακτηριστικές αντιστοιχίες με την κινηματική διάσταση της σύγχρονης αριστεράς, αλλά και με την έμφαση που δίνουν οι ακτιβιστικές πρακτικές διανοούμενων στους κόλπους της. Βέβαια, τόσο γι’ αυτή τη λογοτεχνία όσο και για την αριστερά, το μεγάλο ζητούμενο παραμένει η σύνθεση κάθε φορά όλων αυτών των «υλικών», η συγκρότηση δηλαδή των νέων, σύγχρονων, μεγάλων αφηγήσεων, καλλιτεχνικών ή πολιτικών, η διαύγαση ιδεών και μορφών. Εκεί είναι που δημιουργούνται τα διλήμματα και προκύπτουν χαώδη τα ερωτήματα, εκεί απαιτούνται τα ρίσκα, εκεί, σε κάθε βήμα, ελλοχεύουν οι κίνδυνοι της ακύρωσης ή της περιθωριοποίησης. Γιατί μόνο οι προθέσεις δεν αρκούν, ώστε να παραχθούν ισχυρά καλλιτεχνικά και πολιτικά αποτελέσματα.  
Ας επανέλθουμε, όμως. Στο παρόν αφιέρωμα η στόχευση ήταν διαφορετική, σε σχέση με το πρώτο. Κατ’ αρχήν, επιλέχθηκε το άνοιγμα στο χώρο των εικαστικών τεχνών, εκφράζοντας ταυτόχρονα τη συστηματική δουλειά που γίνεται τον τελευταίο χρόνο σε αυτόν τον τομέα στις «Αναγνώσεις». Όσο κι αν κάποιος μπορεί να παρατηρήσει πως πρόκειται για μια κίνηση που προσβλέπει στην επανάληψη της ιστορίας του μοντερνιστικού κινήματος, όπου λογοτεχνία και ζωγραφική αποτέλεσαν τα κύρια πεδία αναφοράς του, νομίζω πως υπάρχουν ειδικοί λόγοι, ώστε να εστιάσουμε και σήμερα στις εικαστικές τέχνες: η κυριαρχία της εικόνας στην κοινωνική ζωή, τις έχει οδηγήσει στην πιο δύσκολη θέση, σε σχέση με τις υπόλοιπες, αφού συχνά υποχρεούνται όχι απλώς να διεκδικήσουν αλλά να εφεύρουν τον ζωτικό τους χώρο. Κι εδώ, δεν είναι λίγες οι παρατηρήσεις που αφορούσαν την ανάδυση στοιχείων ενός νέου τοπίου στις εικαστικές τέχνες, μετά το ’89. Κατά δεύτερον, η έμφαση του αφιερώματος μετατοπίστηκε από την επιστήμη της ιστορίας στα πεδία της θεωρητικής και πολιτικής σκέψης, όπου διαπιστώθηκε, νομίζω κατά κοινή παραδοχή, η ετοιμότητα και η επαρκής οργάνωση σύγχρονων κριτικών επιχειρημάτων, καθώς και η ύπαρξη σαφών πολιτικών κατευθύνσεων. Τέλος, όσον αφορά ειδικότερα το δικό μου ερώτημα, οι παρεμβάσεις δύο ποιητών, του Μπλάνα και του Κάσσου, δείγματα, αντίστοιχα, σπάνιας ποιητικής αυτοσυνείδησης και στοχαστικού προβληματισμού, που τα συναντάμε μόνο σε μεταβατικές στιγμές της νεοελληνικής ποίησης, νομίζω πως έδωσαν ισχυρά εναύσματα, και μια εκ των έσω νομιμοποίηση, για την περαιτέρω κριτική εξέταση της σύγχρονης ποίησής μας, ενώ το κείμενο της Τιτίκας Δημητρούλια, με τον δηλωτικό τίτλο «Λογοτεχνία, ιστορία και πολιτική», προχώρησε ουσιαστικά τη συζήτηση. 
Αν όμως όλα αυτά αφορούν την προσωπική μου εμπλοκή, τα δύο αφιερώματα ανέπτυξαν μια δικιά τους δυναμική, συγκρότησαν ένα σώμα ιδεών, αυτονομημένο από τις αφετηρίες ή τις προθέσεις του καθενός. Αποτελούν μια εν προόδω και εν διαλόγω αποτύπωση μεγάλου μέρους του φάσματος των απόψεων του ευρύτερου χώρου της αριστεράς, πάνω στα χαρακτηριστικά της ιστορικής συγκυρίας. Μάλιστα, νομίζω πως ένας ορισμένος δισταγμός, που διατρέχει αρκετά από τα κείμενα του πρώτου αφιερώματος, στο δεύτερο έχει δώσει τη θέση του σε μια ζέση, όσον αφορά την υποστήριξη απόψεων, την εισαγωγή ερμηνευτικών σχημάτων, το στίγμα του καθενός μέσα στο παρόν.
Τι απέγινε όμως, εν μέσω όλων αυτών, το αρχικό μου ερώτημα; Υπάρχει ή όχι, μετά το ’89, μία τομή στην ποίησή μας; Νομίζω πως η διαχείριση του ερωτήματος έχει πια υπερβεί την όποια αποκλειστικότητα (ίσως και εμμονή μου...), ενώ τώρα υπάρχουν προϋποθέσεις για να απαντηθεί με εργαλεία που δεν περιορίζονται στην κριτική της ποίησης. Αν ενδιαφέρει η προσωπική μου γνώμη, είναι πως ναι, έχουμε μπροστά μας μια νέα ποιητική γλώσσα, και μάλιστα πλούσια, με αρκετούς «ιδιωματισμούς». Ναι, έχουμε ποιητές που, με κριτήρια αισθητικής καινοτομίας και αρτίωσης, το έργο τους δεν υπολείπεται από εκείνο των σημαντικότερων ποιητών του ελληνικού 20ού αιώνα. Όμως, δεν γνωρίζω αν αυτή η ποιητική πραγματικότητα θα λειτουργήσει μέσα σε ευρύτερες συνάψεις, πόσο μάλλον αν θα αποτελέσει τη «δεσπόζουσα» πλευρά σε μια καινούρια σύνθεση. Είναι κάτι που εξαρτάται από τις διεργασίες, τις διαθεσιμότητες και την προοπτική γενικότερων κοινωνικών, ιδεολογικών και ειδολογικών συσσωματώσεων, ένα ελάχιστο «πρόπλασμα» των οποίων νομίζω πως απογράφεται στα δύο αφιερώματα. Ακόμα όμως κι αν είναι πιθανόν σήμερα, για πρώτη φορά στον νεοελληνικό βίο, ο νέος αισθητικός και ιδεολογικός κανόνας να μην εκβάλει από τη μήτρα της ποίησης αλλά από άλλες εκφράσεις του λόγου και της τέχνης, αυτό δεν θα είναι παρά απόδειξη της λύσης της συνέχειας δύο τουλάχιστον αιώνων, δηλαδή απόδειξη της σημασίας της τομής του ’89 για τον κοινωνικό ρόλο της ποίησης.
Τέλος, να σημειώσω πως η δεδομένη σχέση του μεγαλύτερου μέρους αυτής της λογοτεχνίας με την αριστερά (ανεξάρτητα από τις «προθέσεις» των δημιουργών ή την ετοιμότητα του κομματικού της μηχανισμού), δίνει και στις δυο πλευρές, για μια ακόμη φορά, τη δυνατότητα να συνδεθούν, αντίστοιχα, με προωθημένες πολιτικές και καλλιτεχνικές εκφράσεις της εποχής τους. Θα συμβεί, όντως, αυτή η συνάντηση-συνάρθρωση, θα αναγνωρίσει η κάθε μια πλευρά το πρόσωπό της στην άλλη, ή μετά από κάποιες δεκαετίες θα μιλάμε, για πολλοστή φορά, για μια ακόμη «χαμένη ευκαιρία»; Ίσως αυτό να είναι πολύ πιθανό, όμως, εγώ προσωπικά προτιμώ να κρατήσω μία διαπίστωση: δεκαοκτώ χρόνια μετά το ’89, σε πείσμα όλων των καιρών, σε πείσμα όλων των εκτάσεων, όπως θα έλεγε ο Εμπειρίκος, η αριστερά είναι παρούσα, είναι εδώ, έχει τη δυνατότητα να ξαναπαίξει το παιχνίδι απ’ την αρχή, σε όλα τα επίπεδα. Και η λογοτεχνία, παρά την προϊούσα εμπορική τυποποίηση ενός μεγάλου μέρους της, μπορεί και διεκδικεί τον ρόλο που την καταξίωσε ως βασική δίοδο των αναζητήσεων και της αισθητικής του νεωτερικού ανθρώπου. Κι αυτό είναι ήδη πολύ, ενώ οι εν προόδω διαμορφούμενες ψηφίδες ενός νέου κοινωνικού κοσμοειδώλου, που θα πάρει τη θέση του εκπεσόντος μαζί με το Τείχος παλαιού, είναι που καθιστούν τις εν λόγω προσπάθειες απολύτως σύγχρονες. Κι εδώ είναι κρίσιμος ο ρόλος του θεωρητικού λόγου, όπως εκφράστηκε με αρκετά κείμενα αυτού του αφιερώματος, όπου τέθηκε υπό κριτική εξέταση η παραδοσιακή αντίληψη της «προόδου», στην οποία το Τείχος προσέδιδε μια ιστορικά παγιωμένη νοηματοδότηση, τόσο του δίπολου του καλού και του κακού, όσο και της όλης ιστορικής κίνησης. Εδώ είναι που αυτές οι προσπάθειες αντιπαρατίθενται ευθέως με την αντίληψη της «σύγκρουσης των πολιτισμών» μετά το «τέλος της ιστορίας», δηλαδή με το προτεινόμενο κοσμοείδωλο που εμπεδώνει την αμερικάνικη κυριαρχία, και διαμορφώνουν μια νέα πολιτικότητα με αριστερό πρόσημο.
Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση για την ιστορική περίοδο που άνοιξε μετά το ‘89, δηλαδή η ψαύση του δικού μας ιστορικού παρόντος, είναι μια συζήτηση, από κάθε άποψη, ανοικτή. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να περιοριστεί στην ποίηση ή σε κάποια άλλη τέχνη, σε τούτη ή σε εκείνη την άποψη. Αν όμως τα σχήματα, οι γενιές και τα επιχειρήματα απορροφώνται γρήγορα, μέσα στο μεγάλο χωνευτήρι της ιστορικής κίνησης, οι άνθρωποι δεν έχουν άλλο τρόπο να ψαύσουν το πρόσωπό τους και το παρόν τους, παρά τον Λόγο, δηλαδή πάλι απόψεις, επιχειρήματα, καλλιτεχνικά έργα, καθώς και σχήματα της λογοτεχνικής κριτικής, σωστά ή λανθασμένα... Η δε δουλειά των πεζογράφων είναι να αφηγηματοποιούν τα πάντα...



Οι συγγραφείς του αφιερώματος

Ο Αλέκος Αλαβάνος (Αθήνα, 1950) είναι πρόεδρος του Συνασπισμού της Αριστεράς, των Κινημάτων και της Οικολογίας
Ο Κώστας Βεργόπουλος
Ο Κώστας Βούλγαρης (Δολιανά Αρκαδίας, 1958) είναι πεζογράφος και κριτικός λογοτεχνίας και επιμελείται το ένθετο «Αναγνώσεις» της Κυριακάτικης Αυγής
Ο Στέφανος Δημητρίου (Αθήνα, 1968) διδάσκει Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Η Τιτίκα Δημητρούλια είναι κριτικός λογοτεχνίας και μεταφράστρια
Η Άντα Διάλλαδιδάσκει Ευρωπαϊκή και Ρωσική Ιστορία στην ΑΣΚΤ και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Ο Αλέξης Ζήρας (Αθήνα, 1945) είναι κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής
Ο Νίκος Θεοτοκάς διδάσκει Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Η Λήδα Καζαντζάκη (Αθήνα, 1962) είναι ιστορικός τέχνης
Ο Μάκης Καβουριάρης (Ικαρία, 1938) είναι οικονομολόγος και δίδαξε επί σειρά ετών στο Πανεπιστήμιο VIII του Παρισιού
Ο Βαγγέλης Κάσσος (Καρδίτσα, 1956) είναι ποιητής και μεταφραστής
Ο Κυριάκος Κατζουράκης είναι ζωγράφος και διδάσκει στην ΑΣΚΤ Θεσσαλονίκης
Ο Γιώργος Μερτίκας είναι μεταφραστής και δοκιμιογράφος
Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής και μεταφραστής
Ο Ανδρέας Πανταζόπουλος διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου (Πάτρα, 1970), διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Ο Παναγιώτης Πούλος διδάσκει Φιλοσοφία και Αισθητική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών
Ο Στέφανος Ροζάνης διδάσκει Φιλοσοφία των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ο Νικόλας Σεβαστάκηςδιδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
Ο Κώστας Χριστόπουλος είναι εικαστικός καλλιτέχνης

Μετά το ’89

$
0
0
Μετά το ’89
Στους δρόμους της ιστορίας
και της λογοτεχνίας

Επιμέλεια: Κώστας Βούλγαρης

Κείμενα:
Αλέξανδρος Αργυρίου, Σπύρος Ασδραχάς, Μάριο Βίττι, Κώστας Βούλγαρης, Ρέα Γαλανάκη, Στάθης Γουργουρής, Γιάννης Δάλλας, Αλέξης Ζήρας, Λήδα Καζαντζάκη, Λουτσιάνο Κάνφορα, Νίκος Καραπιδάκης, Μάσσιμο Κατσούλο, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ευγενία Κριτσέφσκαγια, Αντώνης Λιάκος, Γιώργος Μαργαρίτης, Ανδρέας Μήτσου, Δημήτρης Μίγγας, Χριστίνα Ντουνιά, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Γιάννης Παπαθεοδώρου, Θωμάς Σκάσσης, Γιώργος Σταθάκης, Σώτη Τριανταφύλλου, Λίζυ Τσιριμώκου, Μισέλ Φάϊς, Τάσος Χατζητάτσης

Εκδόσεις Γαβριηλίδης


Περιεχόμενα

Κώστας Βούλγαρης,Πρόλογος
Δημοσθένης Κούρτοβικ,Η επιστροφή του ιστορικού μυθιστορήματος
Θωμάς Σκάσσης: Ημερολογιακές σημειώσεις
Ρέα Γαλανάκη,Χρονολογίες
Γιώργος Μαργαρίτης,Από την πολιτική στην ιστορία και από εκεί στο “χρονικό” και “το δοκίμιο”
Μάριο Βίττι,Από τον λαό για τον λαό...
Ευγενία Κριτσέφσκαγια,Μαρασμός ή αναγέννηση; Σκέψεις για την περιπέτεια της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας και του ρωσικού βιβλίου μετά το 1989
Λήδα Καζαντζάκη,Η πτώση του τείχους της ενοχής
Τάσος Χατζητάτσης,Το γράμμα
Κώστας Βούλγαρης,Φωτογραφία αρ. 89
Λουτσιάνο Κάνφορα,Μηλίων επίκαιροι διάλογοι
Αλέξης Ζήρας,Η Ιστορία και οι μεταβαλλόμενοι ορίζοντας της λογοτεχνικής ηθικής
Μάσσιμο Κατσούλο,Η βαλκανική τραγωδία μέσα από τη σύγχρονη ελληνική ποίηση
Σπύρος Ασδραχάς,Ιστορικότροπη λογοτεχνία
Στάθης Γουργουρής,Το κενό και το μέλλον
Δημήτρης Μίγγας,Η ετυμηγορία
Χριστίνα Ντουνιά,Η λογοτεχνία στην αγορά
Γιώργος Σταθάκης,Από το 1917 στο 1989 και πίσω στο 1968
Ανδρέας Μήτσου, Πρωθύστερη εκδίκηση
Μισέλ Φάις,Δυο κατευναστικές σκέψεις
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου,Δεκαπέντε χρόνια από την πτώση του τείχους
Γιάννης Δάλλας,Ποίηση και ιστορία
Λήδα Καζαντζάκη,Η πτώση των τειχών και των προσχημάτων. Ή πώς ένας συγγραφέας της Αριστεράς μεταλλάσσεται σε ρήτορα της Νέας Δεξιάς
Σώτη Τριανταφύλλου,Χρονικό μιας δεκαπενταετίας
Νίκος Καραπιδάκης,Ιστορία και λογοτεχνία: Οι αρραβωνιασμένοιτου Αλεξάνδρου Μαντζόνι
Κώστας Βούλγαρης,Ένα περιστατικό
Ευγενία Κριτσέφσκαγια, Ποιος θυμάται τον Μιχαήλ Σόλοχοφ;
Λίζυ Τσιριμώκου,Οι πολλαπλοί χρόνοι της ιστορίας
Αλέξανδρος Αργυρίου,Το ύψος ύφος και το τείχος
Αντώνης Λιάκος,“1989”. Η ιστορία στην καμπή του αιώνα
Γιάννης Παπαθεοδώρου,Τα Τείχη μετά το Τείχος


Πρόλογος

Η παρέλευση δεκαπενταετίας από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, παρέχει ίσως την ασφάλεια κάποιας απόστασης για μια πρώτη αποτίμηση, όπως έδειξε η πληθώρα των δημοσιευμάτων στον ελληνικό και ξένο Τύπο και οι σχετικές τηλεοπτικές εκπομπές, που φέτος ήσαν πολυπληθείς και μάλιστα επεκτάθησαν αρκετά πέραν της 9ηςτου Νοεμβρίου 2004.
Μέσα σε αυτό το κλίμα εγγράφηκε και το παρόν αφιέρωμα των «Αναγνώσεων», δηλαδή του ενθέτου βιβλίου της Αυγής, το οποίο διήρκεσε ενάμισι μήνα (31/10/2004 έως 12/12/2004). Όμως, αυτό το αφιέρωμα δεν προέκυψε ως μια «έξυπνη» ιδέα για μια ακόμα δημοσιογραφική έρευνα, με αφορμή μια επέτειο. Δεν ήταν μια δημοσκοπίαμεταξύ διανοουμένων, για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Μάριο Βίττι με τις δηλωτικές παρηχήσεις του. Το έδειξαν άλλωστε τα ίδια τα κείμενα που το συνέστησαν, η ουσιαστική ανταπόκριση στην πρόσκληση, η υπέρβαση του εφήμερου χαρακτήρα τέτοιων «ερευνών». Πιο σωστό θα ήταν να πει κανείς, ότι στις σελίδες των Αυγήςαναδείχθηκε μια συζήτηση που, με διάφορους τρόπους και μορφές, είχε ήδη ανοίξει. Αποτυπώθηκαν προβληματισμοί που διαπερνούσαν τις σκέψεις, τις απόψεις, το έργο ανθρώπων που κινούνται σε διαφορετικούς χώρους και κατευθύνσεις.
Σίγουρα η πτώση του τείχους και των ανατολικών καθεστώτων άλλαξε την επί δεκαετίες παγιωμένη διπολικότητα του κόσμου, και τις συνακόλουθες, αυτοβεβαιούμενες και αλληλοτροφοδοτούμενες, συμβολοποιήσεις του «καλού» και του «κακού». Κυρίως όμως ενέτεινε, θα έλεγα γενίκευσε, την εν πολλοίς προϋπάρχουσα αμηχανία για το «πέραν αυτών», αν θέλετε για το «μετά». Μια αμηχανία που εκφράστηκε και μέσα στο αφιέρωμα, πράγμα που δεν πρέπει να χρεωθεί ως μειονέκτημα αλλά αντίθετα ως ουσιώδες, ως εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο μιας συζήτησης, η οποία, με τη σειρά της, αποτελεί τεκμήριο, νομίζω ισχυρό, της στιγμής που πραγματοποιήθηκε.
Το 1989 λειτούργησε ως καταλύτης, για την ανάδυση μιας σειράς φαινομένων της τελευταίας δεκαπενταετίας, τα οποία συνδέονται μαζί του προνομιακά, όπως π.χ. τα αποσχιστικά και νεοεθνικιστικά κινήματα, ιδιαίτερα στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, και η μαζικοποίηση του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Δεν ήταν όμως αυτή η συζήτηση που ανοίξαμε. Επικεντρώσαμε σε δύο μόνο περιοχές, στην ιστορία και τη λογοτεχνία, και μάλιστα κυρίως στις αποτυπώσεις τους στον ελληνικό χώρο. Πορευθήκαμε δηλαδή τους δύο αυτούς διακριτούς δρόμους, συχνά σταθμεύσαμε σε σημεία συνάντησης των δύο διαδρομών, όχι όμως με φορά από το παρόν προς το 1989, αλλά αντίστροφη. Στόχος μας δεν ήταν η εξήγηση του γεγονότος αλλά οι επιδράσεις του στη συνέχεια, η ψηλάφηση του παρόντος.
Βέβαια, σχετικά λίγα πράγματα μπορεί κανείς να χρεώσει ως επακόλουθα αποκλειστικά του 1989, σε μια ευθεία σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Έτσι όμως γίνεται πάντα: κάποια στιγμή, και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ενδιάθετες τάσεις απελευθερώνονται, εξελίξεις επιταχύνονται, ποσοτικές συσσωρεύσεις δίνουν νέες ποιότητες, όπως θα έλεγαν οι κλασικοί. Όμως το 1989 κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι ένα νέο 1789, παρά την επαιρόμενη βεβαιότητα κάποιων. Γιατί ήδη η αντζέντα της συζήτησης, περί του τέλους της ιστορίας, του τέλους των μεγάλων αφηγήσεων, του θανάτου της λογοτεχνίας, μάλλον θεωρείται πια ξεπερασμένη ή αν θέλετε αφορά μια ορισμένη ιστορική στιγμή. Υπάρχει όμως άλλο χρονικό ορόσημο που παραπέμπει ακριβώς σε αυτή τη στιγμή; Δεν έχει καμιά σημασία το λίγο πριν ή το λίγο μετά, αλλά το πριν από τι και μετά από τι.
Παρ’ όλα αυτά, το 1989, ανεξαρτήτως του μεγέθους των ανατροπών, μπορεί να συσχετισθεί θεωρητικά με το 1789, όπως και με άλλες χρονολογίες-ορόσημα, αν και ακόμα είναι νωρίς να αποτιμηθεί το εύρος των αλλαγών που συνοψίζει και στις οποίες παραπέμπει. Άλλωστε, τα διακυβεύματα που συνδέονται μαζί του είναι ανοικτά, συμμετέχουμε κι εμείς στην ιστορία που συμβαίνει. Όμως είναι σίγουρο, πως εξ αυτού του γεγονότος, με σημείο καμπής αυτή τη χρονολογία, ο κόσμος άλλαξε, με τρόπο μάλιστα αναγνωρίσιμο. Και το αφιέρωμά μας προσπάθησε να αποτυπώσει τη μεταβατικότητα της στιγμής που ζούμε. Καθώς και να απογράψει, έγκυρα, διαφορετικές σκέψεις, ίσως και στάσεις, που όμως διαμορφώνονται μέσα σε αυτή την ιστορική συγκυρία. Νομίζω πως το πετύχαμε.
Οπωσδήποτε μέλει να ερευνηθεί, να συζητηθεί και να αφηγηθεί, συστηματικά και αναλυτικότερα, τόσο το ίδιο το γεγονός όσο και τα πράγματα που άλλαξαν μετά το 1989. Οι δρόμοι της ιστορίας και της λογοτεχνίας είναι μακροί, η ίδια η διαδρομή είναι που κατακυρώνει και ταυτόχρονα ξεπερνά τα ορόσημα, όπως σημειώνει στην παρέμβασή του ο Γιάννης Δάλλας. Μια διαδρομή που οπωσδήποτε μας επιφυλάσσει εκπλήξεις αλλά και συναρπαστικές στιγμές, όμως, εγώ τουλάχιστον, είμαι βέβαιος για τούτο: μετά το ’89 άλλαξε ο ρυθμός του κόσμου...
Στο αφιέρωμα και στον παρόντα τόμο συμμετείχαν, ανταποκρινόμενοι πρόθυμα στην πρόσκλησή μας, ιστορικοί, κριτικοί λογοτεχνίας, δοκιμιογράφοι, αλλά και πεζογράφοι με πρωτότυπα λογοτεχνικά κείμενα, 27 άνθρωποι εν όλω, που συνέθεσαν ένα παλίμψηστο ιδεών και απόψεων. Τους ευχαριστούμε θερμά.
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσω την ουσιαστική συμβολή του Γιάννη Παπαθεοδώρου, καθώς και του Μάσσιμο Κατσούλο, στην επιμέλεια του αφιερώματος, και να ευχαριστήσω τον Σάμη Γαβριηλίδη, για την ένταξη του τόμου στον φιλόξενο εκδοτικό του κατάλογο.

Κώστας Βούλγαρης


Η επιστροφή του ιστορικού μυθιστορήματος

Του Δημοσθένη Κούρτοβικ

Το 1989 δεν σήμανε το τέλος της Ιστορίας, όπως προφήτεψε ο Φουκουγιάμα, αλλά ίσα-ίσα την αναθέρμανσή της. Και στη λογοτεχνία επίσης, σ'αυτή μάλιστα εμφανέστερα απ'όσο αλλού. Θα το καταλάβουμε, αν θυμηθούμε τους συγγραφείς που έδιναν τον τόνο τις αμέσως προηγούμενες δεκαετίες: Μπόρχες, Ίταλο Καλβίνο, Τζων Φάουλς, Ραϋμόν Κενώ, Ζωρζ Περέκ, Μίλοραντ Πάβιτς, Πωλ Ώστερ -αναφέρω ενδεικτικά ορισμένα ονόματα. Συγγραφείς (μερικοί ανήκουν στους αγαπημένους μου, αλλά αυτό είναι άσχετο) που κατασκεύαζαν κόσμους παράλληλους προς τον "συμβατικό"και σχολίαζαν μάλλον τις εσωτερικές λειτουργίες της λογοτεχνίας παρά μια εξωτερική πραγματικότητα. Η Ιστορία, όπως και οι φιλοσοφικές, πολιτικές ή όποιες άλλες ιδέες, τους ενδιέφεραν μόνον ως μυθολογικό υλικό, χωρίς μεγαλύτερη σημασία από άλλο μυθολογικό υλικό. Επρόκειτο, δηλαδή, πραγματικά για μια κατάσταση "τέλους της Ιστορίας"στη λογοτεχνία.
Τη δεκαετία του 1990 αυτές οι τάσεις βρίσκονταν ήδη σε υποχώρηση και σήμερα μας φαίνονται πια μακρινές. Μια καινούργια ευαισθησία άρχισε να διαμορφώνεται στους νεότερους συγγραφείς, η οποία αποκαθιστά κατά κάποιον τρόπο τη σημασία της Ιστορίας, της κοινωνικής πραγματικότητας και της πολιτικής. Με τη διαφορά ότι δεν τις προσεγγίζει από δεδομένες θέσεις, από τη σκοπιά μιας ορισμένης πολιτικής ιδεολογίας, αλλά πιο πολύ με την αγωνία κάποιου που αισθάνεται πως πρέπει να βρει μόνος του τις απαντήσεις, στηριγμένος σε λίγες βασικές ανθρωπιστικές αξίες. Μπορούμε να μιλήσουμε, όπως έκανε ο Τσβετάν Τοντορόφ, για έναν "νέο ανθρωπισμό". Το βέβαιο είναι ότι η χαώδης, πρωτόφαντα βίαιη, τεχνολογικά επαναστατική, χωρίς ιδεολογικές σταθερές κατάσταση που προέκυψε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ενεργοποίησε στους συγγραφείς αντανακλαστικά προβληματισμού και όχι αναχωρητισμού.
Είναι χαρακτηριστική η σχεδόν παγκόσμια αναβίωση του ιστορικού μυθιστορήματος αυτή την περίοδο. Τα καινούργια ιστορικά μυθιστορήματα δεν χρησιμοποιούν το ιστορικό παρελθόν αλληγορικά, ως παραστατικό μέσο για την πραγμάτευση επίκαιρων φιλοσοφικών, πολιτικών ή ηθικών ζητημάτων, όπως συνέβαινε παλιότερα, αλλά επικεντρώνονται σε περιόδους που οι συγγραφείς θεωρούν καθοριστικές στην πορεία προς τον σύγχρονο κόσμο. Αντί, δηλαδή, να παραπέμπουν σε ιστορικές αναλογίες, προσπαθούν να καταλάβουν πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε και γιατί. Οι εποχές που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, φαίνεται πως είναι ο όψιμος Μεσαίωνας, η εποχή του Διαφωτισμού και οι δεκαετίες λίγο πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο.
Στην ελληνική λογοτεχνία, όπως και γενικά στην Ελλάδα, οι διεθνείς τάσεις λειτουργούν με κάποια καθυστέρηση. Παρ'όλα αυτά, είναι εύκολο να διαπιστώσουμε ότι από τη μια η πολιτικοϊδεολογικά πολωμένη λογοτεχνία των παλαιότερων και από την άλλη η συνειδητά απολιτική, εγωτιστική και κάπως αυτάρεσκα παιγνιώδης λογοτεχνία των νέων συγγραφέων της δεκαετίας του 1980 έχουν πάψει να κυριαρχούν (η πρώτη εδώ και καιρό). Βλέπουμε όλο και περισσότερους νέους πεζογράφους, αλλά και αρκετούς από τους παλαιότερους, να προβληματίζονται για τον κόσμο μας πιο προσωπικά και με περισσότερο διερευνητική διάθεση. Βλέπουμε ιστορικά μυθιστορήματα του τύπου που περιέγραψα πιο πάνω. Και, επίσης, βλέπουμε προπαντός τους νέους συγγραφείς να μη θεωρούν πια την Ελλάδα μια ξεχωριστή ήπειρο, που την πλήττουν από καιρό σε καιρό οι θύελλες του έξω κόσμου, αλλά οργανικό τμήμα αυτού του κόσμου, που μπορεί να έχει ειδική σχέση με το σύνολο, όπως έχουν και τα άλλα τμήματα, αλλά υπόκειται στους ίδιους νόμους και αποκρίνεται στα ίδια ερεθίσματα.


Ημερολογιακές σημειώσεις

Του Θωμά Σκάσση

Τα δημόσια γεγονότα αποτελούν μέρος του ιστού της ζωής μας. Δεν αποτελούν απλώς ορόσημα, αλλά διαμορφώνουν την ίδια μας τη ζωή, ιδιωτική και δημόσια.
Έρικ Χόμπσμπαουμ

Στα δεκατρία μου είδα τα τανκς στην Αθήνα -χάρηκα για την αναπάντεχη αργία των σχολείων. Τον επόμενο χρόνο άκουσα για τα τανκς στην Πράγα -συνέχισα αμέριμνος τα μπάνια μου στη Σύρο. Δέκα χρόνια αργότερα ξεχώριζα ακόμη τα τανκς σε καλά και κακά. Πριν, τον Μάρτη του '73, είχα βρεθεί ένα πρωί στην ταράτσα της Νομικής. Κατάληψη, αντίσταση, ενθουσιασμός και πίστη σε παράτολμα σχέδια: Θα μέναμε κλεισμένοι μέσα μέχρι την εθνική γιορτή. Μετά θα ξεσηκωνόταν ο λαός. Μετά λαός και στρατός αδελφωμένοι... Ένιωθα ελεύθερος γιατί μου μιλούσαν όλα, γιατί ο εχθρός ήταν συγκεκριμένος, κι εμείς χίλιοι δεκατρείς.
Λίγες ώρες κράτησε η ανάταση. Τα ένστολα παιδιά του λαού μπήκαν από το πλαϊνό κτίριο, πέρασαν από τη μια ταράτσα στην άλλη κι άρχισαν να κατεβαίνουν χτυπώντας με τα γκλομπ. Στον δεύτερο όροφο αποσπάστηκα από το μπουλούκι. Μια κλειδωμένη πόρτα με ανάγκασε να γυρίσω πάλι προς τη μοναδική οδό διαφυγής. Στο κεφαλόσκαλο, νεκρική σιγή. Τα σκαλοπάτια διάσπαρτα με τσάντες, παπούτσια και τούφες μαλλιών. Έτρεξα και πρόλαβα τους τελευταίους στην έξοδο. Τη γλύτωσα με μια ξώφαλτση γροθιά. Η συνωμοτική μας τριάδα διαλύθηκε. Τον ένα τον έπιασαν, η άλλη γύρισε στον τόπο της καταγωγής της, κι εγώ έριξα στη λεκάνη της τουαλέτας τις πολυγραφημένες προκηρύξεις, περιμένοντας να χτυπήσει το κουδούνι της πόρτας. Δεν χτύπησε. Ύστερα από χρόνια, αυτός ο ένας μου εξομολογήθηκε ότι είχε αποκαλύψει το όνομά μου στην ασφάλεια.
-Κάποιον έπρεπε να τους δώσω, καταλαβαίνεις. Εσύ ήσουν ο πιο ανώδυνος.
Την κορωνίδα της επαναστατικής δράσης της γενιάς μου, τον Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς, την έχασα λόγω γρίπης. Στο Πολυτεχνείο μπορεί να μη βρέθηκα, βρέθηκα όμως ένα σαββατόβραδο κάποιου μεταγενέστερου Νοέμβρη στην Αλεξάντερπλατς. Έριχνε ένα ψιλό χιονόνερο. Η πλατεία ήταν γεμάτη νεαρούς Βερολινέζους που έπιναν αμίλητοι μπίρα από τενεκεδένια κουτάκια. Χωρίς ομπρέλες, παλτά, κουκούλες. Την προηγούμενη νύχτα, βγαίνοντας από ένα μπαρ του Δυτικού Βερολίνου, ο φίλος μου ο Π., που μας φιλοξενούσε με την Μαριλίζα, μας είχε οδηγήσει στο τελευταίο αξιοθέατο της πόλης: μια από τις εξέδρες που έβλεπαν πάνω από το τείχος. Ανέβηκα μόνος. Εκείνοι με περίμεναν στο αυτοκίνητο. Η μία γιατί κρύωνε, ο άλλος γιατί είχε επαναλάβει πολλές φορές αυτή την περιήγηση στα "αξιοθέατα". Πίσω μου η κατάφωτη βιτρίνα της ελευθερίας, μπροστά η σκοτεινή σιωπή της Ιστορίας. Ανάμεσά τους, στρατιώτες με τα όπλα κρεμασμένα από τον ώμο έκοβαν αργά βόλτες κάτω από το φως των λαμπτήρων που σχημάτιζε πορτοκαλί κώνους στην αραιή ομίχλη. Έκανε πράγματι παγωνιά.
Μέχρι σήμερα παραμένω ένας ανώδυνος που αποφεύγει το πλήθος. Όλα όμως είχαν τελειώσει ένα καλοκαιριάτικο βράδυ στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Θεοδωράκης, Canto General, κι ο κόσμος που παραληρούσε. Ο λαός είχε νικήσει∙ η Δημοκρατία είχε νικήσει∙ τώρα μπορούσε καθένας να ακολουθήσει το δρόμο του. Το πλήθος διαλύθηκε ήσυχα με τις παλάμες κατακόκκινες από το ξέφρενο χειροκρότημα. Ποτέ μια διάλυση δεν πανηγυρίστηκε τόσο έξαλλα. Για μένα πάντως το σημείο καμπής ήρθε ύστερα από δώδεκα χρόνια. Ήταν εκείνα τα λίγα λεπτά σιωπής μπροστά στο τείχος του Βερολίνου.

(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Το ρολόι της σκιάς)


Χρονολογίες

Της Ρέας Γαλανάκη

Θυμάμαι έντονα την κρατημένη ανάσα καθώς όλοι εμείς, οι αριστεροί που δεν είχαμε ταυτιστεί ποτέ με το καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης, παρακολουθούσαμε από τηλεοράσεις και ραδιόφωνα την κατάρρευσή του. Μια κατάρρευση σχεδόν ταυτόχρονη παντού και, με λίγες εξαιρέσεις, αναίμακτη, παρά το ανυπολόγιστα πολύ αίμα που είχε χυθεί για την εδραίωσή της επανάστασης, και αργότερα για τον θάνατο τόσων διαφωνούντων. Υποθέταμε από σειρά γεγονότων, π.χ. η περίπτωση της Πολωνίας, ότι το τρομερό οικοδόμημα ήταν κούφιο εσωτερικά, αλλά για πολλούς λόγους δεν περιμέναμε τέτοια ακαριαία πτώση μακρόχρονων καθεστώτων.
Άνοιξαν βέβαια οι ασκοί του Αιόλου: Διεθνής κυνισμός των ΗΠΑ. Πόλεμοι ανάμεσα στις καταπιεσμένες εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, που διεκδικούσαν –και πολλές έλαβαν- το σημείο αναφοράς τους στον χάρτη. Κάτι παρόμοιο είχε γίνει και με την κατάρρευση αυτοκρατοριών, και τη δημιουργία των κρατών-εθνών. Πλην όμως υπήρχε μια θεμελιώδης ειδοποιός διαφορά, εκτός από τη χρονική: οι επαναστατικές ιδέες που είχαν στηρίξει τη δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό γυρνούσε το μαχαίρι στην πληγή, γιατί η πτώση των κομμουνιστικών δικτατοριών, έχοντας ταυτιστεί με την παραμόρφωση των γενεσιουργών αιτίων, μπορεί να τις παρέσερνε συνολικά με την πτώση της. Μπορεί να τις ακύρωνε σαν κινητήρια δύναμη του διεθνούς κινήματος. Σαν κινητήρια δύναμη των αγώνων της δικής μας νιότης, αγώνες –ωστόσο- που δεν είχαν ευθυγραμμιστεί με τα παλιά κομμουνιστικά κόμματα. Σαν στοιχείο της προσωπικής μας ταυτότητας, σαν μυστικό πανανθρώπινο δεσμό, σαν κοινωνική ελπίδα σαν, σαν, σαν… Τι σήμαινε πλέον η λέξη “επανάσταση”;
Το δεύτερο μυθιστόρημά μου Θα υπογράφω Λουίστηρίχτηκε σ’ αυτή την αγωνία μου. Άρχισα να το γράψω αρχές του 1990. Πρόκειται για ένα βιβλίο-ρέκβιεμ για τον αιώνιο ρομαντισμό της επανάστασης, αλλά και του έρωτα, των κοινών τους μάλλον στοιχείων. Στηρίχτηκε στη ζωή του Ανδρέα Ρηγόπουλου, ενός από τους εισηγητές των ιδεών του ρομαντισμού και της Γαλλικής επανάστασης, που παρακολούθησε και τις μεταγενέστερες αριστερές επαναστατικές ιδέες. Ο λησμονημένος Πατρινός ευπατρίδης κι επαναστάτης (και θεατρικός ακόμη συγγραφέας, ποιητής, δημόσιος αγορητής, βουλευτής) με ενέπνευσε, εκτός άλλων, από το γεγονός ότι γεννήθηκε στη θάλασσα όταν ξέσπαγε η επανάσταση του 21 και αυτοκτόνησε πέφτοντας στη θάλασσα την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1889, δηλαδή μόλις έκλεισε ο πρώτος αιώνας από την Γαλλική επανάσταση. Μια ζωή ανάμεσα σε δυο επαναστατικές στιγμές, μια πραγματική και μια επετειακή. Για μένα υπήρξε καταλυτική η σύμπτωση των τριών μοιραίων, ανά εκατό χρόνια, χρονολογιών: του γαλλικού 1789, του 1889 που αυτοκτόνησε ο ήρωάς μου, το δικό μας 1989. Γιατί και το δικό μας 1989 είναι ακριβώς διακόσια χρόνια από τη Γαλλική επανάσταση.
Πριν αυτοκτονήσει ο μυθιστορηματικός ήρωας (το “Λουί” είναι υπαρκτό επαναστατικό ψευδώνυμο του Ρηγόπουλου) γράφει σε ημερολογιακές επιστολές έναν απολογισμό πράξεων, και αισθημάτων, προς τη γυναίκα που υπήρξε η κρυφή του ερωμένη, μια επινόηση δική μου, αφού στη ζωή του αισθαντικού και θαρραλέου εκείνου ανθρώπου δεν αναφερόταν όνομα γυναίκας. Η αφανής γυναίκα, που (βεβαίως) δεν έλαβε τον απολογισμό του, έχει τον τελευταίο λόγο σε μια μετά θάνατον “συνάντησή” τους, όπου και η ερμηνεία ενός υπαρκτού λάθους σε στίχο του Δάντη δίνει το κλειδί του έργου, κλειδί προορισμένο επίσης να χαθεί.
Γιατί διάλεξα ένα ιστορικό πρόσωπο; Μα επειδή η ιστορική συνείδηση είναι μια σύγχρονη πολιτική συνείδηση. Κι επειδή στη λογοτεχνία μιλάμε με τις φωνές άλλων ανθρώπων κι άλλων χρόνων.


Από την πολιτική στην ιστορία
και από εκεί στο “χρονικό” και το “δοκίμιο”

Του Γιώργου Μαργαρίτη

Η κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού” στα 1989, από τη σκοπιά μιας αριστερής κριτικής αντίληψης ήταν αδιάφορη και, σε μεγάλο βαθμό, αναμενόμενη. Τα καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης, αντιμέτωπα με αδιέξοδα σε κάθε τομέα της λειτουργίας τους, προσπαθούσαν να προλάβουν τις διαφαινόμενες εξελίξεις με διοικητικά ή και αστυνομικά μέτρα, γεγονός που τα καθιστούσε αποκρουστικά και τόνιζε τον αναχρονισμό τους. Η κατάρρευση ήρθε ως φυσικό επακόλουθο και οι αριστεροί μάλλον ευχαριστημένοι θα πρέπει να ήσαν με αυτό.
Οι παρενέργειες αυτής της ανατροπής ήταν όμως ένα άλλο κεφάλαιο. Στην πολιτική, όπως και στη φύση, το κενό είναι σχεδόν απαγορευμένη έννοια και κάθε ανατροπή προκαλεί μια διάδοχη κατάσταση. Η τελευταία χτίζεται σύμφωνα με τις δυνατότητες και τις επιθυμίες του πιο ισχυρού, εκείνου που την κατάλληλη στιγμή διαθέτει την οικονομική, ιδεολογική, πολιτική εν τέλει δυνατότητα να επεκταθεί στη θέση του παλιού και να εντάξει τα “ορφανά της ιστορίας” στο σύστημά του. Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ο καπιταλισμός στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του, ο αμερικάνικος τρόπος ζωής, συμπεριφοράς και σκέψης, πληρούσαν οπωσδήποτε αυτές τις προδιαγραφές και βρέθηκαν, με άνεση, στη θέση του απόλυτα ισχυρού, στις ισορροπίες του κόσμου.
***
Η πρώτη παρενέργεια αφορούσε τις ισορροπίες των πολιτικών και κοινωνικών πεδίων. Η πολιτική στράτευση και δράση -στην ορθολογική τουλάχιστον εκδοχή της- εξαρτάται άμεσα από την ύπαρξη στόχων και την προσδοκία συγκεκριμένων αποτελεσμάτων. Από αυτήν την άποψη, η πολιτική παρέμβαση είναι εφαρμοσμένη τέχνη που οπωσδήποτε συναρτάται από το δεδομένο συσχετισμό δυνάμεων. Η ανατροπή του 1989 είχε, ως προς αυτό το επίπεδο, καταλυτικές επιδράσεις, καθώς περιόρισε ασφυκτικά τη δυνατότητα ελιγμών.
Στη φτωχή πλευρά του πλανήτη, μετά την αποαποικιοποίηση, ή μάλλον μετά τον εξοβελισμό των ευρωπαϊκών δυνάμεων από την κυρίαρχη θέση τους σε σημαντικές ζώνες των “υπό ανάπτυξη” ηπείρων, η επέλαση του νεοαποικισμού, του δυτικού κεφαλαίου και των πολυεθνικών μπορούσε, πριν το 1989, κατά κάποιο τρόπο να αντιμετωπισθεί με την προσφυγή στο αντίπαλο δέος, στη Σοβιετική Ένωση και στον δικό της συνασπισμό. Οι περιφερειακοί πόλεμοι και οι ποικιλόμορφες συγκρούσεις που χαρακτήρισαν τις δεκαετίες του 1960 και 1970, αν και γεννιόνταν από τοπικές, εσωτερικές εντάσεις, έπαιρναν σχεδόν πάντοτε την μορφή της “δι’ αντιπροσώπων” σύγκρουσης των δύο ισχυρών συνασπισμών, ανατολικού και δυτικού. Κινήματα, επαναστάσεις, κράτη, ηγεμόνες, δικτάτορες, έστω είχαν μάθει να παίζουν αυτό το παιχνίδι και να ασκούν πολιτική εκμεταλλευόμενοι τις αντιθέσεις των μεγάλων. Ήταν μια πολύπλοκη σκακιέρα, οπωσδήποτε όμως υπήρχε σκακιέρα πάνω στην οποία τα πιόνια φαίνονταν να έχουν αν όχι ίσες τουλάχιστον πραγματικές ευκαιρίες.
Με διαφορετικούς τρόπους αυτό το παιχνίδι των ισορροπιών που έτρεφε την πολιτική πρακτική ασκήθηκε και στον κοινωνικό χώρο, ακόμα και στις χώρες της δύσης. Η αντιπαλότητα στο διεθνές στερέωμα υποχρέωνε τις κυβερνήσεις να λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψη τους την κατάσταση και τα αιτήματα των λαών τους. Η πολιτική συναίνεσης και σε κάποιο βαθμό το “κοινωνικό κράτος” της σοσιαλδημοκρατίας αναπτύχθηκαν μέσα σε αυτό το σύστημα που ουσιαστικά, λόγω των παγκόσμιων συσχετισμών σε έναν κόσμο που γινόταν ολοένα και πιο μικρός, απαγόρευε την υπερβολική πίεση επί των πολιτών του. Επιγραμματικά, η πολιτική εκπορευόταν από το σύστημα των δύο αντίπαλων κόσμων, αρθρωνόταν σε μεγάλο βαθμό γύρω από αυτό. Οι συσχετισμοί και οι ισορροπίες επέτρεπαν τον ελιγμό, τη διαπραγμάτευση, την επιλογή πεδίων αντιπαράθεσης και μεθόδων. Όλα αυτά έμειναν μετέωρα, όταν από τους δύο κόσμους απέμεινε μόνο ο ένας. Τα δεδομένα άλλαξαν με τρόπο ριζοσπαστικό και απόλυτο.
Οι ισορροπίες δεν ήταν πλέον ορατές, ο θρίαμβος του δυτικού –αμερικανικού- κόσμου  δημιούργησε συσχετισμούς καταθλιπτικούς. Στη φτωχή πλευρά του πλανήτη, επαναστάτες, κινήματα, λαοί, κόμματα, κράτη, κυβερνήσεις, δικτάτορες, δεν είχαν πλέον πού να καταφύγουν όταν βρίσκονταν σε ρήξη με τον μοναδικό ισχυρό. Η δυνατότητα ισοστάθμισης των συσχετισμών χάθηκε και η πολιτική γύρισε πίσω σε εμβρυώδεις μορφές, όπως εκείνες που η ανάγκη της επιβίωσης ή η αδυναμία επιβίωσης υπαγορεύουν. Πολλοί αρκέστηκαν στην αναβολή, στο κέρδισμα χρόνου, στο συμβιβασμό, στην απόκρυψη, στον εξορκισμό της αναμέτρησης, ακόμα και όταν τα συμφέροντά τους ήταν πλήρως αντίθετα με εκείνα των μοναδικών ισχυρών. Η περίπτωση του Σαντάμ Χουσεΐν ανήκει ίσως σε αυτή την κατηγορία. Άλλοι επέλεξαν τους πνιγηρούς δρόμους της αυτοκαταστροφικής μεταφυσικής, εκείνης που ασκεί πολιτική διαμέσου της άρνησής της. Οι διάφοροι “μάρτυρες” που θυσιάζονται μετά των αλλοφύλλων απίστων εχθρών τους στον μουσουλμανικό κόσμο, είναι η τυπικώτερη εκδοχή αυτής της μη πολιτικής. Μη πολιτικής, επειδή έχει ως μοναδικό στόχο τον θάνατο, σχεδόν των πάντων, δικών μας και εχθρών, με την ελπίδα ότι οι διαταραγμένες ισορροπίες αυτού του κόσμου θα αποκατασταθούν στον αδιευκρίνιστο κόσμο του όποιου Θεού.
Στην πλούσια πλευρά του πλανήτη, η πολιτική πνίγηκε μέσα από τις αδιάκοπες και χωρίς τέλος εκπτώσεις. Το μεγάλο αριστερό κίνημα θρυμματίστηκε μέσα σε αναρίθμητα παραπολιτικά ή μάλλον απολιτικά ρεύματα που υπεράσπιζαν τα δικαιώματα των φτωχών, των μεταναστών, των λουλουδιών, των δασών, των ψαριών, των παιδιών, των γυναικών, των ομοφυλοφύλων, των καρέτα-καρέτα, των φυλακισμένων, των όποιων θέλετε και με όποια σειρά θέλετε. Όλα και τίποτα, έτσι ως ασπόνδυλα “ρεύματα”, για να μην έχουν το πεδίο ελεύθερο οι “γραφειοκράτες”, και πάλι προς το τίποτα σε μία ιδιότυπη μεταφυσική όπου “πολιτική” θεωρείται ένα μείγμα φιλανθρωπίας, προσκοπισμού, βολονταρισμού και ομφαλοσκόπησης, όπου ο συνδετικός κρίκος, το γενικευτικό και απλουστευτικό “κατά της παγκοσμιοποίησης”, αποδεικνύεται το ίδιο κενό με τα επιμέρους.
Ανάμεσα στην υποταγή και την απελπισία, η πολιτική παρέμβαση έχασε το νόημά της και την ορθολογική της δυναμική, που την καθιστούσε ισχυρό δομικό υλικό στις σύνθετες πολιτείες που ανέδειξε η ανθρωπότητα στους ιστορικούς χρόνους. Τον ίδιο δρόμο της κρίσης ακολούθησαν και οι επιστήμες του ανθρώπου και ειδικά η πιο πολιτική από αυτές: η ιστορία.
***
Η ιστορία, είτε στην προνοιακή μορφή της είτε στην “ηγεμονική”, εκείνη δηλαδή που αναφερόταν στις πράξεις των ηγεμόνων, είτε στην σύγχρονη, επιστημονική εκδοχή της, βρισκόταν πάντοτε στην σκιά της πολιτικής. Περιέγραφε ανθρώπινες περιπέτειες και δρώμενα, καταστάσεις κοινωνικές, μηχανισμούς, συστήματα. Ασχολιόταν με τις αποφάσεις των ηγετών, με την τύχη των πολιτικών θεωριών και των αποφάσεων που εκπορεύονταν από αυτές. Διέσχιζε την εξουσία και την κοινωνία μαζί με τα υλικά τους θεμέλια, την οικονομία με άλλα λόγια. Τρεφόταν ως εκ τούτου από την πολιτική και, σε κάποιο βαθμό, με τη σειρά της την έτρεφε, την τροφοδοτούσε με ιδέες, με νομιμοποιητικά σχήματα, με άλλοθι και με προσχήματα ενίοτε, όποτε αυτό χρειαζόταν.
Τι θα μπορούσε να είναι η ιστορία χωρίς το πολιτικό της υπόστρωμα; Το ερώτημα αυτό, που κινδύνευε να ξεχαστεί στους δύο πολυτάραχους τελευταίους αιώνες, δείχνει να επανέρχεται με ορμή στο προσκήνιο. Ξεχνούσαμε σε τελευταία ανάλυση ότι η επιστήμη της ιστορίας, όπως μορφοποιήθηκε ως την εποχή μας, έχει ένα σχετικά βραχύβιο παρελθόν, καθώς ανήκει στα δημιουργήματα του μεγάλου πολιτικού γεγονότος: της Γαλλικής Επανάστασης. Ανακαλύπτουμε λοιπόν με αδικαιολόγητη έκπληξη την παρακμή δεδομένων και σταθερών, που πριν λίγο καιρό θεωρούσαμε αλώβητες. Είδαμε πολλά και μάλλον θα δούμε περισσότερα σε αυτόν τον δρόμο.
Είδαμε την αρχειοδιφία να γίνεται αυτοσκοπός και να εξοβελίζει το έργο της ιστορίας, την ιστορική σύνθεση, στο όνομα κάποιας μυστικιστικής πρόθεσης “γενικής απογραφής των δεδομένων”, είδαμε σημαντικούς ιστορικούς να αρνούνται την ιστορική σύνθεση ή τον καθένα, ακόμα και τον πλέον αδαή να δηλώνει ιστορικός με την επιδοκιμασία των γύρω, είδαμε τον φόβο της αναμέτρησης με τα μεγάλα γεγονότα -την εγκατάλειψη της ιστορίας της επανάστασης του 1821, για παράδειγμα, στα καθ’ ημάς. Αντίθετα, όπως και στην πολιτική παρέμβαση, είδαμε να ανθίζει η λογική του όλα και του τίποτα. Η ιστορική παραγωγή πολυδιασπάστηκε, σχεδόν ως το απόλυτο αστείο. Είδαμε τις ειδικές θεωρήσεις της ιστορίας των γυναικών, των παιδιών, των βρεφών και των εφήβων να τις συμπληρώνει η ιστορία της καθαριότητας, είδαμε την ιστορία της αρετής και της κακίας, την ιστορία του φόβου, του μίσους, της αγάπης, του θανάτου, των τυφλών, των κουφών, των χαζών, την ιστορία του έρωτα, της ομοφυλοφιλίας, της ελπίδας και βάλε, να γίνονται αυθύπαρκτα πεδία, αρνούμενα την σύνδεσή τους με το γενικό, το καθεαυτό ιστορικό. Είδαμε ακόμα και τις τεχνικές να αυτονομούνται. Η προφορική ιστορία από βοηθητικό εργαλείο έγινε ειδική “επιστήμη”, κινούμενη και αυτή στον κόσμο και στον περίκλειστο χώρο της. Είδαμε, και τι δεν είδαμε... Επιγραμματικά, αυτό που είδαμε μάλλον ήταν το τέλος της επιστήμης της ιστορίας, όπως αρχίζαμε να την συνηθίζουμε τους τελευταίους αιώνες.
***
Τα υπόλοιπα ήταν αναμενόμενα. Το κενό έπρεπε να καλυφθεί. Εκεί όπου χρειαζόταν ο λόγος για το παρελθόν των ανθρώπων και των κοινωνιών τους, εκκολάφθηκαν ή ενισχύθηκαν νέα φαινόμενα. Ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ιστορία εγκαταστάθηκε -γνωστό παράδειγμα- ένα είδος που, αν και προϋπήρχε στο παρελθόν, απέκτησε, στις νέες συνθήκες βαρύνουσα σημασία. Ιστορική γραφή με λογοτεχνικές αποχρώσεις, το είδος αυτό θύμιζε μυθιστορηματικές εξιστορήσεις ιστορικών γεγονότων, αφηγήσεις, βιογραφίες, την παλιά “λαϊκή” -αν επιτρέπεται η έκφραση- ιστορία, εκείνη που συγκινούσε με τον τρόπο της τους πολλούς. Σε αυτό το υβριδικό είδος ανήκουν, στα καθ’ ημάς, τα πλέον πρόσφατα βιβλία για την επανάσταση του 1821. Όταν εμφανίστηκε το πρώτο από τα έργα αυτά του Κωστή Παπαγιώργη, οι κριτικοί δυσκολεύτηκαν να το ταξινομήσουν, επινοώντας τον όρο του “χρονικού” για να απονείμουν το κρατικό βραβείο στον συγγραφέα του. Το βιβλίο για τον Κανέλλο Δεληγιάννη, όπως και το δεύτερο, Τα καπάκια, είναι διανθισμένα με υποσημειώσεις, έτσι ώστε να παραπέμπουν και σε ιστορική επάρκεια, διατηρώντας ταυτόχρονα την ελευθερία στην πλοκή, όπως την επιτρέπει το μυθιστόρημα. Σε αυτά, η επανάσταση του 1821 παρουσιάζεται ως άθροισμα ιδιοτελών συμφερόντων, απύθμενων φιλοδοξιών, παθών και σκοτεινών προθέσεων, ως διαδοχή ατυχημάτων, εκμηδενίζοντας ιδεολογίες, αξίες, καταστάσεις, συγκυρίες, πραγματικότητες. Σε παρόμοιο διάβημα, γνωρίσαμε την ιστορία της Αντίστασης -κατά Χαριτόπουλο- κάτω από την “άγια” σκιά του Βελουχιώτη, προφήτη αυτού επί της γης, όπου οι γραμματείς και οι φαρισαίοι δεν τον άκουσαν, δεν τον πίστεψαν, δεν τον ακολούθησαν... Είδαμε και άλλα πολλά και σίγουρα θα δούμε ακόμη περισσότερα.
***
Στο παρελθόν φαινόμενα σαν και αυτό ήταν ανυπόληπτα, μπορούσαν να κινούνται ελεύθερα σ’ ένα χώρο καθαρά λογοτεχνικής φαντασίας. Δεν μετείχαν της επιστήμης της ιστορίας. Σήμερα δεν είναι έτσι. Ταπεινωμένη η επιστήμη της ιστορίας, συνδιαλέγεται με αυτό το είδος γραφής και συχνά βρίσκεται σε θέση άμυνας, υποχρεωμένη ν’ απολογηθεί σε αυτή τη μεταφυσική θεώρηση του παρελθόντος. Είμαστε ίσως έτοιμοι στον καιρό μας ν’ ανακαλύψουμε τι θα μπορούσε να είναι η ιστορία χωρίς την πολιτική, χωρίς τους δημοκρατικούς, πολιτικούς πολίτες με άλλα λόγια, την παιδεία των οποίων είναι ταγμένη να υπηρετεί.


Μαρασμός ή αναγέννηση;
Σκέψεις για την περιπέτεια της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας και του ρωσικού βιβλίου μετά το 1989

Της Ευγενίας Κριτσέφσκαγια
 
Διάβασα ένα σύγχρονο μυθιστόρημα και... τι να πω; Καμιά εντύπωση! Άνοιξα όμως τον Τολστόι και η τρυφερότητα πλημμύρισε την ψυχή μου! Ο όρος “σύγχρονη λογοτεχνία” μου προκαλεί αποκλειστικά και μόνο αρνητική αντίδραση: πάλι μπούρδες θα διαβάσω!
(Συζήτηση στο Λογοτεχνικό Φόρουμ
του ρωσικού Διαδικτύου)

Αυτή είναι η γνώμη που εκφράζεται όλο και πιο συχνά, με κάθε ευκαιρία διαλόγου -δημόσιου, ιδιωτικού ή διαδικτυακού- με θέμα τη σύγχρονη ρωσική λογοτεχνία. Τι είναι τελικά; "Πεταλούδα"μιας νύχτας, ενός θέματος, περιορισμένου πάθους, με ημερομηνία λήξεως τέλος πάντων;
Η σύγχρονη λογοτεχνία που διδάσκεται στα σχολεία της Ρωσίας κινείται σε πολύ συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια: λογοτεχνία του Αργυρού Αιώνα (1890-1917), πολεμική και μεταπολεμική λογοτεχνία ('40-'50), και μερικώς λογοτεχνία της δεκαετίας του '60 και του '70. Απουσιάζουν η λογοτεχνία της δεκαετίας του '80, η λογοτεχνία της Περεστρόικα, των κοσμοϊστορικών αλλαγών της δεκαετίας του '90, όταν η πανίσχυρη πλανητική δύναμη ΕΣΣΔ κουτσουρεύθηκε έως την αμφίβολης επιρροής Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών.
Παίρνω στα χέρια μου το σχολικό πρόγραμμα της τελευταίας τάξης του ρωσικού λυκείου, όπου αρχίζει και τελειώνει η μελέτη της σύγχρονης λογοτεχνίας. Παρατηρώ κι εδώ συγκλονιστικές "κοσμοϊστορικές"αλλαγές σε σχέση με το σχολείο της εποχής μου, τριάντα έτη πριν: η λίστα τώρα ξεκινάει με τα "αιρετικά"ονόματα των Αχμάτοβα, Μάντελσταμ, Ζαμιάτιν, Μπάμπελ, Ζόσενκο, Μπουλγάκοφ, που γειτνιάζουν με τις σταθερές αξίες παντός καιρού, Γκόρκι, Μαγιακόφσκι, Τβαρντόβσκι.
Απρόσμενη έκπληξη: η ποίηση των Βλαντιμίρ Βισότσκι και Μπουλάτ Οκουτζάβα, δυο αιρετικών βάρδων που τραγουδιούνταν κάποτε σε κάθε μοσχοβίτικη κουζίνα. Τέλος -η χαριστική βολή- ο "προδότης"Μπρόντσκι και Μια μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτςτου Σολζενίτσιν: τα πάνω κάτω ήρθαν στο ρωσικό σχολείο, όπως και στη ρωσική αγορά βιβλίου. Κι όμως... Ο όρος "σύγχρονη λογοτεχνία"είναι υπερβολικά στενός για να χωρέσει όλο εκείνο τον χείμαρρο που πλημμύρισε τα ρωσικά βιβλιοπωλεία και τα διαδικτυακά σάιτ από τη δεκαετία του '90 και πέρα. Και ήταν επόμενο, το "στεγανό"ρωσικό σχολείο να αδυνατεί να τον αντιμετωπίσει.
***
Από πού ν'αρχίσεις και πού να τελειώσεις; Μάλλον από το 1989, χρονιά-ορόσημο στη ρωσική ιστορία και τη ρωσική λογοτεχνία. Θα διακινδύνευα να προσδιορίσω και την ημερομηνία, την 9η Νοεμβρίου του 1989, ημέρα πτώσης του τείχους του Βερολίνου και της γερμανικής ενοποίησης, που θα μπορούσε να γιορτάζεται και ως γενέθλια μέρα της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας.
Όμως, ακριβώς γι'αυτό το λόγο, τα έργα της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας εκδόθηκαν σε μια ατυχή γι'αυτά στιγμή: τείχους πεσόντος, στα ρωσικά βιβλιοπωλεία ξεχύθηκαν απαγορευμένα στα χρόνια της σοβιετικής λογοκρισίας βιβλία, τα ράφια γέμισαν με ονόματα των γιγάντων της ρωσικής εμιγκρέ λογοτεχνίας, τα οποία πάντα ακούγαμε χωρίς να τα βλέπουμε: Χοντασέβιτς, Ναμπόκοφ, Ανταμόβιτς και άλλοι. Ο στερημένος, για εβδομήντα και πλέον χρόνια, Ρώσος αναγνώστης έπρεπε πρώτα να χορτάσει όλους αυτούς, να δώσει ήχο στις βουβές έως τότε στροφές του έλικα του εθνικού DΝΑ, έπρεπε να αναπληρώσει τις χαμένες εικόνες.
Επιπλέον, τον Αύγουστο του 1991, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα κατά της νέας τάξης πραγμάτων που αντιπροσώπευε ο Γιέλτσιν, συνέβη κάτι πολύ σοβαρό: έπαψε να υφίσταται ένα σημαντικό πολιτιστικό και ιστορικό φαινόμενο: η πολυεθνική σοβιετική λογοτεχνία. Γιατί, εκτός από τις γνωστές "πληγές του Φαραώ", η σοβιετική λογοτεχνία είχε και τις φωτεινές της πλευρές, όπως για παράδειγμα ο διάλογος και η αλληλουχία των διαφορετικών πληθυσμών της -από την Βαλτική έως την Μέση Ασία...
Μετά το πραξικόπημα γεννήθηκε -ή μήπως αναγεννήθηκε;- μια άλλη Ρωσία, που προσπαθούσε να αυτοπροσδιοριστεί και που βιαζόταν να δημιουργήσει νέες, εθνικές πλέον αξίες. Έτσι, ένας από τους κύριους στόχους της λογοτεχνίας του '90 ήταν να "επιδιορθώσει"την κατεστραμμένη γέφυρα ανάμεσα σε ολόκληρες γενεές, να αναπληρώσει τα κενά στην εθνική ιστορία και φιλολογία, να μπαλώσει τις μαύρες τρύπες στο χρόνο και στο χώρο. Γιατί στη διάρκεια ενός σχεδόν αιώνα, η ρωσική λογοτεχνία ήταν κατακερματισμένη και τα θραύσματά της δεν είχαν μεταξύ τους κανένα σημείο επαφής. Μέχρι τότε υπήρχε η επίσημη σοβιετική λογοτεχνία, περιχαρακωμένη στα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης, υπήρχε η λογοτεχνία του πρώτου κύματος μετανάστευσης, τέλος υπήρχε η εγχώρια παραγωγή των συγγραφέων-αντιφρονούντων, βιβλία των οποίων σε μορφή χειρογράφων "σαμιζντάτ" (αυτοσχέδιες εκδόσεις) κυκλοφορούσαν χέρι-χέρι.
Ίσως γι'αυτό το λόγο τη σημαντικότερη θέση στη σύγχρονη ρωσική λογοτεχνία κατέχουν τα απομνημονεύματα και τα ημερολόγια, εκείνο το λογοτεχνικό είδος που σαν σωτήρια λάσπη συγκόλλησε τα σπασμένα κομμάτια της ρωσικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Οι ομοεθνείς συγγραφείς και αναγνώστες σαν να άπλωσαν τα χέρια τους ο ένας στον άλλον, πάνω από τον απύθμενο ωκεανό μίσους, θυμού, φθόνου. Η ανάπλαση του DΝΑ του ρωσικού έθνους ήταν μια δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία -που όμως και οι δύο αντίθετες μέχρι τότε πλευρές βιάζονταν να ολοκληρώσουν-και αυτή της μητρόπολης και αυτή του απόδημου ρωσισμού. Τη λεπτή εγχείρηση συγκόλλησης ανέλαβαν αρχικά δυο βιβλία αναμνήσεων: Τα πλάγια γράμματα είναι δικά μουτης Νίνα Μπερμπέροβα και η διλογία της Ιρίνα Οντόγιεβτσεβα Στις όχθες του Νέβακαι Στις όχθες του Σηκουάνα. Χωρίς τα βιβλία της μετανάστευσης, που έγιναν αυτομάτως "σύγχρονα"για ευνόητους λόγους καθυστέρησης, θα ήταν αδύνατη η ανάπλαση της πολυδιάστατης εικόνας εξέλιξης της ρωσικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, όπως θα ήταν αδύνατη και χωρίς τη "λογοτεχνία των στρατοπέδων συγκέντρωσης", την απαγορευμένη εγχώρια λογοτεχνία που πέρασε κι εκείνη δεκαετίες ολόκληρες φυλακισμένη στα συρτάρια. Πιστεύω ότι αυτό το φαινόμενο του "επαναπατρισμού"και της "αποφυλάκισης"της λογοτεχνίας δεν υπήρχε πουθενά αλλού στον κόσμο, σε αυτή την έκταση και ένταση.
Έτσι, η ηλικιακά σύγχρονή μας λογοτεχνία βρέθηκε σε δυσμενή θέση και εκτός από τους αναγνώστες, "κολλημένους"με τους κλασικούς που ακόμα να εξαντληθεί η πνευματική τους παρακαταθήκη, υπάρχουν αρκετοί επικριτές της λογοτεχνίας την οποία "παρέσυρε"στην πτώση του το τείχος του Βερολίνου. Για παράδειγμα, ο Σολζενίτσιν πιστεύει ότι η ρωσική λογοτεχνία περνάει μια οξύτατη κρίση και ότι οι σύγχρονοι Ρώσοι συγγραφείς δεν άντεξαν το βάρος της ελευθερίας. Τον Σολζενίτσιν ξενίζει η ξέφρενη ελευθερία των θεμάτων και ειδών στην υπάρχουσα ρωσική αγορά βιβλίου, όμως η πτώση του σοβιετικού κράτους, και ό,τι συνεπαγόταν αυτό, επέφερε ως συνέπεια και την αλλαγή του ρωσικού αναγνωστικού κοινού. Η ελευθερία στην αγορά βιβλίου κατήργησε τον ενιαίο επίσημο αναγνώστη, ένα απρόσωπο άυλο ον, οι εκδότες και οι δημιουργοί έπρεπε να συνειδητοποιήσουν πως υπάρχουν (και εδώ που τα λέμε πάντα υπήρχαν) ειδών-ειδών αναγνώστες, με τα δικά τους διαφορετικά γούστα, με διαφορετικά μορφωτικά επίπεδα και αντίληψη λόγου, διαφορετικά βιώματα και αναζητήσεις. Ίσως τον Σολζενίτσιν ενόχλησε πως η λογοτεχνία έπαψε να είναι η βασίλισσα της καθημερινότητας των Ρώσων, η οποία έκρινε και επέκρινε τη ζωή τους, όπου και ο συγγραφέας ήταν προφήτης και δάσκαλος. Η ζωή έπαψε να περιστρέφεται γύρω από τη λογοτεχνία και επομένως να ασχολείται με τους δημιουργούς.
Όπως σημειώνει ένας σύγχρονος Ρώσος κριτικός λογοτεχνίας, «προς μεγάλη απογοήτευση των μεν και τρελή χαρά των δε, η λογοτεχνία έγινε ένα άχρηστο αξεσουάρ της ζωής και όχι η καθοδηγήτριά της». Πώς να το κάνουμε, η λογοτεχνία έγινε ένα εμπόρευμα της αγοράς, ένα εκ των πολλών στην κοινωνία της κατανάλωσης.
Ένας άλλος, άκρως απογοητευμένος από την κατάσταση στη λογοτεχνική αγορά κριτικός, συμπληρώνει:
«Κάθε λογοτεχνία, οποιασδήποτε λογοτεχνικής εποχής, έχει τη δική της σκοτεινή περιοχή “πίσω από τον καθρέφτη” που κατοικείται από ένα περίεργο λαουτζίκο. Η χώρα αυτή ονομάζεται ή “ποστμοντερνισμός” ή “νεοαβαγκαρντισμός” ή “κογκρετισμός”, η ουσία πάντως βρίσκεται στην κατάληξη “-ισμός” που θέλει να σημαίνει κάτι χωρίς να σημαίνει... Δεν υπάρχει πλέον καμιά εναλλακτική στη λογοτεχνία. Στους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς δεν νικούν οι καλύτεροι, αλλά οι διαθέσιμοι. Ο αγρός που δεν σπέρνεται με ταλέντα, χορταριάζει αναπόφευκτα μ'αυτούς τους “-ισμούς”. Πού όμως χάθηκαν όλα τα ταλέντα; Ή μήπως ήρθε η εποχή που η ρωσική γη δεν είναι πια σε θέση να γεννά τους δικούς της Πλάτωνες και Νεύτωνες; Μάλλον όχι. Απλά έρχεται μια στιγμή στη ζωή των λαών, όταν η πνευματική τους ζωή φτωχαίνει και οι λίγοι προικισμένοι από το θεό με ταλέντο δεν επιθυμούν να προσφέρουν το θείο δώρο τους στην κοινωνία. Είναι η εποχή όταν δεν υπάρχουν ούτε ιερά ούτε όσια, όταν οι αρετές περνιούνται για προκαταλήψεις, όταν την πολιτική κάνουν οι ανάξιοι τυχοδιώκτες, όταν οι τέχνες και οι επιστήμες δεν είναι σεβαστές και παντού θριαμβεύει ένας ωμός υλισμός. Σ'αυτές τις συνθήκες το ταλέντο δεν έχει θέση... Ο λαός που αποφάσισε να είναι “χώρα των ηλιθίων” αδυνατεί να έχει μια έξυπνη τέχνη. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή εμφανίζονται με τα κλαπατσίμπαλά τους οι διάφοροι “-ισμοί”».
Πολλοί είναι πάλι εκείνοι που πιστεύουν πως στη σύγχρονη Ρωσία η λογοτεχνία εγκαταλείπει τη σκηνή. Τελικά τι συμβαίνει; Είναι το τέλος της ή η αρχή; Ο μαρασμός που αναπόφευκτα θα καταλήξει σε θάνατο μόλις εξαντληθούν (όσο τεράστια κι αν είναι) τα αποθέματα των ξεχασμένων ή απαγορευμένων ή αναθεματισμένων στα σοβιετικά χρόνια βιβλίων εγχώριας ή απόδημης παραγωγής; Ή πρόκειται για την αναγέννηση του δημιουργικού λόγου; Μήπως τελικά οι δυσαρεστημένοι επικριτές της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας είναι σνομπ και απλώς αηδιάζουν και βυθίζουν τα επιλεκτικά τους νυστέρια, συνηθισμένα σε πλούσιες σάρκες των τιτάνων - κλασικών, σε ισχνά και ανώριμα κατά τη γνώμη τους σώματα "αγνώστων λοιπών στοιχείων".
Μερικά από τα μεγάλα ονόματα σύγχρονων Ρώσων συγγραφέων, που συνεχίζουν να αμφισβητούνται και να συζητούνται στην πατρίδα τους, έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά -Πελέβιν, Ακούνιν, Ουλίτσκαγια, Μαρίνινα, σταθερή αξία παραμένουν Ρατζίνσκι, Τολστάγια, Τόκαρεβα, Βασίλιεβα, Νάιμαν. Θα μπορούσαν να προστεθούν ακόμα πολλά ονόματα, που διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται από τους απανταχού Ρώσους.
Η ρωσική λογοτεχνία δεν σταματάει όμως εδώ -στην πλειάδα των σύγχρονων Ρώσων συγγραφέων θα έπρεπε να συμπεριληφθούν οι συγγραφείς του δεύτερου κύματος μετανάστευσης. Είναι η αξιόλογη ρωσόφωνη λογοτεχνία των ΗΠΑ, του Ισραήλ, της Γερμανίας, είναι και η χωρίς σύνορα ρωσόφωνη λογοτεχνία του Διαδικτύου, η νέας τεχνολογίας έκδοση "σαμιζντάτ". Όλα αυτά επίσης συνιστούν τη σύγχρονη ρωσική λογοτεχνία, η ποιότητά της μπορεί συχνά να γίνει αντικείμενο συζήτησης αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αγνοείται.
Πάντως ο ανθολόγος που θα πάρει το θάρρος να φτιάξει μια όσο το δυνατόν πλήρη Ανθολογία της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας θα πρέπει να ξέρει καλό "κολύμπι"και να έχει αλάνθαστη αίσθηση του προσανατολισμού. Μόνο τότε οι βουτιές του στην βαθιά θάλασσα του πολυσύνθετου σύγχρονου ρωσικού πολιτισμού θα αποφέρουν καρπούς. Θα βρει οπωσδήποτε τα πολύτιμα μαργαριτάρια ανάμεσα σε χιλιάδες "στείρα"κοχύλια. Και ο χρόνος θα δείξει ποια απ'αυτά θα αξιωθούν την αθανασία και την αιώνια λάμψη.


Από τον λαό, για τον λαό…

Του Μάριο Βίττι

Κάθε φορά που πρέπει να διατυπώσω τη γνώμη μου για τα πιο πρόσφατα χρόνια, αναρωτιέμαι αν οι επιφυλάξεις μου οφείλονται στην κλασική περίπτωση ενός ανθρώπου προχωρημένης ηλικίας.
Πώς μπορώ όμως να το παραβλέψω: προς το τέλος του περασμένου αιώνα συνέδραμαν απανωτές πιέσεις, στην πολιτική όσο και στον κυρίως πολιτισμικό χώρο, που οδήγησαν τους ανθρώπους στη δυσφορία προς τα πολιτικά. Αναρωτιέμαι πόσον καιρό ακόμη εμείς οι πολίτες θα πηγαίνουμε ανέμελα να δώσουμε την ψήφο μας σε εκπροσώπους που είναι βέβαιο ότι δεν θα φροντίσουν, ανιδιοτελώς τάχα, για το καλό του συνόλου.
Δεν διαλύθηκε μόνον η ιδεολογική στράτευση. Άνοιξε χάσμα ανάμεσα στους οραματισμούς και στην τακτική που ο καθείς επιλέγει για την ανετότερή του διαβίωση. Εξάλλου περάσαμε από την πίστη προς τη γνώση, στην πίστη προς τα ΜΜΕ. Η πληροφόρηση αντικατέστησε τη γνώση, την επιστήμη. Η πολιτεία, ακολουθώντας αυτή τη μετατόπιση των στόχων, επιδιώκει να μετατρέψει τα πανεπιστήμια της Ευρώπης από κέντρα όπου ο άνθρωπος κατακτά την ικανότητα παραγωγής περαιτέρω γνώσης, σε φροντιστήρια όπου ο πολίτης του μέλλοντος αποκτά επαγγελματικές δεξιότητες πρακτικής εφαρμογής.
Φυσικά αυτή η επιλογή εξοφλεί και τη διαπίστωση ότι έχει εγκαταλειφθεί εντελώς το όραμα της προόδου. Η πρόοδος λειτούργησε ως κινητήρια δύναμη από τον Διαφωτισμό μέχρι πρόσφατα. Δεν είναι λίγοι δυόμισι αιώνες μεγάλων φιλοδοξιών. Αλλά τώρα δεν επιθυμούμε πια να ξεπεράσουμε τις σημερινές συνθήκες ζωής, παρά μονάχα στο επίπεδο πρακτικής χρήσης των υλικών και πολιτισμικών αγαθών.
Οι πολιτικοί προγραμματισμοί, ή μάλλον οι υποσχέσεις των πολιτικών, δεν προσβλέπουν σε έναν στόχο ανώτερο, ένα στόχο που ήταν σαφής όσο πιστεύαμε στην πρόοδο, αλλά κοιτάζουν πώς να δώσουν την αίσθηση στους ψηφοφόρους ότι ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους. Τα σταλινικά συνθήματα, όπως από τον λαό για τον λαό, που γρήγορα καταδικάστηκαν από τον φιλελεύθερο κόσμο, όπως ήταν σωστό, δεν ήταν τίποτε ως απάτη μπρος στην τακτική που ακολουθούν σήμερα όλα τα κόμματα, ας πούμε στην Ιταλία, (δεν ξέρω αρκετά καλά τα ελληνικά πράγματα για να αναφερθώ σε αυτά) που στηρίζουν τις υποσχέσεις τους στις δημοσκοπίες. Οι σημερινές μάζες, υποταγμένες στα ΜΜΕ, είναι πιο περιορισμένης νοημοσύνης από αυτήν που είχαν στον νου τους οι χειρότεροι σοβιετικοί ηγέτες, κι ας παρηγορούνται αυτές οι μάζες καταναλωτών ότι έχουν όλες τις ανέσεις, από το αυτοκίνητο μέχρι το κινητό τηλέφωνο.
Και η λογοτεχνία; Οι λογοτέχνες φυλάγονται από το ρίσκο. Κι αυτοί κάνουν νοερά τις δημοσκοπίες τους, εντοπίζουν τους αναγνώστες και κατασκευάζουν το κατάλληλο ανάγνωσμα στα μέτρα που τους ταιριάζουν. Γιατί να κινδυνέψουν γράφοντας κάτι που απαιτεί μεγαλύτερο μόχθο, μάλιστα με τον κίνδυνο να πέσουν έξω από τον ορίζοντα δεκτικότητας του κοινού; Οι περισσότεροι έχουν ήδη βρει τη χρυσή τομή, που τους οδηγεί από τη μία πλευρά στη συναίνεση του κοινού και από την άλλη στην υποστήριξη της πολιτείας -δεν αναφέρομαι μονάχα στους διάφορους τρόπους επιβράβευσης, αλλά και σε όλες τις επαγγελματικές διευκολύνσεις.
Καλύτερα να σταματήσω εδώ και να πιάσω τα δικά μου αναγνώσματα. Και μην πείτε ότι φταίει η ηλικία μου.


Hπτώση του τείχους της ενοχής

Της Λήδας Καζαντζάκη

Μερικές φορές, κάποιες συμπτώσεις σφραγίζουν τα συμβάντα, όλως τυχαίως ή εκ παραδρομής. Το άνοιγμα των συνόρων της Ανατολικής Γερμανίας έγινε μια μέρα νωρίτερα απ’ ότι είχε προγραμματισθεί. Από λάθος του εκφωνητή της είδησης. Που δεν μπορούσε να είναι περισσότερο αξιόπιστος, γιατί επρόκειτο για τον ίδιο τον γραμματέα Πληροφοριών και ηγετικό στέλεχος του ΕΣΚΓ (Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας), Γκύντερ Σαμπόβσκι.
Έτσι, το γεγονός που σηματοδότησε την πτώση του τείχους του Βερολίνου συνέβη την 9ηΝοεμβρίου του 1989 και συνέπεσε με μια άλλη επέτειο, που δυτικοί και ανατολικοί ήθελαν ανέκαθεν να ξεχάσουν, εξαιρουμένων κάποιων πολιτών εβραϊκής καταγωγής ή ελαχίστων αριστεράς προελεύσεως: την 9η Νοεμβρίου του 1938. Την αποκαλούμενη Νύχτα των κρυστάλλων, κατά την οποία το ναζιστικό καθεστώς ξεκίνησε το πογκρόμ των εβραίων, καταστρέφοντας τις βιτρίνες των καταστημάτων τους.
Έτσι η εποχή της αφύπνισης της εθνικής συνείδησης, σύσσωμου πλέον του γερμανικού λαού, η εποχή της ανάπτυξης του αισθήματος του συνανήκειν,που ανατολικοί και δυτικοί εκδήλωσαν με τη φράση «είμαστε ένας λαός», άρχισε να χτίζεται πάνω στα τελευταία στρώματα επικάλυψης του φαιού παρελθόντος. Στρώματα που μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου απλώνονταν ένθεν και ένθεν του τείχους.
Στην Ανατολική Γερμανία από την ιθύνουσα τάξη των μελών του ΕΣΚΓ: Πίσω από το «αντιφασιστικό τείχος» του Έριχ Χόνεκερ ζούσαν οι εκ γενετής, λόγω λαϊκοδημοκρατικής γερμανικής ταυτότητας, αντιφασίστες και οι όποιες ρατσιστικές ή αντισημιτικές πράξεις υποβαθμίζονταν ως μεμονωμένα επεισόδια που διέπρατταν  παρεκκλίνοντα άτομα.
Στη δύση επιχειρήθηκε, κατ’ αρχήν από την πολιτική τάξη της δεξιάς και ύστερα από όλους σχεδόν τους πιθανούς σχηματισμούς της αριστεράς, από τη σοσιαλδημοκρατία και τους ειρηνιστές Πράσινους μέχρι τη Φράξια Κόκκινος Στρατός: Η συμφιλίωση με τους δράστες,που εγκαινίασε μεταπολεμικά ο χριστιανοδημοκράτης καγκελάριος Αντενάουερ, διορίζοντας τον υπεύθυνο για τη δικαστική ερμηνεία των ναζιστικών νόμων σε προϊστάμενο της καγκελαρίας. Αυτή η γραμμή ακολουθήθηκε εν πολλοίς από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα και, όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, θα μπορούσε να πει κανείς ότι βρήκε τη συνέχειά της στη συμφιλίωση με τους απλούς Γερμανούς, που υιοθέτησε η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά μετά το ‘68.
Το ίνδαλμα του γερμανικού Μάη του ’68, ο Ρούντι Ντούτσκε, απέφυγε να ασχοληθεί με το ζήτημα των στρατοπέδων συγκεντρώσεως, γιατί δεν του το επέτρεπε η «χριστιανική του αισχύνη». Ενώ, στο όνομα του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και της απελευθέρωσης των λαών από τον ιμπεριαλισμό, επιχείρησε τον εξαγνισμό του λαϊκού σώματος, μιλώντας για μια εργατική τάξη που «εξαπατήθηκε διαρκώς, ανεξάρτητα εάν επρόκειτο για τους σοσιαλδημοκράτες ή τον Χίτλερ»1. Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και το λεγόμενο αντάρτικο των πόλεωντων Μπάαντερ και Μάινχοφ.
Και όλα αυτά όταν, την ίδια χρονική περίοδο, το ζεύγος των ψυχαναλυτών Αλεξάντερ και Μαργκαρίτε Μίτσερλιχ έγραφαν στο κλασσικό πλέον βιβλίο τους για την Ανικανότητα του πενθείν (1967) στη μεταπολεμική Γερμανία: «[μετά το τέλος του Γ΄ Ράιχ] η χώρα μοιάζει εξαντλημένη, όσον αφορά τη δύναμή της να παράγει ιδέες με πολιτική επιρροή, μιας και η πλειοψηφία των πολιτών της υπήρξε σύμφωνη με τις ιδέες του ρατσισμού και της ιδεολογίας της κυριαρχίας του εθνικοσοσιαλισμού. Πράγματι, με την πτώση των ναζί οι πολίτες έχασαν τη βάση για τον προσανατολισμό τους»2.
Η έκρηξη του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και του αντισημιτισμού, εκδηλώθηκε ένα χρόνο μετά την πτώση του τείχους, στην ανατολική Γερμανία κατ’ αρχήν με εμπρησμούς ασύλων πολιτικών προσφύγων και στη δυτική Γερμανία με τον εμπρησμό σπιτιών Τούρκων μεταναστών και εβραϊκών συναγωγών.
Συνέβη μέσα σε αυτό ακριβώς το κενό που δημιούργησε η αποσιώπηση, των «τραγικά πεζών» πτυχών της ναζιστικής θηριωδίας, όπως τις είχε αποκαλέσει η φιλόσοφος Χάνα Άρεντ. Από τους μικρούς κοινούς ανθρώπους, που υπήρξαν τα γρανάζια χωρίς τα οποία δεν θα μπορούσε να κινηθεί ο μηχανισμός εξολόθρευσης των εβραίων, και που τους περιέγραψε στο βιβλίο του Οι πρόθυμοι εκτελεστές του Χίτλερ ο αμερικανός επιστήμονας, εβραϊκής καταγωγής, Ντάνιελ Γκόλντχαγκεν, το 1996.
Συνέβη μέσα στο κενό που παρατηρήθηκε και στην τέχνη του λόγου, από το ‘70 και εντεύθεν. Ένα κενό της μνήμης, που συνδυάστηκε με την αποστροφή για την πολιτική και τα κοινωνικά δρώμενα, με τη στροφή στο ατομικό, αντίθετα με τους λογοτέχνες της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που βάδισαν πάνω στα χνάρια του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Τώρα η χειραφέτηση είναι προσωπική, εσωστρεφής και ενταγμένη μέσα σε γλωσσοκεντρικά παιγνίδια.
Χαρακτηριστικό της παράδειγμα ο θεατρικός συγγραφέας Μπότο Στράους, το πνευματικό παιδί του φιλοσόφου της Σχολής της Φραγκφούρτης Τέοντορ Αντόρνο, που στη δεκαετία του ‘90 προσέγγισε τη Νέα Δεξιά. Στο περίφημο “Άσμα του τράγου σε κρεσέντο”, που αποτέλεσε τον πρόλογο του βιβλίου της Νέας Δεξιάς Το αυτοσυνείδητο έθνος, ο Μπότο Στράους διακηρύσσει την επιστροφή σε αξίες όπως η οικογένεια, η φυλή, η κουλτούρα, τις οποίες πρέπει να υπερασπιστούμε, ακόμα και με τη δύναμη των όπλων, για να αντισταθούμε στον εκτραχηλισμό των ηθών της υλιστικής κοινωνίας. Η ρατσιστική βία παρομοιάζεται εδώ με μια «θυσία αίματος»3.
Το κενό αυτό ήταν εύκολο να το καταλάβει και να το πληρώσει η αναθεωρητική θεωρία της Νέα δεξιάς και η ρητορεία των νεοναζί. Από το “είμαστε ένας λαός”, που όρισε την νέα εθνική συνείδηση του ενωμένου γερμανικού σώματος, μέχρι το “Είμαι περήφανος που είμαι γερμανός”, που κραυγάζουν οι νεαροί σκινάδες, δεν απέχουμε παρά ένα μόνο βήμα. Πόσο μάλλον, όταν, στην τελευταία αυτή φράση καταφάσκει και η επίσημη πολιτική, από το ‘90 και μετά, μέσα από την αναθεώρηση ή την προσθήκη βασικών άρθρων του συντάγματος, τα οποία δυκολεύουν τη χορήγηση πολιτικού ασύλου ή την πολιτογράφηση των παιδιών των μεταναστών. Και υπάρχουν πολιτικοί, όπως ο πρώην δικηγόρος των μελών της Φράξιας Κόκκινος Στρατός, πρώην Πράσινος και νυν σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εσωτερικών Όττο Σίλυ, που θέλει να δημιουργήσει στρατόπεδα υποδοχής προσφύγων στην Αφρική.
Η πτώση του τείχους του Βερολίνου σηματοδότησε, επιπλέον, και την πτώση του τείχους της ναζιστικής ενοχής.

1. Juergen Elsaesser, Wenn das der Fuehrer haette erleben duerfen, konkret 1995, S.100-101
2. Alexander und Margarete Mitscherlich, Die Unfaehigkeit zu trauern, Piper Verlag, 1967,S.21
3.Peter von Becker, Abschied von Botho Strauss, in: Theater heute, 12/94,S.4-5


Το Γράμμα (απόσπασμα)

Του Τάσου Χατζητάτση

Κάποτε σου έγραφα μεγάλα γράμματα να τα διαβάζεις στο αεροπλάνο, να μη φοβάσαι. Τώρα φεύγεις, ταξιδεύεις και το μαθαίνω από ξένους. Πώς ήταν το ταξίδι;Περάσατε ωραία;Πρέπει να έχει αλλάξει η πόλη. Tο παλαιό μας Βερολίνο! Τελευταία φορά είχαμε πάει άνοιξη, θυμάσαι;Το ‘89 πρέπει να ήταν;Όχι, Πάσχα του ‘90. Είχε πέσει το τείχος. Μπουλντόζες άνοιγαν διάπλατα τις παλιές, απαγορευμένες, διόδους. Είχαμε νοικιάσει ένα ασημί Όπελ. Δεν εύρισκα την όπισθεν και κατέβηκε ο υπάλληλος να μου δείξει το δακτυλίδι στον μοχλό των ταχυτήτων, θυμάσαι;Φτάσαμε βράδυ. Όπως πάντα έχανα τους δρόμους και αρνιόμουν να ρωτήσω. Κατά τύχη βγήκα στην Κούνταμ. Γεμάτη, πολύβουο πλήθος. Δεν βρήκαμε να μείνουμε πουθενά. Στο τέλος, κλείσαμε ένα δωμάτιο για την άλλη μέρα το μεσημέρι. Ήσουν χαρούμενη που είχαμε όλο το βράδυ να τριγυρνάμε στην πόλη. Τραγουδούσες, «αριστερά, αριστερά, αριστερά, το Ρότε Βέντινκγ περνά», καθώς ψάχναμε σε παρόδους της Μύλερ στράσε το σπίτι που έμενε ο Γιάννης το ’73. Το στρώμα στο πάτωμα, τα άπλυτα ποτήρια, οι κλεμμένες κονσέρβες, οι κουβέντες για τον Στάλιν. Όλα πέρασαν πια. Δεν το βρήκαμε το σπίτι. Είχαν αλλάξει οι δρόμοι. Γυρίσαμε στον κέντρο για να πάμε στον ανατολικό τομέα. «Για τελευταία φορά», είπες, «η επανάσταση που χάθηκε στους δρόμους.» Και η φωνή σου βραχνή σαν πνιγμένος λυγμός. Περάσαμε από την δίοδο της Ποστντάμερ Πλάτς. Το τείχος πάντα εκεί θηρίο ξεδοντιασμένο, δεν φύλαγε τίποτα, δεν το φύλαγε κανείς. Η πλατεία, γήπεδο γυμνό, άδειο οικόπεδο με τον πανικό της ανοικοδόμησης. Ούτε σκυλιά, ούτε συρματοπλέγματα. Δεν υπήρχε ανατολικός τομέα. Χάθηκε. Οι δρόμοι σκοτεινοί να φωτίζονται μόνο με τις επιγραφές των δυτικών σουπερμάρκετ. Πότε πρόλαβαν, πότε ήρθαν;Καταλήξαμε στην Αλεξάντερ Πλάτς. Ο πύργος της τηλεόρασης, εκεί. Ο πιο ψηλός της Ευρώπης, έλεγαν. Ψέματα;Το βιβλιοπωλείο που αγοράσαμε, το ‘73, τα άπαντα του Λένιν, έγινε καφέ. Ψέματα;Μπροστά στο “Μουσείο της Γερμανικής Ιστορίας”, μουσείο του μαρξισμού, δυο μεθυσμένοι πολίτες, άπλωναν το χέρι τους για βοήθεια. Ψέματα;Η λεωφόρος “Κάτω από τις φλαμουριές” πλατιά και ανεκμετάλλευτη, UnterdenLinden, θυμάσαι;Νύσταζες, αλλά προτίμησες να περάσουμε απέναντι στα δυτικά φώτα, ένοιωθες μεγαλύτερη ασφάλεια εκεί. Γυρίσαμε πίσω και κοιμηθήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο σε ένα άδειο πάρκινγκ, κάτω από τα δέντρα του Τιέργκαρτεν. Το πρωί ξυπνήσαμε ανάμεσα σε πούλμαν, κούρσες αστραφτερές, ανατολικά τράμπι, και μεταχειρισμένες καρότσες. Η 17η Ιουνίου οδηγούσε ακόμη στην πύλη του Βραδεμβούργου. Δίπλα στο τείχος και μέχρι την πλατεία της Δημοκρατίας, στημένοι πάγκοι ξεπούλαγαν στους τουρίστες:στρατιωτικά κράνη, ρωσικά παράσημα, χλαίνες, δίσκους με κοζάκικες χορωδίες, σημαίες της Ρωσίας, της DDR, βότκα και προτομές του Στάλιν. Αποκαΐδια μια πυρκαγιάς που έσβησε. Άνδρες με σιδερένια σφυριά, πρόθυμοι στις υποδείξεις των τουριστών, έσπαζαν κομμάτια του τείχους, με χρώματα και επιγραφές, και τους τα πουλούσαν. Το τείχος έγραφε:IloveNina. Ann 0223 765-260. John Covington USA. DDR for ever, Kommt Montag wieder; agkoyw. Freie Wählen. Arbeit. Mauuuuer. Freiheit. Emile. Renter Long Live.MOΦA BK$. this wall. Super. Free. I love Manuela. Arbeit macht Frei. Σαν ρυτίδες μια πείρας άχρηστης πάνω στο γερασμένο πρόσωπο. Σαν έρωτας που τέλειωσε. Κι εσύ χάθηκες, ταξιδεύεις. Και εγώ παίζω ακόμα στην ίδια παλιά ταινία. Είμαστε υποκριτές, είπες, θυμάσαι;UnterdenLindenκαι οι φλαμουριές να μοσχοβολάνε, παρόλο που...παρόλα που...


Φωτογραφία αρ. 89

Του Κώστα Βούλγαρη

-Αν η νύχτα αργεί να περάσει
και στου κάμπου τα πλάτη απλώνει
φαντασμάτων σκοτάδι
-Αν το κόκκινο χρώμα σκεπάσει
με αχτίδες και βέλη το θάμβος
της σημαίας του Άδη
-Παρηγόρια μας στέλνει
-Ήρθε η ώρα της νίκης
-Το φριχτό παραμύθι
-Ήρθε ώρα θριάμβου
-Που τα χείλη το λένε
-Libertad
-Κι αν το δάκρυ εχάθη
-Στης θαλάσσης τα βάθη
-Στων προγόνων τη δόξα
-Θα στηθεί ο φαλλός
-Με ανθρώπων θυσίες
-Μια γιορτή θα αρχίσει
-Θα φυτρώσει ο σπόρος
-Της καινούριας γενιάς
-Στο φριχτότερο σκότος
-Libertad
[...]
-Έχω μαζί μου μια παλιά φωτογραφία. Κοίτα πώς στέκεσαι. Τόσο αποφασιστικός!
-Σαν να μας φωτογραφίζει η ίδια η ιστορία, σε κάποιο παρακμασμένο θέρετρο.
-Σχεδόν χωρίς χείλη απ’ την προσπάθεια, σχεδόν χωρίς δάχτυλα απ’ την οργή.
-Μα τι περίμενες;
-Όμως αυτές οι δυο που χάθηκαν, η μια στ’ αριστερά κι η άλλη στα δεξιά σου...
-Μας ξεγέλασαν, τη μεγάλη εκείνη ώρα που μαθαίναμε τι δεν ήταν θάνατος και τι δεν ήταν η αιωνιότητα.
-Και απομείναμε, εσύ με το κορίτσι πουλί κι εγώ με τον Ντεκάρτ γεράκι.
-Σαν το κέλυφος μιας νεκρής χελώνας στην ερημιά.
-Και το αντίθετο σκηνικό: το γεράκι να ταΐζει τα πεινασμένα του νεογνά.
-Οι δυο μας μια βαλκάνια νύχτα, χτυπημένη από έρωτα βαθύ.
[...]
-Αφού η φωτογραφία που σας είχα βγάλει έχει προ πολλού αλλοιωθεί, έλα τώρα εσύ, μόνος σου στο εργαστήριό μου. Μπορώ, φαντάζομαι, να ξαναφτιάξω τη χαμένη εικόνα.
-Τι γεγονότα ακατάσχετα, τι γεγονότα ακατέργαστα μέσα σε μια στιγμή. Ή, για να το πω αλλιώς, και τι χρειάζονταν τόσα γεγονότα;
-Λέω λοιπόν να βγάλω μια φωτογραφία απλή. Να μην έχει των πραγμάτων τον αντίκτυπο -με κούρασαν οι σημασίες- μα ούτε και τον πέρα ήχο.
-Ποιος είναι αυτός; Μόνο έναν άγριο ξέρω ρυθμό, εκεί όπου οι εικόνες ξεθυμαίνουν.
-Θέλω να βγει εκείνο το αρχέγονο, κι ας μην το εννοώ, και αυτό να αποτυπώσω ως αναγκαίο.
-Η ιδέα της λευκότητας δεν περιέχει παρά μόνο λευκότητα.
-Το αίμα θέλω να γράψει στο φακό, κι ας λένε ότι βάφει μόνο στο πεδίο της μάχης.
-Στο αίμα πηγαίνει το τσακάλι, όχι το λιοντάρι.
[...]
-Αν είχα μπροστά μου μια σταθερή εικόνα, όλα θα τα λογάριαζα σαν ένα, και δεν θα είχα και τούτο να σκεφτώ και τ’ άλλο.
-Εσύ έχεις μόνο έναν παράδεισο, ενώ εγώ έχω δέκα νύχια.
-Όμως σαν θες τα σύνορα πάντα να διαστέλλεις, να μη χωράς στο αίμα σου και άλλα τέτοια, πρέπει να έχεις κατά νου ότι τα σύνορα επανέρχονται και καταπέλτες φοβεροί σε ξαναστέλνουν παραμέσα.
-Τι μπορώ να μετρήσω με δέκα νύχια; Μόνο δέκα πληγές αρχαίες, σαν τραύματα από πέτρες καταπάνω στη νύχτα.
-Μη μ’ αποφεύγεις κι αυτή τη φορά.
-Εγώ αρχικά ανέλαβα να διοικώ. Μετά κατάντησα να εξουσιάζω. Έκανα χάρτες επιτελικούς, όμως ενίοτε, λαθραία δηλαδή, σχεδίαζα επάνω τους τις κορυφογραμμές, νερά που φύγαν απ’ την κοίτη της, όλα τα δέντρα κι όλους της άπειρους καρπούς κι όλη την άμμο ακριβώς, έτσι που όταν σήμαινε η επίθεση, εσήμαινε κι ο χάρτης τα δικά του.
-Το είδωλο έχει κι αυτό το μερίδιό του σ’ έναν τόπο ολόφωτο.
-Και να λοιπόν τι έβλεπα. Κοκκίνιζε ο κάμπος απ’ τα μήλα και κυλούσε και οι στρατιώτες του εχθρού κυλούσαν απ’ τα μήλα, κινούσαν κι όλες οι μηλιές του δάσους κατά δώθε. Έτσι νικούσα.
-Τώρα είναι που αρχίζει ο χορός κι άκου της οδηγίες. Πρώτα το χέρι, ύστερα τα μάτια σου κουνάς, για το σκοτάδι ψάχνοντας. Που και που αφήνεις λοξές ματιές στους διπλανούς, ενώ στα δόντια σου θα σπαρταρά ένα ωραίο ψάρι. Χορός λοιπόν που φέρνει προς τη θάλασσα, κρατώντας όμως και τ’ ουρανού το ίσιο.
-Τώρα σε τούτη την πλαγιά γλυκιά η κατολίσθηση. Ωσάν ακρίτας λιγοστός, του κράτους που έχω μέσα, κάνω το σώμα μου κορμί, να μην περάσει η τελευταία ήττα.
-Είμαι βέβαιος: πρώτα πεθαίνει η ψυχή.
-Η ψυχή περνάει, το σώμα μένει.
-Ψυχή ξερνούν οι μεθυσμένοι, οι άμοιροι του είναι.
[...]
-Τι σημασία έχει άραγε ετούτο το τοπίο, αν δεν το παγιώσω μες στο δικό μου χρόνο και όχι ασφαλώς σε μια φωτογραφία. Θα επιμείνω, σε κάθε γωνιά του θα χωθώ και στα ερείπια μέσα θα τινάζομαι σαν ταραγμένη σκόνη, σαν σκόνη θα γεμίζω τα κενά και τα σκισίματά του. Αλλά και πάλι, για κάποια φωτογραφία νομίζω πως μιλώ, σκισμένη ακριβώς στα όρια των προσώπων, λες και εκεί χαράσσονται τα σύνορα.
-Αφήστε με να σύρω τον νεκρό, αυτόν που εσείς, περήφανοι που τον σκοτώσατε, φωτογραφίζεστε μαζί του. Λίγο το σώμα του να σύρω, να το τραβήξω μες στο σπίτι, σε ό,τι τέλος πάντων απέμεινε απ’ αυτό και το κρατάει το τραπέζι, και κάτω απ’ το τραπέζι εγώ, το πέμπτο πόδι.
-Να είναι λοιπόν τοπίο ιστορικό, που πάει να πει, όλα σ’ αυτό να ερμηνεύονται απλά κι ο χρόνος μαλακός να δένει τις στιγμές μας. Και να ‘ναι εκεί παιδιά που παίζουνε τ’ αγάλματα, και λίγο πριν ακινητήσουν, την ώρα δηλαδή όπου το πόδι τους πατάει δεν πατάει στο χώμα, να ξεγελάνε τα πουλιά.
-Όμως ποτέ δε θα σκεπάσουν την εικόνα των έφιππων ηρώων, που δίνουν μια υπόσταση στη φρούδα ιστορία σου.
-Στις μέρες μας πολλά τα ορφανεμένα βάθρα. Σέρνονται τα αγάλματα, κομματιασμένα στο οδόστρωμα.
-Μπορείς να αρχίσεις από εκεί τη νεκροψία. Τα ίχνη φαίνονται πιο καθαρά στο μάρμαρο ή στο χαλκό.
-Μήτε η σκιά τους πια δεν τα ακολουθεί.
-Πίσω από την πλάτη μας το φως συνωμοτεί. Άκου το αίμα τους πώς σπαρταρά, κλεισμένο μες στην πέτρα, στου μέταλλου την παγωνιά.
-Τώρα χάθηκε ο ειρμός. Μικραίνει μες στο σύθαμπο εκείνο το παλιό τρικάταρτο, που σάλπαρε κατάφορτο φαντάσματα.
-Εμπρός εμείς και πίσω η θάλασσα. Κάποτε, στα δάση του βυθού μαζί της θα επιστρέψουμε.


Μηλίων επίκαιροι διάλογοι

Του Λουτσιάνο Κάνφορα

Στην αφήγηση του Θουκυδίδου, η πολιορκία της Μήλου εισάγεται από έναν διάλογο ανάμεσα στους Αθηναίους πρεσβευτές και τους άρχοντες του νησιού. Ο διάλογος, ασυνήθιστα εκτενής, δίνει μεγάλη σημασία στο επεισόδιο.
Ασύνηθες είναι και το διαλογικό σχήμα. Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που διάλογοι εντάσσονται σε ιστορικά έργα. Φερ'ειπείν, τους βρίσκουμε και στον Ηρόδοτο, μα και στον ίδιο τον Θουκυδίδη, αλλά πρόκειται για διαλόγους όπου κάθε παρέμβαση εισάγεται από μια αφηγηματική διδασκαλία. Τουναντίον, σ'αυτόν τον διάλογο οι παρεμβάσεις των πρωταγωνιστών διαδέχονται η μία την άλλη, σαν σ'ένα θεατρικό κείμενο. Πολλοί φιλόλογοι στο παρελθόν ισχυρίστηκαν την αυτονομία αυτού του διαλόγου προς το υπόλοιπο έργο. Ο Άγγλος Γκρότε (Grote) και ο Γάλλος Μπουσόλ (Busolt) τον προσδιόρισαν σαν Μήλου Άλωσις, από τον τίτλο της τραγωδίας του Φρυνίχου. Και ο διάσημος Γερμανός ιστορικός Ιούλιος Μπέλοχ (Beloch) ισχυρίστηκε ότι ο διάλογος αυτός εγράφη αμέσως μετά το τέλος των γεγονότων, υπό την εντύπωσή τους, και αρκετά χρόνια μετά ενετάχθη στις Ιστορίεςαπό τον ίδιο τον συγγραφέα ή από τον εκδότη του έργου. Σίγουρο είναι ότι ο διάλογος, για το σχήμα και για την έκτασή του, συνιστά μοναδικό πείραμα μέσα στο έργο του Θουκυδίδη.
Είναι δύσκολο να τοποθετήσουμε με ακρίβεια τον χρόνο γραφής του, καθώς και το πότε ο Θουκυδίδης τον σχεδίασε για πρώτη φορά, και είναι μάλλον περιττό να αναρωτηθούμε αν κάποιες αναφορές σε μια ενδεχόμενη μελλοντική καταστροφή της Αθήνας πρέπει να θεωρηθούν προφητείες post eventum και γι'αυτό μπορούν να μας δώσουν τεκμήρια για να χρονολογήσουμε το κείμενο. Όντως, η πιθανότητα μιας ήττας για την Αθήνα ήταν κάτι πολύ πιθανό για κάθε ενσυνείδητο πολιτικό, ήδη πριν από το μοιραίο 404 π.Χ.: είτε επειδή για την Αθήνα ήταν παραβίαση της συνεχούς ηγεμονίας της Σπάρτης στον ελληνικό κόσμο (μια παραβίαση που θα μπορούσε να φανερώσει από στιγμή σε στιγμή όλες τις αδυναμίες της) είτε γιατί η καταστροφική φύση του Πελοποννησιακού πολέμου έγινε κατάδηλη όταν η ειρήνη του 421 φάνηκε πως δεν ήταν παρά ένας εφήμερος συμβιβασμός.
Στο διάλογο, τα λόγια των Μηλίων προκύπτουν ασθενή, γιατί τείνουν να ισχυριστούν, με σοφιστικά μέσα, μιαν αδύνατη θέση, δηλαδή ότι συμφέρει τους Αθηναίους να είναι επιεικείς. Τα λόγια αυτά εύκολα αντικρούονται από τους συνομιλητές τους, οι οποίοι, άλλωστε, δείχνουν να ξέρουν καλά ποια θα είναι η μοίρα τους, σε περίπτωση ήττας σε αυτό τον μακροχρόνιο πόλεμο.
«Εάν ηττηθείτε -απειλούν οι Μήλιοι (5, 90)- θα υποστείτε τρομερή τιμωρία». Και υπονοούν: «η τιμωρία αυτή θα γίνει τόσο μεγαλύτερη όσο πιο ανελέητοι θα είστε σε περιπτώσεις σαν αυτές». Ωστόσο, οι Αθηναίοι απαντούν ότι δεν φοβούνται, και προσθέτουν ότι κάλλιο να πέσουν κάτω από τα χτυπήματα ενός δυνατού εχθρού παρά να υποχωρήσουν μπροστά σε επαναστατημένους υπηκόους. Όμως, επειδή οι Μήλιοι, με αυτό το επιχείρημα, δεν μπορούν να πείσουν τους συνομιλητές τους να μην υποδουλώσουν, με αίσχος, το νησί, πρώτα επικαλούνται την ελπίδα (5, 102), προκαλώντας, με αυτόν τον τρόπο, την ειρωνεία των Αθηναίων και στο τέλος επικαλούνται τη βοήθεια των θεών, ως εγγυητών του δικαίου (85, 104). Αλλά οι Αθηναίοι, φθάνοντας τη συζήτηση στα έσχατα, ισχυρίζονται ότι όχι μόνο στους ανθρώπους αλλά και στους θεούς «αν κρατή άρχειν» (ο δυνατότερος ισχύει). Και προσθέτουν: «δεν καθιερώθηκε ο νόμος αυτός από εμάς, ούτε είμαστε εμείς οι πρώτοι που τον χρησιμοποιήσαμε∙ τον αποδεχθήκαμε και θα τον παραδώσουμε στους μεταγενέστερους για πάντα (όντα δε παραλαβόντες και εσόμενον ες αεί καταλείψοντες χρώμεθα αυτώ, 5, 105) και ξέρουμε καλά ότι και εσείς, εάν είχατε τώρα τη δικιά μας δύναμη, θα συμπεριφερόσασταν όπως εμείς».
Τέλος, είναι ανάγκη, σύμφωνα με τους Αθηναίους, να καταργηθεί η αυτονομία των Μηλίων. Και, όπως πάντοτε συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Θουκυδίδης εντοπίζει την αιτία αυτής της ανάγκης στην για πάντα αμετάβλητη ανθρώπινη φύση.
Δεν έχει σημασία να αναρωτηθούμε αν ο Θουκυδίδης είναι με το μέρος των μεν ή των δε. Αντίθετα, πρέπει να σημειώσουμε ότι, στο τέλος, οι Μήλιοι εξαντλούν όλα τα επιχειρήματά τους, μένουν άοπλοι και επιμένουν στη θέση τους, βασιζόμενοι σε μια παράτολμη και απελπισμένη σκέψη: ότι ουδείς ποτέ υπεχώρησε εκουσίως χωρίς να πολεμήσει. Η επιχειρηματολογία των Αθηναίων γίνεται, άρα, η πιο πειστική, και ο Θουκυδίδης δεν επινοεί άλλες κατάλληλες απαντήσεις από τους Μηλίους.
Ο αφανισμός της Μήλου μπορούσε στην αρχή να φανεί σαν κάτι αναγκαίο, αλλά μετέπειτα έγινε εφιάλτης στις συνειδήσεις των Αθηναίων, εφιάλτης που πήρε σάρκα και οστά, χρόνια μετά, όταν αναγγέλθηκε η καταστροφή των Αιγός ποταμών, όπως τόνισε ο Ξενοφών: «Δεν θρηνούσαν μόνο τους νεκρούς αλλά και περισσότερο τον εαυτόν τους∙ ενόμιζαν, όντως, ότι θα υπέφεραν την ίδια μοίρα που επέβαλαν στους Μήλιους αποίκους των Σπαρτιατών» (Ελληνικά, 2, 23). Ο συγγραφέας αυτών των λόγων (και υποθέτω ότι αυτό το πρώτο μέρος των Ελληνικώνείναι έργο του ίδιου του Θουκυδίδου) έχει ξεκάθαρη γνώση των ευθυνών και ξέρει καλά ότι στα πολιτικά δρώμενα δεν υπάρχουν λάθη που μένουν ατιμώρητα.


Η Ιστορία και οι μεταβαλλόμενοι ορίζοντες της λογοτεχνικής ηθικής

Του Αλέξη Ζήρα

Την τελευταία δεκαπενταετία σχολίασα πολλές φορές αρνητικά, θεωρώντας πως είναι κοντόφθαλμες και προκατειλημμένες, δημόσια διατυπωμένες απόψεις συγγραφέων ή κριτικών σύμφωνα με τις οποίες έχει εκλείψει πια το ενδιαφέρον και η σχέση της λογοτεχνίας για την πολιτική, αφού ήδη με τις αλλαγές στον διεθνή χάρτη έχουν οξειδωθεί οι μήτρες παραγωγής των ιδεολογιών του περασμένου αιώνα και έχει περάσει στο βάθος του προσκηνίου η συλλογική αποτύπωση της ανθρώπινης ζωής.
«Όσον αφορά το σκηνικό των γραπτών μου», ομολογούσε ο Φαίδων Ταμβακάκης το 1989, «δεν έχω προτιμήσεις -ή εμμονή- σε κοινωνικές τάξεις, τόπους, χρονικές περιόδους. Δεν θεωρώ το σκηνικό κεντρικό λόγο ύπαρξης ενός πεζογραφήματος. Τα κοινωνικοπολιτικά και τα ιστορικά αρχεία είναι ο διάκοσμος, που μόνο τη διάθεση του αναγνώστη επηρεάζει και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις αγγίζει το στομάχι»1. Και με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση διαπίστωνε λίγα χρόνια αργότερα ο κριτικός Δημοσθένης Κούρτοβικ, ότι «για τους πεζογράφους της “γενιάς του '80”οι ιδεολογικές ανησυχίες και δεσμεύσεις ενός ανθρώπου δεν λένε τίποτε πραγματικά διαφωτιστικό για την προσωπικότητά του και τις δυνάμεις που κυβερνούν τη συμπεριφορά του»2.
Συνήθως, το βασικό λάθος που υπάρχει σε τέτοιου είδους εκτιμήσεις βρίσκεται στο ότι εκείνοι που συνεχίζουν να τις επιχειρούν θεωρούν την πολιτική προσδιορισμένη μια κι έξω από τον παρελθόντα χρόνο∙ λίγο ως πολύ, ένα φάντασμα της ιστορίας. Και κατά προέκταση κρίνουν τη λογοτεχνική μετουσίωσή της ως έννοια που έχει ξεθωριάσει η σημασία της, με βασικό επιχείρημα ότι οι τρέχουσες προσλαμβάνουσες των αναγνωστών είναι πολύ διαφορετικές από τις προσλαμβάνουσες των αναγνωστών προηγούμενων περιόδων. Όμως εδώ υπάρχει κάτι το περίεργο και αντιφατικό. Ενώ ορισμένοι συγγραφείς και κριτικοί έσπευσαν να εξαγγείλουν τον θάνατο μιας λογοτεχνίας που διέπεται από ηθικά διλήμματα και ιδεολογήματα, πίστεψαν ότι η αναδυόμενη λογοτεχνία του '80 και του '90 ήταν κατά κάποιο τρόπο αναγκασμένη να αναδείξει με αγχώδη τρόπο το άδειο που άφησαν πίσω τους οι παλιές ηθικές αξίες3. Αλλά μια τέτοια υπόθεση δεν αποτελεί κι αυτή με τη σειρά της ένα στοίχημα με την εποχή που κατ'ανάγκην εκφράζει4; Στοίχημα πολιτικού συμβολισμού οπωσδήποτε, αν και αντίστροφα, αφού έστω και στο περιορισμένο χρονικό διάστημα μιας δεκαετίας περίπου (1980-1990) επισήμαινε την απουσία της δημόσιας διάστασης στην αντίστοιχη λογοτεχνική παραγωγή.
Νομίζω ότι διαπιστώσεις όπως αυτές είναι όχι μόνο παλαιότατης κοπής -αφού κάθε φορά που κλείνει ένας ιστορικός κύκλος γεννιέται από μέσα του ένας καινούργιος- αλλά και εξαιρετικά αμφιλεγόμενες, επειδή ακριβώς θεωρούν συλλήβδην ως “μονοκόκαλη"μια οποιαδήποτε προηγούμενη λογοτεχνική περίοδο. Δεν χρειάζεται να έχουμε μια πλήρη εποπτεία της θεματογραφίας, των αφηγηματικών τεχνικών, της γλώσσας και της ανθρώπινης τυπολογίας που ανέδειξαν το διήγημα και το μυθιστόρημα μιας χρονικής περιόδου, για να συμπεράνουμε ότι μόνιμο γνώρισμά της είναι η πολυμορφία.
***
Είναι ενδεικτικό των νέων τάσεων της ελληνικής πεζογραφίας μετά το 1990-1995 ότι ο εστιασμός των νεότερων μυθιστοριογράφων και διηγηματογράφων στον μικρόκοσμο της καθημερινής ζωής ανατράπηκε εντελώς. Ακόμη και τα στοιχεία της αναζήτησης και της αυτογνωσίας που είχαν περάσει κατά την προηγούμενη δεκαετία, με την επίδραση κυρίως Αμερικανών συγγραφέων, όπως ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, η Τζόις Κάρολ Όουτς, ο Ρέημοντ Κάρβερ, ο Χ. Σέλμπι, εμφανίζονται μερικά χρόνια αργότερα αυτο-υπονομευμένα∙ όχι λόγω της αδυναμίας των ίδιων των λογοτεχνών να στήσουν μια ανάλογη πλοκή όσο λόγω της ραγδαίας μεταμόρφωσης του κοινωνικού ορίζοντα, ο οποίος μοιραία αντανακλάται στις λογοτεχνικές αναπαραστάσεις. Μια ολόκληρη ομάδα νέων πεζογράφων, εδραιωμένοι στο λογοτεχνικό προσκήνιο της δεκαετίας 1985-95, έβλεπαν ήδη την ανάγκη να αλλάξουν κατεύθυνση στον εστιασμό τους, όπως έλεγε απερίφραστα ο Τατσόπουλος σε άρθρο του, υπανισσόμενος βέβαια το γνωστό και από άλλες χώρες φαινόμενο του να αποδέχεται η λογοτεχνία την έλλειψη της αυτονομίας της και να προσανατολίζεται με βάση τους αξιακούς κανόνες ενός νέου, υποτίθεται, πολιτισμικού περιβάλλοντος. «Όπως οι όψιμοι δραπέτες των ανατολικών καθεστώτων, στα τέλη της δεκαετίας του '80, περνούσαν υποχρεωτικά από το αντικομμουνιστικό καθαρτήριο, έτσι κι εμείς, προς τα μέσα της ίδιας δεκαετίας, αποτάξαμε την πολιτικολογία και τα αμαρτωλά της συμπαρομαρτούντα. Τον μεγάκοσμο του ακατάσχετου βερμπαλισμού διαδέχτηκε στις σελίδες μας ο μικρόκοσμος της καθημερινότητας. Ο αφηγηματικός μας τόνος χαμήλωσε αισθητά, κατέβηκε από τις ιδεολογικές βουνοκορφές -όπου σχεδόν μισό αιώνα είχε κουρνιάσει- και περιδεής ανακάλυψε την ειρωνεία, την αμφισημία, τον κυνισμό, την υπονόμευση, όλα τα συστατικά του χιούμορ, όλα τα εξοστρακισμένα μπαχαρικά από τον καιρό του Μεσοπολέμου. Κάπου εκεί βεβαίως καιροφυλακτούσε ο μηδενισμός, η απώλεια των μεγεθών, η αίσθηση ότι [...] αφηγηματικό καταφύγιο θα βρούμε μονάχα στην αγκαλιά της παρωδίας»: Π.Τ., «Το ιερατείο και οι τερμίτες», Ελευθεροτυπία, 1η Σεπτεμβρίου 2000 (= Το ραβδί και το καρότο. Αναγνώσεις,Πατάκης 2004, σ. 13-14).
Αν και οι επισημάνσεις του Τατσόπουλου έχουν την ιδιαίτερη σημασία τους, καθώς προέρχονται από έναν συγγραφέα που βλέπει το έργο του σε συνδυασμό με τα γενικότερα τεκταινόμενα της εποχής, θα έλεγα ότι ο ενοχικός τόνος που διατρέχει το άρθρο του είναι μάλλον υπερβολικός. Ο εκφυλισμός της συγγραφικής συνείδησης είναι καρπός μιας διαδικασίας που οι απαρχές της είχαν ήδη φανεί από τη δεκαετία του '70 σε άλλους συναφείς με την καθαυτό λογοτεχνία χώρους, ιδίως στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, ο οποίος όχι μόνο συντάχθηκε με την εξαχρείωση του τηλεοπτικού λόγου αλλά και σε πολλές περιπτώσεις τον υπερακόντισε.
Είναι, ωστόσο, αμφίβολο αν οι μορφές έκπτωσης της πολιτισμικής παραγωγής -και ανάμεσα σ'αυτές των εύπεπτων και ευπώλητων μυθιστορημάτων- προέκυψαν από την απάθεια και τη μηδενιστική συνείδηση των πεζογράφων του '80, από την αντίληψή τους ότι «τόσο η κωμωδία όσο και το δράμα αδυνατούν να αποδώσουν με επάρκεια το σύγχρονο αλαλούμ, ότι αφηγηματικό καταφύγιο (βρίσκεται) μονάχα στην αγκαλιά της παρωδίας»5. Και τούτο γιατί η παρωδία, σε άλλες εποχές και κάτω από άλλες συνθήκες, δημιούργησε παγκόσμια αριστουργήματα, όπως μας είχε δείξει ο Μιχαήλ Μπαχτίν στις μελέτες του για την εξέλιξη του μυθιστορηματικού είδους6 αλλά και ο Μίλαν Κούντερα στη συλλογή δοκιμίων του Η τέχνη του μυθιστορήματος7.

1. Ελισάβετ Κοτζιά, "Φανταστικές ιστορίες και περιπέτειες. Τέσσερις νέοι συγγραφείς (Β. Ραπτόπουλος, Π. Τατσόπουλος, Θ. Σκάσσης, Φ. Ταμβακάκης) απαντούν στο ερώτημα γιατί γράφει κανείς πεζογραφία σήμερα", εφημ. Η Καθημερινή, 21 Μαϊου 1989.
2. "Το παλιό και το καινούργιο. 8 παρατηρήσεις για τη νέα ελληνική πεζογραφία", εφημ. Τα Νέα, 3 Απριλίου 1992.
3. «[Το βιβλίο μου] δεν περιγράφει μια γενιά, αλλά έναν τρόπο ζωής και σκέψης που μοιάζει με την αναπνοή ασθματικού», λέει η Άντζελα Δημητρακάκη για το μυθιστόρημά της Ανταρκτική (1998), Βλ. Σταυρούλα Παπασπύρου, "Μια ηλικία, δύο βιβλία", εφημ. Ελευθεροτυπία, 22 Μαρτίου 1998.
4. Η πολιτική σύλληψη της εποχής περνάει άλλωστε πάντοτε από την έντονα εγωτική σχέση των συγγραφέων στα χρόνια της νεότητάς τους, όταν περισσότερο από μυθοπλασία η αφήγησή τους είναι κατάθεση ψυχής. Βλ. την πρώιμη ομολογία του Πέτρου Τατσόπουλου: «Στα εφηβικά και στα πρώτα μετεφηβικά μου χρόνια είχα την ίδια τυφλή εμπιστοσύνη στις κατά καιρούς ιδέες μου και ένιωθα περίπου σαν χρέος την ανάγκη να μεταφέρω αυτές τις “μεγάλες και πικρές αλήθειες” στον κόσμο για να ξεστραβωθεί επιτέλους», εφημ. Το Βήμα, 3 Μαρτίου 1985.
5. Π. Τατσόπουλος, ο.π., σ. 14.
6. Βλ. Ενδεικτικά, Μ. Μπαχτίν, Η διαλογική φαντασία (The Dialogic Imagination). University of Texas Press 1981.
7. Μ. Κούντερα, Η τέχνη του μυθιστορήματος, μτφρ. Φίλιππος Δρακονταειδής, Εστία 1988, σ. 13 κ.ε.



Η βαλκανική τραγωδία μέσα από τη σύγχρονη ελληνική ποίηση

Του Μάσσιμο Κατσούλο

Σε μια σειρά “σημειώσεων εκ των υστέρων”, για τον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου, ο Αυστριακός πεζογράφος Πέτερ Χάντκε διηγείται μια επίσκεψή του στη Στουδένιτσα, λίγες μέρες μετά τους βομβαρδισμούς που γκρέμισαν, μεταξύ άλλων, και παλιά ορθόδοξα μοναστήρια, και περιγράφει την οργή που οι αεροπορικές επιθέσεις προκάλεσαν στους μοναχούς αλλά και στον ίδιο:
«Όπως είναι φυσικό, νιώθαμε μεγάλη οργή για τα αεροπλάνα που σφυροκοπούσαν ανελέητα την περιοχή, μα και για τη συνήθειά τους να τα καταστρέφουν όλα, και την επομένη να επιστρέφουν για να ισοπεδώσουν ό,τι απέμεινε, ακριβώς όπως έκαναν οι Ουστάσι στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».
Οι “σκηνοθετικές οδηγίες” που εισάγουν τους δύο πρώτους μονολόγους του τετραμερούς συνθετικού ποιήματος του Γιώργου Μπλάνα Επεισόδιο(2003), μπορούν να θεωρηθούν μια συμβολική (αλλά εξίσου συγκλονιστική) επέκταση της ίδιας πραγματικότητας που περιγράφει ο Χάντκε:
«(Ένα κερί σχεδόν ανάπηρο από το βάρος της φλόγας, γεμίζει το κελί∙ περισσότερο με σκιές παρά με φως. Δείχνει με δάχτυλα εφιαλτικά τη σκοτεινή φιγούρα ενός άντρα που σκύβει πάνω στο μικρό τραπέζι... Πεταμένα στο πάτωμα τα ράσα του. Ο άλλοτε κόκκινος κεντητός σταυρός του μοναστικού σκούφου τόσο φθαρμένος που δεν ξεχωρίζει. Δεν έχει σημασία. Ούτε έχει σημασία πώς ο άντρας υπήρξε φοιτητής της στρατιωτικής Ακαδημίας. Σημασία έχει πως είναι από καιρό μοναχός και πως ο μοναδικός του φίλος είναι μακριά, προσπαθώντας ν'αποφύγει τη σύλληψη για εγκλήματα πολέμου... Ο άντρας γράφει στον φίλο του. Το γράμμα εντοπίστηκε στα ερείπια του μοναστηριού, μετά από βομβαρδισμό και ο άντρας νεκρός. Δεν πρόλαβε να το ταχυδρομήσει. Εξάλλου ήταν μάλλον απίθανο να έφτανε στον προορισμό του. Ο φίλος του βρέθηκε νεκρός στο καταφύγιό του, ένα μήνα μετά. Άγνωστο αν αυτοκτόνησε ή εκτελέστηκε. Κάπου στα Βαλκάνια. Νύχτα)».
Στην εισαγωγή αυτή έχουμε όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να συλλάβουμε το τετραμερές δράμα που εξελίσσεται στη σκηνή του Επεισοδίουκαι να τοποθετήσουμε συγκεκριμένα το εν λόγω έργο στα ιστορικά του συμφραζόμενα.
Οι τέσσερις μονόλογοι του ποιήματος, τρεις εκ των οποίων σε σχήμα ανεπίδοτης επιστολής, συνιστούν ένα διαφορετικό, διλημματικό τρόπο ν'αντιμετωπιστεί η βαλκανική τραγωδία, προσπερνώντας τους διπολισμούς δίκαιο-άδικο, ενοχή-αθωότητα, καλό-κακό, μέσω των οποίων τα επίσημα μέσα μαζικής ενημέρωσης και πολλοί διανοούμενοι προσπάθησαν να εξηγήσουν και προπαντός να δικαιολογήσουν τους απάνθρωπους βομβαρδισμούς στο Βελιγράδι και σε ολόκληρη τη Σερβία. Για να το κάνει αυτό ο Μπλάνας, αποφασίζει να παρατηρήσει τα ιστορικά δρώμενα από την προοπτική των πρωταγωνιστών, που ζουν από μέσα το δράμα ετούτο και υφίστανται άμεσα τα επακόλουθα. Μ'αυτόν τον τρόπο, ο συγγραφέας τοποθετείται στη σωστή θέση, ώστε να συλλάβει την πραγματικότητα, όχι με την οπτική τού εκ των υστέρων κατακρίνοντος αλλά με τη ματιά ενός που αφηγείται χωρίς προκαταλήψεις τραγικά γεγονότα, τοποθετημένα στο πλαίσιο του ευρύτερου δράματος των Βαλκανίων. Μέσω τεσσάρων παραδειγματικών επεισοδίων, ο Μπλάνας διηγείται ένας έπος, το θέμα του οποίου δεν είναι τα ηρωικά συνδηλούμενα αλλά οι μικρές ιστορίες απλών ανθρώπων, τα ανιστόρητα των θυμάτων του πολέμου, η αλήθεια των ηττημένων. Ο “Εγκληματίας” (Στέφανος) και ένας εξίσου ανώνυμος πρόσφυγας (ο "Άμαχος"), απεικονίζουν ανθρώπινα παραδείγματα εκείνου του ταλαιπωρημένου κόσμου, είναι άνθρωποι που μας οδηγούν στον λαβύρινθο των Βαλκανίων και της ψυχής. Σαν τους πρωταγωνιστές του αρχαίου δράματος, δρουν σε μια ερειπωμένη σκηνή, παρανάλωμα πολλών αποριών και ελαχίστων βεβαιοτήτων: “επενδύουμε στο θάνατο” (σ. 15) και “πρώτα πεθαίνει η ψυχή” (σ. 25).
Τα μέρη του ποιήματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, κυρίως τα δύο πρώτα, τα οποία παρουσιάζουν τα δύο πρόσωπα του ίδιου νομίσματος, ακόμα και στο λεκτικό επίπεδο, με πολλές επαναλήψεις και παραπομπές που φανερώνουν τις σχέσεις ανάμεσα στον εθνικιστή Στέφανο και τον πρώην εξίσου εθνικιστή Τιμόθεο. Αλλά συνάμα συνιστούν και στιγμές μιας αδύνατης επικοινωνίας, γιατί εκείνο που θα μπορούσε να γίνει ένας διάλογος, καταλήγει να είναι ένας μονόλογος του πρωταγωνιστή, που μιλάει με τον εαυτό του και με την ενοχή του, αφού οι επιστολές μένουν ανεπίδοτες ή χαμένες στα ερείπια του βομβαρδισμένου μοναστηριού, είτε γιατί ο γράφων σκοτώθηκε είτε γιατί εκτελέστηκε είτε, τέλος πάντων, γιατί το γράμμα: «πατήθηκε και σκίστηκε και κομματιάστηκε, όταν ο στρατός άδειασε βεβιασμένα τον καταυλισμό προσφύγων».
Αυτή η έλλειψη επικοινωνίας υπογραμμίζει την τραγική μοναξιά των προσώπων, κλεισμένων σ'έναν κόσμο υπό διάλυση, στον οποίον ήδη έγινε ο τελικός διαχωρισμός του ανθρώπου από το φυσικό του περιβάλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι οι σκηνές εξελίσσονται σε μια φασματική ατμόσφαιρα (όπου οι φιγούρες κινούνται σαν σκιές στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου), μέσα σε γυμνές και κακοφωτισμένες κάμαρες ή μέσα στα ερείπια ενός μοναστηριού, που αφενός παραπέμπει σε συγκεκριμένες πολεμικές εμπειρίες και αφετέρου γίνεται το σύμβολο μιας ηθικής καταστροφής, μιας ανθρωπότητας που δεν σέβεται πια ούτε τα όσια και τα ιερά. Μ'αυτόν τον τρόπο, ο ποιητής μας υποχρεώνει να σκεφτούμε εκ νέου τις κατηγορίες της ενοχής και της αθωότητας, γιατί όλες οι τρέχουσες βεβαιότητές μας παρασύρονται από τη βία της πραγματικότητας αυτής.
Μέσα στον κλοιό ετούτης της μοναξιάς, οι πρωταγωνιστές του Επεισοδίουκαταβάλλουν απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατηθούν σε κάτι, έστω και πρόχειρο, ν'ανακτήσουν μια, έστω και εξ αποστάσεως, ανθρώπινη επαφή. Όμως οι προσπάθειές τους είναι καταδικασμένες στην αποτυχία, λόγω της ανικανότητάς τους να απαλλαγούν από το βάρος του παρελθόντος τους, από την ενοχή που επικρέμεται πάνω τους υπό τη μορφή αδυσώπητου πεπρωμένου. Μ'αυτή την έννοια, οι επιστολές, χαμένες στη λαίλαπα της βίας, μας λένε ότι κάθε πόλεμος σκάβει ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των προσώπων, εγείρει ένα τείχος σιωπής, γιατί ο άνθρωπος εξαναγκάζεται να ζει σ'ένα κόσμο όπου, όπως σωστά παρατήρησε ο Γιώργος Βέης γράφοντας για το Επεισόδιο, κυριαρχεί το ρητό του Πλαύτου "Homo homini lupus". Οι επιστολές είναι η έσχατη προσπάθεια των πρωταγωνιστών να διασπάσουν τη σιωπή που τους χωρίζει από τους άλλους αλλά και από το περιβάλλον τους. Η απώλεια των επιστολών γίνεται έτσι η τελεσίδικη ήττα του λόγου εν όψει της σιωπής που, σε τελευταία ανάλυση ανάλυση, συνταυτίζεται με τον θάνατο, τον φυσικό και τον πνευματικό.
Στην ίδια ατμόσφαιρα μας παραπέμπουν και κάποια ποιήματα του Σπύρου Βρεττού, που περιλαμβάνονται στην πρόσφατη ποιητική του συλλογή Πράξη απλή(2003). Πρόκειται για τα ποιήματα "Βαλκάνιου ηγέτη μονόλογος αμφιλεγόμενος", "Προετοιμασία ηγέτη για απολογία", "Φιλότεχνος σε κρίση".
Στα δύο πρώτα, ο ποιητής δίνει τον λόγο σ'ένα πρόσωπο στο οποίο είναι αρκετά εύκολο να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά του Μιλόσεβιτς:
Στους δικαστές μου θα μιλήσω αγγλικά
ή σερβικά ή κελτικά
ή, τέλος, και βαβελικά
...........
Το 'ξερα ότι ο χώρος δεν ενδείκνυται
και πως γι'αυτό, και προκειμένου
και τα χρήματα στο κράτος να εισρεύσουν,
θα έπρεπε να συλληφθώ,
σε χώρα ξένη να εκδοθώ
και πιο νηφάλιοι δικαστές να με διορίσουν
ισόβιο φύλακα ωραίων τοίχων και στενών
όπου και θα κρεμάσω χιλιάδες αναμνηστικά
και δέκα ωραία τάματα~
τάμα και κράτος τα εννιά.
τάμα και κορμί σαν πένθιμο το τελευταίο.
ή
Εν μέσω αυτών και των μελλούμενων
τους αιχμαλώτους θα ελευθερώσω
ώστε και δαίμονας να μην θεωρηθώ
και κάποια απ'τα προσχήματα να πέσουν
ή, ακόμα
μα πάντα τα Βαλκάνια αποφεύγοντας
γιατί σαν τράβαγα γι'αυτά γραμμές
μου 'βγαινε άλλος χάρτης.
Τα δεδομένα, ποιητικά μετασχηματισμένα αλλά ευδιάκριτα, αποκτούν, μέσω αυτής της “αμφιλεγόμενης” ερμηνείας, νέες προοπτικές και διαστάσεις, που δεν προκύπτουν από τις επίσημες πηγές. Μ'αυτό φυσικά δεν θέλω να πω ότι ο Βρεττός γίνεται ο δικηγόρος του εν λόγω βαλκάνιου ηγέτη, αλλά ότι απεφάσισε να κρυφτεί πίσω από τον πρωταγωνιστή-κατηγορούμενο, ούτως ώστε να τον παρατηρήσει στην κατάθεσή του, χωρίς ούτε να τον καταδικάζει ούτε να τον αθωώνει, όπως, άλλωστε, είναι φανερό και από το επίθετο «αμφιλεγόμενος» που συνοδεύει τον μονόλογο-απολογία. Ό,τι ο Βρεττός θέλει να δείξει είναι το διφορούμενο της Ιστορίας, τη δυνατότητα να βρούμε διαφορετικές αλήθειες, σύμφωνα με την προοπτική από την οποία κρίνουμε τα γεγονότα. Αυτό δεν σημαίνει πως καταλήγει κανείς σε έναν σχετικισμό, όπως δυστυχώς γίνεται όλο και περισσότερο, ο οποίος οδηγεί στον γνωστό και απαράδεκτο ιστορικό αναθεωρητισμό, αλλά έτσι υπογραμμίζεται ο διλημματικός χαρακτήρας της Ιστορίας, ο οποίος, στην εποχή της επιβαλλόμενης από την κυρίαρχη ιδεολογία μοναδικής σκέψης, κινδυνεύει να εξαφανιστεί, προς όφελος μιας μονόπλευρης ερμηνείας.
Είναι ακριβώς σαν να αμφισβητεί κανείς την προκατασκευασμένη ιστορική αλήθεια, που απαιτεί να ξεχωρίσει, αμέσως και χωρίς δισταγμούς, τα θύματα και τους θύτες (γιατί αυτή η διάκριση είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τους “δίκαιους” ή “ανθρωπιστικούς πολέμους”). Είναι σαν να χρησιμοποιείται η ποίηση ως μέσο κατά της απλοποίησης της πραγματικότητας. Εδώ βρίσκεται η πολιτικότητα της ποίησης του Μπλάνα, του Βρεττού και των άλλων ποιητών της γενεάς του '89 (ας αναφέρουμε ενδεικτικά τον Βαγγέλη Κάσσο, τον Ηλία Λάγιο, τον Δημήτρη Χουλιαράκη). Είναι η βούληση να διηγηθεί (και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η αφηγηματικότητα είναι το μορφολογικό στίγμα αυτής της γενιάς) το έπος των ανιστόρητων, των ανθρώπων που δεν έχουν υπηκοότητα, μέχρι στιγμής, στην επικράτεια της επίσημης ιστοριογραφίας.
Όμως από έναν στίχο του Βρεττού, «κατέβαινε από σχισμένα κράτη», πιάνει το νήμα ο πρεσβύτερος αλλά πάντα μάχιμος ποιητής Γιάννης Δάλλας, με το ποίημα “Σπαράγματα από σχισμένα κράτη”, που φέρει τον ενδεικτικό υπότιτλο «Τα νεότερα από Βελιγράδι και Βαγδάτη». Ο Δάλλας παίρνει το υλικό του από την ιστορία και το μεταπλάθει ποιητικά, ώστε να του δώσει παραδειγματική διάσταση, να φέρει στην επιφάνεια την απώτερή του έννοια, χωρίς όμως να λησμονηθεί η ανθρώπινη αλλά και η πολιτισμική πλευρά του γεγονότος: «κι είναι για μας σαν να γκρεμίζονται ντουβάρια από το πάνω πάτωμα». Το δεύτερο μέρος του ποιήματος τοποθετείται στη Βαγδάτη: «Σε κάθε παραμύθι υπάρχει ένας δράκοντας/ φύλακας των πηγών του πετρελαίου/ που απάνω τώρα τα γεράκια περιφέρονται/ του Πενταγώνου». Μα και τα δυο εισάγονται από ένα άλλο, πολιτικό κι αυτό ποίημα:
ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΘΡΑΥΣΤΙΚΟΥ

Φύσηξε αέρας από τα παλιά Βαλκάνια
πετροδολάρια απ’ τη Βεσσαραβία
κι αγγελικά κορμιά στα καμπαρέ της Σόφιας

(Κορμιά φιδίσια από χειμέρια νάρκη, βγαίνοντας
απ’ το αίμα ενός παγόβουνου που κύλησε – ψηλά
Ψηλά από της Ρωσίας τα χιόνια)


Ιστορικότροπη λογοτεχνία

Του Σπύρου Ασδραχά

Το σημείωμα αυτό οφείλεται στην επιμονή και στα καταιγιστικά ερωτήματα του Κώστα Βούλγαρη: για να απαντήσει κανείς σ'αυτά θα έπρεπε να έχει μια ιδιότητα που μου είναι ξένη, να είναι δηλαδή ιστορικός και φυσικά μελετητής όλης της σύγχρονης λογοτεχνίας. Θα περιοριστώ αναγκαστικά σε ορισμένα απ'αυτά, όσα μου είναι λιγότερο ξένα. Και, πρώτα, η επίπτωση του 1989 στην ιστορικότροπη ελληνική λογοτεχνία. Οι ίδιοι οι λογοτέχνες μας θα ήταν οι αρμοδιότεροι ν'απαντήσουν στο ερώτημα αυτό και ήδη το έχουν, ως ένα βαθμό, επιχειρήσει: εγώ θα παρατηρήσω απλώς ότι το ερώτημα έχει δυο, τουλάχιστον, σκέλη.
Το πρώτο αφορά το 1989 ως έναυσμα, για τη στροφή προς την ιστορία ως θεματικό πεδίο της λογοτεχνικής αφήγησης και τη χρονικότητα της ιστορίας αυτής. Το δεύτερο αφορά τη λογοτεχνική εκφορά του νοήματος αυτής της σημαδιακής χρονολογίας. Είναι αυτονόητο ότι η εσωτερική κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος και η αντίστοιχη των ομόλογων Λαϊκών Δημοκρατιών αποδέσμευσε στις χώρες του "υπαρκτού"καταθέσεις μαρτυριών, που δίπλα στην ανθρώπινη τονικότητά τους είχαν και μια τονικότητα ιστορική: ωστόσο, η καταγγελία, η εκφώνηση των ως τη στιγμή εκείνη σιωπηλών γνώσεων και εμπειριών δεν ενέχει καμία διαφοροποίηση των τρόπων της αφήγησης, δεν κρυσταλλώνεται σε καμιά καινούργια λογοτεχνική "γλώσσα"∙ οι αφηγηματικοί κεκτημένοι τρόποι δεν ανατρέπονται. Δεν επαναπροσδιορίζεται επίσης η σχέση των ανθρώπων, των εκφραζομένων ανθρώπων, με την ιστορία τους. Το ζήτημα είναι μήπως επαναπροσδιορίζεται η πρόσληψη της ιστορίας.
Ας γυρίσουμε όμως για λίγο στη σημαδιακή χρονολογία. Για πολλούς, εχθρούς, φίλους ή κριτικά ομόγνωμους του αυτοκαταργημένου καθεστώτος, η ανατροπή βιώθηκε ως έκπληξη και συγχρόνως ως έναυσμα για την προβολή ψευδών προσδοκιών για την αναβίωση του πρωταρχικού νοήματος μιας επανάστασης που σηματοδοτείται από μιαν άλλη χρονολογία, το 1917. Το ζήτημα είναι αν όλα τούτα μεταγράφηκαν σε λογοτεχνικό μόρφωμα. Ωστόσο ας θυμίσουμε ότι η κριτική αμφισβήτηση και απαξίωση του σταλινικού υποδείγματος δεν περίμενε για να εκδηλωθεί το 1989, για να διατυπωθεί και να συνεπαχθεί τις αντίστοιχες λογοτεχνικές καταγραφές: για να μείνουμε στα δικά μας, το κιβώτιο ήταν άδειο πριν γκρεμιστεί το τείχος του Βερολίνου. Οι αιτίες που προκάλεσαν την ευφρόσυνη υποδοχή του 1989 είχαν ήδη καταδειχθεί από μια λογοτεχνία που εκ των πραγμάτων είχε ιστορική διάσταση, όταν δεν ήταν εκ προθέσεως ιστορική. Θα θυμίσω προς την τελευταία κατεύθυνση ένα μόνο παράδειγμα, την πραγματικά ιστορική μυθιστοριογραφία του Τσότσιτς, υπόδειγμα συνάρθρωσης μορφοπλασίας και ιστορικής αναπαράστασης. Ας είναι. Θέλω να πω ότι αναστόχαση της ιστορικής στιγμής του λεγόμενου πραγματικού σοσιαλισμού είχε πραγματοποιηθεί πριν από την αυτοκατάρρευσή του και είχε ήδη εκφραστεί σε διαφορετικής μελλοντικής στόχευσης λογοτεχνικές εκφράσεις. Ορισμένες απ'αυτές δεν ήταν δυνατό να διατυπωθούν πριν από το 1989, αλλά για διαφορετικούς λόγους.
Εκείνοι που αφορούν τους λογοτέχνες που ζούσαν στις επικράτειες του "υπαρκτού"είναι προφανείς, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι οι ρωγμές δεν ήταν δυνατόν να αναδυθούν, με έξεργο παράδειγμα τον Σολζενίτσιν, για τον οποίο η προβληματιζόμενη μαρξιστική ερμηνεία του κόσμου (όχι μόνο εκτός των συνόρων) αναρωτιόταν αν είναι ενσωματώσιμος σε μια δημιουργική πρόσληψη της σοσιαλιστικής δυνατολογίας: η καταγγελία του συστήματος δεν συνεπαγόταν την απόρριψη των γενεσιουργών επαναστατικών του κατηγορημάτων. Χρειάζεται να μας πει κανείς αν το 1989 έδωσε και πώς συνέχεια στην πρόσληψη αυτή της καταγγελίας. Και, ακόμη παραπέρα, με ποια αναθεώρηση των ερμηνευτικών εργαλείων. Ας επανέλθουμε στα καθ'ημάς.
Λέγεται ότι με τη διάψευση που επήλθε από τη διάλυση ενός εξουσιαστικού συστήματος, που αιτιολογούσε την ύπαρξή του με την επίκληση της ιστορικής νομοτέλειας, καταργήθηκαν οι "μεγάλες αφηγήσεις", δηλαδή εκείνες που προϋπόθεταν την αποδοχή μιας συνεκτικής, αλλά όχι για τον λόγο αυτόν μη πολυεπίπεδης, ιστορικής ερμηνείας που κλιμάκωνε τις αιτίες της ιστορικής κίνησης, συνεπέφερε άλλου τύπου "αφηγήσεις", μερικευμένες αφηγήσεις που αντιστοιχούν σε κάποια από τις κλίμακες των αιτιών. Μολονότι γι'αυτή την αφηγηματική τακτική δεν χρειαζόταν ως προϋπόθεση η αλλαγή του πολιτικοκοινωνικού χάρτη της υφηλίου, θα άξιζε να μας πει κανείς σε ποιο βαθμό αυτές οι νέες αφηγήσεις αποσπώνται από τις ήδη κεκτημένες και τις διαφοροποιούν. Κάποιες απ'αυτές δεν ήταν ίσως "εκφωνητές"πριν από την κατάρρευση του ανατολικού κόσμου, γιατί δεν είχαν τη δύναμη της υπαρξιακής διάστασης στην οποία μας είχαν εθίσει άλλοι παλαιότεροι πρόγονοι, οι Δοστογιέφσκι, οι Μπερντιάγεφ, οι Καίστλερ. Αναφέρομαι προφανώς στα καθ'ημάς. Δεν βλέπω πού αυτές οι "αναθεωρητικές"μερικευμένες αφηγήσεις είναι διαφορετικές από άλλες προηγούμενες που ωστόσο ορισμένες απ'αυτές διατυπώθηκαν αλλά δεν είχαν "ακροαματικότητα"και πειστική ικανότητα, γιατί απλούστατα αντιστρατεύονταν σε έναν κόσμο που, με φενακιστικό τρόπο, συναιρούσε τις ελπίδες των ανθρώπων με την επιστημονική ερμηνεία του κόσμου. Με δυο λέξεις, ίσως λόγω της άγνοιάς μου, δεν μπορώ να ιδώ γιατί το 1989 έστρεψε τους λογοτέχνες μας στην ιστορία και σε ποιο βαθμό αυτή η ιστορία που αφηγούνται είναι διαφορετική από την ήδη αφηγημένη ιστορία και σε ποιο βαθμό διαφοροποιήθηκαν οι τρόποι της πρόσληψης και της εκφοράς της παρά την ανάπλαση ορισμένων παλαιών αφηγηματικών τρόπων.
Ο Κώστας Βούλγαρης με ρωτά αν η πρόσληψη της ιστορίας από τους λογοτέχνες έχει επίπτωση στα ερμηνευτικά σχήματα των ιστορικών. Και βεβαίως έχει όπως κάθε στοχασμός για την ιστορία ανεξαρτήτως του γραμματειακού είδους στο οποίο ανήκει. Οπωσδήποτε δεν έχει καμιά επίπτωση ο "εκσυγχρονισμός"της ιστορίας, όπως λέγαμε άλλοτε, δηλαδή η μεταφορά του παρόντος στο παρελθόν. Όταν ο Ρομαίν Ρολάν με μεταφέρει στον 16ο αιώνα, με συνδέει με τον Λυσιέν Φεμπβρ, το ίδιο και ο Παπαδιαμάντης, που όταν με μεταφέρει στο κάστρο της Σκιάθου, μου υποδεικνύει τη μεταβολή του οικιστικού συστήματος∙ οπωσδήποτε όχι όποιος μου μεταφέρει τα δικά του αισθήματα και τις δικές του ιδέες στα πρόσωπα και στις καταστάσεις της ιστορίας. Περισσότερο από τον Διονύσιο Ρώμα με μεταφέρει στην ιστορία και μου δίνει εναύσματα να την κατανοήσω ο Γρηγόριος Ξενόπουλος που με μεταφέρει σε μια ζωντανή παλιά ιστορία της Ζακύνθου ή ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης που ξέρει να ιστορικοποιεί τα αισθήματα στην Κέρκυρα του 20ού αιώνα. Ή ο Σαίξπηρ και ο Γκαίτε όταν, ανάμεσα στα άλλα, με βοηθούν να καταλάβω τους ανθρώπινους συντελεστές της φεουδαρχίας. Ο Λέων Τολστόι, όταν μου δίνει τη μεγάλη του πολεμική τοιχογραφία. Όλα αυτά πριν από το 1989. Μετά; Όταν κάποιος μας αναδεικνύει με τους δρόμους της ιστορικής κατανόησης, αυτό το χρονοθετημένο στάδιο της κομμουνιστικής τραγωδίας. Για την τραγικότητα της αναζήτησης της καθολικής ελευθερίας έχουμε ήδη από παλιά διδαχτεί, αλλά για τον λόγο αυτό δεν σταματάμε να την αναζητούμε στη λογοτεχνική κατασκευή.
  

Το κενό και το μέλλον

Του Στάθη Γουργουρή

Οι αστραπιαίες εξελίξεις του ’89 έγιναν αντιληπτές ως φυσιολογικό, σχεδόν, αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας πολιτικής επένδυσης σε ένα σύστημα που αυτούσια εκκένωσε τον πυρήνα των σημασιών του, σε σημείο, μάλιστα, να φτάσει εντέλει να στηρίζεται στο ιστορικό πουθενά. Η εμπειρία εκείνων των ημερών, αλλά και ο όποιος τωρινός αναστοχασμός τους, δημιουργούν ακόμη απορίες, όχι γιατί μέλλει να κατανοήσουμε ή να εξηγήσουμε την μεγάλη αυτή αλλαγή της ιστορίας, αλλά ακριβώς γιατί δεν μπορούμε να εξηγήσουμε (ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι κατανοούμε) το μέλλον.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο κόσμος εξαναγκάστηκε να προβεί σε μια συλλήβδην απόσβεση εννοιών. Ασχέτως ιδεολογικών επενδύσεων, η κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού” –όχι απλώς ως ιδέα, αλλά ως θεσμοποιημένη πραγματικότητα– απαίτησε το ξεκαθάρισμα δεδομένων και εννοιών κατοχυρωμένων από την Εποχή της Επανάστασης (κατά την ονομασία του Χόμπσμπαουμ), δηλαδή, από την εποχή της δημιουργίας και συνάμα κρίσης του Διαφωτισμού.
Δεν αχρηστεύτηκε μόνο η ψυχροπολεμική γλώσσα, αλλά και μια προγενέστερη σειρά εννοιών, η οποία συνέδεε την ιστορία του καπιταλισμού και του εργατικού κινήματος με τα μεταμορφωτικά οράματα της ιστορίας του Διαφωτισμού. Οι διάφορες άναρθρες κραυγές κατά του λεγόμενου “μεταμοντερνισμού”, εν ονόματι της “επιστήμης” ή της “επανάστασης”, οφείλονται ακριβώς στην αδυναμία να γίνει αποδεκτή η αποσύνδεση, ή ακόμα και απόσβεση, αυτών των εννοιών.
Μια εικοσαετία πριν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο ανεπανάληπτος Άρης Αλεξάνδρου μας είχε ήδη κάνει δώρο το μάθημα που μετέπειτα αποδόθηκε στην Ιστορία. Μας μύησε στο πως στην προσπάθεια να δημιουργηθεί ο Νέος Άνθρωπος μάς είχε πλήρως διαφύγει το ότι η καινή διαθήκη του ανθρωπισμού ήταν κενή.
Με μια πολύ στενή έννοια –παρότι ανώφελη τελικά– ο Αλεξάνδρου είδε στο “ελληνικό” ’49 το “παγκόσμιο” ’89,  επιτελώντας μια ιστορική ανάγνωση ενός προβλήματος πριν αυτό εκδηλωθεί ιστορικά. Δεν αμφισβητώ την ανάγνωση που βλέπει Το Κιβώτιοσαν μυθιστορηματική μαρτυρία μιας αβάσιμης, εντέλει, επαναστατικής πράξης. Η ποιητική της ήττας που αφορά στη συγκεκριμένη γενιά επιβάλλει, κατά μια έννοια, μια αμείλικτη αυτοκριτική που συντρίβει, όχι μόνο τα παλιά οράματα (τα οποία βλέπει ως ασύστολες ψευδαισθήσεις), αλλά και την ίδια την πειθάρχηση των οραμάτων. Όμως, για εμάς τους νεότερους, θα ήταν λάθος αν σε αυτή την συντριβή του οράματος βλέπαμε τον μηδενισμό του οραματισμού.
Αναφέρομαι στον Αλεξάνδρου, ακριβώς γιατί η αμείλικτη ματιά του μας προετοιμάζει να αντιμετωπίσουμε ένα κόσμο στον οποίο, παρότι ακόμη κυριαρχεί η εκμετάλλευση, η αδικία, και η εξόντωση των ανθρώπων από δυνάμεις τις οποίες δεν ελέγχουν, η ανθρωπότητα πάσχει από ένδεια οραμάτων. Η ομολογουμένως απαραίτητη προσπάθεια ανασύστασης των αρχών του ριζοσπαστικού Διαφωτισμού, δεν αρκεί να αντιμετωπίσει αυτή την ένδεια. Χρειάζεται, πρώτον, η αποδοχή και, δεύτερον, η δημιουργική (ποιητική) επεξεργασία του φαντασιακού κενού που μας κληροδότησε ο Διαφωτισμός πολύ πριν την κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού”.
Ο Αλεξάνδρου δεν μιλά ποτέ για εκκένωση νοήματος. Μιλά απλώς για κενό. Για κενό που υφίσταται ήδη ως μήνυμα, ως νόημα –μάλιστα, ως απόλυτο ζήτημα ζωής ή θανάτου. Όποια ανάγνωση επάγεται από την επιθυμία ανασύστασης των οραμάτων μιας άλλης, εντέλει, ιστορίας, θα δει αυτό το ήδη υπάρχον κενό ως εκκένωση. Παρότι αναμφισβήτητα δεκτή και έγκυρη, μια τέτοια ανάγνωση, στην ουσία, απορεί μπροστά στον γκρεμό της ιστορίας που μας συμβαίνει.
Στην απορία πάνω, καλό θα ήταν να βρούμε ξανά στο δρόμο μας Το Κιβώτιο. Ο Αλεξάνδρου γράφει ένα μυθιστόρημα (που γι’ αυτόν ήταν όντως ζήτημα ζωής ή θανάτου), στοχαζόμενος το γεγονός ενός ήδη υπάρχοντος κενού στον πυρήνα του κοινωνικού φαντασιακού. Ως συνέπεια αυτού του γεγονότος, τον ενδιαφέρει το μέλλον –ένα μέλλον που, αν πράγματι μπορεί κάποια στιγμή να αποσυνδεθεί από το παρελθόν, θα γνωρίζει το κενό ως αρχή του.
Η θέση αυτή δυσκολεύει όσους επιθυμούν να δουν στην ιστορία μια εξισορροπημένη και προοδευτική διαλεκτική άρνησης και κατάφασης. Η αποδοχή του κενού τρομάζει, γιατί δεν παρέχει καμία ασφάλεια έναντι της ορμής μιας κοινωνίας ή μιας κοινωνικής τάξης προς την αυτοκτονία. Ήδη, βλέπουμε παγκοσμίως μια διόλου αμελητέα έξαρση θεολογικών αντιλήψεων της ιστορίας, απόλυτα αυτοκαταστροφικών, είτε εν ονόματι του “ορθολογισμού” είτε εν ονόματι του “φονταμενταλισμού”. (Βέβαια, το θείο και το κενό είχαν ανέκαθεν μια ιδιότυπη και αμοιβαία έλξη). Παρ’ όλες τις φρικαλέες, πράγματι, προοπτικές του, αυτό το φαινόμενο δημιουργεί επίσης μια εστία αντίστασης, που εδράζεται σε μια σειρά ερωτημάτων τα οποία τίθενται απολύτως ενσυνείδητα ως προς το ρίσκο των πράξεων που εκπροσωπούν: Πώς λαμβάνει κανείς το κενό ως αρχή, χωρίς να υποκύψει στη σαγήνη του θείου (και των υποκατάστατων του θείου); Πώς αναλαμβάνει κανείς την ευθύνη ενός κενού; Πώς γίνεται κατανοητή η ευθύνη εν μέσω του κενού;
Αυτά τα ερωτήματα δεν είναι απλώς λογοτεχνικά, όπως τα θέτει ο Αλεξάνδρου ή ο Κάφκα. Είναι πρωτίστως πρακτικά, δηλαδή πολιτικά –και μάλιστα θεμελιώδη στην οποιαδήποτε επαναστατική προοπτική, που θα αξίζει να συγκριθεί με τις κάποτε ένδοξες στιγμές του διεθνούς εργατικού κινήματος.  Αν, πράγματι, θεωρούμε δεδομένο ότι ο άνθρωπος (κι όχι ο Θεός ή η Ιστορία) δημιουργεί την ιστορία, τότε πρέπει να αποδεχτούμε ότι κάθε δημιουργία που στοχεύει στη ριζική αλλαγή των εγκόσμιων δεδομένων ξεκινά από το παρελθόν ως μηδενικό σημείο. Τούτο δεν σημαίνει εξάλειψη της ιστορικής μνήμης. Σημαίνει, όμως, αποσύνδεση από τα σχήματα και τις φαντασιακές σημασίες του παρελθόντος και προσανατολισμό στην σύλληψη του θολού και αβέβαιου μέλλοντος, έστω και με αδύναμα, ημιτελή, και μη αποδείξιμα στοιχεία. Ο “υπαρκτός σοσιαλισμός”, εντέλει, δεν κατέρρευσε, γιατί ουδέποτε υπήρξε. Ο σοσιαλισμός υπάρχει και ανήκει στο μέλλον.


Η ετυμηγορία

Του Δημήτρη Μίγγα

Ο Α. Κ., ιδιωτικός υπάλληλος, διαγράφτηκε λόγω αντικομματικής συμπεριφοράς το Νοέμβριο του 1986. Είχε διαφορετικές απόψεις από την ηγεσία του κόμματος στο οποίο ήταν μέλος, υποστήριξε σθεναρά σε όλα τα όργανα τη γνώμη του, συμμορφώθηκε, όπως ήταν υποχρεωμένος απ’ το καταστατικό, με τις αποφάσεις που πάρθηκαν, αλλά εξακολουθούσε να πιστεύει ότι έχει δίκιο και ενίοτε να εκφράζει τις όποιες διαφωνίες του δημόσια. Η συμπεριφορά αυτή τελικά ήταν η αφορμή να τεθεί εκτός του πολιτικού οργανισμού μέσα από τις τάξεις του οποίου αγωνίστηκε από τα εφηβικά του χρόνια και μέλη του ιδίου κόμματος διετέλεσαν κατά καιρούς ο πατέρας του, τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του και ο παππούς του.
Όπως ήταν φυσικό, το γεγονός είχε επιπτώσεις στην προσωπική ισορροπία και στη ζωή του. Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα υπήρξε μάρτυρας και ταυτόχρονα θύμα περίεργων περιστατικών. Ήταν αίφνης παρών σε ένα μεγάλο αριθμό κομματικών εκδηλώσεων δίχως να μετακινηθεί ούτε στιγμή από το σπίτι του ή, όταν κάποτε παραβρισκόταν σε άλλες, ένιωθε πως κοβόταν στα δυο. Δεν τόλμησε να εξομολογηθεί τις αλλόκοτες εκείνες εμπειρίες σε κανέναν – άλλωστε ποιον να εμπιστευόταν και ποιοι θα τον πίστευαν; Απέφευγε να βγαίνει από το σπίτι, να διαβάζει εφημερίδες, να μιλά με άλλους ανθρώπους.
Ο καιρός περνούσε· η κατάστασή του χειροτέρευε και η απομόνωση μεγάλωνε. Φαντάσματα από το παρελθόν, άνθρωποι των οποίων είχε ο ίδιος κρίνει αυστηρά την κομματική συμπεριφορά και ίσως αδικήσει, εμφανίζονταν και απαιτούσαν άμεση αποκατάσταση. Προσπαθούσε κατά τη διάρκεια του ταραγμένου ύπνου του να υπερασπίσει τον εαυτό του τονίζοντας ότι δεν ήταν αποκλειστικά αυτός υπεύθυνος για τις ταλαιπωρίες τους και έκλεινε κατά κανόνα την άτυπη απολογία του επικαλούμενος την δικιά του διαγραφή.
Τα χρόνια κύλησαν δικαιώνοντας τις θέσεις που αποτέλεσαν την αφορμή της απομάκρυνσής του από την ενεργό δράση, ωστόσο εκείνος σιωπούσε. Και κάθε νύχτα εξακολουθούσε να απολογείται στους αυτόκλητους κατήγορους, μα απόφαση δεν έβγαινε.
Εκείνο το φθινόπωρο ήρθε υγρό και κρύο. Ήταν Νοέμβρης και το κόμμα στο οποίο κάποτε ανήκε τιμούσε τους νεκρούς αγωνιστές. Θεώρησε υποχρέωσή του να είναι και αυτός παρών. Έτσι βρέθηκε σε ένα κλειστό, συνοικιακό γήπεδο, βρόμικο και γεμάτο κόσμο και καπνούς χρόνων πολλών.
Καθόταν στην κερκίδα αμήχανος σε θέση πανοραμική κοιτάζοντας αδιάφορα προς τις διακεκριμένες θέσεις, όταν απροσδόκητα, με την είσοδο των ομιλητών, διαπίστωσε με τρόμο ότι ήταν και αυτός ανάμεσά τους! Αυτός ο ίδιος με ύφος βλοσυρό, σώμα άκαμπτο και τεντωμένο κάθισε στην καρέκλα που προοριζόταν για εκείνον και άπλωσε τα χαρτιά του με επιτήδευση. Την ίδια ώρα πάνω στην κερκίδα και στη φυσιολογική ζωή και θέση του σήκωσε ασυναίσθητα τα χέρια κι έκρυψε το κάτω μέρος του προσώπου του από φόβο, μη τύχει και οι διπλανοί αντιληφθούν την παρουσία του ανάμεσά τους. Έμεινε ακίνητος και αμίλητος, ώσπου να αρχίσει η εκδήλωση. Όμως…
Όμως στην έδρα, κάθε φορά που έπαιρνε το λόγο, οι συνομιλητές του με ένα νεύμα (κίνηση της κεφαλής εμπρός) κάποιου καλοντυμένου κύριου, που καθόταν στην πρώτη σειρά, ξεκίναγαν με δυνατές, φάλτσες φωνές να ψάλουν ύμνο θριαμβικό καλύπτοντας εξολοκλήρου τη δικιά του. Αντιδρούσε υψώνοντας τον τόνο συνεχώς. Φώναζε δυνατά. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο και οι φλέβες του λαιμού του φουσκωμένες, ωστόσο…
Ωστόσο καθισμένος στην κερκίδα αναπαυτικά και οχυρωμένος πίσω από το πλήθος, απολάμβανε την ανωνυμία, παρ’ ότι δεν ήταν εύκολο να παρακολουθήσει τη συζήτηση εξ αιτίας του θορύβου και των μονολόγων. Μιλούσαν για επερχόμενες εξεγέρσεις, για αλλαγές σαρωτικές… Μπήκε πολλές φορές στον πειρασμό να τους διακόψει και να διηγηθεί επακριβώς το πώς θα εξελιχθούν τα γεγονότα, πλην όμως δίσταζε. Με το πέρασμα του χρόνου η θέση του γινόταν εξαιρετικά δυσάρεστη, καθώς πάσχιζε να προσποιείται τον αδιάφορο για να μην υποψιαστούν οι υπόλοιποι τη διπλή του υπόσταση, αν και αγανακτούσε και συμμεριζόταν τη δοκιμασία, που ήταν υποχρεωμένος να υφίσταμαι εκεί κάτω – πονούσε άλλωστε και το δικό του στήθος από τις δυνατές φωνές…
Οι ακροατές κραύγαζαν και χειρονομούσαν, μα από το κατάφωτο τραπέζι των ομιλητών δεν ήταν δυνατό να αντιληφθεί αν διαμαρτύρονταν ή επευφημούσαν, επειδή δεν έβλεπε καθαρά. Τον θάμπωναν τεράστιοι προβολείς και ήταν τα μάτια του θολά. Κάθε φορά όμως που σταματούσε να μιλά, ησύχαζαν. Τότε…
Αγανακτισμένος από τα όσα απαράδεκτα διαδραματίζονταν δεν άντεξε. Εγκατέλειψε τη σχετική ασφάλεια της κερκίδας και σε έξαλλη κατάσταση εισέβαλε στον αγωνιστικό χώρο, κατευθύνθηκε προς την αυτοσχέδια εξέδρα και…
Αίφνης είδε να ξεχωρίζει μέσα από το πλήθος κάποιος που χειρονομούσε. Φορούσε ένα παλιό μπουφάν του και τα μαλλιά ήταν λίγο πιο μακριά απ’ τα δικά του. Πλησίαζε με απειλητικές διαθέσεις. Οι σύντροφοι της περιφρούρησης κοιτούσαν αποσβολωμένοι πρώτα τον ταραξία κι ύστερα εκείνον μη μπορώντας να τους ξεχωρίσουν και ανίκανοι να αντιδράσουν. Ο ταραχοποιός έφτασε με ένα σάλτο δίπλα του, τον άρπαξε από το χέρι και τον τράβηξε βίαια, σχεδόν τον έσυρε μέσα από το σαστισμένο πλήθος, προς την έξοδο μέσα σε απόλυτη σιωπή και γενική κατάπληξη…
Βρέθηκε, δίχως να το καταλάβει, έξω από το γήπεδο, στον έρημο δρόμο. Έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι του που πήγαινε να σπάσει –οι σουβλιές στο στήθος του γινόντουσαν αφόρητες. Κάθισε στο πεζοδρόμιο και κουλουριάστηκε. Ο κρύος αέρας πάγωνε το ιδρωμένο του κορμί μαλακώνοντας σαν βάλσαμο τους πόνους, που γλύκαιναν σιγά-σιγά και απλώνονταν παντού.
Κι εκεί, στο έρημο βρεγμένο πεζοδρόμιο, μετά από τόσα χρόνια σιωπής και καρτερίας πληροφορήθηκε επιτέλους την ετυμηγορία των ενόρκων για την προηγούμενη ζωή του.

Η λογοτεχνία στην αγορά

Της Χριστίνας Ντουνιά

Αν το γκρέμισμα του τείχους του Βερολίνου σήμαινε για την πολιτική το τέλος μιας εποχής με την πιστοποίηση της αποτυχίας του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ή την κατάργηση του διπολισμού, στην περιοχή της λογοτεχνίας νομίζω ότι ήταν το ορατό σημάδι ενός από καιρό προαναγγελθέντος θανάτου. Με άλλα λόγια όλα όσα ακόμα έστεκαν όρθια έστω και ως φαντάσματα στο χώρο της πολιτικής ρητορικής, είχαν ήδη ακυρωθεί στη λογοτεχνία μέσα από μια μακρόχρονη διαδικασία αμφισβήτησης που ξεκίνησε από την καταδίκη του σταλινισμού και ολοκληρώθηκε στη δεκαετία του ΄70 με την κυριαρχία του ανατρεπτικού λόγου των αριστερών νεανικών κινημάτων. Από αυτή την άποψη το 1989 δεν νομίζω ότι αποτελεί ορόσημο που δηλώνει τον επαναπροσδιορισμό των στόχων της λογοτεχνικής δημιουργίας σε ό,τι αφορά τη σχέση της με την πολιτική, όσο τη συνειδητοποίηση ενός κενού που όλοι γνωρίζαμε αλλά στο βάθος ελπίζαμε πως δεν είναι απόλυτο. Το γκρέμισμα του τείχους του Βερολίνου μας έφερε ένα χαρούμενο αίσθημα ελευθερίας και ένα αιφνίδιο συναίσθημα μοναξιάς, για να χρησιμοποιήσω έναν πιο προσωπικό εξομολογητικό τόνο. Γιατί νομίζω ότι ακόμα και οι σκληρότεροι πολέμιοι αυτού του στρεβλού σοσιαλισμού - που όμως αυτοαναγνωρίζονταν ως αριστεροί- εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να αλλάξουν έξω από τα πλαίσια ενός άγριου καπιταλισμού, σαν κι αυτόν που ακολούθησε την κατάρρευση των πρώην σοσιαλιστικών καθεστώτων. Η ιστορική τομή του 1989 συνέπεσε στην Ελλάδα με την μιντιακή άνοιξη και την ραγδαία αλλαγή στο πεδίο των σχέσεων λογοτεχνικής δημιουργίας και αγοράς. Το σκηνικό αλλάζει λοιπόν με γοργούς ρυθμούς και το τέλος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» συμπίπτει με την σαρωτική αναδιάταξη των μηχανισμών προβολής του λογοτεχνικού προϊόντος και της πορείας των δημιουργών προς το κοινό.
Στη διάρκεια του εικοστού αιώνα και ως τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, ανεξάρτητα από το βαθμό αναγνώρισης ενός έργου και τις αστοχίες ή τις ευστοχίες της κριτικής, η λογοτεχνία αφορούσε λίγο ως πολύ ένα εξοικειωμένο κοινό: το γράψιμο έμοιαζε –και ήταν- μια υπόθεση δύσκολη, απαιτητική και κάποτε επικίνδυνη. Ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες και περιοδικά, ο ιστορικός μπορεί να αισθανθεί κάτι από το άρωμα της πνευματικής κίνησης μιας λιγότερο ή περισσότερο μακρινής εποχής, κάτι από τους ανθρώπους που την χρωμάτισαν, κάτι από τις ιδέες που την ενέπνευσαν. Καμιά ιστορική περίοδος δεν είναι βέβαια αθώα και άμοιρη από μηχανισμούς προβολής, είτε αυτοί οφείλονται σε προσωπικές σχέσεις, είτε υπαγορεύονται από αισθητικές ή ιδεολογικές συγγένειες. Ωστόσο, πάντοτε υπάρχει μια διακριτή ομάδα συγγραφέων η οποία αναγνωρίζεται μέσα από νόμιμες κριτικές διαδικασίες, παρά τα διαφορετικά ιδεολογικά στρατόπεδα και κάποτε χάρις σε αυτά. Μπορεί ο Αντρέας Καραντώνης να επαινεί αρχικά τον Γιώργο Σεφέρη και να αμφισβητεί τον Γιάννη Ρίτσο ενώ ο Μάρκος Αυγέρης κάνει ακριβώς το αντίθετο, και οι δύο ποιητές όμως αναδεικνύονται στο δικό τους χώρο και εντέλει επιβάλλονται με τρόπο καθολικό, όπως τους αξίζει.
Αναρωτιέμαι τι είδους συμπεράσματα θα μπορούσε να βγάλει ο ιστορικός του μέλλοντος από τον πλουσιότατο σε πληροφορίες σημερινό τύπο, γιατί ακόμα η ελληνική τηλεόραση δε θεωρεί τη λογοτεχνία άξια παρά μόνο για την παραγωγή τηλεοπτικών σεναρίων. Είναι νομίζω γενική η παραδοχή ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες μιας μεγάλης αλλαγής στον χώρο του βιβλίου. Η ευκολία της ηλεκτρονικής τυπογραφίας και η μαζική παραγωγή, οι εντυπωσιακές πωλήσεις μυθιστορημάτων και η μετατροπή σε μυθιστόρημα των τηλεοπτικών σεναρίων που επιτυγχάνουν υψηλά νούμερα τηλεθέασης, έχουν δημιουργήσει μια εκδοτική ευφορία χωρίς προηγούμενο. Εκδοτικά συγκροτήματα και ισχυροί εκδοτικοί οίκοι σημειώνουν ρεκόρ πωλήσεων και τα βιβλία στις προθήκες των βιβλιοπωλείων αντικαθίστανται σχεδόν κάθε μήνα από καινούργια. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που έχει φυσικά τις επιπτώσεις του, θετικές αλλά και, για ορισμένους φανατικούς της καλής λογοτεχνίας, αρνητικές. Θα αρχίσω επισημαίνοντας τις ευεργετικές συνέπειες αυτής της εκδοτικής ευφορίας και θα προχωρήσω στις επικίνδυνες σχέσεις και εξαρτήσεις που δημιουργεί.
Το αναγνωστικό κοινό έχει διευρυνθεί και οι αισιόδοξοι ισχυρίζονται ότι μετά την εύπεπτη τροφή ελαφρών μυθιστορημάτων θα στραφεί στην αναζήτηση έργων μιας πιο απαιτητικής τέχνης. Εκδοτικοί οίκοι προσφέρουν δελεαστικές αμοιβές για να εξασφαλίσουν γνωστά ονόματα συγγραφέων και δεν είναι λίγοι αυτοί που αφήνουν πίσω το παρελθόν με τις ισχνές πωλήσεις και τις ακόμα ισχνότερες απολαβές. Οι μεσάζοντες της αγοράς καταγράφουν αυτή τη εξέλιξη την οποία σε ένα βαθμό έχουν εξάλλου διευκολύνει. Οι ίματζ-μέηκερς των πολιτικών συνιστούν στους πελάτες τους την επιλεκτική καλλιέργεια επαφών με καταξιωμένους λογοτέχνες. Μεγάλα μιντιακά συγκροτήματα ενδιαφέρονται για το χώρο του βιβλίου: τα εβδομαδιαία ειδικά ένθετα με βιβλιοπαρουσιάσεις, κριτικές, συνεντεύξεις ακόμα και κουτσομπολιά από τον συγγραφικό μικρόκοσμο έχουν γίνει πλέον απαραίτητα για τις εφημερίδες. Αργόσχολες κοσμικές κυρίες, παλαίμαχοι ηθοποιοί και τραγουδιστές, πολιτικοί, και γενικά  πρόσωπα αναγνωρίσιμα δοκιμάζουν την τύχη τους στο γράψιμο, με την ενθάρρυνση των εκδοτών που υπολογίζουν στη δυναμική του ονόματος και στον κύκλο επιρροής του. Τα περιοδικά ποικίλης ύλης ή τα λεγόμενα λάιφ στάιλ δημοσιεύουν συνεντεύξεις και φωτογραφίες συγγραφέων που έχουν γράψει μπεστ σέλερ ή έστω νέων και ωραίων που το σύστημα προωθεί με την προοπτική να φέρουν κάποτε το πολυπόθητο ευπώλητο στόρυ. Αρκετοί από τους δημοσιογράφους του πολιτιστικού ρεπορτάζ υποδέχονται ενθουσιασμένοι κάθε νέο έργο γνωστού συγγραφέα, αδιακρίτως, είτε πρόκειται για επιφανή παραλογοτέχνη, είτε για δόκιμο συγγραφέα στον οποίο επενδύει ο ισχυρός εκδότης που ενδιαφέρεται φυσικά και «δια την ποιότητα». Από κοντά και οι περίφημοι κατάλογοι των εφημερίδων που αναδεικνύουν τα μπεστ σέλερ της εβδομάδας και καταρτίζονται από την κίνηση των πωλήσεων ορισμένων βιβλιοπωλείων, λειτουργώντας έμμεσα ως διαφημιστικά μηνύματα. Ανακατεμένα και εκεί βιβλία λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας. Σα να λέμε πλάι στον Κοσμά Πολίτη και στον Στρατή Τσίρκα η Μπουκουβάλα-Αναγνώστου ή ο Τυμφρηστός, για να μείνω σε εποχές κατά τις οποίες τα πράγματα ήταν περισσότερο διακριτά και δύσκολα έμπαινε κανείς σε ξένα χωράφια. [1]
Και η κριτική; Φυσικά υπάρχουν και σήμερα κριτικοί που προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους μέσα στις συμπληγάδες των διαφημιστών και της ανεξέλεγκτης υπερπληροφόρησης. Ωστόσο, αν σε προηγούμενες εποχές η κριτική παρέμβαση, με τις όποιες αστοχίες ή ευστοχίες της, διαμόρφωνε ορισμένους κανόνες μέσα στα πλαίσια ενός σοβαρού παιχνιδιού, σήμερα δυσκολεύεται να ακουστεί, ίσως ακόμα και να εκφραστεί με ευκρίνεια. Γιατί αυτοί που κατευθύνουν το αναγνωστικό κοινό είναι κυρίως οι υπεύθυνοι της ύλης των ειδικών σελίδων, οι οποίοι με τη σειρά τους -σε μεγάλο βαθμό- εξυπηρετούν τις κυκλοφοριακές ανάγκες του εντύπου τους και τις υπόγειες σχέσεις διαπλοκής με ό,τι αυτό προϋποθέτει ή συνεπάγεται. Η διάχυση και η σύγχυση στην εποχή που μοιάζει να χαρακτηρίζεται από πολυφωνία, ενώ στην ουσία είναι συντηρητική και μονότροπη, επηρεάζει και τη σχέση λογοτεχνίας και τύπου. Όλο και λιγότεροι νέοι συγγραφείς αντιστέκονται στις ανάγκες της αγοράς. Η επιτυχία πια ενός βιβλίου κρίνεται κυρίως από τις πωλήσεις του και αυτό είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα της προώθησης των λογοτεχνών και της ποιότητας των λογοτεχνικών έργων. Δεν είναι φυσικά τυχαίο το ότι οι ποιητές –με ορισμένες σημαίνουσες εξαιρέσεις- βρίσκονται για πρώτη φορά πραγματικά στο περιθώριο και οι διηγηματογράφοι αντιμετωπίζονται ως φτωχοί συγγενείς της πεζογραφίας. Έτσι, παρά την πληθωριστική παραγωγή πρωτοεμφανιζόμενων μυθιστοριογράφων, οι νέοι ποιητές σήμερα δυσκολεύονται να βρουν εκδότη, πολύ περισσότερο από ό,τι στη δεκαετία του ’70. Η «ελαφρά φιλολογία», όπως ονόμαζαν τα εύπεπτα μυθιστορήματα στον 19οαιώνα, κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος, όχι φυσικά επειδή το μυθιστόρημα παύει να είναι ένα σπουδαίο λογοτεχνικό είδος αλλά επειδή οι νόμοι της αγοράς επηρεάζουν ακόμα και τη δημιουργία προικισμένων μυθιστοριογράφων. Όταν γράφεις με βασικό σου στόχο το μπεστ σέλερ, πιεσμένος από την εντατικοποίηση της παραγωγής, και δεν είσαι Μπαλζάκ ή Ντοστογιέφσκι, υπάρχει κίνδυνος να καταντήσεις σαν τους πολυάριθμους μιμητές των Δουμά, πατρός και υιού. Αναμφίβολα, στο μιντιακό μας κόσμο ο συγγραφέας βρίσκεται όλο και περισσότερο στην τροχιά ενός ιδιότυπου σταρ σύστεμ. Το ερώτημα, πού θα οδηγήσει αυτός ο δρόμος, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Ή μήπως τελικά, για να παραφράσω τον Μίλαν Κούντερα, η λογοτεχνία είναι αλλού;
Και για να κλείσω ξαναπιάνοντας το αρχικό νήμα αυτής της παρέμβασης, το 1989, τόσο στο πεδίο του πραγματικού όσο και στο πεδίο του συμβολικού, σίγουρα λειτούργησε απελευθερωτικά και για πολλούς ίσως αποενοχοποιητικά. Το πώς η λογοτεχνική δημιουργία θα διαχειριστεί τη «ζόρικια»[2]ελευθερία της εγχώριας αλλά και της παγκόσμιας αγοράς και πώς θα αναζητήσει ξανά τα όρια του νοήματος της τέχνης και του κόσμου είναι η πρόκληση της νέας εποχής.
1. Αυτή η παρατήρηση δεν γράφεται μειωτικά για τους δύο τελευταίους οι οποίοι ήταν πολύ καλοί στο είδος τους. Αναφέρομαι στη σημερινή σκόπιμη ισοπέδωση της εκδοτικής πρακτικής.
2. «Μες στο μυαλό μου πού ’χει όρια/ και μια ελευθερία ζόρικια/ αλίμονό μου» από τον Μπάλλο, του Διονύση Σαββόπουλου.


Από το 1917 στο 1989 και πίσω στο 1968

Του Γιώργου Σταθάκη

Το '75, ίσως το '76, ο Οδηγητήςείχε δημοσιεύσει ένα χάρτη του κόσμου, με τις χώρες χρωματισμένες ανάλογα με το πολιτικό στρατόπεδο στο οποίο ανήκαν. Ο κόσμος φάνταζε αρκούντως κόκκινος. Δίπλα στη Σοβιετική Ένωση, την Κίνα και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, προέβαλλαν οι νέες χώρες, από τις ανακατατάξεις της δεκαετίας του '60 και των αρχών της δεκαετίας του '70. Χώρες, όπως η Κούβα, η Αλγερία, το Βιετνάμ, η Χιλή, η Αγκόλα έγιναν σύμβολα του συνεχιζόμενου επαναστατικού εγχειρήματος. Επιπρόσθετα, οι δικτατορίες στη Νότια Ευρώπη έπεφταν και πληθώρα αφρικανικών και ασιατικών χωρών, από αυτές που ανήκαν στον αδέσμευτο κόσμο, πειραματιζόντουσαν με αριστερόστροφες λύσεις στο εθνικό ζήτημα και την οικονομική ανάπτυξη. Ήταν χάρτης αισιοδοξίας και καταγραφής μιας ευθύγραμμης κίνησης της ιστορίας.
Από την άλλη, ο απόηχος του '68 ήταν βαρύς. Πιο πολύ από όλα βάραινε η εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Πράγα, η διάσπαση του ΚΚΕ και η στροφή των μεγάλων κομμουνιστικών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης. Η φιλελεύθερη δημοκρατία φαινόταν να υπερέχει του μονοκομματικού κομμουνισμού. Και ταυτόχρονα ήταν ο Μάης στο Παρίσι, που μπορεί να μην έθετε άμεσα κάποια πολιτική προοπτική, αλλά άνοιγε ανυπολόγιστους κριτικούς ορίζοντες. Λιγότερο ορατή, αλλά με τεράστια συνέπειες για αργότερα, ήταν η σύγκρουση στην Κίνα. Η Πολιτιστική Επανάσταση επεδίωξε να επιβεβαιώσει ότι η πολιτική επικαθορίζει την οικονομία, αλλά οι δυνάμεις υπό διωγμό είχαν την βεβαιότητα ότι η αναβίωση της εμπορικής παράδοσης των κινέζων αποτελούσε τη λύση για την παραπέρα οικονομική άνοδο της Κίνας. Και αυτό με μια λέξη σήμαινε αγορά.
Στην Ελλάδα η διάσπαση είχε συμπυκνωθεί σε μία φράση: «Η στάση απέναντι στη Σοβιετική Ένωση καθορίζει την πραγματική υπόσταση κάθε κομμουνιστή», έλεγε ο σοφός Χαρίλαος. Και συμπλήρωνε, πως η ιστορία θα μας δικαίωνε. Όσο αποτρόπαια φαινόταν η καταρράκωση κάθε πολιτικής ή ηθικής αρχής στην προσπάθεια υπεράσπισης του καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης, τόσο πραγματιστικό φάνταζε το επιχείρημα της πλευράς αυτής. Είμαστε σε πόλεμο, και μάλιστα ταξικό. Τα πεπραγμένα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού δεν επιτρέπουν δημοκρατικές διεξόδους. Μέσα σε μια δεκαετία οι ΗΠΑ είχαν επιβάλλει αναρίθμητες χούντες ανά τον κόσμο, στρεφόμενοι όχι μόνο κατά αριστερών κυβερνήσεων αλλά εναντίον κάθε κυβέρνησης που απέκλινε από το αυταρχικό ακροδεξιό μοντέλο που εθεωρείτο τότε ασφαλές για τις ΗΠΑ. Χιλή, Ιράν, Φιλιππίνες, Κορέα, Ελλάδα, Βιετνάμ, Βραζιλία, Ινδονησία κ.ο.κ.
Όπως συμβαίνει συνήθως, αυτού του τύπου οι διάλογοι έχουν τελικά ελάχιστη σημασία. Η ιστορία γράφεται με υλικά μη ορατά και μη διαχειρίσιμα. Η δεκαετία του '60, εάν μη τι άλλο, ήταν μια εκρηκτική περίοδος παραγωγής ιδεών. Ο μονεταρισμός στην οικονομική επιστήμη αποκαθήλωνε τον Κέυνς και τα οικονομικά της αγοράς εκθείαζαν την επιστροφή στις παλιές καλές μέρες του φιλελευθερισμού. Από διαφορετική σκοπιά, ο Γκαλμπραίηθ, με το Νέο Βιομηχανικό Κράτος, μιλούσε για την αναπόφευκτη σύγκλιση Ανατολής και Δύσης, σοσιαλισμού και καπιταλισμού, στη βάση του βιομηχανικού συστήματος. Οι ιδεολογικές συγκρούσεις στα περί οικονομίας δεν φάνταζαν πλέον πειστικές. Το βιομηχανικό σύστημα οδηγούσε προς μια μικτή οικονομία, με διαφοροποιημένους ίσως βαθμούς ανάμιξης αγοράς και προγραμματισμού, αλλά σε κάθε περίπτωση ήταν ρυθμιζόμενο και εν πολλοίς ελεγχόμενο. Η κοινωνία της κατανάλωσης είχε έρθει για να μείνει. Αυτό αποτέλεσε και την αφετηρία για την κριτική κοινωνική θεωρία. Αποστασιοποιήθηκε εντελώς από τον οικονομισμό και τις θεωρίες περί οικονομικών κρίσεων και ταξικής πάλης και έφερε στο επίκεντρο των αντιθέσεων στις σύγχρονες κοινωνίες τα θέματα της νομιμοποίησης, της κουλτούρας, της ιδεολογίας, της γλώσσας, της πολιτικής, με μια λέξη του εποικοδομήματος. Οι νοοτροπίες και οι δομές της μικροεξουσίας, η γραμματική και το συντακτικό των εξουσιαστικών θεσμών και της ιδεολογίας, αποτελούσαν τα νέα προνομιακά πεδία αναζήτησης.
Το '68 προσέθεσε πληθώρα εναλλακτικών προσεγγίσεων στην πολιτική: οικολογία, κοινωνικά κινήματα, διεκδίκηση δικαιωμάτων, άμεση δημοκρατία, χειραφετησιακές αναζητήσεις κάθε μορφής, αντιεξουσιαστικά συστήματα, νεολαιίστικα κινήματα. Ο καμβάς των ιδεών δεν είχε τέλος. Από τις ίδιες συνθήκες ξεπήδησε και η τρομοκρατία ως επαναστατική προοπτική. Από τις ίδιες συνθήκες και ο ευρωκομμουνισμός και η κατάργηση τελικά των κομμουνιστικών κομμάτων. Από τις ίδιες συνθήκες και η απεγνωσμένη φυγή προς το μαοϊσμό και την πολιτιστική επανάσταση. Μέσα σε μια δεκαετία, ξεδιπλώθηκε πιθανότατα ο πιο δημιουργικός ορίζοντας ιδεών του 20ου αιώνα.
Οι αλλαγές, που επέφεραν οι ιδέες και ο πολιτικός ακτιβισμός της δεκαετίας του '60 στις δυτικές κοινωνίες, ήταν εντυπωσιακός. Εάν το '60 οι μαύροι έπρεπε να σηκώνονται για να καθίσουν οι λευκοί στο λεωφορείο και η έλευση του πρώτου μαύρου φοιτητή σε πανεπιστήμιο γινόταν εθνικό θέμα, δεκαπέντε χρόνια μετά οι μεγαλύτερες πόλεις των ΗΠΑ είχαν μαύρους δημάρχους. Οι αλλαγές στους θεσμούς ήταν εντυπωσιακές καθώς οι δυτικές κοινωνίες, αυταρχικές και ανελαστικές στην πλειοψηφία τους, άρχισαν να ενσωματώνουν με γρήγορους ρυθμούς τις απαιτήσεις μιας περιόδου τεράστιων πολιτικών και πολιτισμικών ανακατατάξεων. Όσο γρήγορες ήταν οι αλλαγές αυτές στη Δύση, τόσο ανελαστική αποδείχθηκε η Ανατολή. Η περίοδος στασιμότητας απώθησε κάθε αίτημα για αλλαγές, μέχρι που οι πιέσεις εξερράγησαν. Οι πιο έγκυρες μελέτες για την κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος αρχίζουν την ανάλυση τους από την περίοδο αυτή, τέλη του '60 και αρχές του '70. Παρακάμπτουν πλήρως τα πρότερα, μαζί και τη σταλινική περίοδο. Η κρίση εντοπίζεται στην αδυναμία προσαρμογής στα προτάγματα της δεκαετίας του '60.
Ας επανέλθουμε όμως στη ρήση του Χαρίλαου. Κενή περιεχομένου η προτροπή στις μέρες μας. Η Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχει πια και η ιστορία μάλλον δεν μας δικαίωσε. Το αντίθετο: δικαίωσε αυτούς που μας προέτρεπαν να υπερασπιστούμε μια κοινωνία κατά βάση ελεύθερη, με δυνατότητες απρόσκοπτης οικονομικής ανόδου, με σταθερή δηλαδή βελτίωση της κατανάλωσης και με ένα κράτος αρκούντως ορθολογικό και ανθρωποκεντρικό, ικανό να παρεμβαίνει όταν οι ανισότητες ή οι αντιθέσεις έπαιρναν ακραίες μορφές. Η παλιά σοσιαλδημοκρατική εκδοχή, σε όλο της το μεγαλείο. Ο Σασσούν, στο βιβλίο του 100 χρόνια σοσιαλισμός, διατύπωσε ευθέως τη θέση, ότι ένα συντηρητικό και ένα μεταρρυθμιστικό κόμμα αρκούν να χωρέσουν το σύνολο των αιτημάτων μιας κοινωνίας, συντηρητικών και μεταρρυθμιστικών ταυτόχρονα, χωρίς να θίγεται ο θεμελιακός πυρήνας της οικονομικής της βάσης. Άλλοι επέκτειναν την ίδια οπτική στο 19ο αιώνα και υπέδειξαν ότι οι συγκρούσεις, αλλά και οι συμβιβασμοί, ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά σχημάτισαν αυτό που ορίζουμε ως σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Η επανάσταση τελείωσε, μαζί και η θεωρία περί πέραν του καπιταλισμού.
Πίσω από την καταρράκωση αυτή της ιδέας της επανάστασης και της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας, υπάρχει μια υπολανθάνουσα αντίληψη που παραπέμπει σε άλλου τύπου σκέψεις. Τη θεολογική καταγωγή της διπολικής σκέψης, αυτής που χαρακτήριζε όχι μόνο τον θετικιστικό επιστημονικό λόγο στις κοινωνικές επιστήμες, αλλά και τον πολιτικό λόγο της Αριστεράς. Ο πρόσφατα αποθανών Ντεριντά δοκίμασε τη σκέψη γενεών μαρξιστών. Η συγκρότηση της αρχής του νήματος θα μπορούσε να ξεκινήσει όχι από μια κοσμοθεωρητική αντίληψη και μια διαρκή αναγωγιμότητα του ειδικού στο γενικό, αλλά από την ενασχόληση με το ειδικό και το μερικό, από την αποτύπωση και την κατανόηση μιας συνεχούς διαφοροποίησης ταυτοτήτων, αντιλήψεων, νοοτροπιών και πρακτικών. Η στροφή αυτή δημιούργησε νέες συνάφειες που είχαν χαθεί. Δεν δημιούργησε μόνο κινήματα, δεν ανέδειξε θέματα ξεχασμένα, δεν ενεργοποίησε ανθρώπους και ιδέες σε νέα και γόνιμα πεδία αναζητήσεων, αλλά επανέφερε το θέμα της κρίσης, της δοκιμασίας ιδεών και πρακτικών απέναντι σ'ένα μείζον θέμα: την εξουσία.
Αυτό αφορούσε πλέον μια ολόκληρη γενιά. Εδώ η αποδόμηση ήταν πλήρης. Η στροφή σε εναλλακτικές αναλυτικές προσεγγίσεις, όπως κάθε νέα αρχή, φάνταζε σύνθετη και ίσως ακατάλληλη, με βάση το διαθέσιμο φορτίο ιδεών. Αντίθετα, οι εξουσίες φάνταζαν απόλυτα συγγενικές, ανεξαρτήτως ιδεολογικού περιεχομένου. Εξάλλου, οι τεχνικές διαχείρισης των ιεραρχικών θεσμών προσομοιάζουν η μία με την άλλη. Σε Δύση και Ανατολή, αριστεροί μεταμορφώθηκαν με τρομερή ευκολία σε εθνικιστές, σε αγοραίους νεοφιλελεύθερους, σε μάνατζερς, σε χυδαίους λωτοφάγους της εξουσίας. Η εξουσία, η οποία αδηφάγα εγκαλούσε κάθε πιστό να προσέλθει, τέθηκε ως η αποκλειστική πρόκληση μιας γενιάς, κατά βάση ηττημένης. Για όσους έμειναν στην Αριστερά "η στάση απέναντι στην εξουσία"φάνηκε να καθορίζει τελικά "την υπόσταση κάθε αριστερού".
Όσο έωλη ήταν η προτροπή του Χαρίλαου περί Σοβιετικής Ένωσης, τόσο έωλη ήταν και η ύστερη αρχή περί αριστερών και εξουσίας. Στα πανεπιστήμια του '60 και του '70 αναπόφευκτα φτιάχνονταν, πέρα από όλα τα άλλα, και οι ελίτ που θα αναλάμβαναν να διαχειριστούν τους κρατικούς οργανισμούς και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, να επανδρώσουν τα κόμματα, να αναλάβουν τους εξεζητημένους ρόλους στα μέσα ενημέρωσης, να σχηματίσουν τους νέους καλλιτεχνικούς κύκλους και να πληρώσουν τις πανεπιστημιακές θέσεις. Πολύ γρήγορα, η γενιά αυτή, ή μέρος της, βρήκε το δρόμο της. Αποδέχθηκε τις αναλύσεις του Σασσούν και συστρατεύτηκε κατά κανόνα με τα σοσιαλιστικά κόμματα. Όπως κάθε πράξη, απαιτούσε μια σχετική θεωρία. Και εδώ άνθησε η αντι-δεξιά ορολογία. Η ανικανότητα και η αυταρχικότητα της Δεξιάς, τα μέτρια στελέχη της, νομιμοποιούσαν τη σπουδή της ενσωμάτωσης. Υπήρχε θέση και για τους ηττημένους λοιπόν. Μόνο που τα πράγματα που όφειλαν να κάνουν ήταν εν πολλοίς δυσάρεστα και παραβίαζαν κάθε έννοια ορθού λόγου ή έστω καντιανής ηθικής, από αυτήν που είχε εμπεδώσει η Αριστερά.
Μα το '68 φαίνεται να διαρκεί πολύ. Από όπου το διώχνεις, αυτό επανέρχεται. Το φάντασμα των φαντασμάτων δεν λέει να μετακινηθεί. Δεν πλανάται πάνω από την Ευρώπη. Δεν έχει ορατή υπόσταση, ούτε φωνή. Διατρέχει με αόρατους τρόπους τη βολή μας και τις βουλές μας. Σχηματίζει την εικόνα ενός κόσμου, που προφανώς δεν είναι εφικτός αλλά είναι υπαρκτός. Το νήμα αιωρείται απέναντι σε μια αρχή που δεν έχει οριστεί. Λίγο πριν από το τέλος, λίγο πριν από την οριστική τακτοποίηση των οικονομικών θεμάτων και του δικομματισμού, λίγο πριν η επανάσταση οριστικά μετατραπεί σε αρχαϊκό λόγο, ένα νήμα δημιουργεί μια αβεβαιότητα. Τόσο μεγάλη αβεβαιότητα, που η στροφή του υπαρκτού καπιταλισμού σε εκπλήσσει. Οι νικητές, οι ΗΠΑ δηλαδή, στρέφονται στον μεσσιανικό χριστιανικό φονταμενταλισμό. Οι Ευρωπαίοι παραπαίουν ανάμεσα σ'ένα παρηκμασμένο νεοφιλευθερισμό, σ'ένα χυδαίο μπερλουσκονισμό και ένα αδιαμόρφωτο δεξιό εξτρεμισμό. Οι αντίπαλοι βυθίζονται σε ότι πιο αντιδραστικό έχει καταγράψει η ιστορία του πνεύματος. Ισλαμικός φονταμενταλισμός, εθνικισμός και δημοκρατία των όπλων ή της μπριζόλας, ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης κάθε χώρας. Η Αριστερά αναθάρρησε. Έφτιαξε φόρουμ και ενεπλάκη σε νέες μάχες.
Κάτι αδιόρατο διατρέχει τον κόσμο, που δεν μπορεί να τον αφήσει να καταλαγιάσει. Εκεί που όλα ηρεμούν, δεν λένε να ηρεμήσουν. Να απολαύσουν οι νικητές τη νίκη τους και οι ηττημένοι να διαχειριστούν την ήττα τους. Σαν να θέλουν να προλάβουν κάτι, που ενώ δεν είναι ορατό, ως να έρχεται. Τι είναι αυτό; Δύσκολο να πει κανείς.


Πρωθύστερη εκδίκηση

Του Ανδρέα Μήτσου

Εγώ μένω δίπλα στον κύριο Ανέστη. Μας χωρίζει μόνο μια μάντρα ύψους ενάμισι μέτρου και μήκους οκτώ. Από τη μια μεριά του τοίχου και από την άλλη έχουμε κτίσει και οι δύο τις βραγιές με τα άνθη μας.
Εκεί βγαίνουμε τις απογευματινές συνήθως ώρες, ποτίζουμε τα λουλούδια στα μικρά παρτέρια, και συζητάμε, ενώ το νερό φεύγει με ένταση από το λάστιχο και χύνεται σπάταλα πάνω στις πλακόστρωτες αυλές μας.
Ο κύριος Ανέστης είναι πολύ γέρος. Έχει περάσει τα ενενήντα, φαίνεται όμως άψογος. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ακόμη κι όταν ποτίζει τα λουλούδια, φοράει το κοστούμι με τη γραβάτα του, εις πείσμα των αλλεπάλληλων και μάταιων διαμαρτυριών της συμβίας του, η οποία πολλές φορές κρίνει σκόπιμο να απουσιάζει από το σπίτι. Έρχονται τα παιδιά τους και την παίρνουν για διάφορες επισκέψεις. Εκείνη αποχωρεί, πίσω από τις κόρες της, γκρινιάζοντας τον κύριο Ανέστηπου δεν την ακολουθεί και δίνοντάς του τις ίδιες πάντα εντολές.
Εχτές ο κύριος Ανέστης, έριξε μέσα στον κήπο μου ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι.
Μύρισε όλη η γειτονιά. Βαριά οσμή κάπνας γέμισε τον τόπο. Ανέβαινε πανύψηλη μια φλόβα μωβ και εκείνος έριχνε αδιάκοπα πάνω στο σωρό.
«Θα μας κάψεις και μας κύριεΑνέστη», του φώναξα, κι επειδή δεν με άκουγε με κανέναν τρόπο, πήδησα μέσα στην αυλή του.
«Μα τι κάνεις εκεί» επέμεινα.
«Διέλαθον της προσοχής», απάντησε πικρόχολα και συνέχιζε να ρίχνει ψηλά στο σωρό.
«Τρελάθηκες» τον αποπήρα. Κι αμέσως ύστερα μαλάκωσα.
«Ουίσκι; Εσύ, ένας βέρος κομμουνιστής;».
«Τις πιο ωραίες πράξεις μου τις επέτυχα πάντοτε διαλαθών της προσοχής», εξήγησε αγνοώντας απολύτως το σχόλιό μου.
Μιλούσε μιαν αυστηρή, αλλά ανεπιτήδευτη καθαρεύουσα.
«Μόνο που τις αποτιμούσα πολύ αργότερα, ότι ήταν σπουδαίες». Σταμάτησε να τροφοδοτεί τη φωτιά και γύρισε να με κοιτάξει: «Αυτή τη φορά βέβαια δεν πρόκειται να αξιολογήσω εγώ ετούτη την πράξη μου», συνόψισε σιγανά και λυπημένα, με σπασμένη φωνή. «Έφτασα πλέον προ του τέλους».
Σπρώχνοντας τον οδήγησα μέσα στο σπίτι και τον ανάγκασα να καθήσει.
Είχε γεμίσει το δάπεδο με ρούχα. Από εκεί έπαιρνε ένα ένα τα κουστούμια του τα κουβαλούσε έξω στην αυλή και τάριχνε στη φωτιά.
Τα χνώτα του μύριζαν ουίσκι.
«Είσαι πιωμένος κύριεΑνέστη», είπα.
«Ήπια λίγο ουίσκι», ομολόγησε «το υπόλοιπο το 'ριξα πάνω στα ρούχα και τους έβαλα φωτιά».
«Δεκαπέντε έξοχα κοστούμια», δήλωσε αποφθεγματικά και το σαγόνι του έτρεμε από συγκίνηση.
«Τόσα πολλά κοστούμια, κύριεΑνέστη;» θαύμασα.
«Υπήρξα σπάνιας ωραιότητος εις δροσερωτέρας ηλικίας, το προσωνύμιό μου μάλιστα ήτανε Απόλλων, δια να καταλάβετε», απάντησε προσβεβλημένος.
Όταν έφυγε η γυναίκα του ο κύριος Ανέστης πεθύμησε να πιει ουίσκι που είχε κρυμμένο μέσα στη ντουλάπα του. Του συνέστησε άλλωστε ο γιατρός να πίνει ένα ποτηράκι, που και που, γιατί τονώνει την καρδιά και ωφελεί την υγεία.
Καρφώθηκε όμως το μάτι του στα κουστούμια, μόλις άνοιξε το ιδιότυπο κελάρι του. Δοκίμασε τέσσερα ή πέντε κοστούμια, τα βρήκε πως του ήταν όλα πολύ φαρδιά, αφού είχε αδυνατίσει πια αφάνταστα και συρρικνωθεί.
Τότε τα ζήλεψε. Ότι εκείνα θα μένανε πίσω του όταν αυτός θα είχε φύγει. Γι'αυτό τα κατέβρεξε με ουίσκι και τα πυρπόλησε.
Έφυγα νιώθοντας πως ανέλαβα εγώ την ευθύνη να αποτιμήσω την πράξη του αργότερα.
Είναι αλήθεια πως δεν φαντάστηκα ποτέ Ζεν-Πρεμιέ τον κύριο Ανέστη. Μια μικρή πάντως απορία είχα γι'αυτόν και τα κοστούμια του, καθώς ήταν γνωστό ότι είχε χρηματίσει ιδρυτικό στέλεχος του ΚΚΕ: Πώς τον αποδέχονταν, με το κοστούμι πάντα. Ένα πρότυπο διαφορετικό.
Κάποια μέρα μάλιστα, αρχές του 1990, ανοίκεια επιχείρησα να ξύσω την πληγή.
«Πάει και τ'όνειρο, μπάρμπα-Ανέστη! Χάθηκε», αναστέναξα. «Πολύ κακό αυτό», αποφάνθηκα, ο ίδιος, εν συνεχεία, με παράταιρη σοβαρότητα.
«Κακό για ποιον, που λέει και ο Μπρεχτ» γέλασε πολύ δυνατά ο κύριος Ανέστης, τονίζοντας το μυθικό όνομα με μια βαριά γερμανική προφορά που μ'ανατρίχιασε. Κι έφυγε εσπευσμένα από κοντά μου ενθουσιασμένος με τον εαυτό του. Σαν νάχε μόλις κερδίσει μια σπουδαία παρτίδα τάβλι ή νάχε θυμηθεί κάτι ανεκτίμητο.
Λίγο πριν πετάξω το άδειο μπουκάλι στο καλάθι με τα σκουπίδια, κοίταξα στην ετικέτα του ένα καράβι, και άκουσα αμήχανος τον εαυτό μου να απαγγέλλει σιγανά ένα ποίημα άσχετο:
«Είν'όλ'αυτά τα πράγματα πολύ παλιά, το σκίτσο, και το πλοίο, και το απόγευμα».


Δυο κατευναστικές σκέψεις

Του Μισέλ Φάϊς

Κάποιοι προφήτευαν (η φουκογιαμική “εσχατολογία” απ’ άκρη σ’ άκρη) ότι το μεθυσμένο πλήθος τον Νοέμβρη του ‘89, που προσπαθούσε να αποσπάσει ένα κομμάτι από το ψυχροπολεμικό τείχος του Βερολίνου, ουσιαστικά ευαγγελιζόταν το “τέλος” της Ιδεολογίας, της Ιστορίας, της Αφήγησης.
Ωστόσο οι πολίτες των Λαϊκών Δημοκρατιών μάλλον ανέμελα (και κυρίως φοβισμένα) σ’ αυτό το πολυαναμενόμενο “πάρτι” απλώς προσπαθούσαν να ξορκίσουν ένα κρίσιμο κενό: πίσω τους η φιμωμένη ελευθερία του υπαρκτού σοσιαλισμού, μπροστά τους η αδιαφορία της ελευθερίας του δυτικού κόσμου.
Έκτοτε η προαναγγελθείσα διάλυση της Ανατολικής Γερμανίας (και των ομογάλακτων καθεστώτων), μην έχοντας καμία  Στάζι για να “ρυθμίζει” την κοινωνική συνοχή, άνοιγε τους κρουνούς της ξενοφοβίας, του αντισημιτισμού, του ρατσισμού. Μ’ αυτόν τον τρόπο πλέον γέμιζαν τ’ άδεια στομάχια και οι άδειες καρδιές. Τα ορφανά του Χόνεκερ γίνονται και πάλι τα ορφανά του Χίτλερ.
Με δεδομένη τη νεοελληνική υστέρηση, η πτώση του βερολινέζικου τείχους (ως άρση των παλαιών διαχωριστικών γραμμών αλλά και ως βάρβαρη επιβολή του μοναδικού πλέον πολιτικού και πολιτισμικού δέους) σημαδεύεται με την αφύπνιση, και στα λογοτεχνικά μας πράγματα, της συλλογικής μνήμης.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι όλο και περισσότεροι συγγραφείς αναλαμβάνουν να φωτίσουν το εδώ και τώρα με την απόσταση μισού ή ενός αιώνα πίσω. Στέκομαι προφανώς σε ιστορικές ή ιστορικοφανείς γραφές λογοτεχνών και όχι σε βιβλία-αντίκες.  Η ανάγκη να μιλήσει κάποιος για τον εαυτό του, τον τόπο του και τη γραφή του δείχνει να υπερβαίνει πλέον τα όρια ενός ιδιωτικού μικρόκοσμου, μιας εθνικής γεωγραφίας, ενός βιβλιοφιλικού γούστου. Κι αυτό είναι ενθαρρυντικό.
Ωστόσο το πλαίσιο της πνευματικής υποδοχής τραυματικών ή αποσιωπημένων ιστορικών αφηγήσεων είναι μάλλον ανέτοιμο ακόμη. Αλλιώς δεν δικαιολογείται βιβλία (με πιο πρόσφατο την Ορθοκωστά) να επισύρουν την κατά μέτωπο σύγκρουση με την ιστοριογραφία (αριστερή ή αναθεωρητική).
Δυο κατευναστικές σκέψεις μόνο, αντίθετες στην τρέχουσα σύγχυση και εμπάθεια. Πρώτον ο συγγραφέας ιστορικότροπων  βιβλίων σκηνοθετεί μιαν ιστορική πραγματικότητα (κατά μείζονα λόγο όταν  διακονεί, όπως ο Θανάσης Βαλτινός, τη λογοτεχνία ντοκουμέντων) και ως προς αυτήν την δεινότητα ή αδεξιότητα κρίνεται μόνο. Δεύτερον ο συγγραφέας είναι ένας αναγνώστης όπως οι αναγνώστες του –όχι  κατ’ ανάγκην ο αυθεντικότερος ή ο πειστικότερος διερμηνευτής των βιβλίων του.
Με άλλα λόγια: όπως είναι αδιέξοδο ένας ιστορικός να καθίζει στο σκαμνί (ή να αθωώνει) μυθοπλαστικές κατασκευές ή ήρωες από χαρτί και μελάνι, σύμφωνα με την ιδεολογική του “δικογραφία”, εξίσου αδιέξοδο είναι ο συγγραφέας να συνηγορεί (εκτός γραφής) υπέρ της μιας ή της άλλης ιδεολογικής πρόσληψης των δαιμόνων του.
Θα μου πείτε ότι όλα αυτά εντέλει είναι ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα.  Δεν θα διαφωνήσουμε. Μόνο που όταν συμβαίνουν κατά κόρον και κυρίως όταν ανατροφοδοτούν παράπλευρες απλουστεύσεις και γενικεύσεις (κάποιες εκ των οποίων μας τραβάνε πίσω, σε εποχές ιδεολογικών χαρακωμάτων) το ζήτημα εκτός από αποκαρδιωτικό γίνεται και ανησυχητικό.
Πέραν όμως αυτού του φαινομένου (ελλείψει κανόνων στο διάλογο λογοτεχνίας και ιστορίας) η λογοτεχνία μόνο ωφελημένη βγαίνει από την κατάδυσή της στην ιστορική πραγματικότητα.  Αλλά και η ιστορία, διότι εμπλουτίζει τις ιστορικότητές της μέσω των αισθημάτων και των χειρονομιών που ιστορικοποιεί ο συγγραφέας.


Δεκαπέντε χρόνια από την πτώση του τείχους
(Απ’ αφορμή)

Του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου

Οι ιδέες δεν έχουν φραγμούς×οι ιδεολογίες δεν έχουν μητροπόλεις και το παιχνίδι του θανάτου, όπως αυτό της ποίησης, έχει τους δικούς του κανόνες, που έτσι και πιστέψεις ότι τους έμαθες, τους έκανες κτήμα σου,  βρίσκεσαι εκτεθειμένος στο έλεος ενός ανελέητου, τιμωρού ουρανού, στο μέσο μιας ανηλεούς απελπισίας. Γι’ αυτό και μου είναι δύσκολο να φανταστώ ότι γεγονότα, έστω κοσμοϊστορικά, που δεν έχουν, ωστόσο, προλάβει να παγιωθούν, αυτά και ο απόηχός τους, στις συνειδήσεις, μπορούν να επιδράσουν, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο, στο λογοτεχνικό και, ειδικότερα, στο ποιητικό, γίγνεσθαι.
Η αγωνία μπροστά στο «αχανές» λευκό χαρτί εξακολουθεί να είναι η ίδια×ο ποιητής αρνείται, πάντα το ίδιο πεισματικά, να απεμπολήσει τα δικαιώματά του στην καθημερινή ομιλία, διακατέχεται από την ίδια, πάντα, ανάγκη να διατηρήσει το πρόσωπό του ακέραιο, εξακολουθεί να επιθυμεί διακαώς να είναι ο δίαυλος ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον κόσμο της φαντασίας×να «παραδώσει» την πρώτη εμπλουτισμένη, ιριδισμένη από το φως ή το σκοτάδι της δεύτερης. Κατά βάθος γνωρίζει ότι η ποίηση είναι η υπέρτατη ουτοπία×ότι, σε τελευταία ανάλυση, το μοναδικό στοιχείο που την προσδιορίζει και τη συνέχει, η γλώσσα, αδιαφορεί παντελώς για το αν και κατά πόσο ανταποκρίνεται στη δική του αλήθεια, στις δικές του ανησυχίες, τους όποιους προβληματισμούς του×ότι η ποίηση, άρα η γλώσσα, δεν μεριμνά, παρά μόνο για να διαφυλάξει τη δική της αλήθεια και το δικό της ψεύδος.
Η κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα μπορεί να κινητοποιεί παντοιοτρόπως τον ποιητή -συναισθηματικά, ιδεολογικά, πνευματικά κλπ.-, μπορεί να του δημιουργεί την ανάγκη προσδιορισμών, αυτοπροσδιορισμών και επαναπροσδιορισμών, όλ’ αυτά, ωστόσο, συμβαίνουν με την αμέριστη συμπαράσταση της φαντασίας. Αυτό το αφιλοκερδές, πάντα ρευστό και εύπλαστο στοιχείο, που αποσπά τη φωνή από την ένδεια των καθημερινών πρακτικών διεκπεραιώσεων, πολλαπλασιάζοντας τους τόνους και τις αποχρώσεις της, δίνοντας άλλη διάσταση στη σιωπή×κυρίως, είναι το στοιχείο που γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στα πράγματα, τα αισθήματα και τις καταστάσεις από τη μια και τις λέξεις ή τις φράσεις που δηλώνουν ή που υποδηλώνουν όλ’ αυτά από την άλλη. Η φαντασία σοβεί μονίμως, ως αναβράζουσα επαναστατική δύναμη, ως ανατρεπτικό αντίβαρο στην αδυναμία μιας πρότασης να ανταποκριθεί στον διακαή πόθο του ποιητή να υπερβεί το παρόν της ανάγνωσης και της γραφής του.
Η φαντασία προστατεύει τον ποιητή από το έρεβος της απελπισίας×τον στέργει σε στιγμές που η αίσθηση της απώλειας ή της προδοσίας, σε όλα τα επίπεδα, του γίνεται αφόρητη. Τον προμηθεύει με τα απαραίτητα ψευδαισθητικοποιά της τραυματικής πραγματικότητας όπλα, όπως είναι η τρικλίζουσα βεβαιότητά του ότι, γράφοντας, επιτελεί έναν σημαντικό προορισμό. Ακόμα, τον προμηθεύει με το λυτρωτικό και, συνάμα, προστατευτικό αίσθημα του θυμού, μπροστά σε κάθε ενδεχόμενο πραγματικής ή νομιζόμενης αδικίας, ενώ, συχνά και υπό προϋποθέσεις, τον καθιστά κλεπταποδόχο στιγμών της δικής του ζωής αλλά και σημαδιακών στιγμών της ιστορίας, κρατώντας τον στην αναγκαία χρονική και τοπική απόσταση ασφαλείας από ό,τι θα μπορούσε να τον εξουθενώσει.
***
Μίλησα στην αρχή για το αχανές, παρά το προσδιορίσιμο πλαίσιό του, “άσπρο χαρτί”. Επανέρχομαι σ’ αυτό, επειδή το θεωρώ ως έναν συνειδητά επιλεγμένο κοινωνικό χώρο, στην ολισθηρή επιφάνεια του οποίου ο ποιητής πραγματώνει, έστω για μια στιγμή, την πνευματική και την κοινωνική του ελευθερία. Μία ελευθερία που η στιγμιαία, αιφνίδια, επιδιωκόμενη κι όμως απρόσμενη κατάκτησή της, θερμαίνει και αναθερμαίνει αυτόν που την αξιώθηκε, παρασύροντάς τον σε νέες σισύφειες περιπλανήσεις και περιπέτειες, για την επανάκτηση-επαναβίωσή της, στο διηνεκές. Μόνο που το “άσπρο χαρτί”, έχοντας απολέσει, πλέον, τις κοινωνικές του διαστάσεις -αφού η ποίηση κατάντησε στις μέρες μας μία υπόθεση περίκλειστη, ιδιωτική, του θερμοκηπίου- διατηρεί μόνο την ιδιότητα ενός σκληρού, αμείλικτου, καθρέφτη, που δεν επιστρέφει παρά “αυτό που ήσουν”. Μάλιστα, διατήρησε την ιδιότητα ενός καθρέφτη με δύο όψεις: με τη μία στραμμένη προς τα έξω, για να μπορεί, οποτεδήποτε, να επιστρέφει στον ποιητή την πραγματική του εικόνα, και με την άλλη στραμμένη προς τα μέσα, για να μπορεί να καθρεφτίζεται η ίδια η ποίηση. Να βλέπει τα σπλάχνα της και τους μηχανισμούς της, μια και δείχνει να έχει υπερκορεστεί από το υλικό που, ως τώρα, της παρείχε, για “επεξεργασία”, η πραγματικότητα, αρνούμενη να συμπράξει στη διαιώνιση μιας ολοένα φθίνουσας -ή, εν πάση περιπτώσει, μη αφομοιώσιμης, προσώρας- περιρρέουσας ατμόσφαιρας×σε μια εποχή που όχι απλώς έχουν διασαλευθεί, αλλά έχουν παντελώς καταργηθεί τα όρια μεταξύ ποιητικού και μη ποιητικού. Κι έτσι, αρνούμενη -η ποίηση- να εμπλακεί σε μία κατάσταση που δεν ανταποκρίνεται στην παραδοσιακά διαμορφωμένη δεκτικότητα και προσληπτικότητά της, μοιάζει να διανύει μια, ακόμα, περίοδο χειμέριας νάρκης που, όσο διαρκεί, ένας θεός ξέρει ως πότε, τρέφεται από τα ίδια της τα σπλάχνα –θέλω να πω από ό,τι, σε καιρούς καλύτερους, δημιουργικότερους και περισσότερο ανταποκρινόμενους στη βαθύτερη φύση της μπόρεσε να εναποθηκεύσει. Γι’ αυτό και τώρα ενδοσκοπεί υπερβολικά και, έτσι, ενδοσκοπώντας, αποκαλύπτει τους μυστικούς αρμούς της και εκποιεί, σε τιμή ευκαιρίας, στοιχεία συνεκτικά της αλλοτινής γοητείας της, καθιστώντας, εν αγνοία της, επισφαλές το ίδιο της το μέλλον.


Γιάννης Δάλλας
Ποίηση και ιστορία
συνέντευξη στον Κώστα Βούλγαρη

Κ.Β.: Κύριε Δάλλα, πώς θα ορίζατε το λογοτεχνικό τοπίο των τελευταίων ετών; Η ιστορική τομή του ’89 πώς εσωτερικεύεται στη λογοτεχνία;
Γ.Δ.: Το ’89 προτείνεται ως ένα ορόσημο, πρώτα απ’ όλα. Ορόσημο για άλλους προβληματισμούς, για επαναπροσανατολισμό διαφορετικό της ποίησης ειδικότερα και του πνεύματος γενικότερα. Βέβαια μια χρονολογία ιστορική και άλλες φορές έχει προταθεί ως σημείο εκκίνησης για ποιητικές και λογοτεχνικές γενιές. Μιλάνε για τη γενιά του ’50 (θα πρότεινα του ’45, ορθότερα), και έχουμε πίσω τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Όμως η ανά δεκαετίες περιοδολόγηση δεν είναι σωστή. Για παράδειγμα, από την άποψη του ιστορικού προσδιορισμού θα ήταν σωστότερο να μη μιλάμε για γενιά του 1910 αλλά του 1909 (του Βάρναλη, του Σικελιανού, του Μελαχρινού κ.ά.), γενιά που έχει πίσω της το κίνημα στο Γουδί. Να μη μιλάμε για του 1920, αλλά του ’22, γιατί υπάρχει πίσω της η Μικρασιατική καταστροφή και η ανάταξη όλου του κοινωνικού ιστού που επέφερε ως χειρουργική επέμβαση η ανταλλαγή των πληθυσμών. Υπάρχουν λοιπόν τέτοιοι προσδιορισμοί, που ορίζονται, κυρίως, από ιστορικά φαινόμενα. Φαινόμενα, άλλοτε ως ορόσημα πολύ κοντά στον ποιητή και άλλοτε ως απωθημένα, σαν να είναι ο μακρινός ορίζοντάς του. Στην πρώτη περίπτωση ο ποιητής βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε άμεση ανταπόκριση με τα ιστορικά γεγονότα που τον περιβάλλουν. Αυτά του γίνονται ο θεματικός και ιδεολογικός του δρομοδείκτης. Περπατά μέσα στα γεγονότα. Νομίζω πως αυτό έκανε η πρώτη μεταπολεμική γενιά. Συνέπλεε με την ιστορία. Και έτσι νομίζω, αν και με εντελώς άλλο τρόπο, όπως θα εξηγήσω, συμβαίνει με τη νέα γενιά, μετά το ’89.
Κ.Β.: Τα χρόνια και τα ποιήματα που μεσολάβησαν;
Γ.Δ.: Δίνουν το παρόν με τις γενιές του ’60 και του ’70, όπως λέγονται συμβατικά, ενώ με ιστορικά κριτήρια ορίζονται, αντίστοιχα, από την ψυχροπολεμική εποχή που ακολούθησε (η πρώτη), και από τα νέα δείγματα γραφής τα εισαγόμενα ακόμη και απ’ την “αγορά” του νέου κόσμου (η δεύτερη). Και εν σχέσει προς τον άξονα του θέματος που μας απασχολεί, η μία (του ’60) ζει την ιστορία ως μεταίσθημα στις “προσωπικότερες” κοινωνικές αναφορές της. Και η άλλη (η λεγόμενη του ’70), ζει και εκφράζεται σε πλήρη απεξάρτηση από την ιστορία και τη συναφή πολιτική. Με αποτέλεσμα, στη θέση των ιστορικών τώρα να προτείνονται και άλλοι προσδιορισμοί: ψυχολογικοί (του διαλόγου με τα πράγματα, με μιαν αμφισημία), μορφολογικοί (του τρόπου εκφοράς τους, πίσω απ’ τις νεωτερικές τεχνοτροπίες). Όπου παρεμβάλλεται ως συντελεστής ποιητικής, με αναδρομική ισχύ και τεκμηρίωση στις προηγούμενες γενιές, και η τεχνική. Για παράδειγμα, στην πρώτη φάση του μεσοπολέμου, με τον Καρυωτάκη θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουμε μια νέα γενιά. Επ’ αυτού λοιπόν, υπάρχουν άλλοι που θα έθεταν το διαχωριστικό όριο, αντί για το 1922 στο 1927, γιατί τότε ωριμάζει αυτή η φάση, όπου συναντώνται και συνάμα αντιδιαστέλλονται (ως ιδεολογίες και ποιητικές) δύο σημαντικά βιβλία, τα Ελεγεία και σάτιρεςτου Καρυωτάκη και οι Σκλάβοι πολιορκημένοιτου Βάρναλη.
Και παρόμοια, αργότερα, επιβάλλοντας μια νέα οριοθέτηση από το 1948 ως το 1952, διασταυρώνονται με τις συλλογές του Εγγονόπουλου, το Κατά Σαδδουκαίωντου Κατσαρού και Με το πρόσωπο στον τοίχοτου Σαχτούρη (σε αντιπαράθεση και με τον Ελύτη, που αποκάλεσε την ποίηση του τελευταίου γκραν-γκινιόλ). Τέλος, το 1968-1969, σε αντιπαράθεση προς ό,τι προηγήθηκε, ως ορόσημο εισαγωγής της ποίησης των μπήτνικς και της ποπ, από την πρώτη εμφάνιση της ποίησης του Πούλιου και αντιστοίχως του Στεριάδη.
Κ.Β.: Μετά το ’89 τι συμβαίνει;
Γ.Δ.: Η ποίηση μετά το ’89 ανοίγει πάλι ένα διάλογο με την ιστορία. Αλλά η γενιά της δεν μπαίνει η ίδια μέσα, δεν είναι η παθούσα –η σωματικά παθούσα- όπως η πρώτη μεταπολεμική. Είναι μια γενιά που αντιμετωπίζει τα ιστορικά φαινόμενα άλλοτε εξ αποστάσεως και άλλοτε σε βάθος χρόνου. Και άρα η στάση τους δεν είναι βιωματική, αλλά στοχαστική και κριτική. Άλλωστε το ’89 δεν είναι ένας πόλεμος ή έστω βίαιη ιδεολογική αντιπαλότητα. Είναι μια άρση της αντιπαλότητας, την ώρα που εκ των κάτω δοκιμάζεται η κρίση ενός συστήματος. Ενώ έχουμε τα δύο στρατόπεδα, το τείχος πέφτει, επιβάλλοντας μιαν άλλη αναγκαιότητα για αναμόρφωση του κόσμου. Και αυτό το λαβαίνει υπ’ όψιν της η επίμαχη γενιά. Και ό,τι ακολούθησε την πτώση του τείχους. Η κατάρρευση ενός συστήματος δεν οδήγησε σε θρηνωδίες, αλλά απεναντίας σε αντικειμενική συνειδητοποίηση του φαινομένου. Μια κατάρρευση που άγγιξε βαθιά και τα Βαλκάνια, πράγμα που εκφράζει η ποίηση του Βρεττού και από άλλη οπτική του Μπλάνα. Το ’89 λοιπόν επηρεάζει μια σειρά από ποιητές και επ’ αυτού θα ήθελα να πω δυο λόγια, αφήνοντας προσώρας την πεζογραφία, όπου βέβαια τα πράγματα είναι διαφορετικά, αφού το παλιό δεν έχει ακόμα εκπαραθυρωθεί απόλυτα, ο παλιός τρόπος αφήγησης.
***
Στο παρελθόν δεν είχαμε πολλά ποιήματα που να ανακαλούν αυτά της ιστορικής θεματικής του Καβάφη. Αναφέρω μόνο την αποτυχημένη απόπειρα του Σεφέρη στα κυπριακά ποιήματα με θέμα τους Λουζινιάν, όπου ο ιστορικός μύθος λειτουργεί σαν πρόσχημα. Όμως αυτός ο τρόπος δεν ήταν δυναμικός, εν τέλει δημιουργικός. Ο άλλος τρόπος είναι του Άρη Αλεξάνδρου, όμως κι αυτός ήταν πολύ κοντά στα πράγματα, στην τελευταία συλλογή του Ευθύτητα οδών. Εκείνος που χρησιμοποίησε κατ’ εξοχήν τους καβαφικούς τρόπους είναι ο Κατσαρός, στο Κατά Σαδδουκαίωνμα και στα αμέσως επόμενα βιβλία του, και κατάφερε να μας δώσει μια μετακαβαφική ποίηση, και μάλιστα ρωμαϊκού κλίματος. Ανάλογα κινήθηκε ο Μπρόνσκι. Ο Καβάφης, θα έλεγα, μας έδωσε την ιστορική μέθοδο και την ονομάζω έτσι για να την αντιδιαστείλω από την μυθική, του Πάουντ ή του Έλιοτ και σ’ εμάς του Σεφέρη, ιδίως στα ποιήματα της πρώτης περιόδου του. Ο Καβάφης είχε την τόλμη να επιβάλλει την ιστορική μέθοδο. Δεν χρησιμοποιεί μύθους αλλά παίρνει το ίδιο το ιστορικό γεγονός, όμως καθώς το περιγράφει όπως ακριβώς έγινε, αυτομάτως στον αναγνώστη δημιουργείται ένας μετασχηματιστής, σαν να διατρέχει την σύγχρονη ιστορία. Διαβάζει π.χ. το “Ας φρόντιζαν” και εισπράττει σημερινούς πολιτικούς κυνισμούς. Η ιστορική μέθοδος λοιπόν είναι τόσο καθαρή, αλλά και τόσο επικίνδυνη: ο Παλαμάς με τον Βουλγαροκτόνο μάς αναγκάζει να πάμε πίσω, αλλά ο αναγνώστης δεν πάει πίσω.
Το αριστουργηματικό του Καβάφη είναι ότι πιάνει τα καθολικά πράγματα και τα οικουμενικά, μέσα από τη στιγμή της δοκιμασίας τους. Αντίθετα ο Καρυωτάκης λειτουργεί ως ιχνευτής εδάφους. Αν ο Καβάφης με την PaxRomana, όπως είπε ο Τσίρκας, αποδίδει την PaxBritannica, ο Καρυωτάκης αποδίδει τη διαρκή κρίση του μικροαστισμού, με την υπαλληλία, τη γραφειοκρατία. Και αν θέλει κανείς να κάνει γεφυρώσεις, φυσικά μπορεί. Είναι νόμιμο, και έχει γίνει αυτό, να συγκριθεί το τελευταίο γράμμα του Καρυωτάκη με εκείνο του Μαγιακόφσκι. Σε άλλη κατεύθυνση κινήθηκε ο καθένας, όμως συναντούνται κάπου. Η ειλικρίνεια τους και η γνησιότητα λειτουργούν σε μια κοινή συχνότητα.
Η νέα γενιά δεν χρησιμοποιεί ακριβώς την καβαφική ιστορική μέθοδο ούτε και τον ανιχνευτικό τρόπο του Καρυωτάκη, παρ’ ότι αυτοί οι δύο είναι οι προνομιακοί συνομιλητές της. Δημιουργεί έναν δικό της τρόπο να δοθεί η ιστορία. Διαβάζω αυτή την ποίηση και βλέπω να μιλάει καθαρά μέσα στα πράγματα, κυρίως στο παρόν. Και όπου περνά στο παρελθόν, ήδη έχει γίνει η αφαίρεση.
Κ.Β.: Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε ποίηση του ιστορικού παρόντος;
Γ.Δ.: Όχι∙ απολύτως. Ίσως θα έπρεπε να βρούμε μια άλλη ονομασία. Ας πούμε, ιστορική παραβολή του παρόντος ή ακόμη και προβολή του παρόντος στο παρελθόν.
***
Το ’89 με τη σημασία καταρχήν ενός ορόσημου ιστορικού: πτώση του τείχους του Βερολίνου και ό,τι έκτοτε ακολούθησε: κατάρρευση των καθεστώτων του ανατολικού μπλοκ, αδυναμία του σοσιαλιστικού συστήματος να περιμαζέψει τις πληγές του και από άλλη βάση να ανασυνταχθεί, μονοπώληση του καπιταλισμού. Πολυσημικού λοιπόν ορόσημου: ιδεολογικού και υπαρξιακού, πολιτισμικού και «φιλοσοφικού» ακόμη προβληματισμού. Η επενέργειά του επηρέασε άμεσα ή έμμεσα την ποίηση των τελευταίων χρόνων. Άμεσα με τη σημασία της ρητής θεματικής αναφοράς και έμμεσα με τα “υπονοούμενα” μιας ιστορικής παραβολής. Ποιητών ξεκινημένων από άλλη –ανιστορική- αφετηρία. Και περνώντας βαθμιαία –πάντως ύστερα απ’ το ‘89- στην “ιστορική” ποιητική τους: Ο Σπύρος Βρεττός, από τους πρώτους με ποιήματα σχετικής θεματικής αναφοράς (π.χ. “Σαρκασμός 1997”, “Αλβανός;”, “Παρείσακτος ηθοποιός”, “Προετοιμασία ηγέτη για απολογία”), με γλώσσα μεταϋπερρεαλιστική (και μεταμαγιακοφσκική, θα έλεγα), ιδιαίτερα στις συλλογές του Ανιστόρητο (1999) και Πράξη απλή (2003). Και με άλλα ανοίγματα πνευματικά ο Γιώργος Μπλάνας, με την τέχνη των δραματικών του μονολόγων, μέσα από την πολιτική “παθολογία” στο Επεισόδιο(2002) και από μια στοχαστική διαχρονία στην πολυδιάστατη Η απάντησή του (2000). Είναι επίσης ο Δημήτρης Χουλιαράκης, που από μετρητής και αυτός της επικαιρικής διασποράς στις πρώτες συλλογές του, φτάνει στη Ζωή κλεισμένη (2002), όπου διεκτραγωδεί στιγμές ακραίες προσωπικοτήτων, από την ποιητική του περιήγηση στην ιστορία. Σημειώνω, για παράδειγμα, το ποίημα “Η Άννα Αχμάτοβα μπροστά στη Λουμπιάνκα”, γιατί ως πιο κοντά στο θέμα μας κατέχει μια ηθικοπολιτική διάσταση, συμπίπτοντας με την ποιητική ενότητα “Αχμάτοβα” της συλλογής Μετά το τέλος της ομορφιάς, που επιτηδεύεται ένας άλλος ποιητής κοσμοπολίτης, και μεταφραστής από τους παραγωγικότερους αυτής της συντεχνίας, ο Χάρης Βλαβιανός. Είναι εξ αποστάσεως επίσης ο Βαγγέλης Κάσσος, που με τις δικές του ιστορικοπνευματικές βολές μας δίνει, στη συλλογή Αδιαπέραστο φως (1998), υπό τύπον όχι μονολόγων αλλά θα έλεγα απολόγων, σε μικρές αλλά πυκνές και καίριες φόρμες, “παραδείγματα” μιας διϊστορικής επικαιρότητας. Και κάτω απ’ όλους, σαν σε περιμετρική υπόγεια με πολλές επισταθμίες σπινθηρίζει, πάντα απρόβλεπτη και ανατρεπτική η ποίηση του Ηλία Λάγιου. Και εξίσου περιμετρική στην επιφάνεια, αντλώντας από την παράδοση του πιο γνήσιου ευρωπαϊκού συμβολισμού, σχεδιάζεται η γραφή του Στρατή Πασχάλη, με ένα πέρασμα από τον Ελύτη στον Σεφέρη, και η ανοιχτή αισθητική παραγωγή, με ποιητική και δοκιμιακή στοχαστικότητα του Θανάση Χατζόπουλου. Και ως μια ανάδραση του κερματισμού της προηγούμενης γενιάς, τα λυρικά παλίμψηστα της Μαρίας Κούρση.
Μια πολυφωνική γενιά που ωριμάζει και ωριμάζοντας κατακυρώνει και ταυτόχρονα μπορεί να ξεπερνά τα ορόσημα που βάλαμε.
***
Κ.Β.: Να κλείσουμε με μια προσωπική σας νότα. Έχετε αναφερθεί και με τη δική σας ποίηση στο ’89, π.χ. με το ποίημα “Οι ιδεοπράχτες” της συλλογής Στοιχεία ταυτότητας (1999), το οποίο ποίημα έχει ένα χαρακτηριστικό μότο: “Σιωπηρή κατολίσθηση/ λαών και δογμάτων”. Μα και στην επόμενη συλλογή Γεννήτριες(2004) έχετε πολιτικά ποιήματα για τα Βαλκάνια και το Ιράκ, όπως επεσήμανε και ο Μάσσιμο Κατσούλο πριν από δύο Κυριακές. Όμως αυτές τις μέρες κυκλοφορεί ένα ακόμη βιβλίο σας, οι Χρονοδείκτες, όπου με τη φόρμα της ημερολογιακής μνήμης ανατρέχετε στα μεταπολεμικά χρόνια αλλά και σε αυτά της χούντας. Θα πρότεινα λοιπόν να κλείσουμε με έναν “χρονοδείκτη”. Ένα απόσπασμα, αν θέλετε ως σχόλιο στα προηγούμενα:
Γ.Δ.: Αρχές του ’73 και η Χούντα, παρ’ όλη την κυριαρχία και τις άμυνές της, έδειχνε πως άρχιζε αφανώς να γέρνει. Τα είχε βάλει κατά πάντων, μηδέ και της ΕΡΕ εξαιρουμένης. Τις βόμβες των αντιστασιακών τις χαρακτήριζε κροτίδες. Απόδειξη της ένδοσής της είναι και το γεγονός πως ύστερα από πίεση των ξένων κέντρων εξουσίας, χορηγούσε επειγόντως διαβατήρια («passportεπί του πιεστηρίου») σε πρόσωπα επίσημα, επιτρέποντας τη νόμιμη φυγή τους προς τις χώρες του εξωτερικού, ιδίως τη Γαλλία. Κι εμείς, οι ζώντες και περιλειπόμενοι, να μένομε εγκλωβισμένοι με τα «κόλλυβα» (εννοείται της Ελευθερίας) και τα «υποκατάστατα» αναγωγής σε επαναστάτες άλλης χώρας και εποχής. Και εδώ εξυπακούεται και η μελοποίηση του Μπολιβάρπου είχε κάνει τότε ο Μαμαγκάκης, μια μελοποίηση που τέλειωνε στεντόρεια με την επίκληση και της ισπανικής Ελευθερίας: Libertad. Μια επίκληση που παρηχεί και με τα Liberty, τα αεροσκάφη της διαφυγής που αναφέραμε.
Γράφω λοιπόν μια παρωδία με ομοιοκαταληξίες, όχι κόντρα-ρίμες αλλά “σκάζουσες”, ήτοι κουτσές, ή πιο σωστά σαν από κρατητήρια κουτσουρεμένες (π.χ. ασισχτίρ-πιεστηρίου, ρελαντί-αντίο, Μάγκατζης-bagages, κόλλυβα-Μπολιβάρ) και το έστειλα σε εκδότες, κριτικούς και φίλους από την μακρινή μου επαρχία στην Αθήνα:
[...]
Κροτίδες αντί για στάση
μας έπρηξαν με τέτοιαν αντίσταση
Υπάρχει κ’ η λύση του ασιχτίρ
Passportεπί του πιεστηρίου

Τ’ αεροσκάφος στο ρελαντί:
Ποιος έχει σειρά για αντίο;

Π.χ. ο κύριος Μάγκατζης
μετά συμβίας και άλλων bagages

Και μείναμε εμείς με τα κόλλυβα
και τις μελοποιήσεις του Μπολιβάρ
Liberty liberty
LIBERTAD
Καμιά απάντηση. Παρά μονάχα η περιέργεια: ποιόν υπαινίσσεται ο τίτλος “Who is who!”, που
Σαν να μην ήταν άλλοτε Ερές
τους περνάει γενεές δεκατέσσερις;
Μα φίλοι μου, όπως συνηθίζεται να λέγεται, ας κάνει κάτι επιτέλους και ο αναγνώστης.


Η πτώση των τειχών και των προσχημάτων
Ή πώς ένας πρώην συγγραφέας της Αριστεράς
μεταλλάσσεται σε ρήτορα της Νέας Δεξιάς

Της Λήδας Καζαντζάκη

Το 1989 καθιερώθηκε στη μνήμη ως η ημερομηνία που σήμανε το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού και του συνεπαγόμενου αντίπαλου δέους στην καπιταλιστική δύση.
Όμως το 1989 δεν έπεσε μόνον το τείχος του Βερολίνου. Το 1989 πέσανε και τα τελευταία  προσχήματα αναφορικά με την αναθεώρηση της ιστορίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του κυρίαρχου ρόλου που έπαιξε η Αριστερά στην Αντίσταση στο φασισμό. Θα σταθώ σε ένα πολύ χαρακτηριστικό δείγμα, γιατί έχει επιπλέον την ιδιαιτερότητα της -δυτικο-γερμανικής καταγωγής. Και γιατί το μεταπολεμικό τοπίο της διαιρεμένης στα δυο Γερμανίας εμφανίζει εκλεκτικές συγγένειες με το μετεμφυλιακό τοπίο της διχασμένης στα δυο Ελλάδας. Και γιατί έτσι, ίσως, θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις δικές μας περιπτώσεις μεταλλαγμένων συγγραφέων.
Θα σταθώ στην περίπτωση του Μάρτιν Βάλζερ. Η πορεία του μέσα στην τέχνη του λόγου και στην πολιτική  καθρεφτίζει αυτήν ακριβώς τη σταδιακή μεταστροφή του πρώην αριστερού συγγραφέα σε εθνικιστή λογοτέχνη, του οποίου ο λόγος συνάδει πλέον, από το ‘89 και μετά, με τις διακηρύξεις της Νέας Δεξιάς.
Ο Μάρτιν Βάλζερ γεννήθηκε το 1927. Σπούδασε λογοτεχνία, ιστορία και φιλοσοφία κι έγραψε το διδακτορικό του για τον Φραντς Κάφκα, η απαισιοδοξία του οποίου διαπνέει και τους χαρακτήρες του Βάλζερ. Το 1953 προσχώρησε στην περίφημη “Ομάδα ‘47”, όπου άνθρωποι του λόγου ένωσαν τις δυνάμεις τους με στόχο το πλάσιμο του άλλου, δημοκρατικού προσώπου της μεταπολεμικής δυτικής Γερμανίας. Μιας ομάδας που καθόρισε μέχρι και τη δεκαετία του ‘60 τη μορφή της δυτικογερμανικής λογοτεχνίας και της οποίας στέλεχος υπήρξε και ο Γκύντερ Γκρας.
Ο Μάρτιν Βάλζερ είναι μια εξίσου πληθωρική παρουσία στα γράμματα με τον συνομήλικό του Γκρας, έχει δοκιμασθεί όπως κι εκείνος σε όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου, το διήγημα, το δράμα, το μυθιστόρημα, το δοκίμιο, και έχει τιμηθεί κι αυτός με αρκετά βραβεία κι ας μην πήρε το νόμπελ. Και, σχεδόν, θα μπορούσε να πει κανείς ότι, μέχρις ενός σημείου, οι βίοι τους είναι παράλληλοι στη ζωή και στην τέχνη. Και, ότι ο καθένας τους χωριστά έπλασε με τον δικό του τρόπο του την δική του πλευρά της μεταπολεμικής Γερμανίας, που αν τις συνθέσουμε, αντικρίζουμε ολόκληρη την εικόνα. Εκείνη της ιστορίας της, στην οποία στηρίζεται το έργο του Γκρας. Και την άλλη, της καθημερινότητάς της, στην οποία εισδύει ο Βάλζερ. Ψυχογραφώντας με σαρκασμό τον απλό γερμανό του “οικονομικού θαύματος”, μέσα από τον αγώνα του να αναρριχηθεί πάση θυσία κοινωνικά και την μάταια καφκική προσπάθειά του να βρει την ευτυχία. Και ταυτόχρονα καυτηριάζοντας, μέχρι και το τελευταίο του μυθιστόρημα, τονΘάνατο ενός κριτικού (που εκδόθηκε φέτος στα ελληνικά από τις εκδόσεις της Εστίας) την καπιταλιστική, πολιτιστική βιομηχανία και τους μηχανισμούς της.
Και, σχεδόν, θα έλεγε κανείς ότι μέχρι και τη δεκαετία του ’70 ο Μάρτιν Βάλζερ εμφανιζόταν ως ο ριζοσπαστικότερος των δύο συγγραφέων. Αυτός που τάχθηκε ανοιχτά εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ, που προσέγγισε το ’68 την Εξωκοινοβουλευτική Αντιπολίτευση και στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το Κ.Κ.Γ, στις εκδηλώσεις του οποίου συμμετείχε ενεργά, χωρίς ποτέ να γίνει μέλος του. Όταν ο Γκρας ακόμη επιχειρούσε να ασκήσει και να ενισχύσει την πολιτική των σοσιαλδημοκρατών.
Και ξάφνου, αφού από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 ο Βάλζερ έχει πάρει τις αποστάσεις από την πολιτική και το υλικό της μυθοπλασίας του αντλείται πλέον από το καθαρά προσωπικό, εκπλήττει άπαντες σε μια σειρά διαλέξεων στο Μόναχο, με τον τίτλο “Να μιλήσουμε για τη Γερμανία”. Ήταν το 1988, ένα χρόνο πριν από την πτώση του τείχους, και αφού όμως είχε προηγηθεί, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 στη Γερμανία, η λεγόμενη “διαμάχη των ιστορικών”, η αναθεώρηση δηλαδή της ιστορίας του φασισμού από μια ομάδα ιστορικών, κυρίως μέσα από την εξομοίωση των εγκλημάτων του ναζισμού με εκείνων του σταλινισμού. Τότε ο Βάλζερ ανακαλύπτει αίφνης τα εθνικά του αισθήματα και χαρακτηρίζει τη διαίρεση της Γερμανίας καταστροφή. Έτσι απλά.
Ένα χρόνο μετά πανηγυρίζει για την πτώση του τείχους και την επικείμενη ενοποίηση, την ίδια στιγμή που ο Γκύντερ Γκρας επισημαίνει τους κινδύνους που εμφωλεύει και χαρακτηρίζεται από τους συμπολίτες του προδότης.
Όταν οι “λανθασμένες” κατά τον Βάλζερ “προφητείες” γίνονται ρατσιστικές πράξεις, ο Βάλζερ τις αποκαλεί «πράξεις έντονης διαμαρτυρίας», επιρρίπτει όλες τις ευθύνες γι’ αυτές στην αριστερά, στην πολιτική και στα ΜΜΕ που κυριαρχούνται επίσης από αριστερούς και επεξηγεί: «Νομίζω ότι η δημιουργία ακροδεξιών ομάδων είναι μια απάντηση στην παραμέληση του εθνικού από όλους εμάς. Όλους εμάς που αρνηθήκαμε, σε όσους καλλιέργησαν εθνικές τάσεις, την οποιαδήποτε νομιμότητα».
Το 1991 ο Βάλζερ δημοσιεύει το μυθιστόρημα Η υπεράσπιση της παιδικής ηλικίας, που κυκλοφορεί στα ελληνικά επίσης από τις εκδόσεις της Εστίας και επτά χρόνια μετά το αυτοβιογραφικό Σιντριβάνι. Και τα δυο μυθιστορήματα έχουν ως θέμα την ιστορία της Γερμανίας, ιδωμένης όμως, στο πρώτο, μέσα από τα μάτια ενός νευρωτικού που βίωσε τους βομβαρδισμούς της Δρέσδης και αρνείται να ενηλικιωθεί και, στο δεύτερο, από έναν εξάχρονο που έζησε το ναζισμό.  Έτσι η εξομοίωση θυτών και θυμάτων, όταν το ρόλο του θύματος παίζει ένα παιδί, είναι εύκολη.
Από το 1997 ο Βάλζερ αποφασίζει να χρησιμοποιήσει πλέον δημόσια και χωρίς το προστατευτικό πέπλο της μυθοπλασίας την ίδια τη γλώσσα των αναθεωρητών της νέας Δεξιάς. Σε ομιλίες, συνεντεύξεις στο Ντερ Σπήγκελ, στη συλλογή  δοκιμίων και ομιλιών με τον τίτλο Γερμανικές έγνοιεςπου δημοσιεύει τον ίδιο χρόνο. Ο Χίτλερ και η ναζιστική  Γερμανία είναι κατά τη γνώμη του ένα αποκύημα της συνθήκης των Βερσαλλιών και υπό αυτήν την έννοια ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος μια συνέπειά του Α΄, οι στρατιώτες της Βέρμαχτ πατριώτες, το Άουσβιτς το ηθικό ρόπαλο που χρησιμοποιούν εκείνοι που διαμορφώνουν σήμερα την κοινή γνώμη για να πονέσουν τους Γερμανούς.
Αποσιωπώντας ή διαστρεβλώνοντας τις αιτίες που γέννησαν τα γεγονότα, τον αντισημιτισμό, τον ρατσισμό, την τυφλή υπακοή στον δικτάτορα, την παθητική ή ενεργό συμμετοχή των γερμανών στα ναζιστικά εγκλήματα, παραβλέποντας τα θύματα της τελικής λύσης της συστηματικής εξόντωσης των εβραίων και τα εκατομμύρια των νεκρών του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, εστιάζει το βλέμμα του στο μεταρσιωμένο συναίσθημα του πόνου και του τρόμου που έζησαν οι γερμανοί κατά τους βομβαρδισμούς των συμμάχων και τη διαίρεση της χώρας ή στο συναίσθημα της ντροπής των επιγόνων τους.
Πρόκειται για την ίδια μέθοδο που επεσήμανε ο Άγγελος Ελεφάντης για το βιβλίο του Θανάση Βαλτινού Ορθοκωστά (Ο Πολίτης, Ιούνιος-Ιούλιος 1994, σελ. 63): «Οι αναμνήσεις των αφηγητών στη μεγάλη τους πλειοψηφία μέσα στο μυθιστόρημα τοποθετημένοι από την πλευρά των Ταγματασφαλιτών, έχουν συρρικνωθεί στα περιστατικά βίας που τους σημάδεψαν, σβήνουν οι αιτίες της βίας, βιαστές και βιαζόμενοι αναγορεύονται σε αυτόνομη πραγματικότητα. (…)Η ανάμνηση του φόβου είναι ο μόνος ήχος που ακούς, και η μονότονη επανάληψή του σε κάνει και σένα τον αναγνώστη να πάρεις την ίδια περπατησιά μέσα στο χρόνο, να βαδίσεις με το ρυθμό που σου υποβάλλει το ταμ ταμ του συγγραφέα. Σπρώχνεσαι στο πυκνό σκοτάδι της επιλησμονής».
Μήτε τον Βάλζερ μήτε τον Βαλτινό τον ενδιαφέρει το γιατί, τώρα που τα χαρτιά ανακατεύτηκαν ξανά σ’ αυτήν εδώ την παρτίδα της ιστορίας, σύμφωνα με τη λογική του ενός και μόνο νικητή που είναι προκαθορισμένος, όπως απέδειξε και ο Κώστας Βούλγαρης, (Η παρτίδα, εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2004).
Τώρα που η ιστορία ξαναγράφεται, ιδωμένη μέσα από την παραμορφωτική διόπτρα της καπιταλιστικής, αντικομουνιστικής δύσης. Όχι μόνον από επαΐοντες  ιστορικούς αλλά και από  λογοτέχνες που είχαν διακριθεί στο παρελθόν για την αριστερή, κριτική τους ματιά, και που, όπως φάνηκε εκ των υστέρων, διέγραφαν ανέκαθεν με την γραφίδα τους το πνεύμα των καιρών: στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αμερική, την Ελλάδα, το φαινόμενο είναι διεθνές.

Martin Walser, Ueber Deutschland reden, Suhrkamp 1989
Juergen Lentes “Wehleidige Maertyrer“, in Junge Welt, 13.06.2002
Martin Walser, Deutsche Sorgen, Suhrkamp 1997
Martin Walser im Gespraech mit R. Augstein, Der  Spiegel, 2.1.98


Χρονικό μιας δεκαπενταετίας

Της Σώτης Τριανταφύλλου

Στην αρχή συνέβη ένα τροχαίο ατύχημα. Το αυτοκίνητο έγινε μια μάζα από σιδερικά κι εγώ βγήκα από μέσα αιμόφυρτη και θριαμβευτική: Είμαι ακόμα ζωντανή! Φωνάξτε το ασθενοφόρο. Περιμένοντας το ασθενοφόρο, βάλθηκα να ψάχνω τις κασέτες μέσα στα συντρίμμια∙ δεν μπορούσα να οδηγήσω χωρίς μουσική∙ το ατύχημα έδειχνε πως ίσως δεν μπορούσα να οδηγήσω ούτε με μουσική. Κι όμως, οι κασέτες μού φαίνονταν σπουδαιότερες από το αυτοκίνητο. Για το τρακάρισμα έφταιγα εγώ∙ κανείς άλλος∙ την επόμενη μέρα, δανείστηκα ένα σωρό λεφτά, αγόρασα καινούργιο αυτοκίνητο∙ κι όταν το απόκτησα, ανακάλυψα πως ήταν περιττό. Ξαφνικά, τίποτα πια δεν με κρατούσε στην Αθήνα∙ έφυγα∙ σέρνοντας μια τεράστια βαλίτσα, πήρα το αεροπλάνο για το Φοίνιξ. Το Φοίνιξ της Αριζόνα, πόλη καθησυχαστική και ηλιόλουστη: πισίνες, φοινικόδεντρα∙ πιο δυτικά, η χρυσαφένια έρημος. Πέρασα ένα χρόνο ανάμεσα σε δυο ωκεανούς∙ έπειτα, κάποιος που αγαπούσα πέθανε: υπερβολική δόση.Δεν υπάρχουν υπερβολικές δόσεις: όλες οι δόσεις είναι υπερβολικές∙ έτσι, το τέλος του ’90 τέλειωσε μ’ ένα θάνατο, με φλέβες αδειασμένες σε δωμάτιο φτηνού ξενοδοχείου. Όταν ακόμα έλπιζα, έλεγα: μόλις γίνεις καλά, θα σε πάω σε μια πόλη που έχει το όνομα της μικρής κόρης του Βασιλιά Ληρ, θα σε πάω στον Κόλπο του Μισοφέγγαρου και στην Ακτή της Μπαρμπαριάς, θα σε πάω όπου θέλεις κι όπου μπορείς. Στο τέλος, σε είδα να τρέμεις σαν πουλί∙ κι έπειτα, μια κηλίδα στην άκρη των χειλιών σου κι ο ήλιος σε κορόιδευε.
Γύρισα στην Ελλάδα κι ήταν μια υπέροχη χρονιά, όπου κάθε στιγμή φοβόμουν πως θα γίνει ανάμνηση: μια χρονιά που έλαμπε μέσα στους νεκρούς καθρέφτες. Σο μυαλό μου αντηχούσε το ποίημα του Έντγκαρ Άλλαν Πόου στην Άνναμπελ Λη, ένα μεθυστικό κοκτέιλ φωτός, η αρμονία ενός αιώνιου Νότου. Έκλεισα τα τριάντα τρία: ένα αποδημητικό πουλί που καθυστερούσε να πετάξει∙ για μια στιγμή έμοιαζα με χαλασμένο δείχτη ρολογιού. Το 1991 είδα σκηνές από το τέλος του κόσμου: είδα, με τα μάτια μου, την ύλη να υψώνεται, γελώντας, σαν μια πόλη που ξυπνάει. Και να πέφτει από ψηλά, να τσακίζεται μέσα σε μια πανδαισία από ήχους και χρώματα. Το κέντρο της ζωής είχε μετατοπιστεί στη νύχτα: το πρωί, όταν επέστρεφα στο άδειο, σκοτεινό σπίτι, υπέφερα από βίαιους, κυμαινόμενους πυρετούς: όλοι θα συμμορφωθούν, σκεφτόμουν, θα υπακούσουν στους νόμους, θα μεγαλώσουν∙ κι εγώ θα μείνω εδώ να χορεύω μαζί με τους στραγγαλιστές, στο ρυθμό των αλμπίνων.
Το 1992 με βρήκε μεγάλη πια και μαζί πιο μικρή και πιο έκπληκτη: έλεγα στη μαμά μου γιατί με γέννησες αφού καθόλου δεν ήθελα. Έπειτα, μετάνιωσα και μ’ άρεσαν όλα: διέσχιζα το χρόνο κρατώντας σφιχτά το μπαλόνι μου και καταβροχθίζοντας κόκκινες καραμέλες∙ μονάχα που, καμιά φορά, έβλεπα εφιάλτες με φαντάσματα ακέφαλα. Τα φαντάσματα με κεφάλι είναι πιο τρομακτικά, με παρηγορούσε η μαμά μου. Τρελαινόταν σιγά-σιγά: την παρατηρούσα να κατρακυλάει σ’ ένα τερατώδες σύμπαν, να σαλπάρει στο σκοτάδι∙ αναρωτιόμουν αν το ήξερε κι αν η τρέλα ήταν μονάχα ένα καταφύγιο. Κι όμως ήμουν ευτυχισμένη κι ένιωθα ευγνωμοσύνη: δεν είχα καθηλωθεί σε αναπηρική καρέκλα σαν τον Ντοκ Πόμους∙ δεν ήμουν τυφλή σαν τον Ρέυ Τσαρλς∙ δεν είχα την τύχη του Μπέρναρντ Κόυ, που τον πυροβόλησαν ενώ προσπαθούσε να αποδράσει από τη φυλακή του Άλκατραζ. Δεν βρισκόμουν μέσα σε φυλακή, βρισκόμουν απ’ έξω. Ζούσα με τις λέξεις και το ροκαμπίλλυ, με έρωτες σύντομους και φαντασμαγορικούς: κάθε πρωί που ξυπνούσα ο κόσμος ήταν εξαίσια φωταγωγημένος.
Πέρασαν κάμποσα χρόνια έρποντας κι έπειτα τρέχοντας. Κι εγώ προσπαθούσα να προλάβω με κομμένη την ανάσα: οι άνθρωποι αναζητούσαν την ησυχία∙ εγώ, εσύ, εμείς, αναζητούσαμε τη μεγαλύτερη εντροπία. Ένιωθα πως κανείς και τίποτα δεν είχε τη δική μου ταχύτητα, το στρόβιλο που με κρατούσε ζωντανή ανάμεσα σε παχύρρευστες μουσικές, σε διαβολικά ποτά, σε ουσίες ιερές και θανάσιμες. Κι όμως ποτέ δεν ένιωσα μοναξιά. Ούτε για μια στιγμή δεν ένιωσα μοναξιά. Έπειτα, ένα δεύτερο ατύχημα: όλοι είπαν πως έφταιγε η ταχύτητα, εγώ όμως ήξερα πως για όλα έφταιγαν οι Ρόλλινγκ Στόουνς. Επέζησα πάλι. Ακολούθησε ένας θάνατος` όχι ο δικός μου∙ καμιά φορά σκεφτόμουν: μακάρι να ήταν ο δικός μου. Τον περίμενα εκείνο το θάνατο: μια νύχτα έμοιαζες με σκυλί στη βροχή∙ μια ολέθρια νύχτα. Ήξερα ότι θα πεθάνεις. Πάντα έλεγα: κάθε ερωτική ιστορία είναι το χρονικό μιας αποτυχίας. Μετά από τόσα γεγονότα, τόσα γέλια και τόσα δάκρυα, τόσες αναμονές, τόσα μεγάλα, μακρόσυρτα φιλιά, γινόμαστε πάλι ξένοι, όπως ξένοι ήμασταν. Όλα ξετυλίγονται γρήγορα, ζούμε σ’ ένα πλανήτη όπου οι άνεμοι  ουρλιάζουν: ζούμε, ξεχνάμε κι έπειτα κάνουμε την ίδια λάθος κίνηση. Κι εγώ έγραφα την ίδια ιστορία, ξανά και ξανά, μήπως καταφέρω να της δώσω ένα καλό τέλος.
Στο μεταξύ, ο κόσμος προόδευε –πρόοδος!– οι φίλοι μας γίνονταν οικογενειάρχες, ανακάλυπταν τις ηδονές της επιτυχίας, της τεχνολογίας και του χρήματος. Γύρω στο 1995 έκανα απολογισμό: είχα κιόλας μετακομίσει δεκαέξι φορές∙ είχα περάσει το ένα τρίτο της ζωής μου σε ξενοδοχεία και σε μοτέλ. Η κοινωνική αναρρίχηση μού φαινόταν μια ξύλινη σκάλα που έτριζε και που την έτρωγε το σαράκι∙ το να ριζώνεις κάπου μού φαινόταν συνθηκολόγηση με τα σκουλήκια στο χώμα. Ξέρω, είχα πάντα άδικο, όπως άδικο έχω και τώρα. Αλλά, δεν φοβόμουν τίποτα: ούτε τις ερμητικές, εχθρικές πόλεις, ούτε τις φρικαλεότητες των ανθρώπων. Ούτε τα βαθιά πελάγη, ούτε τους ατέρμονους, παγερούς χειμώνες. Δεν φοβόμουν τίποτα, γι’ αυτό κανείς δεν μ’ αγαπούσε. Κανείς δεν μ’ αγαπούσε: μονάχα με κοιτούσαν με περιέργεια. Με περιέργεια τους κοιτούσα κι εγώ: ο κόσμος έμοιαζε με τη χύτρα της μάγισσας, κι είχα πέσει μέσα της. Κι από τότε έβρισκα τις χαμένες σκιές, άκουγα τις δονήσεις της γης. Δεν φοβόμουν τίποτα: ούτε τα ολισθηρά οδοστρώματα, ούτε τους φονιάδες στις αποβάθρες των υπόγειων τρένων. Έτσι, δεν είχα τίποτα: είχα μόνο θέα στο έγκλημα, στο λαβύρινθο όπου κοιμόταν το πνεύμα του Μινώταυρου. Δεν φοβόμουν τίποτα: σαν τον Ράντυ Σέολ που έπαιζε μπόνγκος με τα χέρια του μέσα στις γαλάζιες φλόγες∙ και σαν τον ντράμερ των Μπαρμπάριανς που είχε γάντζο αντί για χέρι.
Πώς νιώθω: τυχερή νιώθω. Είδα τα Ιμαλάια και το Κιλιμάντζαρο∙ ανέβηκα σε καθεδρικά βουνά∙ άκουσα τη μελωδική σιωπή του Γκραντ Κάνυον∙ διέσχισα το Πετρωμένο Δάσος. Κάθισα στην άκρη του ωκεανού, εκεί όπου ο ορίζοντας έμοιαζε με σύννεφο∙ χόρεψα μπροστά σ’ αστραφτερά τζουκ-μποξ που έπαιζαν τ’ αγαπημένα μου τραγούδια. Αγάπησα χιλιάδες τραγούδια κι άλλα τόσα ποιήματα. Τέλος, είδα τον Πολ Μπάτερφηλντ να παίζει αρμόνικα λίγο προτού πεθάνει. Ο κόσμος άλλαξε κι εγώ μαζί του: τίποτα δεν είναι όπως πριν από δεκαπέντε χρόνια∙ φαίνεται μακρινός ο καιρός όπου οι μέρες ήταν ωμές, τα τοπία τυφλά∙ τότε που περπατούσα μ’ ελαφρά βήματα έξω απ’ το Τίφφανυ’ς και τα τζάμια θρυμματίζονταν∙ τότε που φανταζόμουν τα διαμάντια να κυλάνε στο πεζοδρόμιο.
Τι λέω: προσέχετε τον εαυτό σας. Μην ξεχνάτε ποτέ τον δρόμο του Οζ με τα κίτρινα τούβλα. Μην ξεχνάτε τίποτα: η λήθη σκοτώνει∙ κι εξάλλου είναι προδοτική. Δεν θα ησυχάσουμε ποτέ, ποτέ δεν θα ξεκουραστούμε: αν είναι να πεθάνουμε, ας καούμε μέσα στην έξαψη της πόλης.


Ιστορία και λογοτεχνία
ΟιΑρραβωνιασμένοιτου Αλεξάνδρου Μαντζόνι

Του Νίκου Ε. Καραπιδάκη

(σημείωση στο κάτω μέρος της πρώτης σελίδας)
Το παρόν κείμενο δεν αντιστοιχούσε, θα μπορούσε να πει κανείς, στην προβληματική του αφιερώματος. Ωστόσο, αν και δεν ασχολείται με τις επιδράσεις της πτώσης του τείχους στη λογοτεχνία και στην πρόσληψη της ιστορίας, εστιάζει σε μια άλλη στιγμή μετάβασης στην ιστορία, θεωρημένης από ένα κορυφαίο λογοτέχνη. Της μετάβασης από τον παλιό μεσαιωνικό κόσμο και τη φεουδαρχία στην νεώτερη ιστορία. Η αντιστοιχία της με την παρούσα ιστορική στιγμή δεν είναι βέβαια προφανής αλλά η ιδέα της μετάβασης και του τέλους εποχής είναι σ’ ένα βαθμό κοινές.

Συχνά οι άνθρωποι οι οποίοι έζησαν στο τέλος μιας εποχής, την αφηγήθηκαν, τη στοχάστηκαν και τη θεωρητικοποίησαν, ώστε να μας δώσουν τη σχετική άποψή τους επεξεργασμένη. Έτσι γίνονται διπλά μάρτυρες. Τόσο της εποχής τους, γενικώς, όσο και του τρόπου που αυτή καταλάβαινε την ιστορία της. Κάποτε είναι και μάρτυρες εξαιρετικής αξίας για το ίδιο το αντικείμενο επειδή, έχοντας ζήσει κοντά στα γεγονότα τα οποία αφηγούνται, στοχάζονται ή θεωρητικοποιούν, μας μεταφέρουν προσλήψεις που ίσως μας διαφεύγουν. Οι διαφωτιστές ζούσαν το τέλος μιας μακράς περιόδου που είτε την ονομάσουμε Φεουδαρχία, είτε Μεσαίωνα και Παλαιό Καθεστώς (όροι που όλοι τους αποκρύπτουν, σχεδόν σκόπιμα, ένα μέρος της πραγματικότητας), κυρίως διακρίθηκε από μια θεμελιώδη κοινωνική σχέση ηγεμονίας. Ηγεμονία την οποία ασκούσαν οι άρχοντες πάνω στη γη και τους ανθρώπους, ταυτόχρονα, και η οποία τους εξασφάλιζε την παραγωγή της γαιοπροσόδου. Κεντρική θέση σ’ αυτή την περίοδο είχε η Εκκλησία που αφενός κατείχε πολλές γαίες με τους ανθρώπους τους, και αφετέρου συμμετείχε με πολλούς τρόπους στον μηχανισμό καθήλωσης των ανθρώπων στην καλλιεργούμενη γη. Οι διαφωτιστές στοχάστηκαν πρώτοι με νέους όρους, κυρίως με πολιτικούς και κοινωνικούς, το τέλος αυτής της εποχής, όταν πια το κοινωνικό σύστημα που κυριαρχούσε ως τότε άρχισε να αλλάζει και να αντικαθίσταται, οριστικά, από μια νέα λογική που θα το παρέσυρε προς το τέλος του. Το σύστημα καταδικάστηκε συλλήβδην εκ μέρους τους (για τη διακυβέρνησή του, την οικονομία του και τη δικαιοσύνη του) ως αναχρονιστικό, και μετά απ’αυτούς, καταργήθηκε από τη Γαλλική Επανάσταση.
Το είχαν επίσης στοχαστεί από τα τέλη του 16ουαιώνα οι νομομαθείς, με νομικούς όρους, οι οποίοι και πρώτοι εισήγαγαν την έννοια “φεουδαρχία” η οποία είχε τούτο το χαρακτηριστικό, να διαχωρίζει μεταξύ εμπραγμάτου δικαίου (ιδιοκτησία) και προσωπικού δικαίου (φεουδαρχικά δικαιώματα). Ιδεολογικός, κατ’ ουσίαν, διαχωρισμός που βέβαια χρησιμοποιήθηκε αργότερα, ακόμα και μετά το 1789, υπέρ των κυρίων της γης (ονομάστηκαν ιδιοκτήτες), όταν τέθηκαν θέματα διαμελισμών και δημεύσεων της φεουδαρχικής περιουσίας.
Η περίοδος θα γνωρίσει, εννοείται, και άλλες θεωρητικοποιήσεις καθώς και ιδεολογικές ή ιστοριογραφικές προσεγγίσεις, περνώντας από τον μαρξισμό και την ειδική θέση που επεφύλαξε στον φεουδαλισμό (η έννοια αυτή αντίθετα με τη φεουδαρχία έχει κυρίως οικονομική συνδήλωση) ως ενδιαμέσου σταδίου μεταξύ δουλοκτησίας και καπιταλισμού, καθώς και από τις διάφορες ιστοριογραφικές σχολές που κυρίως το περιέγραψαν, περισσότερο από όσο το ανέλυσαν, για να μας δώσουν την εικόνα ενός συνόλου μεγάλης ποικιλίας ετερογενών, διασκορπισμένων και συχνά μάλλον δυσπροσδιόριστων “δικαιωμάτων” και “κτήσεων” επί της γης, επί των ανθρώπων, επί των μέσων παραγωγής και επί της διακίνησης των αγαθών.
Στο σημείωμα αυτό θα σταθούμε στον τρόπο που προσέλαβε και απέδωσε το σύστημα ένας λογοτέχνης, ο Αλέξανδρος Μαντζόνι (AlessandroManzoni), επειδή ακριβώς η ζωή του βρέθηκε ανάμεσα στον παλαιό κόσμο και τον νέο· μεταξύ της κατάργησης του πρώτου και του δύσκολου προσδιορισμού του δεύτερου. Έζησε, από κοντά μάλιστα, τόσο τους διαφωτιστές όσο και τις αλλαγές που συμπαρέσυρε η “Μεγάλη Επανάσταση”· τα κενά που άφησε και τις νέες δυσκολίες που ανέκυψαν. Έζησε μεταξύ των διαφωτιστών που θέλησαν να δουν τον Παλαιό Κόσμο ν’ αλλάζει και των ρομαντικών που αναστοχάστηκαν, συντηρητικότερα, τις αλλαγές που προκάλεσε η Επανάσταση.
Γεννήθηκε το 1785. Ήταν εγγονός από την μητέρα του, την Τζούλια, του μαρκησίου Καίσαρα Μπεκαρία (CesareBeccaria), του κυριότερου ίσως Ιταλού διαφωτιστή, στοχαστή του δικαίου και συγγραφέα της πραγματείας περί Αδικημάτων και Ποινών (DeiDelittiedellePenne), του τόσο σημαντικού έργου για την κατανόηση της Δικαιοσύνης του Παλαιού Κόσμου. Ήταν φυσικός γιος του Τζιοβάνι Βέρι (GiovanniVerri), αδελφού τού Πιέτρο, ενός επίσης σημαντικού εκπροσώπου του “Λομβαρδικού Διαφωτισμού”.
Ο Μαντζόνι, αναλύοντας τις πηγές που διέθετε για την ιστορία του Μιλάνου του 17ουαιώνα, φτάνει στα δικά του συμπεράσματα για τα οποία γράφει, χαρακτηριστικά, στον Φοριέλ: «Πρόκειται για μια κοινωνική κατάσταση απολύτως εκτός κανονικότητας. Η πιο αυθαίρετη εξουσία συνδυασμένη με τη φεουδαρχική και τη λαϊκή αναρχία· η νομοθεσία τρομερή, κατά τις διατάξεις της και κατά τα συμφραζόμενά της· η άγνοια, βαθιά, άγρια και υπεροπτική· οι κοινωνικές ομάδες με αντικρουόμενα συμφέροντα και κανόνες».
Στον αναγνώστη, ο οποίος θα ήθελε να μάθει τι κερδίζει η ιστορική γνώση από αυτό το μυθιστόρημα, απομένει να προχωρήσει στην ιστορική του ανάλυση.
***
Η κεντρική ιστορία των Αρραβωνιασμένων είναι απλή. Βρισκόμαστε στο φθινόπωρο του 1628. Ο Ρέντζο και η Λουκία, δυο νέοι υφαντές μεταξιού, καταγόμενοι από μια κωμόπολη, το Λέκκο, στις όχθες της λίμνης του Κόμο, της δικαιοδοσίας της πόλης του Μιλάνου, η οποία ήταν τότε υπό ισπανική κυριαρχία, σκοπεύουν να παντρευτούν. Η Λουκία, ωστόσο, μερικές μέρες πριν από τον γάμο, γίνεται, εν αγνοία της, αντικείμενο του πόθου ενός τοπικού άρχοντα, του Ντον Ροντρίγκο ο οποίος μηχανεύεται έναν τρόπο να εμποδίσει τον γάμο. Η απλή αυτή ιστορία, αρκεί για να μας ανοίξει ένα παράθυρο στο κοινωνικό βάθος της περιοχής.
Οι δυο μελλόνυμφοι δουλεύουν με παραγγελίες. Δεν είναι χωρικοί με τη στενή έννοια. Δεν είναι δεμένοι, δηλαδή, με τη γη που καλλιεργούν. Οι δικαιοδοσίες, άρα, του άρχοντα επί του γάμου τους, είναι ανυπόστατες  αφού το μυστήριο ανήκει στη σφαίρα των εξουσιών της Εκκλησίας και εξαρτάται από τη βούληση των συμβαλλομένων. Γεγονός το οποίο θα ήταν διαφορετικό, αν οι ήσαν καλλιεργητές των κτημάτων του. Τα φεουδαλικά συνήθεια θα του έδιναν, σ’ αυτήν την περίπτωση, ορισμένα δικαιώματα, όπως αυτό της, έστω συμβολικής, εξαγοράς της συγκατάθεσής του. Θα έδιναν, όμως, και δικαιώματα στους χωρικούς οι οποίοι, από προηγούμενους αιώνες, είχαν επιτύχει την κωδικοποιημένη καταγραφή των υποχρεώσεών τους. Η κωμόπολη στην οποία κατοικούν οι μελλόνυμφοι δεν εμπίπτει στη φεουδαλική δικαιοδοσία του, ή, τουλάχιστον, δεν εμπίπτει ως προς το σύνολό της, παρά το γεγονός ότι ο αρχοντικός πύργος και ο γύρω του οικισμός βρίσκονται κοντά της. Ωστόσο ο άρχοντας, κατά την κοινωνική πραγματικότητα, διέθετε τα μέσα ώστε να παρέμβει και να καθυστερήσει τον γάμο, με την ελπίδα ότι θα έβρισκε, στη συνέχεια, έναν τρόπο να απαγάγει -η λεία και, άρα, η δια της βίας απαγωγή ήταν ένα χαρακτηριστικό των ισχυρών οικογενειών του παλαιού κόσμου- και να χρησιμοποιήσει τη μέλλουσα νύφη. Ο άρχοντας δεν είχε, νομικά, κανένα δικαίωμα να απαγορεύσει έναν γάμο ελεύθερα αποφασισμένο, και ακόμα λιγότερο, να χρησιμοποιήσει μπράβους για να απειλήσει τον εφημέριο. Η νομοθεσία της περιοχής, διαμορφωμένη από την ισπανική διοίκηση του Μιλάνου, ήταν σαφής: «Πάντες…είναι υποχρεωμένοι να εμποδίζουσι μπράβους και αλήτας…οι οποίοι όντες αλλοδαποί ή εντόπιοι, ουδέν επάγγελμα έχουσιν ή έχοντες δεν εξασκούσιν αυτό…συντηρούνται υπό τινος ιππότου ή ευγενούς, αξιωματούχου ή εμπόρου…δια να τον υποστηρίζουσιν και τον ευνοώσι…1Παρά τις αυστηρές ποινές που προβλέπονταν, το διάταγμα δεν έτυχε της αναμενόμενης εφαρμογής και εκδόθηκε νέο και αυστηρότερο το επόμενο έτος.
Η επανάληψη της έκδοσης των διαταγμάτων, όλως αναποτελεσματικών ως προς την ισχύ τους, υπενθυμίζει τη μεγάλη διάσταση που υπήρχε μεταξύ του κράτους, της νομοθεσίας του και της κοινωνικής πραγματικότητας.
Ο μελλόνυμφος Ρέντζο, προσφεύγει στη βοήθεια ενός δικηγόρου, του δόκτορα Ατζέκα Γκαρμπούλι όπως τον αποκαλούσαν οι κάτοικοι της κωμόπολης, ένα προσωνύμιο που στα ελληνικά θα μεταφραζόταν ως “στρεψοδίκης”. Όταν αντιλαμβάνεται το ακριβές περιεχόμενο της υπόθεσής του, αρνείται να τον αναλάβει.
Ο Ρέντζο θα μπορούσε να απευθυνθεί στη συνέχεια στον Τοποτηρητή της κεντρικής διοίκησης, τον Podestà· αυτόν, ακριβώς, που ήταν επιφορτισμένος με την τήρηση των διαταγμάτων. Δεν το κάνει. Είναι η απόσταση που τους χωρίζει, ψυχολογικά, μεγάλη; Το βέβαιο είναι ότι αποφεύγει να απευθυνθεί στον Τοποτηρητή, ο οποίος, άλλωστε, είναι τακτικός συνδαιτυμόνας του άρχοντα Δον Ροντρίγκο, προς τον οποίο αισθάνεται ταξικά και πολιτιστικά αλληλέγγυος.
Ο Ρέντζο θα μπορούσε να απευθυνθεί στον προεστό της κωμόπολης, υπεύθυνο, κατά τα συνήθεια, να αναφέρει στον Τοποτηρητή, τα ασυνήθιστα συμβάντα ή τις εγκληματικές ενέργειες που ενέπιπταν στην αρμοδιότητα της κρατικής δικαιοσύνης. Δεν το κάνει. Είχε, ίσως, κάθε λόγο να φοβάται ότι ο προεστός, ένας χωρικός εγκεκριμένος από τον τοποτηρητή ή τον άρχοντα, ανάλογα με τα κατά τόπους συνήθεια, θα υπέκυπτε στις απειλές, όπως και ο εφημέριος, και θα τηρούσε απόλυτη εχεμύθεια.
Άλλος κοσμικός άρχοντας δεν φαίνεται να έχει δικαιοδοσίες στην περιοχή της κωμόπολης. Δεν έμενε, στον φοβισμένο Ρέντζο, παρά η Εκκλησία. Απούσα στο πρόσωπο του εφημέριου, όπως είδαμε, παρούσα πάντως, μέσω ενός μοναστικού ιδρύματος αδελφών Καπουτσίνων, στην περιοχή. Με τη στάση τους, χωρίς να εμφανίζουν τον εξαιρετικό κομφορμισμό του δειλού εφημερίου, αποφεύγουν, επίσης, τη σύγκρουση με τις αρχοντικές εξουσίες. Άλλωστε και αυτές το ανταπέδιδαν, με έναν σχετικό σεβασμό. Ωστόσο το ίδρυμά τους, όπως και γενικότερα τα ιδρύματά τους, αντιπροσωπεύουν το άσυλο του οποίου έχαιραν, από αιώνες, η Εκκλησία και οι ναοί της. Ήταν στην διακριτική ευχέρεια τους να σώσουν ή να παραδώσουν όποιον προσέφευγε σ’ αυτούς, ακόμα και εγκληματία, εκλιπαρώντας την προστασία τους. Ένα υψηλό προνόμιο· ένα δικαίωμα που εκτιμούσε ιδιαίτερα ο λαός (δηλαδή οι πιστοί), το οποίο συμμερίζονταν και οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι και δύσκολα μπορούσαν να το παραβιάσουν, ακόμα και κάτω από αφόρητη πίεση, χωρίς να χάσουν την αυτοεκτίμησή τους. Οι εκκλησιαστικοί αντιπροσώπευαν, χάρη σ’ αυτό το προνόμιο τους, χάρη στον πλούτο των ιδρυμάτων τους και το πνευματικό τους βάρος, μια δύναμη πολιτική, αφού το δικαίωμά τους να παρέχουν άσυλο, δηλαδή προστασία (κατ’ εξαίρεση μάλιστα στους κανόνες απονομής δικαιοσύνης) τους κατέτασσε μεταξύ των ηγετικών κοινωνικών ομάδων. Ο Ρέντζο, η Λουκία και η μητέρα της, καταφεύγουν σ’ αυτούς, και σε εκείνον ανάμεσά τους, ο οποίος φαίνεται να είχε την υψηλότερη αίσθηση της μοναστικής του ιδιότητας. Τον πατέρα Χριστόφορο. Τα πράγματα δεν είναι, όμως, εύκολα ούτε γι’ αυτόν. Κοσμικές και εκκλησιαστικές εξουσίες είναι συνδεδεμένες· οι άνθρωποί τους συνδέονται μεταξύ τους. Είναι συγγενείς, δωρητές, υποστηρικτές. Τολμά, ωστόσο, να πάει να αντιμετωπίσει καταπρόσωπο τον άρχοντα και να του ζητήσει να μην προχωρήσει στη σχεδιαζόμενη ασέλγεια. Η συζήτησή τους είναι εξαιρετικά δύσκολη. Έχουν και οι δυο υψηλή εκτίμηση της τάξης που αντιπροσωπεύουν, της αρχοντικής ο ένας, της εκκλησιαστικής ο άλλος, και γνωρίζουν ότι μια υποχώρηση εκ μέρους τους θα ισοδυναμούσε με ταπείνωση:
Η συζήτηση κατέληξε άσχημα. Δεν έμενε στον καλόγερο που παρείχε την προστασία του παρά να εξασφαλίσει, χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες του, μια αξιοπρεπή διαφυγή στους προστατευόμενούς του, έως ότου βρεθεί μια καλύτερη λύση. Στον άρχοντα, πάλι, δεν έμενε παρά να εξουδετερώσει τον καλόγερο χρησιμοποιώντας κι αυτός τις γνωριμίες του, σε υψηλότερο από το τοπικό επίπεδο.
Αναλύοντας τα παραπάνω, θα αναγνωρίσουμε μια διάσπαρτη εξουσία την οποία, σε τοπικό επίπεδο, διαθέτει ο άρχοντας, και που δύσκολα θα μπορούσε να εκφράσει κάποια από τις λατινικές λέξεις που είχαν κληρονομήσει, από το ρωμαϊκό δίκαιο, οι νομικοί. Η λατινική λέξη manus, που βέβαια σημαίνει τη δύναμη, δεν περιέχει την ψυχολογική διάσταση από την οποία επωφελείται ο άρχοντας. Ούτε πρόκειται, μόνο, για τη δυνατότητα του άρχοντα να ασκεί έλεγχο -έναν ηθικό κυρίως έλεγχο- στην περιοχή του (auctoritas). Ούτε για την “πραγματική”, την οικονομική δύναμή του (potestas). Ούτε για την εξουσία να καταδιώκει και να τιμωρεί (districtum). Ούτε πρόκειται, μόνο, για την εξουσία του πολέμου (imperium), την οποία ασκεί συντηρώντας οπλισμένους μπράβους. Η εξουσία του συγκεντρώνει όλες τις παραπάνω πλευρές. Η μόνη διάσταση της εξουσίας που του διαφεύγει είναι αυτή της Τύχης (fortuna) η οποία, άλλωστε, θα δώσει και την τελική λύση στην ιστορία του Μαντζόνι. Διάσταση που, τόσο κατά τους νομικούς όσο και κατά την κοινή νοοτροπία, ήταν της δικαιοδοσίας του Θεού.
Σε κανονικές συνθήκες, ο άρχοντας ασκεί την εξουσία του συγκεντρώνοντας όλες τις παραπάνω αποχρώσεις αυτής της έννοιας, για τις οποίες δεν διαθέτουμε κατάλληλη λέξη, εκτός ίσως από την παλιά φραγκική λέξη bannum. Την ασκεί μέσω της φορολογίας, του πολέμου, της άσκησης δικαιοσύνης, στο όνομα της τάξης και του δημοσίου συμφέροντος. Στην εποχή στην οποία αναφερόμαστε, η ύπαρξη ενός ανώτερου επιπέδου διοίκησης, της κρατικής, περιορίζει κατά πολύ τη δική του εξουσία, όχι όμως απόλυτα. Πολύ περισσότερο που, εκτός από τη συμβολική της σημασία, η ίδια η κρατική διοίκηση υπόκειται στην συγκατάθεση των αρχοντικών δυνάμεων, οι οποίες και τη στηρίζουν και τη συμπληρώνουν. Η συνύπαρξη των δύο επιπέδων εξουσίας, της αρχοντικής και της κρατικής, δεν οδηγεί σε συγκρούσεις αλλά προϋποθέτει τη διαρκή διαπραγμάτευση των αμοιβαίων ορίων. Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων ήταν η θέσπιση ασυλιών, εξαιρέσεων, ειδικών προνομιών, τα οποία κατέληγαν να σχηματίζουν ακόμα περισσότερα φράγματα μεταξύ του “κράτους” και των ιδιωτικών δυνάμεων. Επιτρέπει μάλιστα την ονομαζόμενη “ιδιωτική δικαιοσύνη”, δηλαδή τη δυνατότητα άσκησης της εξουσίας όπως την περιγράψαμε παραπάνω, με ελάχιστα περιθώρια παρέμβασης του κράτους.
Η εκκλησιαστική εξουσία συνδιαλέγεται, διαπραγματεύεται, καταδικάζει αλλά και συμμετέχει στη συνοχή των ηγεμονικών ομάδων, απέναντι στις οποίες παρουσιάζει, ωστόσο, την αδυναμία του αόπλου. Αδυναμία στην οποία το δικό της δικαίωμα του ασύλου δεν επαρκεί πάντα.

Η εικόνα την οποία “κατασκευάζει” ο Μαντζόνι για το παλαιό καθεστώς είναι μεγάλης αξίας, αφού, ως κοντινός παρατηρητής του, αναδεικνύει τον τρόπο κατά τον οποίο οι διάφορες ομάδες επιτυγχάνουν την ισορροπία της κοινωνίας  τους, μέσα από τη διαρκή σύγκρουσή τους. Όπως και η ανάλυσή του της λειτουργίας του κράτους, το οποίο περιορίζει σ’ έναν διακριτικά ρυθμιστικό ρόλο αντικρουόμενων δυνάμεων και, πάντως, θεωρεί ως μέρος του συστήματος ηγεμόνευσης.

Το κείμενο αποτελεί περίληψη ενός εκτενέστερου που δημοσιεύθηκε σε δυο συνέχειες στο περιοδικό Νέα Εστία, 156, (τεύχη 1771-1772) Οκτώβριος – Νοέμβριος 2004.
1Το απόσπασμα είναι από τη μετάφραση του Δημητρίου Αργυρίου στις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, Αθήνα, 1990.


Ένα περιστατικό

Του Κώστα Βούλγαρη

Ένα χαρακτηριστικό των ημερών, το οποίο απογράφεται στις σελίδες των εφημερίδων, είναι η διαχείριση της ιστορίας, εκ μέρους λογοτεχνών, δημοσιογράφων, αλλά και ιστορικών, με βάση τη συγκυρία. Ιδίως της πρόσφατης ιστορίας, της δεκαετίας του 1940. Όχι με τον τρόπο που κάθε εποχή διαβάζει μια προηγούμενη, ζητώντας απαντήσεις σε δικά της ερωτήματα, αλλά ως αναλώσιμο υλικό, σε ένα ρευστό, σχετικοποιημένο και αγχωτικό τοπίο, με τη σπουδή να καλυφθούν τρέχουσες και κάθε φορά διαφορετικές ανάγκες. Μέσα σε αυτό το κλίμα προβάλλει έντονα και η αναζήτηση ρόλων εκ του ασφαλούς, δηλαδή μέσα από πλέγματα σχέσεων και παντοειδών αντιθέσεων, χωρίς να βασίζονται ή έστω να καταλήγουν σε απόψεις, σε σχήματα, εν τέλει σε κείμενα. Η αναπαραγωγή στερεοτύπων, οι ρητορικές κορώνες και οι συνδικαλιστικοί χειρισμοί είναι ο κανόνας. Όχι ο λόγος και το έργο. Διαπίστωση που προκύπτει, κατά τη γνώμη μου αρκετά καθαρά, και από την πολύμηνη συζήτηση στα Νέαπερί του ελληνικού εμφυλίου και της αναθεώρησής του (οι εξαιρέσεις δεν αλλάζουν τη γενική εικόνα, ούτε φυσικά έδωσαν τον τόνο).
Αναμενόμενα όλα αυτά, δεκαπέντε χρόνια μετά την πτώση του τείχους; Μετά τις τόσες πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές ανακατατάξεις, που συνεχίζονται με γρήγορους ρυθμούς; Δεν ξέρω. Πάντως, στο πεδίο της δημοσιότητας, που πια σε πολύ μεγάλο βαθμό οργανώνει και τα υπόλοιπα, δεσπόζουσα συνθήκη είναι η προσαρμοστικότητα. Η οποία, με τη σειρά της, μάλλον είναι άμεσο προϊόν και κατάλοιπο της πασοκικής εικοσαετίας, διαρκής ιδεολογική παρακαταθήκη της, όπως υποστηρίζουν κάποιοι.
Και η αριστερά; Η ιστορική ιδεολογική και πολιτική ήττα της, έχει ως αποτέλεσμα την αυξανόμενη αδυναμία των λόγιων χώρων της να υπερβούν πάγιες ή τρέχουσες συσσωματώσεις, αγκυλώσεις και ισορροπίες, και να παρέμβουν ουσιαστικά στις συζητήσεις του παρόντος, εν τέλει στο ιδεολογικό γίγνεσθαι. Δηλαδή να δημιουργήσουν κανόνες, όπου θα επανεγγραφούν οι αντιθέσεις, ώστε να προβάλλουν διακριτές ιδεολογικές ταυτότητες, παρ’ ότι κανείς δεν πιστεύει ότι πια μπορούν να έχουν την παλιά συνεκτικότητα (και καλώς).
Δεν εννοώ, βέβαια, πως οι αριστεροί διανοούμενοι έχουν παραδοθεί, και μάλιστα άνευ μάχης. Όμως επί του προκειμένου, δηλαδή στην όλη συζήτηση για τον ελληνικό εμφύλιο, οι πολυπληθείς βολές ήδη δημιουργούν ένα κλίμα ιδεολογικής τρομοκρατίας, δια της επίκλησης των φαντασμάτων που υποτίθεται πως περιέχει ο όποιος εξ αριστερών λόγος, του παρόντος ή και του μέλλοντος, ώστε φθάσαμε στο σημείο να επανεισάγονται οι πιο βίαιες και σχηματικές αντιλήψεις, εμφυλιοπολεμικής προελεύσεως και αισθητικής, τώρα κραδαίνοντας τις σημαίες της επιστημονικής αυθεντίας ή τού “δημοσιογραφικού πολιτισμού”.
Αναζητώντας τις αιτίες, θα πρέπει να ενσκύψουμε και στα καθ’ ημάς. Νομίζω πως πια είναι προφανές, ότι η διάχυση της αριστερής, για την ακρίβεια της ανανεωτικής κουλτούρας των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης στο κοινωνικό σώμα, δεν συνοδεύτηκε με οργανικές συνάψεις, δεν δημιούργησε ένα σαφές ρεύμα σκέψης, ένα πολιτιστικό πρόταγμα, μια νέα λαϊκότητα. Με αποτέλεσμα τώρα, που ο άνεμος των καιρών κινείται αντίθετα, οι απόηχοι αυτής της κουλτούρας να επιστρέφονται ως ακατέργαστη ιδεολογία των ανελθόντων μεσοστρωμάτων. Ως σύμφυρμα μεταλλαγμένων και βολικά “αντιδογματικών” επιχειρημάτων, απέναντι στην ίδια την αριστερά. Όχι ως έλεγχος και κριτική των στρεβλώσεων του ορθού λόγου, ούτε ως διαρκής αποδόμηση και ανασύνθεσή του, αλλά ως δαιμονοποίησή του. Γιατί η ιδεολογία του “νέου κοινωνικού κέντρου” δεν εμπεδώνεται χωρίς αντίπαλο, πραγματικό ή φαντασιακό...
Όμως η συγγραφή και η διαχείριση της ιστορίας εμπίπτει στη σφαίρα της ιστορικής επιστήμης, ενώ η συστηματική μελέτη και αξιολόγηση των πολιτικών και κοινωνικών φαινομένων αφορά άλλες ειδικότητες. Περιορίζομαι λοιπόν στον οικείο μου χώρο, και από την όποια ενασχόλησή μου με τον εμφύλιο και τις αναθεωρήσεις του κρατάω ένα μόνο περιστατικό.
Προσφάτως, εξέδωσα το αφηγηματικό δοκίμιο Η Παρτίδα. Ένα παιχνίδι λογοτεχνίας και ιστορίας (εκδόσεις Βιβλιόραμα), ως απάντηση στην Ορθοκωστάτου Θανάση Βαλτινού. Εκεί κατέγραψα, με τους όρους και τα μέσα της λογοτεχνικής αφήγησης, τη μαρτυρία ενός συμπαθέστατου και καλλιεργημένου γέροντα, που μαζί με τη γυναίκα του είναι πια οι μοναδικοί κάτοικοι του χωριού Ρούβαλη-Νέα Χώρα. Συντοπίτης δηλαδή του Θανάση Βαλτινού ο συνομιλητής μου, όμως υπήρξε και κρατούμενος σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μάλιστα η στιγμή της σύλληψής του έχει περάσει και στις σελίδες της Ορθοκωστάς. Ο γέροντας λοιπόν μου δήλωσε πως, αφ’ ότου διάβασε την Ορθοκωστά, και ακολουθώντας μια παλιά συνήθεια, έκοψε την καλημέρα στον Θανάση Βαλτινό (Η παρτίδα, σ. 79).
Το περιστατικό δεν δηλώνει το αδύνατο κάθε σχετικού διαλόγου, ούτε επανεισάγει ενοχές, δια της προκλητικής ή υπόρρητης επίκλησης του δέους του «επιζώντος». Αυτή η κίνηση-λόγος του γέροντα, δηλαδή η προκείμενη αφήγηση αυτού του σύγχρονού μας προσώπου, με τη σαφήνειά της, αν θέλετε με το μεγαλείο της, υποδεικνύει και φωτίζει μια πραγματική αφετηρία της συζήτησης, περί του ’89 και των επακόλουθων. Μιας συζήτησης που μόλις τώρα ανοίγει και φυσικά αφορά το παρόν -όπως και το μέλλον.

Σημείωση
Το κείμενο αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μία επιστολή και μία δήλωση, που δημοσιεύθηκαν στις σελίδες των “Αναγνώσεων” της Αυγήςστις 16/1/2002:
Αγαπητέ κύριε Κάρη,
σε περισπούδαστο άρθρο του στην Κυριακάτικη Αυγήτης 28ης Νοεμβρίου, ο συνεργάτης σας κ. Κ. Βούλγαρης, συσχετίζοντας Φάντη με ρετσινόλαδο, παραθέτει τα εξής:
«Προσφάτως εξέδωσα το αφηγηματικό δοκίμιο Η Παρτίδα. Ένα παιχνίδι λογοτεχνίας και ιστορίας, ως απάντηση στην Ορθοκωστάτου Θανάση Βαλτινού. Εκεί κατέγραψα, με τους όρους και τα μέσα της λογοτεχνικής αφήγησης, την μαρτυρία ενός συμπαθέστατου και καλλιεργημένου γέροντα, που μαζί με τη γυναίκα του είναι πια μοναδικοί κάτοικοι του χωριού Ρούβαλι-Νέα Χώρα. Συντοπίτης δηλαδή του Θανάση Βαλτινού ο συνομιλητής μου, όμως υπήρξε και κρατούμενος σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μάλιστα η στιγμή της σύλληψής του έχει περάσει και στις σελίδες της Ορθοκωστάς. Ο γέροντας λοιπόν μου δήλωσε πως, αφ'ότου διάβασε την Ορθοκωστά, και ακολουθώντας μια παλιά συνήθεια, έκοψε την καλημέρα στον Θανάση Βαλτινό».
Θα περιοριστώ στο πραγματολογικό υλικό: στον τόπο μου γνωρίζω μερικά συμπαθέστατα γερόντια. Συμπαθέστατο καλλιεργημένο γέροντα, μοναδικό μάλιστα κάτοικο του χωριού Ρούβαλι -που σημειωτέον δεν είναι το χωριό μου-, δεν γνωρίζω κανέναν. Και πάντως κανέναν που να μου έχει κόψει την καλημέρα.
Κατά τον τρόπο που δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι, δεν μπορείς επίσης να κόψεις κάτι που δεν υπάρχει. Επειδή η εν λόγω "κατασκευή"έχει σαφώς δυσφημιστικό χαρακτήρα, παρακαλώ θερμά η επιστολή μου αυτή να δημοσιευτεί στις "Αναγνώσεις".
Φιλικά
Θανάσης Βαλτινός
ΥΓ.:
1.Εσωκλείω φωτοαντίγραφο του εν λόγω άρθρου.
2. Η σχετικά αργοπορημένη παρέμβασή μου οφείλεται σε, εξ αντικειμενικών λόγων -προσωρινών, ελπίζω- δυσκολία ενημέρωσης.
*
Ονομάζομαι Κυριάκος Λέγγουρδας. Μαζί με τη γυναίκα μου Μεταξία είμαστε πια σχεδόν οι μοναδικοί μόνιμοι κάτοικοι του χωριού Ρούβαλη-Νέα χώρα, το οποίο απέχει 1 Kmαπό του Καράτουλα, δηλαδή το χωριό του Θανάση Βαλτινού.
Υπήρξα κρατούμενος σε γερμανικό στρατόπεδο. Μάλιστα, η στιγμή της σύλληψής μου αναφέρεται στη σελίδα 262 της Ορθοκωστάς (εκδόσεις Άγρα), όπου και κατονομάζομαι. Αφ'ότου διάβασα το βιβλίο, έκοψα την καλημέρα στον Βαλτινό, όπως σωστά αναφέρει ο Κώστας Βούλγαρης.
Μετά τιμής
Κυριάκος Λέγγουρδας

Επίσης, στο φύλλο της Κυριακής, 23/2/2005, υπήρξε η ακόλουθη συνέχεια:

15 Φεβρουαρίου 2005
Αγαπητέ κύριε Κάρη,
γελάω συχνά με ιστορίες ψευδομαρτύρων, στο παλαιό Ειρηνοδικείο Τανίας και Δολιανών. Είχαν δημιουργήσει παράδοση. Για μισή οκά κρασί.
Την παράδοση αυτή αναβιώνουν ο “κριτικός λογοτεχνίας” κ. Κώστας Βούλγαρης με το «αφηγηματικό δοκίμιό» του και ο «συμπαθέστατος καλλιεργημένος γέροντας» κ. Κυριάκος Λέγγουρδας, με την δήλωσή του στην Αυγήτης 16.1.05, ότι μου έχει κόψει την καλημέρα. Για να το πω απερίφραστα: ψεύδονται και οι δύο, εν επιγνώσει.
Όχι μόνον στη σελίδα 262 που αναφέρουν – πουθενά στην Ορθοκωστάδεν γίνεται ο παραμικρός έστω υπαινιγμός, για τη στιγμή σύλληψης από τους Γερμανούς οποιουδήποτε Κυριάκου Λέγγουρδα. Πρόκειται για υπολογισμένη ανακρίβεια. Το όνομα τούτο χρησιμοποιείται εκεί ως επουσιώδες συγγραφικό βούλωμα. Θα μπορούσε να έχει υποκατασταθεί από κάποιο άλλο ή να έχει λείψει εντελώς, χωρίς να διαταραχθεί στο ελάχιστο το δραματικό φορτίο της αφήγησης.
Με την ευκαιρία: τον κ. Κυριάκο Λέγγουρδα έχω να τον δω παραπάνω από δεκαπέντε χρόνια. Τον θεωρούσα πεθαμένον. Χαίρομαι που, έστω και με αυτόν τον θλιβερό τρόπο, μαθαίνω ότι ακόμα ζει.
Είμαι βέβαιος ότι και η παρούσα επιστολή θα δημοσιευθεί στις “Αναγνώσεις”.
Φιλικά
Θανάσης Βαλτινός
Υ.Γ. 1: Εσωκλείω αντίγραφο της σελ. 262, έκδοση Άγρας.
2: Η κατ’ ανάγκη συμμετοχή μου σ’ αυτό το λογοτεχνικό πρωινάδικο σταματάει εδώ. Για τα ποινικά χαρακτηριστικά του, ωστόσο, επιφυλάσσομαι.
*
Μιας και ο Θανάσης Βαλτινός κάνει λόγο για γλαφυρές ιστορίες της περιοχής Τανίας και Δολιανών, παραθέτω μία, νομίζω πολλαπλώς ενδιαφέρουσα και δηλωτική, του πόνου των ανθρώπων και των πραγμάτων, που θα έλεγε και ο συμπατριώτης μας Κ.Γ.Καρυωτάκης. Περιλαμβάνεται στο προαναφερθέν βιβλίο μου, δηλαδή στο αφηγηματικό δοκίμιο Η παρτίδα. Ένα παιχνίδι λογοτεχνίας και ιστορίας (εκδόσεις Βιβλιόραμα):
«Υπάρχει κι ένα ανέκδοτο, χαρακτηριστικό μιας από τις νοοτροπίες της περιοχής, με ήρωα έναν φουκαρά που είχε το τοπικό πρακτορείο των εφημερίδων: δίνοντας μια μέρα στην αστυνομία την τακτική του αναφορά, σημείωσε και την πληροφορία ότι κάποιος κάτοικος αγόραζε την Αυγή. Έτσι, στην επόμενη κλήση του στο Τμήμα Χωροφυλακής, δια υπόθεσίν του, ο προοδευτικός κάτοικος βρέθηκε επιβαρυμένος και με αυτό το επιπλέον στοιχείο.
-Συγγνώμη κύριε Ενωματάρχα, αλλά δεν έρχεται η Αυγήστο πρακτορείο, απάντησε έκπληκτος.
-Δεν έρχεται; Ξαναρώτησε, επίσης έκπληκτος ο ενωματάρχης.
-Όχι, δεν έρχεται.
-Είσαι σίγουρος; Αλλά μάλλον θα είσαι. Αυτό δεν μπορώ να το αμφισβητήσω. Πάντως, θα το ελέγξω.
Το έλεγξε λοιπόν ο ενωματάρχης κι έκανε αυστηρές συστάσεις στον εφημεριδοπώλη:
-Από δω και πέρα οι πληροφορίες που δίνεις θα είναι ακριβείς. Κατάλαβες; Ακριβείς. Δεν θα με εκθέτεις εμένα. Αλλιώς θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί» (σελ. 102).
Πέραν αυτών όμως, νομίζω πως θα πρέπει, με κάποιο τρόπο, να προφυλαχθεί ο Θανάσης Βαλτινός, από την προφανή πια εμμονή του να αποκαθηλώσει το ίδιο το έργο του.
Γιατί το συγγραφικό corpusτου Βαλτινού παραμένει, και συνεχίζει να αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας, παρά το έκδηλο πολιτικό φορτίο του ή τις φθορές που εκ των υστέρων τού επιφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας.
Κώστας Βούλγαρης


Ποιος θυμάται τον Μιχαήλ Σόλοχοφ;

Της Ευγενίας ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ

Το ερώτημα ετέθη από τον Δημήτρη Γκιώνη, “Ποιος θυμάται τον Μ. Σόλοχοφ; Πού βρίσκεται άραγε -πιο σωστά, τι παράγει- η ρώσικη λογοτεχνία μετά την κατάρευση του σοσιαλισμού;” (Ελευθεροτυπία, 20/11/2004). Ερώτημα ενδεικτικό της άποψης ενός δυτικού για το πρόσωπο του Σόλοχοφ, μα και για τα τεκταινόμενα στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Θα έλεγα ότι πιο σωστή θα ήταν η ερώτηση, πώς θυμούνται τον Μιχαήλ Σόλοχοφ, στην πατρίδα του και στο εξωτερικό, 20 χρόνια μετά τον θάνατό του και 15 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.
Γιατί στη Ρωσία έχουν πάψει προ πολλού να παρουσιάζουν τον Μιχαήλ Σόλοχοφ ως τον μόνο σοβιετικό συγγραφέα που ήταν«ακραιφνής κομμουνιστής»και είχε«εντυπωσιακή εξέλιξη στην κομματική ιεραρχία»ή ως υπέρμαχο του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», όπως τον αποκαλεί ο Δ. Γκιώνης.
Τι παράξενα παιχνίδια παίζει η ζωή! Ο αρθρογράφος τον θεωρεί ως τον «μόνο ευνοούμενο του καθεστώτος»,από τους τέσσερις Νομπελίστες της πάλαι ποτέ υπερδύναμης (οι άλλοι τρεις ήταν ο Πάστερνακ, ο Σολτζενίτσιν και ο ήδη εκπατρισμένος Μπρόντσκι), όμως αρκετοί δυτικοί κριτικοί λογοτεχνίας μόνο τον Σόλοχοφ έχουν συγκρίνει με τον Τολστόι και μάλιστα το βιβλίο του Ήρεμος Ντόνμε το τολστοϊκό έπος Πόλεμος και Ειρήνη. Ενώ σήμερα, που δεν υπάρχει πια η περιβόητη σοβιετική λογοκρισία και η αστυνομική μπότα πάνω από κάθε επίσημη και ανεπίσημη γνώμη, στην πατρίδα του ο Δόκτορ Ζιβάγκοτου Πάστερνακ αμφισβητείται από πολλούς ως πραγματικό λογοτεχνικό αριστούργημα.
Όμως, «Τι μπορεί να λέει σήμερα το έργο του Σόλοχοφ, κατ΄ αρχάς στους συμπατριώτες του, γιατί για το υπόλοιπο κόσμο είναι μάλλον ξεχασμένος»,αναρωτιέται και ισχυρίζεται μαζί ο Δ. Γκιώνης, βάζοντας κι εμένα στη σκέψη και τον πειρασμό να προσπαθήσω να απαντήσω στην ερώτηση.
Είκοσι χρόνια μετά το θάνατό του, τον Σόλοχοφ τον θυμούνται πολύ στην πατρίδα του. Το 2000, στην 95η επέτειο της γέννησής του, ευγνώμονες αναγνώστες και συμπατριώτες του αποφάσισαν να στήσουν μνημείο στη γενέτειρά του, και το έκαναν με πλούσιες εκδηλώσεις προς τιμή του συγγραφέα, προκαλώντας τη σχετική δυσαρέσκεια του Υπουργείου Πολιτισμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που είχε σκοπό να στήσει το 2005, για λογαριασμό της πολιτείας, μια μεγάλη προτομή του Σόλοχοφ με αφορμή των 100 χρόνων από τη γέννησή του και να συνδυάσει τα αποκαλυπτήρια με πανρωσικές εκδηλώσεις. Παρ΄ όλο που οι εποχές έχουν αλλάξει...
Όμως τον θυμούνται και στα λαϊκά ανέκδοτα. Για παράδειγμα ένα, που μαρτυρεί, πόσο “ακραιφνής κομμουνιστής” ήταν:
Στον πόλεμο του ‘41 ο Στάλιν κάλεσε τον Σόλοχοφ στο γραφείο του και του είπε:
-Διάβασα την Ξεχερσωμένη γησου και μου άρεσε πολύ. Γιατί να μη γράψεις, λέω, και μια σειρά άρθρων με θέμα “Όταν ο εχθρός, ας πούμε, δεν παραδίδεται, τον, ας πούμε, εξοντώνουμε”;
-Φοβάμαι πως δε θα τα καταφέρω... Η υγεία μου χειροτέρεψε.
-Θα σε βοηθήσουμε. Θα σε στείλουμε στη Γεωργία, θα πιεις κρασάκι, θα φας σταφύλι...
-Επιτρέψτε μου τότε να αποχαιρετήσω την οικογένειά μου.
-Γιατί αυτό;
-Για την περίπτωση που δε θα βγει καλό το άρθρο...
Τον Σόλοχοφ δεν τον θυμούνται μόνο, αλλά συνεχίζουν να τον διαβάζουν. Αυτό μαρτυρούν και οι αριθμοί: τα τελευταία χρόνια στην πρώην ΕΣΣΔ έχει εκδοθεί πάνω από 1000 φορές, σχεδόν σε 90 γλώσσες. Μόνο στη ρωσική γλώσσα τα βιβλία του έκαναν 500 εκδόσεις. Το συνολικό τιράζ είναι 100 εκατομμύρια αντίτυπα. Ενώ οι 1000 εκδόσεις του Σόλοχοφ στο εξωτερικό ακυρώνουν επίσης τον ισχυρισμό ότι «για τον υπόλοιπο κόσμο είναι μάλλον ξεχασμένος».
Το ενδιαφέρον για τη ζωή και κατ΄ επέκταση το έργο του παραμένει αμείωτο, είκοσι χρόνια από το θάνατό του. Το 1995 στις εκδόσεις “Λιμπέρια” τυπώνεται το βιβλίο του Βαλεντίν Οσιπόφ Η κρυφή ζωή του Μιχαήλ Σόλοχοφ. Ακόμα και το 2002,  αποσπάσματά του δημοσιεύονται και συζητούνται έντονα, π.χ. στην Εφημερίδα των δασκάλων, όπου ένας αρθρογράφος, καθηγητής Λυκείου, μεταξύ άλλων σχολιάζει: «Μας ενδιαφέρει και παραμικρή λεπτομέρεια που αφορά τον Σόλοχοφ, ιδιαίτερα σήμερα, που για λόγους πολιτικής, από το σχολικό πρόγραμμα έχει αφαιρεθεί η περίφημη Ξεχερσωμένη γη». Στο βιβλίο πράγματι αφθονούν γεγονότα άγνωστα στο ευρύτερο κοινό. Θα αναφερθώ μονάχα σε μερικά, που μαρτυρούν πόσο “αφοσιωμένος του Στάλιν”και πόσο ακραιφνής υποστηρικτής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού ήταν.
Για έναν σοβιετικό συγγραφέα, η σχέση του με την εξουσία δεν αποτελούσε ποτέ ρητορικό ζήτημα, αλλά πάντα ήταν και παραμένει θέμα αρχής. Και σ΄ αυτή την περίπτωση τα “συν” και τα “πλην” είναι συνήθως εντελώς εικονικά, όπως στην περίπτωση του Σόλοχοφ, ο οποίος ήταν ένας από τους μετρημένους στα δάκτυλα ανθρώπους, που έλεγε (και έγραφε) στον Στάλιν την αλήθεια. Στο πρώτο Φόρουμ των Σοβιετικών συγγραφέων η πίεση που ασκήθηκε στους συγγραφείς ήταν τόσο αφόρητη, που και ο Πάστερνακ και ο Μάντελσταμ συμμορφώθηκαν και αφιέρωσαν τα ποιήματά τους στον πατερούλη των λαών, ο Μπουλγκάκοφ λύγισε, ενώ ο μεγάλος συγγραφέας Αλεξέι Τολστόι (ο “σοβετικός κόμης”, όπως τον αποκαλούσαν) ξεκίνησε την περίφημη τριλογία του Περιπλάνηση στα βάσανα, αφιερωμένη στον εμφύλιο πόλεμο. «Και μόνο ο Σόλοχοφ δεν ανταπέδωσε στον Στάλιν την αυτοκρατορική του χειραψία», αναφέρει το εν λόγω βιβλίο.
Στον Ήρεμο Ντον,  στην πρώτη του εκδοχή που βραβεύθηκε με απόφαση του ίδιου του Στάλιν, δεν υπάρχει ούτε ένα σημείο που να αναφέρει το όνομά του. Ενώ ο άλλος Νομπελίστας, ο Σολζενίτσιν, πυροδότησε τις φήμες (και πολυετείς έρευνες) πως το μυθιστόρημα Ήρεμος Ντονδεν ήταν γραμμένο από τον Σόλοχοφ, αλλά από έναν Καζάκο, και πως ο Σόλοχοφ κοινώς έκλεψε τα γραπτά του. Το θέμα έκλεισε οριστικά στη δεκαετία του ‘90, όταν αποδείχθηκε πως το μυθιστόρημα ανήκει στον Σόλοχοφ και μόνο σ΄ αυτόν.
Τα αρχεία της ΚαΓκεΜπε που άνοιξαν τα συρτάρια τους για πάσα έρευνα, αποκάλυψαν έναν αληθινό θησαυρό: πλήθος πληροφοριών, όχι μόνο για το συγγραφικό έργο αλλά και για τη προσωπικότητα του Σόλοχοφ. Τα ντοκουμέντα μαρτυρούν, για παράδειγμα, πως ο συγγραφέας αρνήθηκε πολλές φορές τις προτάσεις του ίδιου του Στάλιν να γράψει πανηγυρικά θεατρικά έργα, και μυθιστορήματα που θα μπορούσαν να τον καταστήσουν μοναδικό ίνδαλμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, στην εκδοχή του Δημήτρη Ραυτόπουλου, όπως αυτή παρατίθεται προλογικά στο άρθρο του Δ. Γκιώνη: «τελική νίκη των καλών επί των σαμποτέρ, ενθουσιώδες ξεπέρασμα του “πλάνου”, χαμόγελο ως τ΄ αυτιά και σεξουαλική αγνότητα ως τον καθυστερημένο γάμο, άνευ αυνανισμού».
Ο Σόλοχοφ αντιδρούσε -γραπτώς και προσωπικά!- στον Στάλιν για τις συλλήψεις αθώων (μερικές φορές αποτελεσματικά), ενώ το 1937 – την πιο φονική χρονιά του σταλινικού καθεστώτος- όταν η εφημερίδα Λιτερατούρναγια Γκαζέτα, επίσημο όργανο της σοβιετικής ιντελιγκέντσιας, δημοσίευσε την ομαδική επιστολή των σοβιετικών συγγραφέων, με τίτλο “Κατάσκοποι και φονιάδες” και την απαίτηση να συνεχιστεί η εξόντωση των εχθρών του λαού, την κοσμούσαν οι υπογραφές των επιφανέστερων, με παγκόσμια φήμη, Α. Τολστόι, Φαντέγιεφ, Μαρσάκ, Ολέσα... Όμως η υπογραφή του Σόλοχοφ έλαμψε δια της απουσία της.
Από το 1934 και μέχρι τις αρχές του πολέμου το 1941, οπότε ο Σόλοχοφ έφυγε για το μέτωπο ως πολεμικός ανταποκριτής, κανένα του έργο δεν είδε το φως της δημοσιότητας. Ο Σόλοχοφ έγραφε “στο συρτάρι”, επιλέγοντας συνειδητά τη σιωπή και... το ποτό.
-Έχω ακούσει ότι πίνετε περισσότερο, σύντροφε Σόλοχοφ, του παρατήρησε κάποια στιγμή ο Στάλιν.
–Περισσότερο από ποιον; απάντησε ο Σόλοχοφ...
Αλλά και μετά τον πόλεμο, ως το θάνατό του από καρκίνο το 1984, έχει γράψει απελπιστικά λίγα πράγματα, γεγονός που επέτρεψε σε έναν αμερικανό κριτικό λογοτεχνίας να δηλώσει, ότι γι΄ αυτό το λόγο ο Σόλοχοφ δεν μπορεί να θεωρηθεί κλασικός συγγραφέας του 20ού αιώνα...
Ναι, ο Σόλοχοφ δεν συνελήφθη, ούτε φυλακίστηκε ποτέ. Μα αυτό το γεγονός δεν αποδεικνύει τη στενή φιλία του με το καθεστώς: ούτε ο Πάστερνακ φυλακίστηκε, ούτε η Αχμάτοβα. Η τρομοκρατία ήταν πιο εκλεπτυσμένη για τους συγγραφείς, παρ’ ότι ο συγγενικός και φιλικός περίγυρος του Σόλοχοφ πήγε στα κάτεργα, τις περισσότερες φορές δίχως επιστροφή. Τα αρχεία μαρτυρούν πως η σύλληψη του Σόλοχοφ είχε αποφασιστεί αρκετές φορές, κάποιες ύστερα από απαίτηση των συναδέλφων του, που ξεσήκωναν κύματα “διαμαρτυριών” εναντίον του στον Τύπο. Μια φορά –χάρη σε ελαφρύ νεύμα μιας άγνωστής του νοσοκόμας– ο Σόλοχοφ απέφυγε μια περιττή, και φονική εγχείρηση σκωληκοειδίτιδος (ένα από τα συνηθισμένα κόλπα του σταλινικού καθεστώτος).
Κάτι πρέπει να λέει και το γεγονός, πως από το 1924 μέχρι τον θάνατό του, 60 ολόκληρα χρόνια, ο Σόλοχοφ έζησε στο χωριό που γεννήθηκε, σ΄ ένα σπίτι που δεν διέφερε σε τίποτα απ’ αυτά των συγχωριανών του. Λίγο παράξενο για ένα μέλος του Ανωτάτου Σοβιέτ, της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ και της Ακαδημίας των Επιστημών της ΕΣΣΔ.
Τον Σόλοχοφ τον θυμούνται και τον διαβάζουν. Και ακόμα, βλέπουν τις κινηματογραφικές ταινίες που βασίζονται στα βιβλία του. Στη μοναδική ίσως γιορτή που άντεξε στο χρόνο και τις καταστάσεις στην πρώην ΕΣΣΔ, στη γιορτή της 9ης Μαΐου, της νίκης επί του φασισμού, η ταινία Η μοίρα του ανθρώπου,με τον Σ. Μπονταρτσούκ στο βασικό ρόλο (ο ίδιος που με την ίδια δύναμη έπαιξε τον Πιερ Μπεζούχοφ στο επικό Πόλεμος και Ειρήνη), παραμένει μια από τις δημοφιλέστερες. Μπορεί ο Σόλοχοφ να μην έγραψε πολλά, αλλά στην περίπτωσή του αρκούν ο Ήρεμος Ντονκαι Η μοίρα του ανθρώπουγια να μην ξεχαστεί: δύο πόλεμοι, εμφύλιος και αντιφασιστικός, δύο έπη. Δύο σταθμοί στην ιστορία του 1/6 του πλανήτη μας.
Αλήθεια, όμως, «τι μπορούν να λένε σήμερα τα έργα του Σόλοχοφ στους συμπατριώτες του;», αναρωτιέται ο Δημήτρης Γκιώνης.Και στον κόσμο ολόκληρο, θα πρόσθετα εγώ.
Το μνημείο που στήθηκε το 2000 στην πατρίδα του, δείχνει τον συγγραφέα στην ηλικία που βρίσκεται και στη φωτογραφία, η οποία συνοδεύει το άρθρο του Δ. Γκιώνη. Λέγεται, όμως, ότι πολλούς κρατικούς παράγοντες δυσανασχέτησε το γεγονός, πως ο Σόλοχοφ κρατάει στο χέρι του ένα τσιγάρο. Αποφασίστηκε λοιπόν να το αφαιρέσουν και να βάλουν κάποιο άλλο αντικείμενο στη θέση του. Όμως το κασκέτο το απέρριψαν, για να μη θυμίζει τα αγάλματα του Λένιν, την εφημερίδα επίσης, για λόγους κατανοητούς μόνο στους κατοίκους της πρώην ΕΣΣΔ, που επί δεκαετίες είχαν έλλειψη χαρτιού υγείας. Σκέφθηκαν λοιπόν να βάλουν στο χέρι του συγγραφέα ένα βιβλίο.
Ποιο βιβλίο, λέτε να είναι αυτό; Εγώ θα πρότεινα, Ο Ήρεμος Ντον.


Οι πολλαπλοί χρόνοι της ιστορίας

Της Λίζυς Τσιριμώκου

Eίμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας
Aνδρέας Eμπειρίκος, Yψικάμινος

Γνωρίζουμε προ πολλού τη διάκριση ανάμεσα στη συμβαντολογική, συγκυριακή ιστορία και στην ιστορία που αυτοπροσδιορίζεται ως “πρόβλημα”, που αναστοχάζεται δηλαδή τις γενικές προϋποθέσεις της, τείνει μάλλον προς τη διερεύνηση της μακράς διάρκειας και επιχειρεί τον ιδιόμορφο συγκερασμό του συγχρονικού και του διαχρονικού. Στη δεύτερη περίπτωση η ιστορία δεν είναι επιστήμη αποκλειστικά του παρελθόντος, απλή χρονολόγηση και ταξιθέτηση των γεγονότων, αλλά διερωτώντας τις ιστορικές αλλαγές, και κυρίως την επανάληψη μέσαστην αλλαγή, μπορεί να ενσωματώνει το παρελθόν στο μέλλον∙ τούτο σημαίνει ότι μπορεί να διατυπώνει προγνώσεις εξελέγχοντας τις διαγνώσεις, να αναπροσανατολίζει τον ορίζοντα προσδοκιών, χωρίς καμιά σωτηριολογική είτε προφητική διάσταση ή προσφυγή σε μια ατέρμονη κυκλικότητα. H φιλοσοφία της ιστορίας προικίζει τους Nεότερους Xρόνους, στους οποίους ακόμη ανήκουμε, με ένα νέο μέλλον, με μια συνείδηση του χρόνου που επενδύει πολλά τόσο στην έννοια της προόδου όσο και στη δυναμική του παρελθόντος με το οποίο μπορεί κανείς να “πειραματίζεται”, να το διαχειρίζεται ή και να το αναθεωρεί, ακριβώς επειδή αυτό εμπεριέχει ένα στοιχείο ελευσόμενο, μη πραγματοποιημένο, αστάθμητο και μη υπολογίσιμο παρά εκ των υστέρων. Προβαίνω σε πρόγνωση σημαίνει ότι δυνητικά αλλάζω ήδη την κατάσταση, άρα η πρόγνωση, αναφερόμενη σε συμβάντα των οποίων προοικονομεί και επικαιροποιεί τη νεοτερικότητα, γίνεται συνειδητός παράγοντας της πολιτικής πράξης. Mε αυτή την έννοια, είναι ίσως σημαντικότερο να στοχάζομαι το μέλλον παρά το παρόν. O διαρκώς επιταχυνόμενος ρυθμός της ζωής, ιδίως στην τεχνοκρατική εποχή μας, συρρικνώνει υπέρμετρα το παρόν σε βαθμό που αυτό δύσκολα συμπίπτει με τη ζώσα εμπειρία: το τώρα αποτελεί τάχιστα το χθες της αύριον. Aμφισβητείται λοιπόν ευθέως η μοναδική και ευθύγραμμη πορεία του ιστορικού χρόνου, αν αυτή η έννοια σημαίνει κάτι: οι χρόνοι της ιστορίας (των κοινωνικών και πολιτικών συνόλων, των θεσμών, των νοοτροπιών, των συγκεκριμένων ανθρώπων) είναι πολλαπλοί και αλληλοϋπερκείμενοι, ακολουθούν προσίδιους ρυθμούς, άλλοτε επιτάχυνσης, άλλοτε επιβράδυνσης. Kάθε φορά προκύπτει το ερώτημα πώς, σε μια συγκεκριμένη περίσταση, υλοποιήθηκαν οι εμπειρίες του παρελθόντος, πώς προσδοκίες, ελπίδες, προγνώσεις που παρέπεμπαν σε ένα μέλλον, βρήκαν τρόπους έκφρασης. Πώς δηλαδή, σε κάθε παρόν, συνδυάστηκαν οι χρονικές διαστάσεις του παρελθόντος και του μέλλοντος. Eκεί, σε ένα παρελθόν μέλλον, ή για να μιλήσουμε με όρους ανθρωπολογικούς, ανάμεσα στην (ιστορική) εμπειρία και στην (ιστορική) προσδοκία, διακυβεύεται η υπόσταση αυτού που θα αποκαλούσαμε “ιστορικός χρόνος”.. Eκεί κάπου θα πρέπει να εντάξουμε και το σημαδιακό 1989, νομοτελειακά αναμενόμενο για ορισμένους, εντελώς απρόβλεπτο, αστάθμητο και συγκυριακό για άλλους. Πριν προχωρήσουμε όμως στη σχέση αυτού του χρονικού σταθμού με τα της λογοτεχνίας, ας υπενθυμήσουμε ότι “μετά το 1989”ακολουθεί και άλλη κοσμοϊστορική χρονία, η 11. 9. 2001, που στην ήδη ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα εισάγει θεαματικά και τον κατεξοχήν παράγοντα του απρόβλεπτου, την τρομοκρατία.
Tο ζήτημα της διαπλοκής ιστορίας/λογοτεχνίας έχει επίσης παλαιόθεν τεθεί και επανατίθεται συνεχώς με άλλους όρους. Aς πούμε χονδρικά ότι απαιτούμε ή αναμένουμε την αληθοέπειααπό την ιστορία και την αληθοφάνειααπό τη λογοτεχνία, την τεκμηριωμένη βεβαιότητα της πρώτης, την έντεχνη επινόηση, την ποιητικήτης δεύτερης. Res factae και res fictae: η χωροθέτηση των δύο επικρατειών μοιάζει σαφής και συναινετική. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι τα δεδομένα αυτά έχουν επίσης αλλάξει, με διεργασίες και σύντονες έρευνες τόσο στο χώρο της (θεωρίας της) ιστορίας και της (θεωρίας της) λογοτεχνίας όσο και στο χώρο της γλωσσολογίας που λειτουργεί επικαθοριστικά για αμφότερες τις προηγούμενες, δεδομένου ότι γίνεται λόγος για αφηγήσεις, ιστορικές ή λογοτεχνικές, υποκείμενες σε κοινούς γραμματικούςχρόνους, την άλληλουχία των οποίων οφείλουν να σέβονται ή και, ενίοτε, να ανατρέπουν. Aποτελεί η “ασέβεια του ιστορικού” μεγαλύτερο παράπτωμα από την ασέβεια του λογοτέχνη; Eνδεχομένως το ιδιότροπο, το απρόβλεπτο, η ξενότητα, να είναι αναγκαία συνθήκη για το λογοτεχνικό αφήγημα –αυτό πρεσβεύουν οι παντοειδείς θεωρίες της λογοτεχνίας∙ γνωρίζουμε, πάντως, και ιστοριογραφικά δείγματα εξίσου τολμηρά και ανατρεπτικά, που ανανέωσαν ριζοσπαστικά την εκφορά του ιστορικού λόγου. Mπορούμε, λοιπόν, να μιλάμε για “ιστορικότροπη λογοτεχνία” και, ούτως ειπείν, “λογοτεχνίζουσα ιστορία”; Θεωρώ ότι ο όρος “ιστορική ποιητική” καλύπτει επαρκώς το θέμα, μολονότι χρειάζεται αρκετές περαιτέρω διευκρινήσεις που δεν είναι της παρούσης.
Tο ζητούμενο, ωστόσο, παραμένει ανοικτό: το '89 επηρέασε την ιστορική ποιητική; Έτσι διατυπωμένο το ερώτημα φαίνεται να προϋποθέτει την υπεροχή του ιστορικού συμβάντος έναντι της λογοτεχνικής γραφής. Τα κείμενα όμως ενέχουν μια προσίδια έγχρονη διάσταση, μια ιστορική λογοτεχνικότητα που δεν συναρτάται ευθέως με τον ημερολογιακό χρόνο. Δεν διακρίνω λοιπόν, προσώρας, καμιά πρωτότυπη στροφή στη λογοτεχνία της τελευταίας δεκαπενταετίας, μετά το 1989: εννοώ κείμενα αυθεντικά καινοτόμα, που να πείθουν ότι η γενετική αρχή τους, η λογική τους ακολουθία ερείδονται σε αυτό το ιστορικό συμβάν. Πιστεύω όμως ότι “μετά το '89”νομιμοποιούμαστε πλέον εντελώς να επανεκτιμήσουμε κείμενα που μας έδωσαν μια πρόγευση των συνεπειών άλλων σημαδιακών χρονολογιών, όπως του 1956 (Βουδαπέστη) ή του 1968 (Πράγα). Kαι, για πολλοστή φορά, θα αναφερθώ στο Kιβώτιοτου Aλεξάνδρου, το οποίο ακόμη και ο Φίλιππος Hλιού εν έτει 1998 (σε εκδήλωση του Γαλλικού Iνστιτούτου για τα 20χρονα από τον θάνατο του συγγραφέα) δεν δίστασε να το αποκαλέσει «βιβλίο αντιδραστικό» (δεν ήταν, άλλωστε, ο μόνος), αν και σήμερα πλέον ομολογείται ανοικτά και ανεπιφύλακτα ότι «το κιβώτιο ήταν άδειο πριν γκρεμιστεί το τείχος του Bερολίνου». Σπάνια συμπίπτει σε κείμενο αυτός ο συγκερασμός παρελθόντος/μέλλοντος, τον οποίο ακροθιγώς αναφέραμε, αυτή η διαπλοκή της βιωμένης εμπειρίας με την (προ)βιωμένη αναμονή. Aν, λοιπόν, “μετά το '89”έχουμε ένα κεκτημένο, αυτό είναι η νέα ματιά, διαμορφωμένη από τις νέες ιστορικές συνθήκες, με την οποία οφείλουμενα προσεγγίσουμε εκ των υστέρων, να επανακρίνουμε μείζονα κείμενα φορτωμένα με στρατευμένη ιστορικότητα, όπως η «τριλογία» του Tσίρκα, λόγου χάριν, η πρόζα του Xατζή, η ποίηση του Pίτσου, για να μείνουμε στα καθ'ημάς.
Όσο για το ίδιο το '89, την τραγωδία ή τη φάρσα του (εξαρτάται από την οπτική γωνία που το βλέπει κανείς), νομίζω ότι αποτυπώθηκε καλά σε μια κινηματογραφική γερμανική ταινία του 2003, το Good bye Lenin: εδώ, φαίνεται ακριβώς το αδιέξοδο που προκαλεί η σύγχυση των ρυθμών και των χρόνων, η αγκίστρωση στο παρελθόν εν μέσω ενός κόσμου που αλλάζει ραγδαία και με αστρικές ταχύτητες. Kάτι ανάλογο, τηρουμένων των αναλογιών, και με λιγότερο ιλαροτραγικό τρόπο, είχε επιχειρήσει και ο Xατζής με Tο τέλος της μικρής μας πόλης (1953) στη δική μας παράδοση. Aυτή την παράδοση κειμένων (ιστορικών και λογοτεχνικών) επείγει να επανεξετάσουμε, προκειμένου να σταθμίσουμε το γλίσχρο παρόν και να προετοιμάσουμε, κατά το δυνατόν, το άδηλο μέλλον.


Το ύψος, ύφος και το τείχος

Του Αλέξανδρου Αργυρίου

Εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίεργο, πώς ήταν δυνατόν η πτώση ενός τείχους, οποιουδήποτε πλάτους, ύψους και χιλιομέτρων, μικρότερου πάντως της Ιεριχούς, να συνεπιφέρει την πτώση μιας αυτοκρατορίας, η οποία εκόμιζε «τόσα οράματα σωμού» που θα έλεγε ο Βάρναλης. Εκ δευτέρας, η εύλογη απορία δεν ανέχεται πρόχειρες, αβασάνιστες και χολερικές απαντήσεις. Πρέπει να τεθεί ως πρόβλημα σε εμβριθή πανεπιστημιακά σεμινάρια, όσο η άκρη του νήματος θα παραμένει ζητούμενη. Αυτής άλλωστε της γνώμης είναι και η κυρία Άρτεμις, όπως θα έλεγε και ο Νικόλαος Εγγονόπουλος.
Επίσης το να «χαίρεσαι δια την πτώσιν» είναι κι αυτό μια στάση, νιώθεται, που θα έλεγε και ο Καβάφης. Αλλά το να θεωρείς “αυτονόητο” –όρος προσφιλής στους μαθητές του Στάλιν, δημοφιλής πάντως και σε αντισταλινικούς, άρα: διαταξικός– ότι, ως λογικώς εξάγεται, σταματά ο βίος της ιστορίας– της οποίας, όπως λένε ότι υποστήριζε ο Μαρξ, “η βίαήταν η μαμή της”– είναι σαν να φτάσαμε στα χρόνια που εφευρέθηκε η κατάργηση της επιστημοφανούς λογιστικής. Ο Σεφέρης θα το έλεγε με την επαγγελματική του εμπειρία σε διπλωματική γλώσσα: «υπέρογκο».
Αλλά τι άραγε συμβόλιζε το 1889 το τείχος και τι επισημοποιούσε η κατασκευή του το 1961; Ιδού το μέγα ερώτημα. Ισχυρίζομαι, με μόλις αποκρυπτόμενη εμπάθεια, ότι, άμα τη εμφανίσει της ιδέας (κατά Πλάτωνα) του φαινομένου, το είχε κατονομάσει, με τη γνωστή του βραχυλογία, ο αείμνηστος Τσώρτσιλ, μιλώντας σε αμερικανικό πανεπιστήμιου περί: «σιδηρού παραπετάσματος», και μη προς κακοφανισμό μας. Η αφηρημένη, στο 1945, αυτή έννοια, εκφρασμένη μετά τη Συνδιάσκεψη του Πότσδαμ (καλοκαίρι του 1945), λειτουργούσε έκτοτε με αγαθή σύμπνοια εν τη πράξει, εξ αμφοτέρων των πλευρών, επαληθεύοντάς την.
Το όραμα–αν αυτό είναι το ζητούμενο που πάση θυσία οι εξ ευωνύμων συμπορευόμενοι ήθελαν να διασωθεί– έμπαζε νερά εκ του πολυυμνηθέντος υδατοφράκτου του Δνειπέρου από το 1930 περίπου, όπως (εκτός των άλλων) διαπίστωνε στο δεύτερο ταξίδι του στη Σοβιετική Ένωση ο γάλλος προτεστάντης Αντρέ Ζιντ ή ο κατακαημένος ελληνορουμάνος Παναΐτ Ιστράτι, που είχε ανακαλύψει ο Ρομαίν Ρολλάν σε νοσοκομείο των Παρισίων. Και αν δεν επενέβαινε ο Χίτλερ, που η επεκτατική του βούληση (τύπου ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) κατατρόμαξε και τους αστούς, το τραυματισμένο ήδη ”όραμα“ συρράφτηκε προχείρως και μεταλλαγμένο σε πατριωτικές συνδηλώσειςστον ανελέητο πόλεμο, υπό τις ευλογίες του Πατριάρχη της Μόσχας, όστις ευλόγησε τα «ρωσικά» –τονίζω– όπλα, επιζούσε μεταπολεμικώς προ ενός “δύσμορφου καπιταλισμού”, ο οποίος πάντως απεδείχθη ευφυέστερος από τους μετά Χριστόν προφήτες που κάθε τόσο ανάγγελλαν την πτώση του από οικονομική κρίση. Ο θάνατος του Στάλιν, που θρήνησαν ο Ρίτσος και ο Λειβαδίτης, στα καθ’ ημάς –χωρίς κανείς ημέτερος να ενοχληθεί, διότι εξέφραζαν το κοινό αίσθημα– δεν έφερε το κενό (που γενικώς μισεί η φύσις), αλλά καλλιέργησε δυσανάγνωστα αινίγματα. Όταν ο επικρατήσας των διαδόχων Κρούστσεφ ετάραξε τα λιμνάζοντα χωρικά ύδατα στο Εικοστό Συνέδριο με καταγγελίες επί τέσσερις ώρες των πράξεων του Στάλιν, ο Ζαν Πωλ Σάρτρ, με δυσκόλως αποκρυπτομένη αισιοδοξία, ήλπιζε ότι «η αποσταλινοποίηση θα αποσταλινοποιήσει τους αποσταλινοποιούς». Η κίβδηλη όμως αυτή “αναθεώρηση” και η προσωποποίηση του “κακού” –που αθώωνε τους συνυπεύθυνους–, όπως και τα περί “συνύπαρξης” φληναφήματα, δεν κράτησαν παρά όσον η ζωή ενός ρόδου. Και ο υπέρβαρος Κρούστσεφ, μετ’ ολίγον, ούτε γάτος ούτε ζημιά, συνταξιοδοτήθηκε ως κοινός πολίτης, για να περάσει ως λήμμα πέντε αράδων στην επόμενη έκδοση της Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας. Εν τούτοις ο θάνατος του Μπάυρον στο Μεσολόγγι, που έλεγε ο ποιητής Ιάσων Δεπούντης, χρονολογείται από τότε που απονεμήθηκε στον διάδοχο Μπρέσνιεφ το «Βραβείο Λένιν» για το λογοτεχνικό του έργο. Το δράμα μετατράπηκε σε μπουφόνικη κωμωδία και το καθεστώς σάπιζε με ακαταμάχητη νομοτέλεια.
Ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, ή μόνον έτσι, αν μάλιστα το μεταφέρομε στο μερικώς (δι’ αυτών) φωτιζόμενο «εποικοδόμημα», δεν το αμφισβητώ. Είναι καταφανώς η καρικατούρα τους. Όμως, όπως και να τα περιγράψεις και να τα περιφέρεις, τα πολύ γενικά, και μάλιστα επιλεκτικώς υπογραμμιζόμενα, δεν είναι αρκούντως πειστικά. Το δάσος κρύβει ακόμη και ένα κυπαρίσσι. Να το δούμε, αφού εγκυμονεί τις δικές του αλήθειες που έχουν τη δική τους αξιοπιστία. Πάμε λοιπόν στα καθ’ ημάς που έχομε προσλάβει, τουλάχιστον οι έχοντες ποιάν τινά ηλικίαν.
Ο Μιχάλης Κατσαρός (που για τυχαίους λόγους βρισκόταν στο απυρόβλητο, όχι οικονομικώς) το 1947, μετά την πρώτη ήττα, θρηνούσε τον Γιώργη Σιάντο, και το 1953, μετά τη δεύτερη ήττα, ξεσπάθωνε «κατά Σαδδουκαίων, Ρωμαίων υπαλλήλων» που διεκπεραίωναν το πλαστογραφημένο όραμα, οι οποίοι, απτόητοι, κατηγορούσαν τους φορμαλιστέςκαι παρακμίες:“επί λιποταξία”,καθ’ ην στιγμήν η (επική) εποχή απαιτούσε θούρια, αυτός (ο Κατσαρός θυμίζω:) αναλάμβανε να μαζέψει τους σκόρπιους σπόρους «για μια καινούρια μακρινή» του «ανάσταση», μιλώντας επί κενών καθισμάτων.
Ο Άρης Αλέξάνδρου, έχοντας πληρώσει αρκετό μέρος του τιμήματος μιας υποταγής στο όραμα, και συγχρόνως εισπράξει τη λογική της παραεξουσίας που ασκούσαν οι εκλεκτοί και μη εκλεγμένοι στρατοπεδάρχες των στρατοπέδων –ως πιστά αντίγραφα μιας νοοτροπίαςπου αλληθώριζε με συγκινητική αφοσίωση προς το επιβλητικό και μακιαβελικόκέντρο– αυτός (ο Αλεξάνδρου θυμίζω) υποστήριζε ότι «από διαλεχτική το μάθαμε καλά. Όλα είναι περιβάλλον». Σοβαροφανής και περιστασιακός κριτικός της (νομιμόφρονης, επί του εδάφους της) Αριστεράς, επιφύλαξε εις εαυτόν το ρόλο του ερμηνευτή των γραφών, διαφωτίζοντας τον ποιητή ότι (διάβολε) η διαλεκτική δεν είναι μόνο αυτό, ανίκανος να αναγνωρίσει την ειρωνεία που διέτρεχε όλο το ποίημα, καθώς, μεταξύ άλλων, ο Αλεξάνδρου πληροφορούσετον Μαγιακόφσκυ να μην ανησυχεί διότι: «Μάθε πως είμαστε καλά κ’ είσαι μεγάλος ποιητής […] Το είπε κι ο Στάλιν». Ελεγχόταν ήδη τι το περιεχόμενο του Κιβωτίου.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, χωρίς προκλητικά σχήματα, και πριν από την “περιπέτειά του” –για να το πω κομψά– σε διάκριση με τον Αλέξάνδρου και τον Κατσαρό, όταν τότε ακόμη εκείνοι –υπάκουοι ανιδιοτελώς στο γενικό ψυχοσωτήριο συναίσθημα– έγραφαν άσματα κατά τες “συνταγές της Αντίστασης” για να πάρουν κουράγιο οι νικημένοι στρατιώτες, αν τους υποθέσομε αναγνώστες ποιημάτων, αυτός (Αναγνωστάκης θυμίζω) με το σκουλήκι της αμφιβολίας, ως λαθραναγνώστης των φαινομένων, κατέφευγε σε ένα λόγο “παρακμιακό” –όπως ορθά ερμήνευε ο Κώστας Κουλουφάκος– με τη γνώση φτασμένη υποδορίως στην απόγνωση –καλή ώρα σαν τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, βάλε και τον Βάρναλη του 1928, το αναγνώριζε κριτικός τις–, ενώ κουβαλούσε αγόγγυστα τα βάρη μιας αφοσίωσης στην περί ής ο λόγος αναλφάβητης –επί τω ευλαβές– πολιτικής.
Είχαν βουλιάξει πολλά καράβια, όταν σταμάτησαν οι υμνητικοί τόνοι στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου (περιοριζόμενοι στα Επικαιρικάγια να διασκευαστεί το υπονοούμενο της παράκαμψης των τετριμμένων αξιωμάτων), όπως και των νεοτέρων Τάσου Λειβαδίτη και Τίτου Πατρίκιου –απαλλαγμένων από τη (βιωματικά εισπραγμένη) παράδοση των δογματικών αρχετύπων (στα χρόνια της Αντίστασης ο ορίζοντας είχε χρωματιστεί πράσινος)–, όταν, πέραν της εμπειρίας των στρατοπέδων, ήρθε ο καιρός που ενώ διέγνωσαν «ότι κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα», η ποίηση είναι αποτελεσματική εκεί που εκπληρώνει εαυτήν, λέγοντας με χαμηλή φωνή: «Σύντροφε, δεν φέρνω κανένα μήνυμα. Απλώς τον ανθρώπινο πόνο υπενθυμίζω».
Αρχής γενομένης από ένα άρθρο του Βύρωνα Λεοντάρη με τίτλο “Η ποίηση της ήττας”, που ερχόταν ως διαπίστωση της ως άνω συνθήκης, άνοιξε μια συζήτηση στην Επιθεώρηση Τέχνης(1963),όπου ελέχθησαν πολλά και ως τελευταίος, αλλά όχι έσχατος, τη σφράγισε ο Τάσος Λειβαδίτης (1966) που ζητούσε απροκάλυπτα «να διερευνηθούν τα αίτια, […] να ξεκαθαρίσομε μ’ άλλα λόγια, πρώτα αν η ήττα είναι πολιτική, στρατιωτική, ή ιδεολογική, κοσμοθεωρητική». Ήγουν, φωτιά στα τόπια μας.
Κορυφαίο ωστόσο γεγονός ευπρεπούς απεξάρτησης από το ιερό και απαραβίαστο κέντρο των αποφάσεων, υπήρξε η υπογραφή από εικοσιπέντε συγγραφείς της ελληνικής (ευρείας) Αριστεράς, πρώτη στην Ευρώπη, μιας διαμαρτυρίας για την καταδίκη εις φυλάκισιν των συγγραφέων Σινιάφσκυ και Ντάνιελ, επειδή παρέβησαν τα όρια τής ανοχής. Τους σιωπήσαντες από τη διαμαρτυρία (Αυγέρη, Ρίτσο, Βουρνά) ήρθε να καλύψει ένα άρθρο του φιλόσοφου Γιάννη Ιμβριώτη, ίσως διότι κρίθηκε ότι η σιωπή δεν αποτελούσε πράξη καιόφειλε να διατυπωθεί μια θέσηπερισσότερο ευπρεπής απέναντι μιας κραυγαλέας καταπάτησης της ελευθερίας σε ένα έδαφος ακίνδυνο, τη λογοτεχνία που ούτως ή άλλως δεν γκρεμίζει καθεστώτα.
Χρειάζεται πόρισμα; Αν –και όση– έχει σημασία η κατεδάφιση του Τείχους για τη διάταξη των δυνάμεων, και τον συσχετισμό τους, δεν είναι δική μου δουλειά να εκτιμήσω. Όσο μου αναλογεί, στα δικά μας χωράφια, του εποικοδομήματος που λέμε, με ή χωρίς μαρξιστική εμβρίθεια, η ανάγνωση της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, δείχνει –όσο μπορώ να διαβάζω– ότι πλείστα όσα είχαν συντρέξει, επί τεσσαράκοντα και πλέον έτη, αφυπνίζοντας τις συνειδήσεις και εμψυχώνοντας τους συγγραφείς. Τώρα μοιάζει απίθανο να συνέβη ότι ο νήδυμος ύπνος κάποιων, που ολιγωρούσαν μακαρίως, διεκόπη αιφνιδίως το 1989 και μάλιστα εξ αυτού αποκλειστικώς.


1989

Η ιστορία στην καμπή του αιώνα

Του Αντώνη Λιάκου

Πού είμαστε;
Η τριετία 1989-1991, στην οποία κατέρρευσαν το ένα μετά το άλλο τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης και τελικά η Σοβιετική Ένωση, είναι μια ημερομηνία η οποία αναμφίβολα θα μπει στον «κανόνα» των χρονολογιών της παγκόσμιας ιστορίας, δίπλα στο δεύτερο και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, δίπλα στη Ρώσικη και στη Γαλλική Επανάσταση, στους Ναπολεόντειους πολέμους. Αλλά οι ιστορικές καμπές δεν έχουν, ή δεν έχουν αμέσως, ή δεν αντιλαμβανόμαστε αμέσως ότι έχουν την ίδια σημασία σε όλα τα πεδία. Ως εσωτερική χρονολογία στη δυτική ιστοριογραφία, το «1989» δεν αποτελεί μια ιδιαίτερη στροφή, γιατί οι κύριες θεωρητικές και παραδειγματικές αναφορές, με τις οποίες και σήμερα συζητούμε, οι ιστοριογραφικές τάσεις και σχολές που και σήμερα υπάρχουν, είχαν λίγο-πολύ σχηματιστεί.
Αντίθετα, η περίοδος αυτή υπήρξε τομή στις πρώην κομμουνιστικές χώρες, και πρώτα απ’ όλα γιατί άνοιξαν αρχεία τα οποία ήταν προηγουμένως επτασφράγιστα, και πρώτα απ’ όλα τα κρατικά και κομματικά αρχεία της Σοβιετικής Ένωσης, του ΚΚΣΕ, της Κομιντέρν, της Στάζυ κλπ. Άνοιξε δηλαδή στην έρευνα μια ήπειρος πληροφορίας. Επίσης, άνθισαν οι έρευνες για την προφορική μνήμη των καταδιώξεων, των στρατοπέδων και των φυλακών. Η μνήμη των ανθρώπων δεν είναι περισσότερο έωλη από τα αρχεία των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Η προφορική ιστορία έχει αναπτύξει ένα εκλεπτυσμένο θεωρητικό εξοπλισμό, και η μετα-1989 εποχή ήταν μια εποχή έκρηξης μνήμης στις    χώρες αυτές. Είναι κρίμα που στην Ελλάδα δεν έγιναν περισσότερο γνωστά αυτά, εξαιτίας της δυσπιστίας προς ό,τι δεν χωράει στο σχήμα των ποικίλλων ορθοδοξιών μας.
Εκτός από τα Αρχεία και τη μνήμη, βέβαια, στις μετα-κομμουνιστικές χώρες, μια παράλληλη έκρηξη έγινε στην εθνικιστική ιστοριογραφία. Ο εθνικισμός όμως δεν γεννήθηκε ξαφνικά. Όπως παρατηρεί η Κάθριν Βέρντερι, στο βιβλίο της Τι ήταν ο σοσιαλισμός και τι επακολουθεί,ο εθνικισμός ήταν η μόνη ιδεολογία που υπήρχε κάτω από την επίσημη κομμουνιστική. Ήδη μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε διαμορφωθεί ένα είδος εθνοκομμουνιστικού λόγου. Το καινούργιο στοιχείο μετά το 1989 ήταν μια διάθεση να αποκατασταθούν οι εθνοθρησκευτικές παραδόσεις με ταυτοτικούς όρους, καθώς επίσης και τα φασιστικά-δοσιλογικά καθεστώτα και κινήματα του Μεσοπολέμου και του πολέμου. Υπήρχαν όμως και αντίστροφες τάσεις. Ο ακαδημαϊκός κόσμος της Ανατολικής Ευρώπης άνοιξε στον δυτικό, και κυρίως νέοι ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες, σε αναζήτηση τύχης εξαιτίας της εξαιρετικής δυσπραγίας στις χώρες αυτές, απέκτησαν στενότερες και οργανικότερες σχέσεις με τα δυτικά επιστημονικά κέντρα. Στην δεκαπενταετία μετά το 1989,  για πρώτη φορά στον ιστοριογραφικό χώρο της Ανατολικής Ευρώπης έγινε μια τεράστια εξαγωγή θεωρίας από το δυτικό κόσμο. Ξεκινώντας από μνημειώδεις αμοιβαίες παρεξηγήσεις τα πρώτα χρόνια, σήμερα μπορεί να βρει κανείς πολύ ενδιαφέρουσες νησίδες θεωρητικής και ριζοσπαστικής συζήτησης σε ανατολικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες και σε αγγλόγλωσσες εκδόσεις. Οι ευρωπαϊκές θεωρητικές τάσεις βρήκαν ευνοϊκό περιβάλλον, και ότι καλύτερο γράφεται στην ανατολικότερη Ευρώπη είναι από αυτή την πλευρά.

Τι χάσαμε;
Είναι ενδιαφέρουσα η αντιμετώπιση του «1989» από αριστερούς ιστορικούς και λογοτέχνες που πήραν μέρος στην παρούσα έρευνα. Οι περισσότεροι είπαν ότι δεν μας ενδιέφερε, εμείς γνωρίζαμε τι είδους καθεστώτα ήταν αυτά, δεν ταυτιστήκαμε μαζί τους, και πολύ περισσότερο δεν κλάψαμε την πτώση τους. Αλλά, αναρωτιέμαι, αυτό είναι το πρόβλημα για την Αριστερά και τους αριστερούς; Η μη ταύτιση; Η διαβεβαίωση ότι εμάς δεν μας αγγίζει η πτώση;
Το ζήτημα είναι ότι η Αριστερά και οι αριστεροί (η μη σταλινική αριστερά βέβαια) περίμεναν ότι τα καθεστώτα αυτά θα μπορούσαν να μεταρρυθμιστούν, να αλλάξουν, να δημιουργηθεί ένας σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο. Για το λόγο αυτό είχαν υποστηρίξει την Περεστρόικα, τον Ευρωκομμουνισμό, την Άνοιξη της Πράγας, για το λόγο αυτό είχαν ονομάσει το εγχείρημά τους ανανεωτικό. Κανείς δεν περίμενε, και κανείς δεν ευχόταν, ότι θα επανακάμψει ένας νικηφόρος καπιταλισμός. Οι θεωρητικοί της αριστεράς μιλούσαν για μετάβαση και μεταβατικές κοινωνίες, αλλά θεωρούσαν την μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.  Κανείς δεν είχε γράψει για τη μετάβαση από το σοσιαλισμό στον καπιταλισμό. Κι όμως τώρα, ο όρος μετάβαση και μεταβατισμός (transitology) σημαίνει τις θεωρίες και τα προβλήματα αυτής της μετάβασης. Πώς δηλαδή η κρατική οικονομία θα γίνει οικονομία της αγοράς, όχι το αντίστροφο όπως πιστευόταν πριν από το 1989. Επομένως μας αφήνει αδιάφορους το τι συνέβη το 1989;
Αυτό νομίζω ότι είναι το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι αριστεροί, και κατ’ επέκταση οι αριστεροί ιστορικοί. Εκείνο που χάθηκε το 1989 δεν ήταν τόσο ο υπαρκτός σοσιαλισμός, όσο η ελπίδα ότι υπήρχε η δυνατότητα να μεταρρυθμιστεί και να αναγεννηθεί αυτός ο σοσιαλισμός, να γίνει ένας ελκυστικός σοσιαλισμός για Δύση και Ανατολή. Χάθηκε δηλαδή η προοπτική ότι το μέλλον θα είναι σοσιαλιστικό, ότι θα διαφέρει ριζικά από το παρόν. Έκτοτε δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς θα είναι ένα επιθυμητό μέλλον. Το σκεφτόμαστε περισσότερο με όρους πανικού (η αμερικάνικη κυριαρχία και ο πόλεμος χωρίς κανόνες, η οικολογική καταστροφή και το φαινόμενο θερμοκηπίου, η επέμβαση στο γενετικό κώδικα και οι βιοπολιτικές της εφαρμογές), παρά με όρους ελπίδας. Και καθώς χάθηκε η δυνατότητα να σκεπτόμαστε με ελπίδα το μέλλον, χάθηκε μαζί και ένα σχήμα σκέψης, ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο σκεπτόμασταν την ιστορία αλλά και τον κόσμο μας και τον εαυτό μας μέσα τους.
Οι γενιές που το 1989 ανήκαν ήδη στον κόσμο των ενηλίκων, σκέφτονταν τον κόσμο και την ιστορία σε ένα πλαίσιο που οριζόταν από μια σειρά επαναστάσεις και από μια φορά εξέλιξης, στην οποία η έννοια της προόδου δεν αμφισβητούνταν. Παρόμοια σχήματα όριζαν τη σκέψη, ακόμη και όσων δεν ήταν καθόλου αριστεροί. Ας θυμηθούμε τις μεγάλες συζητήσεις για την “επανάσταση των διευθυντών”, για την “γραφειοκρατικοποίηση του κόσμου”, για τη σύγκλιση των δύο συστημάτων, καπιταλισμού και σοσιαλισμού, σε ένα τρίτο που θα διαχειριζόταν απαλλαγμένο από ιδεολογίες την κοινωνία, το τέλος των ιδεολογιών. Όλα αυτά έδειχναν ότι στο βάθος, παρά τις διαφορές, υπήρχε μια κοινή δομή χρονικότητας. Μια κοινή δομή βάθους που συνείχε τη σκέψη, όπως και σε άλλες προηγούμενες εποχές. Μια δομή σκέψης, η οποία είχε διάρκεια ζωής πάνω από έναν αιώνα. Από τα τέλη του 19ουαιώνα οπότε ο σοσιαλισμός εμφανίστηκε ως διάδοχος του αστισμού. Ε! λοιπόν αυτή η βαθιά δομή της χρονικότητας ανατράπηκε το 1989. Είναι αυτό λίγο; Μπορεί να είναι αδιάφορο το 1989;

Τι ελπίζουμε;
Αν δεν μπορούμε να φανταστούμε το μέλλον, δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε το παρελθόν, έγραφε το 1938 ο Καρλ Μανχάιμ, στο Ιδεολογία και Ουτοπία. Μόνο ιστορικοί που μοιάζουν με γραφειοκράτες που απλώς διεκπεραιώνουν πληροφορίες δεν μπορούν να καταλάβουν τη φράση αυτή. Αν δεν μπορούμε να φανταστούμε το μέλλον, δεν μπορούμε να φανταστούμε το παρελθόν. Γιατί βεβαίως δεν φτάνει να βάλουμε στη σειρά τα δελτία μας για να γράψουμε ιστορία. Και αυτό συνέβη με το 1989. Περισσότερο και από την πραγματική κατάρρευση, είναι η κατάρρευση του φαντασιακού που μετράει. Η απουσία ενός τρόπου να σκεφτούμε το μέλλον. Το τέλος της ιστορίας,του Φουκογιάμα ήταν μια παρόμοια απόπειρα, να φανταστούμε ένα μέλλον φιλελεύθερης δημοκρατίας και οικονομίας της αγοράς, η οποία δεν δημιουργεί μεγάλες και δραματικές αλλαγές. Τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν έτσι ειδυλλιακά, όχι μόνο εξαιτίας των πολέμων της δεκαετίας του ‘90 όσο εξαιτίας των εξελίξεων στη γενετική. Για το λόγο αυτό άλλωστε ο ίδιος συγγραφέας επέστρεψε με την Μετα-ανθρώπινη κατάσταση, στην οποία δηλώνει ότι το βιολογικό ον άνθρωπος, όπως το γνωρίζαμε, τελειώνει, αρχίζει κάτι άλλο, το οποίο όμως δεν θα έχει την ίδια ανθρώπινη ιστορία. Μια άλλη απόπειρα να σκεφτούμε το μέλλον ήταν το εφιαλτικό σενάριο του Χάντινγκτον για τη σύγκρουση των πολιτισμών. Αλλά είτε με το ένα σενάριο, είτε με το άλλο, έχουμε μπει στη διαδικασία να φανταζόμαστε το μέλλον, όχι ως ελπίδα αλλά ως απελπισία. Αυτή είναι η θεμελιώδης διαφορά με το πριν το 1989.
Κι όμως, παρ΄ όλα αυτά γράφεται ιστορία, και διαβάζεται ιστορία, και βλέπεται ιστορία, πάντως πολύ περισσότερο από ότι παλιότερα. Πώς εξηγείται αυτό; Αν “όχι ελπίδα – όχι ιστορία”, πώς συμβαίνει να μην έχουμε ελπίδα αλλά να γράφεται ιστορία; Σκέφτομαι δυο από τις δυνατές απαντήσεις, οι οποίες βεβαίως και δεν εξαντλούν το πρόβλημα:
Η πρώτη έχει να κάνει με την αντίληψη της ιστορίας ως χάρτη πλοήγησης, που αντικαθιστά τους χάρτες της ιδεολογίας. Όταν θεωρούμε ότι τα πράγματα δεν πήγαν όπως προβλέπονταν από τις  ιδεολογικές βεβαιότητές μας, τότε ψάχνουμε τι πήγε στραβά, και το ψάχνουμε αναψηλαφώντας στο παρελθόν. Η ιστορία μας φαίνεται σταθερότερο έδαφος από άλλους τρόπους σκέψης. Ίσως εκεί μπορούμε να δούμε, πως όταν διαπιστώνουμε ότι κλείνουν μερικά πεδία ελευθερίας αντιλαμβανόμαστε την επομένη ότι ανοίγουν άλλα, σε διαφορετικά επίπεδα. Εκεί που κλείνουν δυνατότητες, ανοίγουν άλλες αλλού. Ο αντι-νομοτελειακός χαρακτήρας της ιστορικής γνώσης αποθαρρύνει βέβαια από την περισσή αισιοδοξία, γι αυτό και δεν πολυχρειάζεται σε στιγμές επαναστατικής έξαρσης, αλλά ενθαρρύνει από την υπερβολική απαισιοδοξία, για αυτό και καταφεύγουμε εκεί σε στιγμές ήττας και περισυλλογής. Συχνά, ο όρος «ιστορία των ηττημένων» χρησιμοποιείται περιφρονητικά ή αποδίδεται ως μομφή. Αλλά η ιστορία που ξεκινά από τη διερεύνηση των αιτιών της ήττας, του τραύματος, της αυταπάτης είναι πάντα πιο πλούσια από εκείνη που αναζητά τις αιτίες της νίκης και της βεβαιότητας.
Η δεύτερη απάντηση έχει να κάνει με τη λειτουργία της ιστορίας, σε ευρύτατα στρώματα, ως ενός “τόπου” διπλασιασμού της πραγματικότητας. Όσοι έχουν σοβαρές αντιρρήσεις, ας παρηγορηθούν διαβάζοντας Όμηρο. Μήπως οι Φαίακες, για να ξεχάσει ο Οδυσσέας τα δικά του βάσανα δεν του διηγούνταν την ιστορία του; Αν καταλάβουμε τη σχέση αυτή στον νοηματικό της πυρήνα και αν την προβάλουμε στη σημερινή γιγαντοοθόνη των πολιτισμικών πρακτικών, τότε θα καταλάβουμε το νόημα του ιστορικού διπλασιασμού της πραγματικότητας. Θα καταλάβουμε επίσης και τη στροφή του μυθιστορήματος στην ιστορία, όπως και της ιστορίας στο μυθιστόρημα ως πηγή, και κάπου-κάπου ως τρόπος ή πλοκή γραφής.



Τα Τείχη μετά το Τείχος

Του Γιάννη Παπαθεοδώρου

Η πτώση του Τείχους, το 1989, σφράγισε τον "αιώνα των κομμουνισμών"κληροδοτώντας στις σύγχρονες κοινωνίες μια σειρά ερωτημάτων και στοχασμών, γύρω από την πολιτική πράξη και θεωρία της νεωτερικότητας. Το ιστορικό σχέδιο που επέτρεψε τη συγκρότηση ενός εναλλακτικού πεδίου πολιτικής, διάφορου ως προς την δυτική αστική δημοκρατία και τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, -αυτό είναι πάντως το κεντρικό συγκριτικό παράδειγμα και όχι το αφελές σχήμα των δύο ολοκληρωτισμών (φασισμός, κομμουνισμός)- κατέρρευσε τη στιγμή ακριβώς που κλήθηκε να παίξει το στοίχημα της μετάβασης. Έτσι, η έφοδος των επαναστατικών και επαναστατημένων μαζών στο προσκήνιο της πολιτικής άνοιξε με τολστοϊκό ενθουσιασμό και έκλεισε με καβαφική ειρωνεία: «κι ολόγυρα απ'τα τείχη τρέχουμε / ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή. / Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία». Το Τείχος δεν ήταν ούτε το τελευταίο "ιστορικό ατύχημα"της νεωτερικότητας ούτε ο τελευταίος "σισύφειος μύθος"της επανάστασης∙ ήταν ένα πολιτικό γεγονός που υπενθύμιζε, με εμφατικό και τραυματικό τρόπο, τις ρήξεις που γεννάνε οι "δομές καταστροφής"μέσα στην ιστορία, καθώς και τις κοινωνικές συνέπειες που συνοδεύουν την απορύθμιση ιδεολογικοπολιτικών συστημάτων με παγκόσμια εμβέλεια. Κι αυτή "η στιγμή της κρίσης"είναι κάτι που προφανώς δεν αφορά μόνο τις χώρες του πρώην "υπαρκτού"αλλά ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα. Από αυτή την άποψη ίσως είναι χρήσιμο να διερωτηθούμε μήπως μετά το Τείχος εξακολουθούμε να ζούμε με άλλα Τείχη, τα οποία ανεπαισθήτωςκτίζονται γύρω μας, εμποδίζοντας όχι μόνο την ιστορική κατανόηση του κομμουνιστικού φαινομένου αλλά και την οργάνωση μιας πολιτικής δράσης που, σε τελευταία ανάλυση, θα αφορά αποτελεσματικά τους κολασμένους της γης.
Στις κύριες διανοητικές συζητήσεις που διεξάγονται γύρω από την εμπειρία ("μνήμη του κομμουνισμού", "οι δύο ολοκληρωτισμοί", "το τέλος της ιδεολογίας"), ανεξάρτητα από την αφετηρία και τις απολήξεις τους, εντοπίζονται συχνά μια σειρά στερεοτύπων και μανιχαϊστικών λογικών που δείχνουν καθαρά πως το Τείχος δεν χώριζε μόνο δύο οικονομικές σφαίρες αλλά δύο διαφορετικές πολιτικές και πολιτισμικές λογικές. Κι αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι το πρόβλημα της ετερότητας και της πολιτικής ετερολογίας που έθετε το κομμουνιστικό φαινόμενο αντιμετωπίστηκε, από τη δυτική μαζική κουλτούρα μέχρι τις διανοούμενες ελίτ, σαν ένας εορταστικός αποχαιρετισμός σε έναν κόσμο που φεύγει, και αφήνει πίσω του ένα μελαγχολικό αρχιπέλαγος από γκουλάγκ και μπουφονικές φαρσοκωμωδίες του τύπου Goodbye Lenin. Από την άλλη μεριά, ακόμη και η νοσταλγική αναδρομική αφήγηση για τον κομμουνισμό καθώς και οι συχνοί απολογητικοί τόνοι του δυτικού μαρξισμού ("εμείς το ξέραμε") αποτελούν και αυτοί μέρος του προβλήματος, και όχι ένα στέρεο ερμηνευτικό σχήμα για την εξήγησή του. Ωστόσο, η αλληλοαναγνώριση-αναμέτρηση των δύο κόσμων δεν λύθηκε ούτε με την ειρωνική αντικατάσταση του σφυροδρέπανου από την Coca Cola ούτε με την ηθική διερώτηση των φιλοσόφων της δυτικής όχθης του Σηκουάνα για το αν ο κομμουνισμός ήταν έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας. Η ιστορική εμπειρία του κομμουνισμού εξακολουθεί να παραμένει ένα διακύβευμα που ζητάει νέα διανοητικά εργαλεία, αρκετά εκλεπτυσμένα για να ξεφύγουν από τα Τείχη των στερεοτύπων. Για την ιστορία και τη λογοτεχνία, τουλάχιστον, η αναζήτηση νέων μεθόδων κατανόησης για να συλλάβει τον κοινωνικό κόσμο, δεν είναι ζήτημα δεοντολογίας∙ είναι ζήτημα ουσίας.
Λένε συχνά πως η λογοτεχνία είναι ένα προνομιακό πεδίο για να αφουγκραστεί κανείς τις σύγχρονες και παλαιότερες ιστορικές εμπειρίες, αφού, στην ουσία, αυτή αναλαμβάνει πρώτη να επεξεργαστεί μια "ιστορία του παρόντος". Αν ρίχναμε λοιπόν μια "αεροπορική"ματιά για να δούμε πως περνάει -όχι αντανακλαστικά, βέβαια, αλλά διαθλαστικά- η εμπειρία του Τείχους στη λογοτεχνία, θα βλέπαμε πως, συμβατικά πάντα, διακρίνονται δύο βασικές τάσεις: η μία τάση καλλιεργεί εντατικά τη φιλελεύθερη φαντασίωση για την "απελευθέρωση"του έγκλειστου "κόκκινου κόσμου"και η άλλη παραμένει προσκολλημένη σε μια διεργασία πένθους αναζητώντας τα ερείπια από τα οράματα που χάθηκαν. Τίποτε το πρωτότυπο κι εδώ: Ανάμεσα στις καπιταλιστικές απολαύσεις και στα προδομένα οράματα, η κοινοτυπία ακυρώνει την παραγωγή νέων ιδεών και κυρίως την παραγωγή νέων αφηγηματικών τρόπων. Οι έμμεσες ή άμεσες αναγωγές στο "άδειο κιβώτιο"αδυνατούν να συλλάβουν την πολυπλοκότητα του θέματος, πετώντας μαζί με την κούνια και το μωρό. Φοβάμαι πως ο Μαγιακόφκι και ο Μπρεχτ ήξεραν περισσότερα από τους σημερινούς ποιητές, και το Αστείοτου Κούντερα παραμένει πιο ουσιαστική αφηγηματική κατάθεση σε σχέση με την επανανακάλυψη και την επικαιροποίηση του μάλλον πληκτικού Σολτζενίτσιν. Μια κάποια διαφοροποίηση του λογοτεχνικού κανόνα, ωστόσο, αρχίζει να διαφαίνεται από τη στιγμή που οι συγγραφείς αρχίζουν και καταπιάνονται με θέματα που προέκυψαν κατά τη στιγμή της μετάβασης στον μετα-κομμουνιστικό κόσμο: η επινόηση των "ανατολικών"ως νέων βαρβάρων στο εσωτερικό μιας παγκοσμιοποιημένης επικράτειας καθώς και ο αναστοχασμός γύρω από την έννοια της ουτοπίας ως άλλοτε ευφορικού και άλλοτε δυσφορικού συστήματος σκέψης έχει εγκαινιάσει μια διεθνή λογοτεχνική παραγωγή με αρκετά ενδιαφέρουσες παρουσίες, όχι μόνο από δυτικούς συγγραφείς αλλά και από ανατολικούς. Ακόμη και -ή μάλλον κυρίως- από συγγραφείς που βρίσκονται έξω από τα σύνορα της Ευρώπης.
Φτάνει άραγε αυτό για να αντιμετωπίσουμε το "89"ως καμπή στην λογοτεχνική παραγωγή; Θα έλεγα ναι και όχι. Ναι, με την έννοια ότι από το ‘89 και μετά η λογοτεχνία καλείται να διαχειριστεί σε μεγάλο βαθμό τα Τείχη (και την τύχη) μιας πολιτισμικής λογικής, που διάβαζε τον κομμουνισμό μέσα από την ασφάλεια των διαχωριστικών γραμμών ενός "εξωτικού κόσμου". Όχι, με την έννοια ότι το Τείχος δεν έφερε καμία δραστική αλλαγή στην ίδια την αφηγηματική συνείδηση της λογοτεχνικής γραφής, δεν οδήγησε σε μια νέα τροπικότητα της γραφής. Μια τέτοια άμεση αναγωγή θα ήταν άλλωστε όχι απλώς ιστορικά αδύνατη αλλά και θεωρητικά λανθασμένη. Οι χρονικότητες που σφραγίζουν τις παραγωγές λόγου και τα συστήματα αποφάνσεων δεν ακολουθούν τους ίδιους νόμους με την κοινωνική ιστορία. Παρ'όλα αυτά, σήμερα η ίδια η λογοτεχνία αναδεικνύεται σε κεντρικό αγωγό για τη συγκρότηση μιας πολιτισμικής εικονολογίας που εμπεριέχει όχι μόνο τη μνήμη της κομμουνιστικής εμπειρίας αλλά και τη διερεύνηση νέων δρόμων για μια πιθανή φαντασία που θα επανασυνδεθεί με προτάγματα πολιτικής χειραφέτησης. Το πεδίο της κουλτούρας είναι η κρίσιμη κοινωνική αρένα διαπραγμάτευσης γύρω από τα παλιά και νέα Τείχη.



Οι συγγραφείς του τόμου

Αλέξανδρος Αργυρίου(Αλεξάνδρεια, 1921), κριτικός και γραμματολόγος της νεοελληνικής λογοτεχνίας
Σπύρος Ασδραχάς(Αργοστόλι, 1933), ιστορικός, ομότιμος διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, δίδαξε επί σειρά ετών στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης
Μάριο Βίττι(Κωνσταντινούπολη, 1926), ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ολοκλήρωσε την ακαδημαϊκή του διδασκαλία στην ιταλική πόλη Βιτέρμπο
Κώστας Βούλγαρης (Δολιανά Αρκαδίας, 1958), πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, συνεπιμελείται το ένθετο «Αναγνώσεις» της Κυριακάτικης Αυγής
Ρέα Γαλανάκη (Ηράκλειο Κρήτης, 1947), πεζογράφος, ποιήτρια
Στάθης Γουργουρής (Λος Άντζελες, 1958), καθηγητής Συγκριτικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης
Γιάννης Δάλλας (Φιλιππιάδα, 1924), ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφραστής αρχαίων λυρικών, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Αλέξης Ζήρας (Αθήνα, 1945), κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής
Λήδα Καζαντζάκη (Αθήνα, 1962), ιστορικός τέχνης
Λουτσιάνο Κάνφορα (Μπάρι, 1942), ιστορικός, διδάσκει κλασσική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Μπάρι και διευθύνει το περιοδικό Quaderni di Storia
Νίκος Καραπιδάκης(Ηράκλειο Κρήτης, 1955), καθηγητής Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο
Μάσσιμο Κατσούλο (Μιλάνο, 1965), κλασσικός φιλόλογος, μεταφραστής νεοελληνικής λογοτεχνίας
Δημοσθένης Κούρτοβικ (Αθήνα, 1948), πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας
Ευγενία Κριτσέφσκαγια(Μόσχα, 1958), κλασσική φιλόλογος
Αντώνης Λιάκος (Αθήνα, 1947), καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Γιώργος Μαργαρίτης (Αθήνα, 1954), ιστορικός, καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Ανδρέας Μήτσου (Αμφιλοχία, 1950), πεζογράφος
Δημήτρης Μίγγας (Μεσσηνία, 1951), πεζογράφος
Χριστίνα Ντουνιά (Πέτα Άρτας, 1952), επίκουρη καθηγήτρια Νεοελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, συγγραφέας
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου(Αθήνα, 1945), ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας
Γιάννης Παπαθεοδώρου(Πάτρα, 1970), διδάσκει Νεοελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Θωμάς Σκάσσης (Αθήνα, 1953), πεζογράφος, μεταφραστής
Γιώργος Σταθάκης (Χανιά, 1953) καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Σώτη Τριανταφύλλου(Αθήνα, 1957), συγγραφέας, ιστορικός
Λίζυ Τσιριμώκου (Αθήνα, 1949), αναπληρώτρια καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Μισέλ Φάϊς (Κομοτηνή, 1957), πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας
Τάσος Χατζητάτσης(Θεσσαλονίκη, 1945), πεζογράφος




[1]Αυτή η παρατήρηση δεν γράφεται μειωτικά για τους δύο τελευταίους οι οποίοι ήταν πολύ καλοί στο είδος τους. Αναφέρομαι στη σημερινή σκόπιμη ισοπέδωση της εκδοτικής πρακτικής.   
[2]«Μες στο μυαλό μου πού ’χει όρια/ και μια ελευθερία ζόρικια/ αλίμονό μου» από τον Μπάλλο, του Διονύση Σαββόπουλου.

Article 8

$
0
0
Το αφιέρωμα συνεχίζεται την επόμενη Κυριακή

Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια

$
0
0
Γιώργος Καζάζης, Χωρίς τίτλο, 2017, λάδι σε καμβά, 60 x 80 εκ. 



ΤΗΣ ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ

Στην πραγματεία του Η Καταγωγή του Γερμανικού Πένθιμου Δράματος, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν σημειώνει: «Με το ερείπιο, η ιστορία εξαφανίζεται εντός του σκηνικού με τρόπο αισθητό. Και μάλιστα έτσι διαμορφωμένη, η ιστορία δεν αποτυπώνεται ως η διαδικασία μιας αιώνιας ζωής αλλά, αντιθέτως, ως η διεργασία μιας ακατάσχετης παρακμής».[i]
Στις 9 Νοεμβρίου 1989, το Τείχος του Βερολίνου ήρθε να προστεθεί στη μεγαλειώδη κατηγορία του ερειπίου. Οι ρωγμές στην κατασκευή του σήμαναν την παρακμή, τη διάλυση της άλλοτε κραταιής Σοβιετικής Αυτοκρατορίας. Μοιραία, όπως και στο Πένθιμο Γερμανικό Δράμα, το Τείχοςέμελλε πλέον να εικονίζεται ως σκηνικόσε έργα μυθοπλασίας, Είναι άραγε τυχαίο ότι μετά την πτώση του δημοσιεύτηκε το περιβόητο δοκίμιο του FrancisFukuyamaπου έφερε τον τίτλο Το Τέλος της Ιστορίας; Το εγχείρημα της Σοσιαλιστικής Ουτοπίας, είχε πλέον ηττηθεί κατά κράτος. Ο Λένιν δεν ζούσε πια για να διαπιστώσει την παγκόσμια επικράτηση της φιλελεύθερης Δημοκρατίας και της ελεύθερης Αγοράς που αποτελούν τη μόνη εγγύηση ευημερίας και προόδου για όλα τα κράτη: Άλλη λύση δεν υπήρχε. Ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή, του «πένθους» της Ιστορίας, που «τα ρολόγια γύρισαν ανάποδα». Σε αυτή τη στιγμή θα επανέλθουμε.

Nellmezzodelcammin. Ταυτόχρονα με Το Τέλος της Ιστορίας,ένα άλλο σημαντικό κείμενο ήρθε να προστεθεί στην βιβλιογραφία για την πτώση του Τείχους Τον Δεκέμβρη του 1989, ο GeorgeSteinerέγραψε έναΣημείωμαπου έφερε τον τίτλο «TheStateofEurope: ChristmasEve 1989» (Η Κατάσταση της Ευρώπης: Παραμονή Χριστουγέννων 1989).
Σε αντίθεση με το πανηγυρικό ύφος του Fukuyama, το κείμενο του Στάινερ διακρίνεται για την υφολογική του πολυμορφία η οποία, θα μπορούσε κανείς να πει, καθρεφτίζει τις συναισθηματικές μεταπτώσεις που βιώνουν οι άνθρωποι όταν, στα μέσα του δρόμου της ζωής τους, ο ευθύς δρόμος της Ιστορίας έχει χαθεί. Γράφει λοιπόν ο Στάινερ: «Ασφαλώς δικαιούμεθα να εκφράσουμε τη χαρά μας. Δεν θέλω να χαλάσω τη γιορτή. Προσωπικά, ωστόσο, δεν τα πάω καλά με την ευφορία και δεν μπορώ να διώξω από το μυαλό μου ορισμένες σκέψεις. Sorry»[ii]
Μία από τις σκέψεις που τον απασχολούν, είναι η έννοια και το βίωμα του χρόνου σε κορυφαίες ιστορικές στιγμές. Γράφει: «Η ταχύτητα των γεγονότων στην Ανατολική Ευρώπη είναι τέτοια … ώστε οι πρωινές εφημερίδες να είναι άχρηστες πριν βραδιάσει». Κατά τη γνώμη του, αυτή η επιτάχυνση και συμπύκνωση του χρόνου χαρακτηρίζει όλα τα μεγαλειώδη, ιστορικά συμβάντα που ανατρέπουν το στάτους κβο και τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Οι μεγάλες επαναστάσεις, όπως αυτές του 1789 και 1917, καθώς και η πρόσφατη εξέγερση στο Ανατολικό Βερολίνο, χαρακτηρίζονται ως «επιταχυντές» (accelerandos)που καθιστούν αδύνατη τη συνοχή του όποιου αφηγήματος.
Πέραν της χρονικής, υπάρχει και το μέγεθος της χωρικής διάστασης των γεγονότων που συσκοτίζει το αφηγηματικό βλέμμα: «Η γεωγραφική κλίμακα του σεισμού των ημερών μας, οι ιδεολογικές και εθνικές διαφοροποιήσεις, τα διεθνή συμφέροντα που ενέχονται σ’ αυτό το σεισμό, καθιστούν σχεδόν αδύνατη μια έλλογη αντίδραση, πόσο μάλλον μια αξιόπιστη πρόβλεψη». Τι να κάνουμε; Το πανοραμικό βλέμμα αποκλείεται. Ο αφηγητής, μπορεί μόνο να λειτουργήσει ως τηλεοπτικός φακός που ακολουθεί τον μαραθωνοδρόμο!
Jogging. Πώς, όμως, να συνδέσει κανείς τα κομμάτια του παζλ, που καθημερινά αυξάνονται, καθώςτρέχει παράλληλα με αυτά στη λεωφόρο της Ιστορίας; Αυτόν ακριβώς τον αφηγηματικό άθλο επιχειρεί να φέρει εις πέρας στο Σημείωμά του ο Στάινερ! Τι προηγήθηκε; Τι διαδραματίζεται τώρα; Τι έπεται; Η αφηγηματική ανάληψη των γεγονότων αναπόφευκτα εμπλέκεται με την πρόληψη των εξελίξεων, ενώ το φιλόδοξο υποκείμενο της αφήγησης σκοντάφτει πάνω στο υποκείμενο του αφηγήματος με αποτέλεσμα να μπερδεύεται ο ένας στα πόδια του άλλου! Ευτυχώς, υπάρχει το χιούμορ που σώζει την κατάσταση.
Έτσι, όπως όταν κάποιος γυρίζει τη μπομπίνα μιας βουβής κινηματογραφικής ταινίας με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ο αφηγητής παραθέτει εν τάχει την άνοδο του Γκορμπατσόφ στην εξουσία, τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις του, Glasnostκαι Perestroika, οι οποίες αναπτέρωναν διεθνώς τις ελπίδες πολλών κομουνιστών/τριών για μια γνήσια, επιτέλους, λαοκρατική διακυβέρνηση με ανθρώπινο πρόσωπο, ελευθερία του λόγου και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ ταυτόχρονα φτάνουν τα νέα για κάποιες μυστηριώδεις, συναντήσεις εν μέσω της Μαλτέζικης κυματώδους θαλάσσης του σοβιετικού ηγέτη με τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Τι είπαν; Πού συμφώνησαν; Πού διαφώνησαν; Καμιά πληροφορία δεν διαρρέει για το περιεχόμενο των συζητήσεών των δύο ηγετών που κρατούν στα χέρια τους τις τύχες της γήινης σφαίρας! Πέφτει το Σιδηρούν Παραπέτασμα; Σήμανε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου;
Ο αφηγητής σηκώνει τα χέρια! Ο καταιγισμός των δημοσιογραφικών πληροφοριών καθιστά αδύνατη την όποια συνοχή του αφηγήματος: «Καμιά οικονομολογική αυθεντία, κανένας γνώστης στρατηγικής, κανένας ‘Κρεμλινολόγος’ ή αναλυτής κοινωνιολογικών και οικονομικών δεδομένων, δεν μπόρεσε να προβλέψει όσα ζούμε σήμερα». Ο Θρίαμβος του Απρόβλεπτου είναι δεδομένος: «Από στιγμή σε στιγμή όλα μπορεί όλα να στραβώσουν: Το μέλλον του Γκορμπατσόφ κρέμεται από μια κλωστή», σημειώνει ο αφηγητής.
 Αυτά, όσον αφορά τις δύο υπερδυνάμεις. Ποια είναι όμως η κατάσταση της Ευρώπης την παραμονή των Χριστουγέννων του 1989; «Τι άλλο μπορεί να κάνει κανείς από το να προσεύχεται να ελπίζει, να χαίρεται και να οργίζεται με τις χλιαρές γραφειοκρατίες της Κοινής Αγοράς και με τον καθώς πρέπει νεο-απομονωτισμό της Μάργκαρετ Θάτσερ στη Βρετανία; Γινόμαστε μάρτυρες μιας σχεδόν τρελής κούρσας εθνικισμών που αναβιώνουν, εθνικού μίσους, καθώς και μιας αντίστροφης δυναμικής μελλοντικής ευμάρειας και ελεύθερων συναλλαγών». Γεγονός είναι πως τα πάντα μας διαφεύγουν. «Έχουμε επιστρέψει πίσω στον αινιγματικό κτύπο-σφυγμού του μεσσιανικού».
Για ένα bluejean, για μια Πίτσα. Εδώ τίθεται το ερώτημα: ποιο ήταν εντέλει το χαμένο αντικείμενο του πόθου για τα όλους αυτούς τους νέους και τις νέες της Komsomolπου διέσχιζαν κατά χιλιάδες σύνορα και τείχη ώστε να φτάσουν το ταχύτερο στον παράδεισο της Δύσης; «Παρακολουθούμε μια TVεπανάσταση, μια ορμή προς την υπόσχεση-Καλιφόρνια που έχει προσφέρει η Αμερική».
 Το χαμένο αντικείμενο του πόθου ανακτάται χάρη στα «Αμερικανικά πρότυπα ένδυσης, διατροφής, μεταφοράς, διασκέδασης, στέγασης». Στις μέρες μας, τα πρότυπα αυτά είναι που αποτελούν «την απτή ουτοπία στις επαναστάσεις. Με το Dallasνα προβάλλεται στα ανατολικά του Τείχους, ο διαμελισμός του Καθεστώτος ήταν αναπόφευκτος». Αυτά που άρπαζαν με απληστία από τα ράφια της Δύσης οι απελευθερωμένοι, ήταν «βίντεο-κασέτες, πορνό–κασέτες, αμερικανικού τύπου καλλυντικά και fastfood. Δεν ήταν εκδόσεις των Mill, deTocqueville, ή Solzhenitsyn. ‘Οι νέοι ναοί’, της ελευθερίας (το όνειρο του 1789) θα είναι τα McDonaldsκαι το τηγανητό κοτόπουλο Κεντάκυ».
Ο αφηγητής αναρωτιέται: «Τι θα γεμίσει αυτό το ταραχώδες κενό; Στη Δύση, η θρησκεία γαντζώνει τα νύχια της στις πόρτες μας και το χρήμα μας κράζει». Η ιδεολογία του Ωφελιμισμού κυριαρχεί και ο άνθρωπος καταστρέφει το φυσικό περιβάλλον του. Τα Τείχη έπεσαν. Τι μέλλει γενέσθαι; «Μόνο ένας Τρελός θα μπορούσε να προφητέψει».
…Το κείμενο κλείνει με ένα Υστερόγραφο. Εκεί, ο Στάινερ σημειώνει: «Μπορώ να δω πιο ξεκάθαρα τώρα τη μαρξιστική υπερεκτίμηση του ανθρώπου. Το ίδιο λάθος έκανε και ο Μωυσής ξανά και ξανά (θυμηθείτε τους απελπισμένους θυμούς του και το θάνατο ένα βήμα πριν φτάσει στη γη της επαγγελίας), καθώς και τις ψευδαισθήσεις του Χριστού». Ο Στάινερ θεωρεί πως αυτή η «υπερεκτίμηση του ανθρώπου πάλι διαψεύδεται». Ήδη, στην Ουγγαρία και το Ανατολικό Βερολίνο, βλέπει το μίσος κατά των Εβραίων να σιγοκαίει.
Το Σημείωμα γράφτηκε το 1989. Σήμερα, 30 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, τόσο εμείς όσο και ο Τζωρτζ Στάινερ γνωρίζουμε πολύ καλά τη συνέχεια του συγκλονιστικού αυτού αφηγήματος που γράφεται ακόμα. Οι παρατηρήσεις και οι επιφυλακτικές προβλέψεις του προμηνύουν, ωστόσο, τα όσα ακολούθησαν. Η παντοκρατορία της Δύσης και του Καπιταλισμού, επέφεραν μια παράδοξη, αντιφατική τομή στην έννοια και την εμπειρία του Χρόνου.
Ανάποδα γυρίσαν τα Ρολόγια. Με την κατάρρευση του αντίπαλου δέους, τα ρολόγια γύρισαν πίσω στο 19οΑιώνα, και η υποκρισία της άρχουσας τάξης αποκαλύφθηκε. Το Κράτος Πρόνοιας, και η φιλεργατική νομοθεσία, ήταν τα «τείχη» που εμπόδιζαν την εξάπλωση του κομμουνιστικού μικροβίου στα κράτη της Δύσης. Τώρα, ο Νεοφιλελευθερισμός απαιτούσε από τους εργαζόμενους την επιστροφή όλων των δανεικών και με τόκο!
Το Τέλος της Ιστορίας είχε επισημάνει την επιστροφή της Αρχής της! Εκεί βρισκόμαστε σήμερα. Η Πολιτική συνδέεται πλέον με την Ωρολογοποιία. Να πάψουν τα Ρολόγια να είναι Απελπισμένα, «να δείχνουν ΘΑΝΑΤΟ»[iii]. Αυτός είναι ο Αγώνας της Αριστεράς του μέλλοντος.


[i]Βάλτερ Μπένγιαμιν, Η Καταγωγή του Γερμανικού Δράματος. Εισαγωγή-μετάφραση Χρήστος Γεμελιάρης. Ηριδανός, 2017, σ. 232.
[ii]Το δοκίμιο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Granta. Βλέπε: http//granta.com/the- state—europe-chrismas-eve-1089/.
[iii]Βλέπε: Μ. Σαχτούρης, Ανάποδα γυρίσαν τα Ρολόγια, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα,1998.

Για το έτος 1989...

$
0
0
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Το 1989 υπήρξε από ορισμένες πλευρές η χαριστική βολήστη διεργασία αποσάρθρωσης των καθεστώ­των του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που διέλυσε και το ιδεο­λογικό τους επίχρισμα, το οποίο υπονοούσε ότι όλα ήταν «προορισμένα να κρατήσουν ώς την αιωνιότητα». Μόνο που αυτή θα τελείωνε πριν κλείσει μισόν αιώνα και «όλα θα γκρεμίζονταν» από τα «παιδιά που θα είχανε πλαστεί/ κατ’ εικόνα και ομοίωση των αγαλμάτων», τα οποία είχαν στηθεί απομνημονεύοντας τις «ιδανικές μορφές» του «νέου ανθρώπου».
Θα μπορούσε να επισημανθούν δέσμες γεγονότων που επέφεραν ήδη καίρια ρήγματα στην τριτοδιεθνιστική «ορθο­δοξία» και ευνόησαν νεωτερικές διατυπώσεις της σοσιαλιστι­κής θεωρίας: το 20ό Συνέδριο ταυ ΚΚΣΕ και η διεργασία της «αποσταλινοποίησης» ως υπέρβασης του «ψυχρού πολέ­μου»· η σινοσοβιετική ρήξη και ο πολυκεντρισμός των πηγών παραγωγής ιδεολογικού λόγου· ο Μάης του ’68 στη Δυτική Ευρώπη και ο προάγγελός του στις Ηνωμένες Πολιτείες· η ώθηση των νέων κοινωνικών κινημάτων με γνώμονα την επί­γνωση των διαφοροποιήσεων που έχουν υποστεί οι αναπτυγ­μένες κοινωνίες· η απο-αποικιοποίηση και ο τρόπος παρουσίας του «Τρίτου Κόσμου» στο αναδιατασσόμενο πεδίο των διεθνών σχέσεων και, τέλος, η αποσάρθρωση των καθε­στώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», που διέλυσε και το ιδεολογικό τους επίχρισμα. Κοντολογίς, με την επενέργεια του συνόλου αυτών των παραγόντων ετέθη σε αποστρατεία το ιδεολογικό περίγραμμα των πολιτικών μορφών οργάνω­σης της «εργατικής τάξης», φέρνοντας συνάμα στο προσκή­νιο της ιστορίας «μαρξιστές» που δεν αναγνωρίζουν στον «μαρξισμό» τη μήτρα της ταυτοποίησής τους ως θεωρητικών.

Το κοσμοϊστορικό γεγονός της 25ης Οκτωβρίου (με το ισχύον τότε ημερολόγιο) βρήκε το 1993 στη θέση της κραταιάς ΕΣΣΔ την παραπαίουσα Δημοκρατία της Ρωσίας, την «Κόκκινη Πλατεία» αιματοβαμμένη και το Δημοτικό Συμ­βούλιο της Μόσχας αποφασισμένο να απαγορεύσει τις συγκεντρώσεις για την επέτειο της «Μεγάλης Σοσιαλιστικής Επανάστασης», επειδή τάχα σ’ αυτές θα κυοφορούνταν «σχέδια αποσταθεροποίησης» του υπάρχοντος καθεστώτος, που απεγνωσμένα επιδίδεται στην πλήρη αντιστροφή των ώς πρόσφατα στρατηγικών προτεραιοτήτων της χώρας: δηλαδή από το εγχείρημα της «μετάβασης στο σοσιαλισμό» (κάποτε ονομάσθηκε και «μετάβαση στον κομμουνισμό») το εκκρε­μές έχει οδηγηθεί στην απόπειρα επανάκαμψης του καπιτα­λισμού. Ο τραγικός αυτός διάκοσμος αναμφίβολα δεν επι­τρέπει, ιδίως σε όσους βίωναν τις χειροπιαστές επιπτώσεις αυτών των μεταβολών ως επαγγελματίες ιστορικοί του πα­λαιού ή του νέου καθεστώτος, τη νηφάλια καταγραφή και επεξεργασία των ερεθισμάτων, για την ανατοποθέτηση της προσπάθειας των Μπολσεβίκων και, πολύ περισσότερο, για την κατανόηση της έκβασής της.
Αρκετά νωρίς ωστόσο είχαν διατυπωθεί, συχνά απερίφραστα, από Δυτικοευρωπαίους μαρξιστές κριτικές επισημάνσεις ως προς τον τρόπο επιβολής και κυρίως αναπαρα­γωγής της σοβιετικής εξουσίας, με την υπογράμμιση ότι οι ίδιοι αρνούνται να προγραμματίσουν έναν παρόμοιο δρόμο για τη νικηφόρα διεκπεραίωση των κοινωνικών και πολιτι­κών αγώνων στις χώρες τους. Μια τέτοια περίπτωση αφορά την απόσταση που κρατά, από την αρχή κιόλας της επανά­στασης των Μπολσεβίκων, η RosaLuxemburg, όταν τους αντιτείνει ότι η «ελευθερία νοείται πάντα ελευθερία για εκεί­νον που σκέφτεται διαφορετικά».
Η ακριβής στάθμιση της δυναμικής και του ειρμού που διέπει τα επιμέρους γεγονότα που συνέθεσαν την Οκτωβρια­νή Επανάσταση εγείρει -ακόμη και σήμερα - διχογνωμίες και απολήγει σε διαφορετικές προτάσεις ερμηνείας. Η δομι­κή πάντως κρίση του τσαρικού καθεστώτος, παρά το διστακτικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης Στολίπιν, είχε επικεντρωθεί στη βραδυπορούσα (και συντηρούμε­νη με ξένα κεφάλαια) εκβιομηχάνιση της πολυεθνικής Αγίας Ρωσίας και συνάμα στην ανεπαρκή παραγωγικότητα της υ­πανάπτυκτης αγροτικής οικονομίας. Στην εποχή του πολέ­μου το κόμμα των Μπολσεβίκων (που αριθμούσε μόλις 23.000 μέλη) προπαγάνδιζε την ειρήνη (ακόμη και με δυσμε­νείς όρους), την απόδοση των χωραφιών στους αγρότες και την κατάκτηση όλης της εξουσίας από τα «Σοβιέτ», τα οποία θα λειτουργούσαν με τους κανόνες της άμεσης Δημοκρατίας.
Από την άλλη πλευρά, η τύχη της επανάστασης ολοένα και αναδύεται σήμερα ευκρινέστερη, καθόσον έγιναν δια­φανείς οι συνθήκες γένεσης και εμπέδωσης του «σταλινι­κού» φαινομένου, δηλαδή των συνθηκών αναπαραγωγής των νέων ταξικών αντιθέσεων στην ΕΣΣΔ. Πρόκειται για τη βίαιη «κολεκτιβοποίηση», την απόσπαση αγροτικών ει­σοδημάτων για την επιτάχυνση της εκβιομηχάνισης (ο στόχος ήταν να φτάσει και να ξεπεράσει τη Δύση), την εγκα­τάσταση ιεραρχικών δομών στη σφαίρα της παραγωγής (το κριτήριο ήταν ότι οι ειδικευμένοι τεχνικοί αποφασίζουν για όλα), την αυτονόμηση του κράτους και των επιμέρους θε­σμών του, τον οστρακισμό της εσωκομματικής δημοκρα­τίας και την παγίωση ενός τρομακτικού και έντρομου «ολο­κληρωτισμού» που ήθελε να μετατρέψει ακόμη και τους αν­θρώπους των γραμμάτων σε «μηχανικούς των ψυχών».
Από τους τελευταίους ωστόσο και ιδιαίτερα τους ποιη­τές είχε αποδοθεί η πικρή επίγνωση της χαμένης επανάστα­σης. Πρόκειται για μια σύνθετη εμπειρία, αν σταθούμε σε περιπτώσεις Ελλήνων κομμουνιστών, που εντελώς παραπλα­νητικά ονομάσθηκε «ποίηση της ήττας». Αρχίζει βέβαια ως αναγνώριση της κοινής ευθύνης, με τους στίχους του Αλεξάν­δρου (1959): «Χρόνια πασχίζουμε να χτίσουμε τον κόσμο/ να τον μεταμορφώσουμε/ ζυμώνουμε τη λάσπη και συνεχώς διαλύεται/ απ’ τις προλήψεις τις βροχές τις προδοσίες./ Είμαστε υπεύθυνοι για τα υλικά/ για τις λιποψυχίες μας/ είμαστε υπεύθυνοι για την επιμονή μας».
Η βιωματική αυτή στάση συνεπάγεται και την έναρξη ε­νός νέου εγχειρήματος για τη δημιουργία μιας άλλης κοινω­νίας, σύμφωνα με το «Μάθημα ιστορίας» του Λειβαδίτη: «Τον Οχτώβρη του ’17 έκλαψα από ατέλειωτη ευτυχία./ Τώρα με τα κουρέλια που μου απόμειναν/ προσπαθώ να φτιάξω ένα ομοίωμα ανθρώπου».
Σημείωση: για την πληρέστερη τεκμηρίωση βλ. τα βιβλία μου: SozialpolitischeTheorieundGeschichtsschreibung, UniversitätIoannina 1993, Lesintellectuels”, Université deJannina 2001 και την εργασία μου: «DasDilemmabeiLuxemburg», στον τόμο: Ν.Ito (επιμ.), R. LuxemburgiminternationalenDiskurs, Berlin 2002, 281-284.

Ο Παναγιώτης Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων

Γιώργος Καζάζης, Χωρίς τίτλο, 2018, λάδι σε καμβά, 60 x40 εκ. 


Το τείχος και η Κίρκη

$
0
0
Γιώργος Καζάζης, Χωρίς τίτλο, 2017, μολύβι σε χαρτί, 20 x30 εκ.



ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΠΟΛΥΜΕΝΗ

Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ή αλλιώς, πρώην Ανατολική Γερμανία.  Βερολίνο. Το τείχος ανάμεσα στον ανατολικό και το δυτικό τομέα. Στο κομμουνιστικό και το καπιταλιστικό. Τι είναι ελκυστικό στους ανθρώπους; Τι αγαθά ζητάνε και πού τα βρίσκουν; Από πού φεύγουν και με ποιο προορισμό; 30 Σεπτεμβρίου 1989: ο Χανς Ντίντριχ Γκένσερ, υπουργός εξωτερικών της τότε Δυτική Γερμανίας, επιτρέπει σε 7.000 ανατολικογερμανούς που είχαν καταφύγει στην πρεσβεία της Πράγας να ταξιδέψουν στη Δυτική Γερμανία. Οκτώβριος 1989: μαζικές διαδηλώσεις στη Λειψία. Η άλλοτε παντοδύναμη Στάζι μοιάζει ανήμπορη, οι ζωές των άλλων παίρνουν τα σκήπτρα. 4 Νοεμβρίου 1989: ένα εκατομμύριο διαδηλωτές στο ανατολικό Βερολίνο ζητάνε αλλαγές. 7 Νοεμβρίου 1989: παραιτείται η ανατολικογερμανική κυβέρνηση Στοφ. 9 Νοεμβρίου 1989: ανακοινώνεται η χορήγηση  βίζας σε όλους τους πολίτες. Οι άνθρωποι απλά συρρέουν στο τείχος κι εκείνο καταρρέει. Μαζί και η άσκηση εξουσίας της κομμουνιστικής κυβέρνησης. Η ελευθερία εδραιώνεται, η δημοκρατία νίκησε. Κάτι που σημαίνει ότι το προηγούμενο καθεστώς ούτε δημοκρατικό ήταν ούτε ελευθερία εξασφάλιζε, παρά τις επικλήσεις περί του αντιθέτου.   
Εκτός από τις επικλήσεις, υπάρχει και η απτή πραγματικότητα μιας κοινωνίας. Στην απτή πραγματικότητα  οι άνθρωποι αναζητούν αγαθά συνυφασμένα με την ταυτότητά τους, όπως αυτή διαμορφώνεται στον χρόνο. Εκπαίδευση, υγεία,  δημιουργική απασχόληση σε ένα επάγγελμα, πολιτιστικά αγαθά, αντικειμενική δημοσιογραφία, μια κατοικία με συγκεκριμένες συνθήκες διαβίωσης, ψυχαγωγία, ένα ασφαλές περιβάλλον, διασκέδαση και άλλα πολλά. Το πολιτικό σύστημα δια της κρατικής εξουσίας ρυθμίζει το είδος των αγαθών αυτών, και ορισμένα τα δημιουργεί το ίδιο, προσφέροντάς τα στους πολίτες μέσα από δημόσιες υπηρεσίες και κρατικές επιχειρήσεις, επαληθεύοντας εκεί τις αξίες που πρεσβεύει. Στα αγαθά αυτά δοκιμάζεται έμπρακτα πώς ένα πολιτικό σύστημα εκλαμβάνει αξίες όπως  δημοκρατία, ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη, αλληλεγγύη. Το δε πολιτικό σύστημα καταρρέει,  όταν καταρρέουν οι πρακτικές του. Όταν  τα αγαθά που προσφέρουν κρίνονται από τους πολίτες ως ανεπαρκή, όπως και οι αξίες που εκεί πραγματώνονται.  Οπότε συντελείται μία φυγή: είτε οι πολίτες αναχωρούν γι’ άλλα λιμάνια και σταθμούς, είτε η πολιτική εξουσία εκπαραθυρώνεται μέσω εκλογών ή κινητοποιήσεων.

Το κρίσιμο λοιπόν είναι τι πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα τις πρακτικές μιας κοινωνίας και τα αγαθά που εκεί σχηματίζονται. Όπως ακριβώς σε μία καλλιτεχνική έκφραση αναζητούμε την ιστορία των μορφών της, δηλαδή ποιο έργο ανοίγει νέες προοπτικές και την ανακατευθύνει, ας αναζητήσουμε ποιο πολιτικό πρόταγμα οδηγεί τις πρακτικές ένα βήμα παραπέρα· τι εγγυάται την ανθοφορία τους, άρα και των αγαθών που εκεί σχηματίζονται. Μετά την κατάρρευση του τείχους και του πολιτικού συστήματος που το ανέγειρε, προκύπτει πλέον το ερώτημα: μήπως οι πρακτικές και τα αγαθά τους εξελίσσονται μόνο μέσα από τις δυνάμεις του ανταγωνισμού και της ελεύθερης αγοράς; Μήπως η αξία που κινεί κι εξελίσσει τον κόσμο μας είναι η επιδίωξη ισχύος και οι αγώνες επικράτησης κι επιβολής; Όμως ελεύθερη αγορά μέχρι ποιου σημείου; Μέχρι και την Τρόιχαντ, το αντίστοιχο υπερταμείο  της ενοποιημένης Γερμανίας, όργανο για το βόλεμα μιας νομενκλαντούρας, μνημείο αδιαφάνειας και λαφυραγώγησης για λίγους;  
Σίγουρα εκείνο που κατέρρευσε μαζί με το τείχος είναι μία συγκεκριμένη άσκηση εξουσίας και οι αξίες που πραγμάτωσε. Η εξουσία είναι Κίρκη, μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε γουρούνια. Οι ρομαντικοί ιδεολόγοι γίνονται αδίστακτοι εξουσιαστές που διψάνε για παρατεταμένη ισχύ και λάφυρα. Σε μία πρόταση το είπε ο Σοφοκλής δια της Αντιγόνης: δώσε εξουσία σε έναν άνθρωπο και θα δεις ποιος είναι.  Η οδός της αποτυχίας λοιπόν είναι μια κυβερνητική εξουσία  αποκομμένη από τη λαϊκή βάση και τα αιτήματά της, ανικανότητα εφαρμογής ενός συγκεκριμένου σχεδίου με προοπτική, τόσο συνολικά όσο κι επιμέρους στις πρακτικές, εύγευστους καρπούς μόνο για μια πολιτική και οικονομική ολιγαρχία, ένας χυλός αγαθών προορισμένος για τους πολλούς,  κρατικοί φορείς  διοικούμενοι από μια κλειστή κάστα έμπιστων  συγγενών και φίλων,  διαφθορά που εξυπηρετείται από το κατευθυνόμενο τρίπτυχο: προσλήψεις, στελέχωση, προμήθειες.
Στον αντίποδα βρίσκεται η μέριμνα για την ανθοφορία των αγαθών, ως έμπρακτη αντανάκλαση συγκεκριμένων αξιών ενός πολιτικού προτάγματος. Πού τοποθετείται ο πήχυς για το καθένα, τι και ποιοι θα πάνε ένα βήμα παραπέρα τα αγαθά, μαζί και τους πολίτες που τα απολαμβάνουν. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα σχετικά με το αγαθό της εκπαίδευσης. Η ίδρυση, για παράδειγμα, ενός πανεπιστημιακού τμήματος στην κάτω Ποταμιά είναι θετική για την τοπική κοινωνία, για την κίνηση στα μαγαζιά, για τα ενοίκια που θα ανέβουν, για να τακτοποιηθούν κάποιοι δικοί μας διδάκτορες. Αλλά το πρωτεύον στην πρακτική αυτή πρέπει να είναι οι συνθήκες ανθοφορίας του αγαθού της εκπαίδευσης:  τι πρόγραμμα  παρέχεται, με τι ποιότητα,  με ποια στελέχωση,  ποιο αποτέλεσμα και σε τι χρονικό ορίζοντα.  Aν απαντηθούν  τούτα, ας γίνει και στην άνω Ραχούλα.
Στην εποχή μετά το τείχος ένα στοίχημα είναι αν την ανθοφορία των αγαθών μπορεί να την εξασφαλίσει και κάτι άλλο εκτός από  τις δυνάμεις του ανταγωνισμού και τους αγώνες ισχύος κι επικράτησης. Αν μπορεί να την  εξασφαλίσει ένα οικοσύστημα αξιών δεμένο με  την ταυτότητα όσων επιδρούν στο σχηματισμό ενός αγαθού· δεμένο με μια υπαρξιακή δέσμευη, όπως ακριβώς συμβαίνει και σε ένα καλλιτεχνικό έργο· δεμένο με ένα χρέος, ένα άγγελμα προς εαυτόν. 

Ο Πέτρος Πολυμένης είναι ποιητής και δρ Φιλοσοφίας

Το τείχος το έφτιαξαν οι άνθρωποι

$
0
0
ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ

«Το Tείχος το έφτιαξαν άνθρωποι», είπε κάποτε ο τελευταίος Γενικός Γραμματέας του ΚΚΣΕ και ο πρώτος και τελευταίος Πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, υπονοώντας, προφανώς, ότι το Τείχος αυτό ήταν τρωτό: όπως έλεγε στο γιο του ο περίφημος ήρωας του Νικολάι Γκόγκολ, Τάρας Μπούλμπα: «Εγώ σε γέννησα, εγώ θα σε σκοτώσω».
Το 1989 το Τείχος του Βερολίνου ράγισε, όταν έπεσε η πρώτη πέτρα από το μεγαλύτερο σοσιαλιστικό φρούριο, τη Σοβιετική Ένωση: η Λιθουανία αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μεγάλη σοβιετική οικογένεια, πυροδοτώντας το φαινόμενο «ντόμινο», και σε λιγότερο από ένα μήνα τα σοβιετικά στρατεύματα άρχισαν σταδιακά να υποχωρούν από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Το σύνθημα πάντως δόθηκε ακόμα νωρίτερα, τον Μάιο του 1985, όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υπογράμμισε την ανάγκη αναδιοργάνωσης της κοινωνικοπολιτικής ζωής της χώρας, προφέροντας την περίφημη λέξη «περεστρόικα». Το 1990, μαζί με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης διαλύθηκε οριστικά και το Τείχος του Βερολίνου· από τα 155 χιλιόμετρά του έμεινε μόλις 1,3 χλμ. Το Βερολίνο απαλλάχθηκε από τον σοσιαλισμό και ολοταχώς κατευθύνθηκε προς το ευρωπαϊκό όνειρο.
Κάτι πολύ χαρακτηριστικό, που σπάνια μνημονεύεται πλέον: το Τείχος, σύμβολο της εθνικής τραγωδίας των Γερμανών, έγινε ξαφνικά εμπορεύσιμο προϊόν: μέσα στα πρώτα δέκα χρόνια πωλήθηκαν 360 κομμάτια του για ποσόν των 2,1 εκατομμυρίων μάρκων, κομμάτια Τείχους βρίσκονται στις συλλογές του Πάπα της Ρώμης, στις οικογένειες του Κένεντι και του Ρήγκαν, που δώρισε ένα τεράστιο τμήμα του στην αγαπημένη του Νάνσι.  Επί εννέα χρόνια οι κάποτε φτωχοί καλλιτέχνες,  Kiddy Citny και Thierry  Noir, που ζωγράφισαν το Τείχος από την πλευρά του Δυτικού Βερολίνου,  διεκδικούσαν δικαστικά ένα μέρος χρημάτων από τις πωλήσεις, και τελικά δικαιώθηκαν, εισπράττοντας 500 ολόκληρες χιλιάδες μάρκα! Κάποιοι σπόνσορες αγόρασαν δύο κομμάτια Τείχος για 50 χιλιάδες μάρκα και τα δώρισαν στα γερμανικά σχολεία στο Μεξικό. Κομμάτια Τείχους αγόρασαν διάφορα Μουσεία του κόσμου – από τη Δανία έως την Ιαπωνία.

Είναι άκρως διδακτικό να παρακολουθεί κανείς, πώς αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου τα ανθρώπινα συναισθήματα απέναντι στα κοσμοϊστορικά γεγονότα. Δεν πέρασαν δέκα χρόνια από την Πτώση του Τείχους και την ευφορία της λύτρωσης, και οι Γερμανοί άρχισαν να αναρωτιούνται, αν πράγματι έπεσε το Τείχος, αν οι δύο Γερμανίες συγκόλλησαν πραγματικά.
Τριάντα χρόνια μετά την Πτώση, το ερώτημα, αν το Τείχος έπεσε στ’ αλήθεια, παραμένει ανοιχτό. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ αποκάλεσε τα γεγονότα της 9ηςΝοεμβρίου του 1989 «στιγμή ευτυχίας», τόνισε πάντως, ότι για τους Γερμανούς της πρώην Ανατολικής Γερμανίας η ζωή είναι πλέον ελεύθερη, αλλά όχι πάντα εύκολη. Η καγκελάριος δεν ήταν τελείως ειλικρινής: όχι μόνο δεν είναι εύκολη, αλλά, το κυριότερο, οι «ανατολικοί» και οι «δυτικοί» ακόμα δεν ζουν υπό ίσους όρους, κάτι που δείχνουν τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης του γερμανικού Ινστιτούτου Κοινωνιολογίας Ipsos. Σύμφωνα μ’ αυτά, λίγο πάνω από τους μισούς ερωτηθέντες Γερμανούς θεωρούν την Πτώση του Τείχους θετικό γεγονός. Ανάμεσα στους κατοίκους των πρώην ανατολικών περιοχών 57% απάντησαν αρνητικά, ανάμεσα στους Δυτικούς θετικά βλέπουν την Πτώση μόλις 54%, ενώ το ένα τρίτο των ερωτηθέντων απάντησε «δεν ξέρω/δεν απαντώ». Τριάντα χρόνια αργότερα, οι ανατολικοί Γερμανοί συνεχίζουν να παραπονιούνται για τις διαφορές στο επίπεδο διαβίωσης, στις συντάξεις, για το γεγονός, ότι η πολιτική ελίτ της ενωμένης Γερμανίας απαρτίζεται αποκλειστικά από τους «δυτικούς». Η ίδια η Μέρκελ «μόλις πρόσφατα έμαθε», ότι ανάμεσα στους επικεφαλής των γερμανικών Πανεπιστημίων δεν υπάρχει ούτε ένας «ανατολικός»!
Μήπως η ιστορία της ενοποίησης της Γερμανίας θυμίζει την ενοποίηση της Ευρώπης; Η Πτώση του Τείχους, μήπως θυμίζει την πτώση των συνόρων ανάμεσα στα ευρωπαϊκά αδελφοποιημένα κράτη; Και το ανεκπλήρωτο γερμανικό όνειρο, μήπως θυμίζει εκείνο το απατηλό ευρωπαϊκό όνειρο, που για πολλές χώρες, με πρώτη και καλύτερη την Ελλάδα, μετατράπηκε σε εφιάλτη; Σε δύο χρόνια, το 2021, όταν η Ελλάδα θα γιορτάζει τα 200 χρόνια της Επανάστασης, οι Γερμανοί θα έχουν τη θλιβερή επέτειο των 50 χρόνων από την οικοδόμηση του Τείχους. Τι αποτελέσματα θα βγάλει τότε μια δημοσκόπηση στα καθ’ ημάς; Μήπως τελικά η Πτώση δεν ήταν «στιγμή ευτυχίας», αλλά μόνο «στιγμή ευφορίας»; Όπως και παρόμοιες στιγμές των πολύχρωμων επαναστάσεων ανά τον κόσμο;  
Στην ομιλία της στις 9 Νοεμβρίου του 2019, η Καγκελάριος Μέρκελ δεν είπε λέξη για το ρόλο του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην ενοποίηση της Γερμανίας. Δεν είναι τυχαίο, που η ιστορία της Πτώσης του Τείχους ξαναγράφεται, όπως ξαναγράφεται και η ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, και το ιστορικό γεγονός της 9 Νοεμβρίου του 1989 επίσης σερβίρεται ως «καθαρή» νίκη της Δύσης και των αξιών της, και όχι ως αποτέλεσμα της περεστρόικας: έτσι, η επικεφαλής του κεντροδεξιού CDU, Αννεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, μιλώντας στη συνάντηση με τους χριστιανούς δημοκράτες, ευχαρίστησε τους Αμερικανούς επειδή εξαφάνισαν το Τείχος του Βερολίνου. Άλλη μια «διάσωση του στρατιώτη Ράιαν»...
Τα τείχη τα φτιάχνουν οι άνθρωποι, όπως ορθώς είπε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Τα έφτιαχναν και συνεχίζουν να τα φτιάχνουν. Έχουν όμως πραγματική θέληση και δύναμη να τα γκρεμίσουν;

Η Ευγενία Κριτσέφσκαγια είναι κλασική φιλόλογος 

Γιώργος Καζάζης, Χωρίς τίτλο, 2019, λάδι σε καμβά, 100 x100 εκ.

Μετά την Πτώση

$
0
0
Γιώργος Καζάζης, Χωρίς τίτλο, 2019, λάδι σε καμβά, 100 x150 εκ.



ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ- ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ

Στις βιομηχανικές πόλεις-φάντασμα της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης, στην Ουγγαρία του Όρμπαν και στην Πολωνία του Καζίνσκι και των επιγόνων του, στα έρημα χωριά της Βουλγαρίας, στην Ουκρανία της έκδοσης αναμνηστικών γραμματοσήμων με επιφανείς Λεγεωνάριους των SS, στις Ανατολικές αποικίες της πρώην Δυτικής Γερμανίας, βεβαίως, θα γραφτούν κι εκεί αφιερώματα για την Πτώση του Τείχους του Βερολίνου, τη νίκη της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας.
Όμως, γενικώς, όλο και λιγοστεύουν πια τα αφιερώματα στον Τύπο για την Πτώση, διεθνώς. Γιατί; Έχει πεθάνει πια ο κομμουνισμός, πάνε χρόνια, καταπλακώθηκε από τα ερείπια του Τείχους; Έχουν απομείνει μονάχα κάποιοι νοσταλγοί, κάποιοι γραφικοί, κάποιοι ηλικιωμένοι; Ακόμα και στα καθ’ ημάς, τώρα που επέστρεψε η «κανονικότητα», όλα θα βρουν τον δρόμο τους, σιγά σιγά, και οι ιδέες της Αριστεράς θα ξεριζωθούν διά του πελέκεως;
Από το προηγούμενο αφιέρωμα των «Αναγνώσεων» στο 1989, κάτι συνέβη. Δεν ήταν μόνο η διάψευση των προσδοκιών στην Ανατολή - αυτό συνέβη πολύ πιο γρήγορα. Δεν ήταν οι πόλεμοι, η άνοδος των εθνικισμών, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Τα πρώτα σημάδια είχαν διαφανεί, παρότι το σκοτάδι δεν είχε εξαπλωθεί ακόμα στην Ευρώπη. Αυτό που μεσολάβησε, όμως, και που διέλυσε και τα τελευταία νέφη, ήταν η κρίση. Έκτοτε, μόνον ως ρετρό συνθήματα μιας απολύτως ξεπερασμένης εποχής θα ακούγονταν τα διαγγέλματα των θριαμβευτών του ’89, ικανά να πείσουν τους ήδη πεπεισμένους.

Έλεγαν πως ο Ψυχρός πόλεμος τέλειωσε, ο καπιταλισμός είχε νικήσει. Ο σοσιαλισμός, υπαρκτός, ανύπαρκτος, ή οτιδήποτε ενδιάμεσό τους, ήταν πια νεκρός, θαμμένος στα ερείπια. Η κήρυξη του νεοφιλελεύθερου Ευαγγελίου της Αγοράς, απερίσπαστη πια, θα διαχεόταν στα πέρατα του κόσμου, ο Μονόδρομος θα γινόταν το υλικό – και, σιγά σιγά, το τυπικό Σύνταγμα του πλανήτη. Όμως, η Ιστορία δεν τελείωσε, και οι «τελευταίοι άνθρωποι», δεν έπαψαν να αγωνίζονται, να εξεγείρονται, να αντιστέκονται. Δεν υπάρχουν μόνο φασίστες νεοευαγγελιστές Μπολσονάρο, ρατσιστές δικτάτορες, νεοφιλελεύθεροι κρυφοί ή απροκάλυπτα φασίστες. Το αποδεικνύουν, αυτή ακριβώς την ώρα, τα παραδείγματα της Χιλής, της Βολιβίας, και αλλού.
Έλεγαν πως ο Νέος Κόσμος δεν είχε πια την υποχρέωση να τηρεί το κοινωνικό συμβόλαιο του κράτους πρόνοιας. Ούτε το πολιτικό και αξιακό της Ευρώπης της θεμελιωμένης στην αντιφασιστική νίκη. Είχε τελειώσει η ισορροπία του πυρηνικού τρόμου και η κούρσα των εξοπλισμών. Όμως, η «αιώνια» κοινωνική ειρήνη δεν επήλθε. Όσο για την άλλη, τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου διαδέχθηκε ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, ο δεύτερος πόλεμος του Κόλπου, ο πόλεμος στη Συρία, και ούτω καθεξής.
Έλεγαν πως δεν υπήρχε πια Σιδηρούν παραπέτασμα. Η Ευρώπη ήταν πια ενιαία. Όμως ο χάρτης της, μόλις λίγα χρόνια μετά, έμοιαζε σαν να είχε βγει από κάποιο φανταστικό τυπογραφείο των τελών του Πρώτου παγκοσμίου πολέμου.
Το Τείχος είχε καταρρεύσει, άλλα τείχη έμελλε να χτιστούν. Στο Μεξικό, στην Παλαιστίνη, στις μαροκινές ακτές, στο κέντρο της Ευρώπης. Στις συνοικίες, τους δρόμους, σύντομα και στα διαμερίσματα. Να προφυλάσσουν από τους άλλους, τους ξένους, τους αλλόθρησκους. Τους φτωχούς. Αυτοί θα ήταν οι νέοι απειλητικοί εισβολείς. Εκείνοι θα ήταν τα αιώνια υπολείμματα της πορείας προς την ατομική αυτοπραγμάτωση.
Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά, η τότε μουδιασμένη, θρηνούσα, ή δήθεν ατάραχη («δεν μιλά για μας ο μύθος»). Γιατί το 1989 δεν κέρδισαν οι ηττημένοι του 1948, του 1956, του 1968. Δεν κέρδισαν όσοι ήθελαν να δουν την Πύλη του Βρανδεμβούργου από κάθε δυνατή οπτική γωνία. Δεν κέρδισε ο Χάινερ Μίλλερ. Μια νεαρή ερευνήτρια φυσικής που κοιτούσε τη δουλειά της, κι έκανε σάουνα τη νύχτα της 9ης Νοεμβρίου, έγινε καγκελάριος, χρόνια μετά. Διευθυντές και στελέχη έγιναν, εν μια νυκτί, ιδιοκτήτες. Οι εργαζόμενοι, πάλι, έγιναν πάλι εργαζόμενοι ή άνεργοι.
Δεν έχασε ο κομμουνισμός – γιατί, τι είχε απομείνει, το 1989, από το άλμα στον ουρανό του 1917, πλην των συμβόλων; Δεν κέρδισε η Δημοκρατία – ας κοιτάξουμε τον χάρτη με τα ποσοστά της ακροδεξιάς Διεθνούς. Διόλου παραδόξως, από την Πτώση του Τείχους έχασε η κριτική Αριστερά, οι αντιφρονούντες (πλην των αντιδραστικών), οι αποσυνάγωγοι. Στα ερείπια του Τείχους καταπλακώθηκε το συνεκτικό όραμα μιας συλλογικής απελευθέρωσης από τα δεσμά των αναγκών. Δημιουργήθηκαν ελπιδοφόρες, μεν, πλην πολυδιασπασμένες κινήσεις, κινήματα, ομάδες, οργανώσεις, πρωτοβουλίες, αντικατοπτρισμοί μιας φαινομενικής πολυδιάσπασης του υπάρχοντος.
Τριάντα χρόνια μετά την αρχή του τέλους των εργατικών κινημάτων όπως τα γνωρίσαμε τον 20όαιώνα, τίποτα δεν άλλαξε ως προς την αναγκαιότητα της ριζικής κοινωνικής αλλαγής. Όμως, ακόμα και σήμερα, δεν μπορούμε καν να τη φανταστούμε. Το ’89 μας θύμισε, για άλλη μια φορά, αυτό που έγραψε ο Μαρξ για την κοινωνική επανάσταση του 19ου αιώνα, ότι «δεν μπορούμε να αποσπάσουμε την ποίησή της από το παρελθόν, αλλά μόνο από το μέλλον».
 Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα και προπαγανδιζόμενα, ο καπιταλισμός δεν ξέχασε ποτέ ότι η ταξική πάλη συνεχίζεται. Όπως και η Ιστορία. Ας μην το ξεχνάμε.

Όταν σχεδόν όλοι κολυμπούσαν στις αυταπάτες τους...

$
0
0
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Κάποια χρόνια μετά το 1989, όταν σχεδόν όλοι κολυμπούσαν στις αυταπάτες τους, στην επέτειο των δεκαπέντε χρόνων από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το 2004, εδώ στις «Αναγνώσεις» κάναμε ένα μεγάλο αφιέρωμα, με τίτλο Μετά το ’89. Στους δρόμους της ιστορίας και της λογοτεχνίας (κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη), όπου συμμετείχαν ιστορικοί, συγγραφείς, κριτικοί λογοτεχνίας, ιστορικοί τέχνης κ.ά., με δοκίμια αλλά και ανέκδοτα λογοτεχνικά κείμενα.
Εν μέσω πανηγυρισμών, λύσσας και ειρωνείας απέναντι σε κάθε τι που παρέπεμπε προς τα αριστερά, εκείνη η παρέμβαση ήταν μία από τις ελάχιστες, σε όλη την Ευρώπη, ανταποκρίσεις στο αίτημα να μιληθεί η μετάβαση που συνέβαινε, μπροστά μας, πάνω μας, να αρθρωθεί Λόγος για το ιστορικό παρόν, και νομίζω ήταν η μόνη συλλογική ανταπόκριση σε αυτό το αίτημα. Παραθέτω τα ονόματα των συμμετασχόντων:
Σπύρος Ασδραχάς, Αλέξανδρος Αργυρίου, Μάριο Βίττι, Κώστας Βούλγαρης, Ρέα Γαλανάκη, Στάθης Γουργουρής, Γιάννης Δάλλας, Αλέξης Ζήρας, Λήδα Καζαντζάκη, Λουτσιάνο Κάνφορα, Νίκος Καραπιδάκης, Μάσσιμο Κατσούλο, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ευγενία Κριτσέφσκαγια,  Αντώνης Λιάκος, Γιώργος Μαργαρίτης, Ανδρέας Μήτσου, Δημήτρης Μίγγας, Χριστίνα Ντουνιά, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Γιάννης Παπαθεοδώρου, Θωμάς Σκάσσης,   Γιώργος Σταθάκης, Σώτη Τριανταφύλλου, Λίζυ Τσιριμώκου,  Μισέλ Φάις, Τάσος Χατζητάτσης.Όπως σημείωνα απολογιστικά, στο τέλος του αφιερώματος:

«Σίγουρα η πτώση του τείχους και των ανατολικών καθεστώτων άλλαξε την επί δεκαετίες παγιωμένη διπολικότητα του κόσμου, και τις συνακόλουθες, αυτοβεβαιούμενες και αλληλοτροφοδοτούμενες, συμβολοποιήσεις του ‘καλού’ και του ‘κακού’. Κυρίως όμως ενέτεινε, θα έλεγα γενίκευσε, την εν πολλοίς προϋπάρχουσα αμηχανία για το ‘πέραν αυτών’, αν θέλετε για το ‘μετά’.»
Όταν, τρία χρόνια αργότερα, το αφιέρωμα εκδόθηκε σε βιβλίο, υπήρξε ένας «δεύτερος γύρος» συζήτησης, με ένα νέο αφιέρωμα υπό τον τίτλο Μετά το ’89. Στους δρόμους της κριτικής σκέψης, όπου συμμετείχαν οι:
Αλέκος Αλαβάνος, Κώστας Βεργόπουλος, Κώστας Βούλγαρης, Στέφανος Δημητρίου, Τιτίκα Δημητρούλια, Άντα Διάλλα, Αλέξης Ζήρας, Νίκος Θεοτοκάς, Μάκης Καβουριάρης, Λήδα Καζαντζάκη, Κυριάκος Κατζουράκης, Βαγγέλης Κάσσος, Γιώργος Μερτίκας, Γιώργος Μπλάνας, Ανδρέας Πανταζόπουλος, Γιάννης Παπαθεοδώρου, Παναγιώτης Πούλος, Στέφανος Ροζάνης, Νικόλας Σεβαστάκης, Κώστας Χριστόπουλος. Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από το εναρκτήριο κείμενο του αφιερώματος, του Ανδρέα Πανταζόπουλου:
«Η τυφλή πίστη στην πρόοδο εξακολουθεί να μπορεί να δίνει νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη; Το ερώτημα είναι ίσως το κεντρικότερο πρόβλημα της σημερινής ‘μεταβατικής’ εποχής που άνοιξε στην μετά-’89 εποχή και εγκαινίασε όλη την τελετουργία της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης. Η σχεδόν πανθομολογούμενη κρίση της προόδου έχει αποδιαρθρώσει βασικούς κανόνες της κοινής συμβίωσης, έχει αποσχηματίσει σε μεγάλο βαθμό το ίδιο το σχέδιο μιας ιδεολογίας στηριζόμενης σε έναν ‘ιστορικό νόμο’ σύμφωνα με τον οποίο η ανθρωπότητα βρίσκεται μέσα σε μια διαρκή διαδικασία εκπλήρωσης διαδοχικών ανώτερων σκοπών».
Τα δύο αφιερώματα είναι διαθέσιμα στο μπλογκ των «Αναγνώσεων»:


Γιώργος Καζάζης, Χωρίς τίτλο, 2019, λάδι σε καμβά, 100 x100 εκ.

Article 1

$
0
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

1989. Όταν αλλάζειο ρυθμός του κόσμου
Viewing all 4553 articles
Browse latest View live


Latest Images

<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>